Το διήγημα της Πέμπτης: «Η χειραψία έγινε με το βλέμμα» του Μίμη Β. Χριστοφιλάκη

Τον Κ. τον γνώριζα πολύ καλά. Ήταν πασίγνωστος βασανιστής, αστυνόμος στη διάρκεια της χούντας, υπεύθυνος του «Γραφείου Πνευματικής Κινήσεως», αστυνομία σκέψης δηλαδή. Πριν τη δικτατορία η κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου τον μετέθεσε δυσμενώς στην Κέρκυρα. Τρεις μέρες μετά το πραξικόπημα επανήλθε στη Γενική Ασφάλεια στην Αθήνα. Ήταν σκληρός ακροδεξιάς, βίαιος, με ελαφρά γκρίζους τότε κροτάφους, γύρω στα σαράντα.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η χειραψία έγινε με το βλέμμα» του Μίμη Β. Χριστοφιλάκη

Ο Μίμης Β. Χριστοφιλάκης γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας το 1949. Εντάχθηκε από επιλογή και όχι οικογενειακούς λόγους το 1965 στην Αριστερά (Δ.Ν. Λαμπράκη). Κατά την διάρκεια της δικτατορίας ήταν μέλος του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Συνελήφθη από την Γενική ασφάλεια το 1972 και το 1973.

Σήμερα παραμένει ανενεργός στην Αριστερά και με συναίσθημα σε μια παρελθοντική Αριστερά. Είναι υπερενεργός συλλέκτης ντοκουμέντων και αντικειμένων της επανάστασης του ’21, της Μικρασιατικής εκστρατείας και ιδίως της κατοχής και του εμφύλιου.

Έχουν εκδοθεί επτά ποιητικές συλλογές του και δύο βιβλία διηγημάτων του, με τίτλο Η χειραψία έγινε με το βλέμμα, και Η εύνοια του δράκου. Μοιράζει το χρόνο και το συναίσθημά του ανάμεσα στον γενέθλιο τόπο του και την Καισαριανή.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η χειραψία έγινε με το βλέμμα» του Μίμη Β. Χριστοφιλάκη

Ο Μίμης Β. Χριστοφιλάκης

«Μεγάλωσα στον απόηχο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Με τα τραγούδια, τα μοιρολόγια και τις αφηγήσεις. Κι αυτά εξέφραζαν έναν κόσμο βαθύ και τραχύ, σε σταθερό διάλογο με την ανάγκη. Πρόλαβα ανθρώπους που μιλούσαν μόνο όταν είχαν κάτι να πουν. Θήτευσα σ’ αυτούς. Το μάθημά τους εξακολουθεί να λειτουργεί, ίσως τώρα περισσότερο, όσο η ζωή γίνεται πιο επιφανειακή και εύκολη. Τα μικρά μου χρόνια σημαδεύτηκαν από τη δεκαετία του ’40 και τον Εμφύλιο.(…)» σημειώνει ο Μίμης Β. Χριστοφιλάκης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Η χειραψία έγινε με το βλέμμα» (εκδ. Σμίλη, 2015), απ’ το οποίο το ομότιτλο διήγημα που παρουσιάζουμε σήμερα.

Η χειραψία έγινε με το βλέμμα
του Μίμη Β. Χριστοφιλάκη

Η μετακίνηση ήρθε απροσδόκητα. Ανησύχησα.

