Το διήγημα της Πέμπτης: «Η δική μου αληθινή ιστορία φαντασμάτων» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Ξέρετε τι θα πει φόβος; Όχι ο συνηθισμένος φόβος της επίθεσης, του ατυχήματος ή του θανάτου, αλλά ο αποτρόπαιος τρόμος που σου στεγνώνει το στόμα και σου σφίγγει το λαρύγγι… Ο φόβος που κάνει τις παλάμες σου να ιδρώνουν και καταπίνεις το σάλιο σου για να μην πνιγείς…
O Ράντγιαρντ Κίπλινγκ γεννήθηκε στη Βομβάη της Ινδίας στις 30 Δεκεμβρίου του 1865. Σχολείο πήγε στην Αγγλία, όπου έζησε μαζί με την αδελφή του σε μια πολύ σκληρή θετή οικογένεια. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών επέστρεψε στην Ινδία και ανέλαβε χρέη αρχισυντάκτη στην εφημερίδα “Civil and Military Gazette” της Λαχόρης.
Το 1886 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα και το 1887 τα πρώτα του διηγήματα. Το “Plain Tales from the Hills” του χάρισε άμεση αναγνώριση και τον έκανε παγκόσμια γνωστό. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε αρχικά στην Ινδία, αλλά η πραγματική του αξία αναδείχθηκε όταν τα βιβλία του έγιναν γνωστά στην Αγγλία, όπου έφτασε το 1889, διάσημος πια, μετά από μια σειρά ταξίδια στην Ινδία, την Κίνα, την Ιαπωνία και την Αμερική.
Η επιτυχία του ενισχύθηκε χάρη στις δυνατές του ιστορίες, που συγκεντρώθηκαν στη συλλογή “Life’ s Handicap”, και στην πρωτοτυπία του “Barrack-Room Ballads” (1892): τα ποιήματα “Mandaly”, “Tommy”, και “Guna Din” έγιναν δημοφιλείς παραστάσεις στα μιούζικ-χωλ, που, όπως οι ύμνοι και οι μπαλάντες, αποτέλεσαν σταθερή έμπνευση για τον στίχο του. Ακολούθησαν πολλές σειρές διηγημάτων, όπως τα “Soldiers Three”, “Under the Deodars”, “Wee Willie Winkie” κ.ά.
Το 1892 παντρεύτηκε την Αμερικανίδα Caroline Balestier και έγραψε μερικά από τα καλύτερα βιβλία του, μεταξύ των οποίων το “The Jungle Book” (Ο Μόγλης, το βιβλίο της ζούγκλας, 1894) και τη συνέχειά του, “The Second Jungle Book” (1895), με τα οποία κατέκτησε το εφηβικό κοινό.
Το 1896 μετακόμισε στην Αγγλία, όπου γεννήθηκε ο γιος τους John, αλλά συνέχισε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο μαζί με την οικογένειά του, παραμένοντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Νότιο Αφρική. Το 1901 εκδόθηκε ο “Κιμ”, το αριστούργημά του. Άλλα σπουδαία βιβλία του: “The Seven Seas” (ποίηση), “Captains Courageous” (1897, μυθιστόρημα), “Stalky and Co” (1899, διηγήματα), “Just so Stories” (1902, ιστορίες για παιδιά), “Traffics and Discoveries” (1904, διηγήματα), “Puck of Pook’ s Hill” (1906, ιστορίες για παιδιά) κ.α.
Τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων, το 1907, και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Ράντυαρντ Κίπλινγκ είναι ένας από τους πιο γνωστούς ύστερους βικτωριανούς ποιητές και μυθιστοριογράφους. Πέθανε στο Λονδίνο στις 18 Ιανουαρίου 1936, σε ηλικία 70 ετών. (βιογραφικό από βιβλιοnet)
Το διήγημα «Η δική μου αληθινή ιστορία φαντασμάτων» εμπεριέχεται στη συλλογή του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς και άλλες ιστορίες» (εκδ. Παπαδόπουλος).