Δεν ήθελα αλλαγές. Είχα συνηθίσει στον πέμπτο όροφο. Ήταν χαλαρά εκεί. Τα πρωινά καφές και πολιτική συζήτηση. Η χούντα σχετικά πρόσφατη, η μνήμη ενεργή, η πολιτικοποίηση ιδιαίτερα έντονη. Μια πολιτικοποίηση ρηχή, εύκολη, χωρίς κανέναν κίνδυνο. Ένα παράπονο μ’ έπιανε. Πού ήταν όλοι αυτοί τότε; Κανέναν, απολύτως κανέναν δεν θυμόμουν στις διαδηλώσεις, στη Νομική, στα κυνηγητά, στα κελιά. Γέμισε ο τόπος αντιστασιακούς. Εκπροθέσμως, όταν πέρασε ο φόβος. Τότε θύμωνα πολύ, γινόμουν επιθετικός, τώρα όχι, καταλαβαίνω περισσότερο τ’ ανθρώπινα. Η δικτατορία είχε πολλούς τρόπους να σε κάνει να φοβάσαι. Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσεις τη σωματική και ψυχική βία. Έτσι, όταν περάσουν οι κίνδυνοι, δηλώνεις αυτό που ήθελες να κάνεις και δεν έκανες. Απωθείς τις ενοχές, η συνείδηση ηρεμεί και στο τέλος πιστεύεις τα ψέματά σου. Βοηθάει σ’ αυτό και μια επιλεκτική αμνησία.

Στις πρωινές συζητήσεις, στους καβγάδες για τη διάσπαση της Αριστεράς, συμμετείχα παρά το πένθος για τη διαγραφή μου απ’ το κόμμα και την περιφρόνηση που μου προκαλούσε η τρέχουσα πολιτική. Είχα μια εμμονή για τη χούντα και διατηρούσα πεντακάθαρη μνήμη για τα γεγονότα της επταετίας. Έβλεπα τον εαυτό μου με ένα είδος διαστροφής να κρίνει τους πάντες αυστηρά με κριτήριο τη στάση που κράτησαν εκείνη την περίοδο. Είχα μια δική μου πολιτική λυδία λίθο.

Προσπαθούσα να περάσω από ένα κόσκινο όλους τους γνωστούς και φίλους. Να μάθω, να καταλάβω τι έκαναν τότε, τις ζοφερές μέρες. Ένας μηχανισμός καχυποψίας με οδηγούσε σε δυσκολίες επαφής, σ’ ένα κλείσιμο και σε μια ελλειμματική αξιολόγηση των συναδέλφων μου. «Φοβάσαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν/και τώρα σε λοιδορούν γιατί δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο», γράφει ο Αναγνωστάκης.

Όλο αυτό το κλίμα μου δημιουργούσε μια ανησυχία για τη νέα Διεύθυνση που με πήγαιναν. Η μετακίνηση στον τρίτο όροφο, σε άγνωστο αντικείμενο, με αγνώστους με τάραξε. Άρχισα να ρωτώ. Τι γίνεται εκεί; Πώς είναι το κλίμα; Δεν ήμουν από τους τυπικούς. Είχα συνηθίσει άλλη ατμόσφαιρα. Με χαλαρή πειθαρχία. Στις διευθύνσεις του τρίτου ορόφου η γραφειοκρατία κυριαρχούσε και η ιεραρχία λειτουργούσε ακόμα. Στο τμήμα που τοποθετήθηκα ο τμηματάρχης Τ., πολύ δεξιός, με φήμη ακραίου, με υποδέχτηκε με εμφανή εχθρότητα και μου όρισε το γραφείο που θα καθόμουν, το 313. «Θα σ’ ενημερώσει η Αγαθή», μου είπε με τυπικότητα. Κατάλαβα πως δεν με ήθελε στο τμήμα του. Είχε και αυτός ενημερωθεί. Ήξερε για μένα. Ερχόμουν από μια άλλη εποχή. Εποχή ρήξης. Είχα έναν εγωισμό για τη συμμετοχή μου στον αγώνα κατά της δικτατορίας, δεν σεβόμουν την ιεραρχία και τα ωράρια, δεν στεκόμουν προσοχή.

Το επόμενο πρωί εγκαταστάθηκα στο νέο μου γραφείο. Μέσα υπήρχαν τρία γραφεία με φορμάικα, στο ένα καθόταν η Αγαθή και στο άλλο η Ελένη. Το δικό μου απέναντι από την Αγαθή στη γωνία. Χαιρέτησα αμήχανα, αυτοσυστήθηκα και τακτοποίησα τα πράγματά μου.

Η Αγαθή μού μίλησε με γλυκύτητα, με καλοδέχτηκε και μου έκανε μια μικρή ενημέρωση που θεώρησα επαρκή. Μελαχρινή, γλυκό πρόσωπο, λεπτή, με ευχάριστη φωνή. Παρατήρησα πάνω στο γραφείο της την εφημερίδα που διάβαζε: «ΕΣΤΙΑ». Αμάν, είπα μέσα μου και μαζεύτηκα. Γαμώ την ατυχία μου. Πού έπεσα. Η άλλη συνάδελφος, μια συμπαθητική κοπέλα δεν έδειξε ενδιαφέρον για μένα. Κατάλαβα όμως ότι και η σχέση της με την Αγαθή ήταν τυπική. Η Αγαθή ήταν το ζωντανό, το θορυβώδες μέλος του νέου μου γραφείου. Η εφημερίδα με προβλημάτισε. Είχα τις προκαταλήψεις μου. Η ψυχική μου διάθεση επηρεάστηκε, σκοτείνιασα, έπρεπε να μάθω, να ρωτήσω για την Αγαθή, να προφυλαχθώ. Από τι άραγε; Κατάλοιπα κυνηγημένου.

Συναντώ στον διάδρομο σε μια διακοπή της δουλειάς έναν γνωστό μου συνδικαλιστή. «Σε μετακίνησαν;» με ρωτάει, «πού σε πήγαν;» Του είπα. «Με ποιους είσαι;» «Με την Αγαθή και την Ελένη, τις ξέρεις;» τον ρωτώ. «Η Ελένη είναι δημοκρατική, η Αγαθή όμως είναι χούντα και, ξέρεις κάτι, ο γαμπρός της είναι ο Κ„ ο γνωστός βασανιστής της Ασφάλειας της δικτατορίας». Μου κόπηκαν τα γόνατα. Κοίτα να δεις.

Τον Κ. τον γνώριζα πολύ καλά. Ήταν πασίγνωστος βασανιστής, αστυνόμος στη διάρκεια της χούντας, υπεύθυνος του «Γραφείου Πνευματικής Κινήσεως», αστυνομία σκέψης δηλαδή. Πριν τη δικτατορία η κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου τον μετέθεσε δυσμενώς στην Κέρκυρα. Τρεις μέρες μετά το πραξικόπημα επανήλθε στη Γενική Ασφάλεια στην Αθήνα. Ήταν σκληρός ακροδεξιάς, βίαιος, με ελαφρά γκρίζους τότε κροτάφους, γύρω στα σαράντα. Είχε ένα ιδιαίτερο ταλέντο. Ήταν φυσιογνωμιστής με απίστευτη μνήμη. Κυκλοφορούσε μέσα στις πανεπιστημιακές σχολές ή στους δρόμους Σόλωνος, Ακαδημίας, Πατησίων, έκοβε πρόσωπα και άνοιγε το συρτάρι των αποθηκευμένων στο μυαλό του φωτογραφιών των αριστερών. Μπορούσε να σε συλλάβει για ανάκριση, χωρίς να έχεις δώσει καμιά αφορμή. Αυτός ήξερε, είχε τις καρτέλες μας στο αρχείο της περίφημης μνήμης του και δεν έκανε λάθος. Μετά την πτώση της χούντας στη Δίκη της Χαλκίδας καταδικάστηκε και αποτάχτηκε μαζί με τους άλλους βασανιστές γιατί «επέδειξαν βάναυσον συμπεριφοράν», όπως έτσι απλά δήλωσε ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως Σόλων Γκίκας. Αργότερα έμαθα ότι αυτόν, τον Σμαΐλη και άλλους βασανιστές τους περιμάζεψε ο Λάτσης στα εργοτάξιά του στην Τζέντα ως υπεύθυνους ασφαλείας. Την ήξεραν τη δουλειά καλά.