Η δική μου αληθινή ιστορία φαντασμάτων
του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
(μετάφραση: Βανέσσα Λάππα)Όταν μέσ’ από την Έρημο περνούσα, ήταν…
σαν να περνούσα μέσ’ από την Έρημο.(Η Πολιτεία της Νύχτας του Τρόμου)
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι μια ιστορία αληθινών φαντασμάτων. Στην Ινδία υπάρχουν φαντάσματα που παίρνουν τη μομφή εύσαρκων σωμάτων και κρύβονται στις κουφάλες των δέντρων πλάι στο δρόμο, περιμένοντας να περάσει κάποιος διαβάτης. Και τότε πηδάνε στο λαιμό του και μένουν εκεί. Κι ακόμα υπάρχουν τρομερά φαντάσματα γυναικών που πέθαναν στη γέννα. Αυτά περιπλανιόνται στα μονοπάτια μόλις πέσει η νύχτα ή κρύβονται στις θημωνιές έξω από το χωριό και πλανεύουν τους διαβάτες με τις γλυκές τους φωνές. Γιατί, αν απαντήσεις στο κάλεσμά τους, είσαι καταδικασμένος να πεθάνεις τόσο σ’ αυτόν όσο και στον άλλο κόσμο. Τα πόδια τους είναι στραμμένα ανάποδα, για να τα αναγνωρίζουν όλοι οι φρόνιμοι άνθρωποι. Υπάρχουν και φαντάσματα μικρών παιδιών που πετάχτηκαν σε πηγάδια. Αυτά φωλιάζουν στις στεφάνες των πηγαδιών και στις παρυφές της ζούγκλας και θρηνούν κάτω από τα αστέρια ή αρπάζουν τις γυναίκες από το χέρι και τις παρακαλούν να τα πάρουν μαζί τους και να τα αναθρέψουν. Αυτά και τα φαντάσματα των νεκρών πάντως δεν είναι παρά ντόπια φαντάσματα και δεν επιτίθενται στους σαχίμπ [προσφώνηση των Ευρωπαίων ανδρών από τους Ινδούς (κύριος). (Σ.τ.Μ.)]. Μέχρι τώρα ποτέ δεν αναφέρθηκε ντόπιο φάντασμα να έχει τρομοκρατήσει Άγγλο. Πολλά φαντάσματα όμως Άγγλων έχουν παραλύσει από τρόμο λευκούς και μαύρους.
Κάθε Σταθμός σχεδόν έχει το δικό του φάντασμα. Λένε πως στη Σίμλα υπάρχουν δυο, χωρίς να λογαριάζουμε τη γυναίκα που σφυρίζει και φωνάζει στο αμαξοστάσιο του Σίρι, στον Παλιό Δρόμο. Στο Μουσούρι υπάρχει ένα σπίτι που κατοικείται από ένα πολύ ζωηρό φάντασμα. Μια Λευκή Κυρία υποτίθεται ότι κάνει νυχτερινές περιπολίες γύρω από ένα σπίτι στη Λαχόρη. Στο Νταλχούζι λένε πως ο ένα από τα σπίτια όλα τα βράδια του φθινοπώρου επαναλαμβάνεται το ίδιο αποτρόπαιο δυστύχημα μ’ ένα άλογο και τον αναβάτη του που πέφτουν στον γκρεμό. Το Μαρί έχει ένα εύθυμο φάντασμα και, τώρα που το μαστίζει η χολέρα, θα αποκτήσει μάλλον κι ένα θλιμμένο. Στο Μάιν Μαρ οι πόρτες των αξιωματικών ανοίγουν χωρίς καμιάν αιτία και τα έπιπλά τους ραγίζουν, όχι από τη ζέστη του Ιουνίου, αλλά από το βάρος Αοράτων που έρχονται και κάθονται βαριά στις καρέκλες. Στο Πεσαβάρ υπάρχουν σπίτια που κανένας δε ήθελε να νοικιάσει και κάτι παράξενο συμβαίνει με μια μεγάλη έπαυλη στο Ελαχαμπάντ. Οι παλαιότερες επαρχίες βρίθουν από στοιχειωμένα σπίτια, ενώ στις δημοσιές τους παρελαύνουν ολόκληρες στρατιές φαντασμάτων.