Την πρώτη γνωριμία του την είχε κάνει το 1971, την 4η επέτειο της 21ης Απριλίου, όταν πετούσα προκηρύξεις στην οδό Ιπποκράτους έξω από τη φοιτητική λέσχη. Με συνέλαβαν και με πήγαν στην οδό Μεσογείων, όπου είχε μεταφερθεί η Γενική Ασφάλεια από την οδό Μπουμπουλίνας. Με ανέκρινε ο Κ., με χτυπούσε, μου ζητούσε επίμονα βιογραφικό σημείωμα και με απειλούσε μ’ έναν θηριώδη ασφαλίτη με τ’ όνομα Βασίλης. Ο Βασίλης είχε δύο χρυσά δόντια μπροστά και γελούσε χαζά. Ακόμα τον θυμάμαι στον ύπνο μου και ξυπνώ ιδρωμένος. «Κάνε βιογραφικό, γράψ’ τα όλα, αλλιώς θα σε παραδώσω στον Βασίλη». Ο άνους Βασίλης με κοίταγε και χαμογέλαγε. Έκανα βιογραφικό. Έγραψα ότι ήμουν στη «νεολαία Λαμπράκη». Με πίεσαν πολύ. Έμεινα δώδεκα μέρες στο κελί 17 του πέμπτου ορόφου. Ο βασανισμός είναι το πιο φοβερό βίωμα. Όταν παύεις να ελπίζεις σε οποιαδήποτε βοήθεια, η παραβίαση της σωματικής σου οντότητας από τον άλλον μετατρέπεται σε μια πράξη υπαρξιακού εκμηδενισμού. Δεν υπάρχεις. Η μόνη σου άμυνα είναι να μικρύνεις την επιφάνειά σου, αν μπορείς.

Την τελευταία επαφή με τον Κ. την είχα τον Μάιο του 1973. Μετά το τέλος συγκέντρωσης στη Νομική έβλεπα από το παράθυρο του πρώτου ορόφου τον Κ. και τον Σμαΐλη να στέκονται απέναντι στην είσοδο της Νομικής στη Σόλωνος. Η σχολή ήταν περικυκλωμένη από το σπουδαστικό. Δεν βγήκα. Φοβόμουν. Έμεινα μέσα για μία ακόμα ώρα περιμένοντας να φύγουν. Αποφάσισα να βγω διασχίζοντας το νεκροτομείο, που είχε έξοδο στην οδό Ακαδημίας. Νόμιζα ότι είχαν φύγει. Όταν πάτησα το πόδι μου στο πεζοδρόμιο σε απόσταση τεσσάρων μέτρων, ο Σμαΐλης και ο Κ. ανέβαιναν προς τα πάνω. «Μην κουνηθείς!» μου φωνάζει ο Σμαΐλης τεντώνοντας το χέρι του. Εγώ όμως κουνήθηκα και άρχισα να τρέχω προς τη στάση των λεωφορείων του Ζωγράφου, ν’ αναμειχθώ με τον κόσμο και να με χάσουν. Δεν υπολόγισα όμως άλλους ασφαλίτες που πετάχτηκαν από τις στάσεις και με συνέλαβαν. Το ανοργάνωτο ξύλο που ακολούθησε δεν το ξεχνώ. Μου ήταν αδύνατο να προσαρμόσω το σώμα μου. Δεν ήξερα από πού έρχονταν τα χτυπήματα. Αυτό κράτησε λιγότερο από δύο λεπτά, αλλά ήταν πολύ οδυνηρό. Με παρέδωσαν διαλυμένο στον Κ. που μου πήρε την ταυτότητα και έδωσε οδηγίες σε έναν αστυνομικό με πολιτικά, οδηγό ενός αυτοκινήτου, να με μεταφέρει στη Μεσογείων, όπου βρέθηκα στο κελί 18 αυτή τη φορά. Την επομένη με ανέκρινε λέγοντας, θυμάμαι: «Ποιος Μαρξ, ρε, αφού τα έχει πει όλα ο Πλάτων», ο δε θηριώδης κακούργος Σμαΐλης, ο πολύ Έλληνας με το επώνυμο που θυμίζει Τουρκοκρατία, άνοιγε κάθε πρωί το παραθυράκι του κελιού και με ειρωνευόταν λέγοντας: «Η αντίσταση έχει πίκρες».