Ορισμένα αμαξοστάσια κατά μήκος της κεντρικής αρτηρίας διαθέτουν δικά τους νεκροταφεία — μάρτυρες «των αλλαγών και των συμβάντων αυτής της πρόσκαιρης ζωής», της εποχής που οι άνθρωποι ταξίδευαν από την Καλκούτα μέχρι τις βορειοδυτικές επαρχίες. Τα αμαξοστάσια αυτά είναι απαράδεκτα μέρη για να μείνει κανείς. Είναι όλα τους πολύ παλιά και πολύ βρόμικα, ενώ ο χάνσαμαχ [Υπηρέτης, επιστάτης. (Σ.τ.Ε.)] έχει την ίδια ηλικία με το αμαξοστάσιο. Είτε θα φλυαρεί ακατάσχετα είτε θα είναι βυθισμένος στην έκσταση της ηλικίας. Και στις δύο περιπτώσεις είναι άχρηστος. Αν θυμώσετε μαζί του, θα αναφερθεί σε κάποιον μακαρίτη σαχίμπ που πέθανε και θάφτηκε την τελευταία τριακονταετία, και θα πει πως, όταν ήταν στην υπηρεσία του σαχίμπ εκείνου, ούτε ένας χάνσαμαχ σε ολόκληρη την επαρχία δεν τολμούσε να απλώσει χέρι επάνω του. Έπειτα θα αρχίσει να τραυλίζει, να παραμιλά και να τρέμει καθώς πηγαινοφέρνει τα πιάτα, σε σημείο που μετανιώνετε για την αγανάκτησή σας.
Δεν πάει πολύς καιρός που η δουλειά μου ήταν να κοιμάμαι σε αμαξοστάσια. Ποτέ δεν έμεινα στο ίδιο σπίτι πάνω από τρεις συνεχόμενες νύχτες, και με τον καιρό συνήθισα. Έζησα σε αμαξοστάσια που ανέγειρε η κυβέρνηση με τοίχους από τούβλα και με κιγκλιδώματα στις οροφές, με έναν κατάλογο των επίπλων σε κάθε δωμάτιο και μια ερεθισμένη κόμπρα στο κατώφλι για να καλωσορίζει τους επισκέπτες. Έζησα σε παλιά σπίτια που είχαν μετατραπεί σε αμαξοστάσια —όπου τίποτε δεν ήταν στη θέση του και δεν υπήρχε ούτε ένα πουλερικό για φαγητό. Έζησα σε παλιά παλάτια, όπου ο άνεμος σφύριζε περνώντας από τη διάτρητη μαρμάρινη διακόσμηση και τις σπασμένες γρίλιες των παραθυρόφυλλων. Έζησα σε αμαξοστάσια όπου η τελευταία εγγραφή στο βιβλίο των επισκεπτών είχε γίνει πριν από δεκαπέντε μήνες και όπου κούρευαν το μικρό ιπποκόμο μ’ ένα σπαθί. Είχα την καλή τύχη να συναντήσω κάθε λογής ανθρώπους, από βλοσυρούς ιεραπόστολους και λιποτάκτες των Βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων μέχρι μεθυσμένους αλήτες που πετούσαν μπουκάλια από ουίσκι πάνω στους περαστικούς. Και είχα την ακόμη καλύτερη τύχη να αποφύγω έναν τοκετό. Βλέποντας ότι ένα μεγάλο μέρος της τραγικής ζωής μας διαδραματιζόταν σε αμαξοστάσια, παραξενεύτηκα που δεν είχα συναντήσει κανένα φάντασμα. Το φάντασμα που θα περιφερόταν αυτοβούλως σ’ ένα αμαξοστάσιο θα ήταν ασφαλώς τρελό. Τόσοι και τόσοι όμως άνθρωποι πέθαναν τρελαμένοι σε αμαξοστάσια και είναι φυσικό να υπάρχει μεγάλο ποσοστό παρανοϊκών φαντασμάτων.
Όταν ήρθε η ώρα, βρήκα κι εγώ το φάντασμά μου, ή, μάλλον, τα φαντάσματά μου, αφού ήταν δυο.
Θα δώσουμε στο αμαξοστάσιο το όνομα Κατμάλ, αν και αυτό ήταν το λιγότερο τρομακτικό απ’ όλα. Οποιοσδήποτε μυαλωμένος άντρας δεν έχει κανένα λόγο να κοιμάται σε αμαξοστάσια. Καλύτερα να παντρευτεί. Το αμαξοστάσιο Κατμάλ ήταν παλιό, ετοιμόρροπο και ποτέ δεν είχε γνωρίσει την παραμικρή επιδιόρθωση. Το πάτωμα ήταν από φθαρμένα τούβλα, οι τοίχοι θεοβρόμικοι και τα παράθυρα κατάμαυρα από τη γλίτσα. Βρισκόταν σε μια πάροδο πολυσύχναστη από ντόπιους —κάθε λογής βοηθούς ελεγκτών, από δασμών μέχρι δασών. Οι αληθινοί σαχίμπ όμως σπάνιζαν. Έτσι μου είπε ο χάνσαμαχ, που ήταν διπλωμένος σχεδόν στα δυο από τα χρόνια.
Όταν έφτασα, έβρεχε καταρρακτωδώς, ο άνεμος ούρλιαζε και τα φοινικόδεντρα έτριζαν όπως τα κόκαλα ενός πεθαμένου. Ο χάνσαμαχ λίγο έλειψε να τρελαθεί από τη χαρά του όταν με είδε. Κάποτε είχε υπηρετήσει έναν σαχίμπ. Με ρώτησε αν τον είχα γνωρίσει. Μου είπε το όνομα ενός πασίγνωστου άντρα που είχε ταφεί πριν από είκοσι πέντε χρόνια και μου έδειξε μια παλιά δαγγεροτυπία [Πρόδρομος της φωτογραφίας (Σ.τ.Ε.)] κάποιου στην προϊστορική του νεότητα. Πριν από ένα μήνα είχα δει μια γκραβούρα του στην πρώτη σελίδα ενός δίτομου έργου απομνημονευμάτων και ένιωσα απίστευτα γερασμένος.
Όταν έπεσε η νύχτα, ο χάνσαμαχ πήγε να μου φέρει φαγητό. Δεν μπήκε καν στον κόπο να το ονομάσει κανά, που σημαίνει ανθρώπινη τροφή. Είπε ρατούμπ, που μεταξύ άλλων σημαίνει και τροφή, αλλά για σκύλους. Η λέξη που διάλεξε δε με πρόσβαλε καθόλου. Ήμουν βέβαιος ότι είχε ξεχάσει την άλλη.
Και, ενώ εκείνος έκοβε σε μερίδες το κρέας των ζώων, άρχισα να τακτοποιώ τα πράγματά μου, αφού πρώτα έκανα μια βόλτα στους χώρους του αμαξοστάσιου. Υπήρχαν τρία δωμάτια, εκτός από το δικό μου, που ήταν μια γωνιακή τρύπα, και το καθένα επικοινωνούσε με το άλλο με λευκές πόρτες που είχαν μαυρίσει από τα χρόνια και έκλειναν με μακριές σιδερένιες αμπάρες. Το κτίσμα ήταν αρκετά σταθερό, αλλά οι μεσοτοιχίες των δωματίων ήταν τόσο λεπτές και πρόχειρα κατασκευασμένες, που έμοιαζαν με τσιγαρόχαρτα. Κάθε βήμα ή κρότος μιας σανίδας αντηχούσε από το δωμάτιό μου στα άλλα τρία και κάθε σύρσιμο ποδιών στην πιο απόμερη γωνιά έφτανε αμέσως στ’ αυτιά μου. Για το λόγο αυτό έκλεισα την πόρτα. Δεν υπήρχαν λάμπες — μονάχα κεριά, μέσα σε μακρόστενους γυάλινους σωλήνες. Ένα λυχνάρι ήταν αναμμένο στο λουτρό.
Για κακή μου τύχη, εκείνο το αμαξοστάσιο ήταν το χειρότερο απ’ όσα είχε τύχει να επισκεφθώ μέχρι τότε. Δεν υπήρχε τζάκι και τα παράθυρα δεν άνοιγαν. Έτσι, ούτε ένα μαγκάλι με κάρβουνα δεν μπορούσα ν’ ανάψω. Η βροχή και ο άνεμος μαστίγωναν τοίχους, πόρτες και παράθυρα και λυσσομανούσαν ολόγυρα από το σπίτι, ενώ τα φοινικόδεντρα λύγιζαν και έτριζαν με τρομερό θόρυβο. Καμιά ντουζίνα τσακάλια ούρλιαζαν μέσα στη θύελλα και μια ύαινα στεκόταν λίγο πιο μακριά και τα περιγελούσε. Μια ύαινα είναι ικανή να πείσει έναν Σαδδουκαίο για την Ανάσταση των Νεκρών —του χειρότερου είδους Νεκρών. Έπειτα ήρθε το ρατούμπ μου — ένα παράξενο φαγητό, μισό τοπικό και μισό αγγλικό — , ενώ ο γέρο-χάνσαμαχ βάλθηκε να μουρμουρίζει, πίσω από την καρέκλα μου, για μακαρίτες Άγγλους, και τα κεριά, καθώς τρεμόσβηναν από τον άνεμο, άπλωναν αλλόκοτες σκιές πάνω στις κουνουπιέρες. Ήταν ακριβώς ο τύπος του δείπνου και της βραδιάς που κάνουν έναν άνθρωπο να αναλογιστεί τα κρίματά του, όχι μόνο όσα είχε διαπράξει στο παρελθόν, αλλά και όσα σκόπευε να διαπράξει στο μέλλον.