Βλέποντας στο γραφείο την Αγαθή θυμόμουν πάντα τον γαμπρό της. Δεν τον ήθελα στο μυαλό μου. Με χάλαγε. Έλεγα μέσα μου «αυτή δεν φταίει σε τίποτα». Απόφευγα κάθε πολιτική συζήτηση και ειδικά ό,τι σχετικό με τη δικτατορία ήταν ταμπού. Μέσα από την καθημερινή επαφή και τη συνεργασία μας αναπτύχθηκε μια συμπάθεια μεταξύ μας. Ανταποκρίθηκα και με μια περίεργη διαδικασία προσπαθούσα να μην ενεργοποιώ τη μνήμη μου, αλλά δεν ήταν εύκολο. Παρακολουθούσα δήθεν αδιάφορος, σκυμμένος στα χαρτιά μου την Αγαθή να συζητά με τη διπλανή συνάδελφο. Άκουγα τα πάντα. Ένα πρωί ήρθε με κόκκινα από το κλάμα μάτια. Ο ανιψιός της, γιος της αδερφής της και του Κ., είχε πέσει θύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος. Είχε τραυματιστεί σοβαρά. Πιάνω τον εαυτό μου να χαίρεται. Στη σκέψη μου η έκφραση «εδώ πληρώνονται όλα». Την αποδιώχνω. Τι φταίει το παιδί. Η Αγαθή, χωρίς να παίρνει υπόψη της την παρουσία μου, μετέφερε διάφορα παθήματα του Κ. και της αδερφής της. Εγώ χαιρόμουν ενοχικά.

Ένα πρωινό, στενοχωρημένη πολύ, την ακούω να λέει πως ο Κ. είναι άρρωστος. Τινάζομαι όταν ακούω τι έπαθε. Τα χέρια του. Τα χέρια που δέρνανε, τα χέρια που με κακοποίησαν παρουσιάζανε προϊούσα παράλυση. Η Θεία Δίκη, που δεν πιστεύω. Η χαρά μου καθόλου ενοχική, τώρα αφορά τον ίδιο. Δεν κρυβόταν. Σηκώθηκα, βγήκα έξω απ’ το γραφείο να μη φανεί.

Η Αγαθή όλο και περισσότερο μου έδειχνε τη συμπάθειά της. Η επικίνδυνη ζώνη της πολιτικής και της πρόσφατης ιστορίας είχε εξοβελιστεί από τις συζητήσεις μας. Και οι δυο την αποφεύγαμε. Τελευταία τη βασάνιζε το γήρας της μαμάς της και τα συνακόλουθά του. Αυτό το συζητούσαμε. Έδειξα ενδιαφέρον και συμπαράσταση. Το εκτίμησε πολύ. Ένα πρωινό του Ιουνίου του 1992 διαβάζω ένα αγγελτήριο θανάτου στην είσοδο του υπουργείου. Η μαμά της Αγαθής πέθανε. Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στις κηδείες των γονιών των συναδέλφων. Η Αγαθή ήταν συνάδελφος και φίλη. Παρά το ότι σκεφτόμουν ποιον θα δω στην κηδεία και αμφιταλαντεύτηκα να πάω ή να μην πάω, πήγα. Την κήδευσαν σ’ ένα νεκροταφείο των βορείων προαστίων. Ήταν λίγος ο κόσμος. Μπήκα στην εκκλησία και τον είδα. Ταράχτηκα. Καθόταν μπροστά με τους συγγενείς. Ο ανοικτίρμων χρόνος δεν έκανε εξαίρεση. Τον γέρασε. Μου φάνηκε κοντός. Τον θυμόμουν ψηλό. Ίσως γιατί τον κοιτούσα από κάτω, πεσμένος. Είχα στο μυαλό μου την παλιά του εικόνα. Της απόλυτης εξουσίας πάνω μου. Αυτός ο τότε μικρός θεός της χούντας ήταν μπροστά μου. Εγώ τώρα τον παρακολουθούσα. Θυμήθηκα το αίνιγμα από την «Κατάσταση πολιορκίας» της Ρένας Χατζηδάκη: «Τι είν’ αυτό που ανεβαίνει με τα πόδια και το κατεβάζουνε με κουβέρτα;» Το συνέδεσα μ’ αυτόν.