Ο ύπνος, για αμέτρητες διαφορετικές αιτίες, δεν ήταν εύκολος. Η λάμπα στο λουτρό γέμιζε το δωμάτιο με τις πιο παράξενες σκιές και ο άνεμος είχε αρχίσει να παραληρεί.
Και τη στιγμή που οι αιτίες άρχισαν να βαραίνουν και να αποχαυνώνονται από το αίμα το αίμα που είχαν ρουφήξει, άκουσα το γνώριμο «Πάμε-να-τον-πάρουμε-και-να-τον-πάμε-επάνω» των κούληδων στην αυλή. Πρώτα μπήκε μέσα ένας κούλης, υστέρα ένας δεύτερος και μετά ένας τρίτος. Άκουσα τα μπαούλα να πέφτουν βαριά στο έδαφος και την κάσα της πόρτας μου να τρίζει.
«Κάποιος προσπαθεί να μπει μέσα» σκέφτηκα. Κανένας όμως δε μίλησε και έπεισα τον εαυτό μου πως έφταιγε ο δυνατός άνεμος. Στη συνέχεια, κάποιος τράβηξε απότομα το παραθυρόφυλλο του διπλανού δωματίου και η εσωτερική πόρτα άνοιξε. «Θα είναι κάποιος βοηθός ελεγκτή» είπα «που έφερε μαζί και τους φίλους του. Τώρα θ’ αρχίσουν να μιλούν, να φτύνουν και να καπνίζουν για καμιά ώρα».
Ωστόσο, δεν ακολούθησαν ούτε φωνές ούτε βήματα. Κανένας δεν κουβαλούσε τις αποσκευές του στο διπλανό δωμάτιο. Όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει, ευχαρίστησα τον Θεό που με είχαν αφήσει ήσυχο. Ήμουν όμως περίεργος να μάθω πού είχαν πάει οι κούληδες. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και προσπάθησα να δω από το παράθυρο μέσα στο σκοτάδι. Πουθενά δεν υπήρχε ούτε ίχνος κούλη. Τη στιγμή όμως που ξαναγύριζα στο κρεβάτι μου, άκουσα στο διπλανό δωμάτιο τον ήχο που κανένας άνθρωπος σε κατάσταση νηφαλιότητας δε θα συνέχεε —το σύρσιμο μιας μπάλας του μπιλιάρδου όταν ο παίκτης τη βγάζει στην άκρη. Κανένας άλλος ήχος δε μοιάζει μ’ αυτόν. Την επόμενη στιγμή αντήχησε άλλος ένας παρόμοιος θόρυβος, και αποφάσισα να μπω κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν ήμουν τρομοκρατημένος, πρέπει να με πιστέψετε. Ήμουν πολύ περίεργος να μάθω τι είχαν γίνει οι κούληδες. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα.
Αμέσως μετά, άκουσα τον κρότο μιας μπάλας του μπιλιάρδου πάνω στις άλλες και οι τρίχες της κεφαλής μου ορθώθηκαν. Είναι λάθος να λέμε ότι οι τρίχες της κεφαλής μας ορθώνονται. Η επιδερμίδα του κεφαλιού τεντώνεται και νιώθουμε ένα αμυδρό μούδιασμα σ’ ολόκληρο το κρανίο. Γι’ αυτό νομίζουμε ότι ορθώνονται τα μαλλιά μας.
Ένα σύρσιμο και ένας κρότος, δυο ήχοι που μόνο από ένα πράγμα μπορούσαν να έχουν προέλθει: από μια μπάλα του μπιλιάρδου. Για πολλή ώρα συλλογίστηκα την κατάσταση. Και όσο περισσότερο σκεφτόμουν τόσο πιο απίθανο μου φαινόταν ότι ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και δυο καρέκλες —όλα τα έπιπλα του διπλανού δωματίου — μπορούσαν να αναπαράγουν με τόση ακρίβεια τους ήχους μιας παρτίδας μπιλιάρδου. Έπειτα από μια ακόμα καραμπόλα —τριπλή, αν κρίνω από το θόρυβο— έπαψα να έχω την παραμικρή αμφιβολία. Είχα βρει το φάντασμά μου και θα έδινα τα πάντα στον κόσμο για να μπορούσα να φύγω μακριά από εκείνο το αμαξοστάσιο. Αφουγκράστηκα και, σιγά σιγά, άρχισα να ακούω καθαρά κάθε ήχο του παιχνιδιού. Το ένα σύρσιμο ακολουθούσε το άλλο και η κάθε καραμπόλα έδινε τη θέση της σε μιαν άλλη. Μερικές φορές άκουγα μια διπλή καραμπόλα, ένα σύρσιμο και μετά άλλο ένα χτύπημα. Δεν απόμενε η παραμικρή αμφιβολία ότι κάποιοι έπαιζαν μπιλιάρδο στο διπλανό δωμάτιο. Και το διπλανό δωμάτιο δεν ήταν τόσο μεγάλο ώστε να χωράει ένα τραπέζι του μπιλιάρδου.
Ανάμεσα στα διαλείμματα του ανέμου, άκουγα την εξέλιξη του παιγνιδιού χωρίς να χάσω ούτε ένα χτύπημα. Προσπάθησα να πιστέψω ότι δε θα μπορούσα να ακούσω φωνές. Αυτό όμως στάθηκε αδύνατο.
Ξέρετε τι θα πει φόβος; Όχι ο συνηθισμένος φόβος της επίθεσης, του ατυχήματος ή του θανάτου, αλλά ο αποτρόπαιος τρόμος που σου στεγνώνει το στόμα και σου σφίγγει το λαρύγγι… Ο φόβος που κάνει τις παλάμες σου να ιδρώνουν και καταπίνεις το σάλιο σου για να μην πνιγείς. Είναι ένας όμορφος Φόβος, μια μεγάλη δειλία, και πρέπει κανείς να τον νιώσει για να τον εκτιμήσει. Και μόνο το γεγονός ότι τα αμαξοστάσια δε διέθεταν μπιλιάρδα αποδείκνυε την παρουσία φαντασμάτων. Κανένας άνθρωπος — μεθυσμένος ή νηφάλιος — δεν μπορούσε να φανταστεί μια παρτίδα μπιλιάρδου ή να επινοήσει τον ήχο μιας τριπλής καραμπόλας.
Πολλά είναι τα αμαξοστάσια που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις τα πάντα. Αν κάποιος πει σ’ έναν άνθρωπο που συχνάζει σε αμαξοστάσια «Υπάρχει ένα πτώμα στο διπλανό δωμάτιο, στο επόμενο μια τρελή κοπέλα, ο άντρας και η γυναίκα πάνω σε αυτή την καμήλα το έσκασαν πριν από λίγο από ένα μέρος που είναι εξήντα μίλια μακριά», ο ακροατής δεν θα τον αντιμετωπίσει με δυσπιστία επειδή ξέρει ότι τίποτε δεν είναι τόσο παράλογο, χοντροκομμένο ή τρομερό, ώστε να είναι αδύνατον να συμβεί σε αμαξοστάσιο.
Και βέβαια αυτή η ευπιστία φτάνει μέχρι τα φαντάσματα. Ένας λογικός άνθρωπος που μόλις είχε αποχωριστεί το σπίτι του θα γύριζε από την άλλη μεριά και θα κοιμόταν. Εγώ όμως δεν μπορούσα να το κάνω. Έτσι, είχα ζαρώσει στο κρεβάτι και έμοιαζα πεθαμένος, αφού όλο το αίμα είχε μαζευτεί στην καρδιά μου, ενώ συνέχιζα να ακούω καθαρά το παιχνίδι που εξελισσόταν στο διπλανό δωμάτιο, πίσω από την πόρτα με τη σιδερένια αμπάρα. Ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν πως ίσως οι παίκτες να χρειάζονταν κάποιον για να σημειώνει τους πόντους τους. Ήταν ένας παράλογος φόβος, επειδή τα πλάσματα που μπορούν να παίξουν μπιλιάρδο στο σκοτάδι είναι υπεράνω τέτοιων πολυτελειών. Εγώ ξέρω πόντιος ότι αυτός ήταν ο φόβος μου, και ήταν πραγματικός.
Μετά από αρκετή ώρα, το παιχνίδι σταμάτησε και άκουσα την πόρτα να βροντά. Κοιμήθηκα επειδή ήμουν ψόφιος από την κούραση.
Αλλιώς, θα προτιμούσα να είχα μείνει άγρυπνος. Για τίποτε σε ολόκληρη την Ασία δε θα έβγαζα την αμπάρα από την πόρτα για να δω τι γινόταν στο διπλανό δωμάτιο.
Όταν ξημέρωσε, σκέφτηκα ότι είχα κάνει καλά και ζήτησα να μάθω με ποιον τρόπο μπορούσα να φύγω.
«Επί τη ευκαιρία, χάνσαμαχ» είπα «τι έκαναν εκείνοι οι κούληδες στην αυλή χθες το βράδυ;»
«Ποιοι κούληδες;» μου αντιγύρισε ο χάνσαμαχ.
Μπήκα στο διπλανό δωμάτιο και το φως του ήλιου με ακολούθησε λαμπρό μόλις άνοιξα την πόρτα. Ήμουν πολύ γενναίος. Την ώρα εκείνη θα μπορούσα να έπαιζα μια παρτίδα μπιλιάρδου με τον ιδιοκτήτη του Αόρατου Μπιλιάρδου.
«Πάντοτε αμαξοστάσιο ήταν το κτίριο αυτό;» ρώτησα.
«Όχι» απάντησε ο χάνσαμαχ. «Πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια —έχω ξεχάσει πια πόσα— ήταν αίθουσα μπιλιάρδου».
«Τι ήταν;»
«Αίθουσα μπιλιάρδου για τους σαχίμπ που κατασκεύασαν το σιδηρόδρομο. Την εποχή εκείνη, ήμουν χάνσαμαχ στη μεγάλη έπαυλη όπου έμεναν οι σαχίμπ και ερχόμουν πολλές φορές με μπράντι-σραμπ [Ποτό. (Σ.τ.Ε.)]. Αυτά τα τρία δωμάτια ήταν τότε μία αίθουσα, που στο κέντρο της υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι όπου οι σαχίμπ έπαιζαν κάθε βράδυ. Τώρα όμως όλοι οι σαχίμπ έχουν πεθάνει και ο σιδηρόδρομος έχει φτάσει μέχρι την Καμπούλ».
«Θυμάσαι τίποτε για τους σαχίμπ;»
«Έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά θυμάμαι ότι ένας σαχίμπ, ένας πολύ σωματώδης και ευέξαπτος άντρας, έπαιζε εδώ ένα βράδυ και μου είπε: “Μόνγκολ Χαν, μπράντι-πάνι ντο [Δώσε μου μπράντι με νερό. (Σ.τ.Ε.)]. Γέμισα το ποτήρι και εκείνος έσκυψε πάνω από το τραπέζι για να παίξει, αλλά το κεφάλι του άρχισε ολοένα να χαμηλώνει, ώσπου τελικά χτύπησε πάνω στο τραπέζι και τα γυαλιά του έφυγαν από το πρόσωπό του και κατρακύλησαν πιο πέρα και, όταν εμείς, εγώ και οι άλλοι σαχίμπ, τρέξαμε να τον σηκώσουμε, ήταν νεκρός. Βοήθησα να τον μεταφέρουν. Α! Ήταν πολύ δυνατός σαχίμπ! Εκείνος όμως πέθανε, ενώ εγώ, ο γερο-Μόνγκολ Χαν, με την άδειά σας, ζω ακόμη».
Δε χρειαζόμουν τίποτε άλλο! Είχα το φάντασμά μου —ένα πρώτης τάξεως, αυθεντικό φάντασμα. Θα έγραφα στην Εταιρεία Φυσικών Ερευνών… Θα παρέλυα την Αυτοκρατορία με τα νέα μου! Πρώτα απ’ όλα όμως, προτού πέσει η νύχτα, θα έβαζα ογδόντα μίλια αναγνωρισμένης καλλιεργημένης γης ανάμεσα στον εαυτό μου και το αμαξοστάσιο εκείνο. Ας έστελνε η Εταιρεία αργότερα τον πράκτορά της να διεξαγάγει περαιτέρω έρευνες.
Γύρισα στο δωμάτιό μου και άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου αφού πρώτα κατέγραψα τα στοιχεία του συμβάντος. Καθώς κάπνιζα, άκουσα το παιχνίδι να αρχίζει πάλι — αυτή τη φορά με μια άστοχη βολή, αφού η μπάλα δε σύρθηκε μακριά.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μπορούσα να δω μέσα στο διπλανό δωμάτιο. Κλικ κλικ! Αυτή ήταν καραμπόλα. Μπήκα στο δωμάτιο χωρίς κανένα φόβο, επειδή ο ήλιος φώτιζε τα πάντα και το αεράκι έμπαινε δροσερό από τα παράθυρα. Το αόρατο παιχνίδι εξελισσόταν με μεγάλο ενδιαφέρον. Και δεν έλεγε να σταματήσει, παρ’ όλα τα τρεχαλητά μέσα στη βρόμικη επένδυση της οροφής ενός μικρού ποντικού και το παραθυρόφυλλο που χτυπούσε και έτριζε από τον άνεμο.
Ήταν αδύνατο να αγνοήσω τον κρότο από τις μπάλες του μπιλιάρδου! Αδύνατον να αγνοήσω το σύρσιμο της μπάλας πέρα από την εγκοπή. Ακόμα και όταν έκλεισα τα φωτισμένα, τώρα, μάτια μου, οι θόρυβοι συνέχισαν να αντηχούν όπως σε μια γρήγορη παρτίδα.
Τη στιγμή όμως εκείνη μπήκε μέσα ο πιστός συμπαραστάτης στις ταλαιπωρίες μου, ο Καντίρ Μπακς.
«Αυτό το αμαξοστάσιο είναι πολύ κακό και πολύ υποβαθμισμένο! Δεν είναι καθόλου παράξενο που η Εξοχότης σας ενοχλήθηκε. Τρεις ομάδες κούληδων ήρθαν στο αμαξοστάσιο αργά χτες τη νύχτα, την ώρα που κοιμόμουν έξω, και είπαν ότι συνήθιζαν να κοιμούνται στα δωμάτια που προορίζονται για τους Άγγλους! Δεν ντράπηκε καθόλου ο χάνσαμαχ; Προσπάθησαν να μπουν, αλλά τους είπα να φύγουν. Διόλου παράξενο, αν αυτοί οι άθλιοι ήταν εδώ, που η Εξοχότης σας ενοχλήθηκε βαρύτατα. Είναι ντροπή και δουλειά ενός παλιανθρώπου!»
Ο Καντίρ Μπακς δεν είπε ότι είχε πάρει από κάθε ομάδα δυο άνα [Νόμισμα της Ινδίας (το ένα έκτο της ρουπίας). (Σ.τ.Μ.)] προκαταβολικά για ενοίκιο, και έπειτα, χωρίς να τον ακούσω, τους είχε κυνηγήσει με τη μεγάλη πράσινη ομπρέλα, τη χρησιμότητα της οποίας ποτέ πριν δεν είχα μπορέσει να μαντέψω. Αλλά ο Καντίρ Μπακς δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς.
Κάλεσα αμέσως τον χάνσαμαχ, αλλά, επειδή εκείνος άρχισε αμέσως να παραληρεί, η οργή έδωσε τη θέση της στον οίκτο και ο οίκτος οδήγησε σε μια μεγάλη συζήτηση, στη διάρκεια της οποίας τοποθέτησε το τραγικό τέλος του σωματώδη σαχίμπ σε τρεις διαφορετικούς σταθμούς, οι δυο από τους οποίους ήταν πενήντα μίλια μακριά. Ο τρίτος ήταν στην Καλκούτα, αλλά εκεί ο σαχίμπ πέθανε οδηγώντας ένα αμαξάκι.
Δεν έφυγα τόσο σύντομα όσο σκόπευα. Έμεινα και τη νύχτα εκείνη, ενώ ο άνεμος, ο ποντικός και το παραθυρόφυλλο οργίαζαν κυριολεκτικά. Έπειτα, ο άνεμος σταμάτησε να ουρλιάζει, η παρτίδα μπιλιάρδου διακόπηκε και νόμισα πως είχα ο ίδιος καταστρέψει τη μοναδική αυθεντική ιστορία φαντασμάτων μου.
Μόνο αν είχα διεξαγάγει έρευνες την κατάλληλη στιγμή θα είχα καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα.
Η σκέψη αυτή με πίκραινε περισσότερο από κάθε τι άλλο.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.