Η νεκρώσιμη ακολουθία τελείωσε. Βγήκα από τον ναό και κάθισα απόμερα. Το φέρετρο το σήκωσαν. Έγινε πομπή, ακολούθησα. Πλησίασα για να βλέπω. Η Αγαθή έκλαιγε σπαραχτικά. Κατεβάζουν το φέρετρο στον ανοιγμένο λάκκο. Ο λάκκος είναι στενός, η κάσα δεν χωράει να μπει. Αναστάτωση, αμηχανία, σούσουρο. Ο εργολάβος ειδοποιεί τον εργάτη που ανοίγει τους τάφους για να τον μεγαλώσει. Αυτός έρχεται με έναν κασμά και αρχίζει να σκάβει στα πλάγια τον λάκκο. Γκάπα, γκούπα. Ένας ξερός ήχος. Οι συγγενείς με κλάματα και θυμό. Δοκιμάζουν ξανά το φέρετρο. Θέλει ακόμα λίγο. Το αφήνουν στα δεξιά και ο εργάτης σκάβει. Παρακολουθώ τον Κ. να θυμώνει και να ξεσπάει: «Τελειώνετε, δεν μπορώ ν’ ακούω άλλο». Εγώ σκέφτομαι: «Μπα! Πώς δεν μπορείς ν’ ακούς; Εμάς πώς μας άκουγες; Τα αχ μας πώς δεν σε πείραζαν; Τα βογγητά μας πώς τα άντεχες; Σιγά τον δυσάρεστο ήχο!»

Ο λάκκος άνοιξε και χώρεσε την κάσα της γιαγιάς πεθεράς του, η σκληρότητά μου όμως εκείνη τη στιγμή δεν χωρούσε να μπει κι αυτή μέσα.

Φύγαμε για τα συλλυπητήρια. Στάθηκαν στη γραμμή κατά σειρά συγγένειας. Πρώτη η αδερφή της Αγαθής, μετά η Αγαθή, ύστερα ο Κ. και κατόπιν οι λοιποί συγγενείς. Ήρθε η σειρά μου. Συλλυπήθηκα πρώτα την αδερφή της, μετά χαιρέτησα και φίλησα την Αγαθή και τότε βρέθηκα απέναντι από τον Κ. Συναντηθήκαμε ξανά μετά από δεκαεννέα χρόνια. Με κοίταξε, με αναγνώρισε ο φοβερός φυσιογνωμιστής, ο «Μνήμων» Αρταξέρξης με τα δυνατά χέρια.

Προσπάθησε να σηκώσει ένα ημιπαράλυτο χέρι. Δεν μπορούσε να κάνει μια πραγματική χειραψία. Η χειραψία μας έγινε με το βλέμμα. Ένα βλέμμα, νομίζω, συγγνώμης από την πλευρά του. Τελείωσα μαζί του.

Έφυγα για πρώτη φορά από νεκροταφείο ξαλαφρωμένος.

(24/6/2011)

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: