Το διήγημα της Πέμπτης: «Η εφημερίδα» του Αντρέα Κατσιμίχα

Πρέπει να ήταν ένα απ’ τα Φεστιβάλ στο Περιστέρι, μυριάδες κόσμος! Ξαμολήθηκε ο Πετρής κι άντε να τον πιάσεις! Πρώτα στη Διεθνούπολη… Μετά στους πάγκους με τα βιβλία… Μαγνητιζόταν από τη φωνή και τη μορφή του Κατράκη πάνω στη σκηνή… Αλλά η στιγμή που κατά κυριολεξία ριγούσε το κορμί και η ψυχή του, ήταν όταν άκουγε τη φωνή του Ρίτσου…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η εφημερίδα» του Αντρέα Κατσιμίχα

Το 47ο Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή στην Αθήνα ανοίγει σήμερα τις πύλες του στο Πάρκο Τρίτση και ο φίλος του περιοδικού και της στήλης, Αντρέας Κατσιμίχας, μας έστειλε το διήγημα που φιλοξενούμε αυτή τη βδομάδα.

Ο ίδιος αυτοπαρουσιάζεται: «Γεννήθηκα τον Οκτώβρη του ’73, τρεις μήνες πριν την ώρα μου, στην Αθήνα, ίσως για να έχω κι εγώ να λέω ότι ήμουν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μεγάλωσα στην Αλίαρτο Βοιωτίας και ερχόμενος στην Αθήνα για δουλειά τελείωσα το νυχτερινό Γυμνάσιο Παγκρατίου. Βαριόμουν τα μαθήματα του σχολείου και ήθελα μονάχα να παίζω μπάλα και να διαβάζω Μπλεκ και Νέους Πρωτοπόρους! Αργότερα άρχισα να διαβάζω με μανία ιστορία και λογοτεχνία, συνεχίζω με την ίδια μανία μέχρι τώρα…»

Η εφημερίδα
του Αντρέα Κατσιμίχα

Την αγαπούσε ο Πετρής, ήταν η αδυναμία του πριν πάει καν στη πρώτη δημοτικού, από τον παιδικό σταθμό ακόμη!

Λάτρευε το σχήμα της, τη μυρωδιά της, τη «φωνή» της! Ακόμα και τις μουτζούρες που άφηνε στα δάχτυλά του, όταν την κρατούσε.

Ήταν η καθημερινή συντροφιά του και ερχόταν πάντα λίγο πριν στρωθεί το μεσημεριανό τραπέζι. Αν τύχαινε καμιά φορά και δεν εμφανιζόταν… αφήστε, κατέβαζε κάτι μούτρα ο Πετρής, μέχρι το πάτωμα.

– Βρε δεν σου έχω πει ότι δεν θέλω μούτρα στο τραπέζι, θα πάει γρουσουζιά η μέρα! Τι να κάνουμε; Την άφησε ο πατέρας σου στο μαγαζί, θα τη φέρει το βράδυ!

Μιας και βρεθήκαμε στο μεσημεριανό τραπέζι, πρέπει να μιλήσουμε για μια συνήθεια που είχε αποκτήσει ο Πετρής και που έκανε έξω φρενών τον παππού του τον Αντρέα.

Ετοιμαζόταν  και στρωνόταν το τραπέζι με όλα του τα καλούδια. Στο στρώσιμο και στο σερβίρισμα συμμετείχε και ο Πετρή κι είναι αλήθεια ότι δυσφορούσε κάπως γι’ αυτό.

– Καλά ρε μάνα! Εγώ δεν είμαι άντρας του σπιτιού, γιατί να βοηθάω στη κουζίνα;

– Για να μην πάρεις τα στραβά χούγια των άλλων και γίνεις γαϊδούρι κι εσύ, γι’ αυτό!

Αφού λοιπόν είχαν καθίσει στο τραπέζι όλοι, η μάνα ως προεδρεύουσα της διαδικασίας, ανάγγελλε:

– Ποιος θα κόψει το ψωμί;

Πεταγόταν ο Πετρής, άρπαζε το μαχαίρι του ψωμιού, άρπαζε και το καρβέλι το ψωμί και γυρίζοντάς το ανάποδα, του κάρφωνε το μαχαίρι!

– Κοίτα, κοίτα! Τι κάνει ο διάολος ο μεταμορφωμένος, έμπηγε τις φωνές ο παππούς, βρόνταγε πιάτα και ποτήρια,  σηκωνόταν από το τραπέζι, πήγαινε στο δωμάτιο του και κλεινόταν μέσα.

Στο κατόπι του η μάνα αλλά και η αδερφή του η Μαρία, που της είχε αδυναμία, για να τον καλμάρουν να γυρίσει στο τραπέζι.

– Άντε, άντε πατέρα, παιδί είναι, άστο, μη του δίνεις σημασία, έλα στο τραπέζι να φάμε.

Γλυκά στην αρχή, αλλά το πείσμα του παππού εκνεύριζε και τη μάνα και τη Μαρία. Τσαντίζονταν και οι τρεις, πήγαινε κι ο πατέρας, φωνές, φασαρία και κακό!

Και ο Πετρής, μασουλώντας τη κόρα από το ζεστό ακόμα ψωμί, απολάμβανε την αναταραχή ως άλλος Μάο.

– Καλά βρε δαίμονα, καλά βρε τέρας, δεν σου έχω πει να μην το κάνεις αυτό όταν έχουμε τον παππού εδώ;

– Μα, να βοηθήσω τον Τάκη να κόψει το ψωμί ήθελα.

– Δεν χρειάζεται βρε βοήθεια ο Τάκης! Τον έσκασες βρε τον παππού και το ’χει γι’ αμαρτία να κάνεις έτσι με το ψωμί…

– Αμαρτία, τι αμαρτία;

– Ναι αμαρτία, για τον παππού το ψωμί είναι το σώμα του Χριστού! Γι’ αυτό δεν πρέπει να το ξανακάνεις αυτό. Κατάλαβες;

Δεν καλοκατάλαβε ο Πετρής αλλά επειδή τον είχε κόψει η πείνα, δεν συνέχισε την κουβέντα!

Την άλλη μέρα…

– Μάνα;

– Έλα, πες μου.

– Ένα πράμα δεν κατάλαβα  από χτες.

– Ναι, πες μου τι.

– Καλά, ενοχλεί τον παππού που καρφώνω το σώμα του Χριστού, αλλά δεν τον ενοχλεί που το τρώω; Πώς γίνεται αυτό;

– Κοίτα καημένε μου, μην πεις τίποτα τέτοιο στον παππού, θα σου σπάσω τα παΐδια!

 

Πίστευε ο παππούς Αντρέας, αλλά πίστευε με ένα δικό του τρόπο.

Πολεμιστής στο Αλβανικό, μετά στην κατοχή στέλεχος της Εθνικής Αλληλεγγύης του τόπου του, ταλαιπωρήθηκε και κυνηγήθηκε στον εμφύλιο από τους χίτες της περιοχής του.

Με το ίδιο πάθος με την ίδια συγκίνηση που το βράδυ της Ανάστασης έψαλε το Χριστός Ανέστη, έψαλε και το Επέσατε Θύματα στις συγκεντρώσεις μνήμης των αγωνιστών της Αντίστασης και του ΔΣΕ.

Χρέος του πιστού, έλεγε, είναι να παλεύει εδώ στη γη πλάι στον αδικημένο και στον αδύναμο, για προκοπή και λευτεριά, ο παράδεισος και τα ρέστα δεν είναι δική του δουλειά.

 

Όταν μας έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι, στα ’89- ’91 και  από τη ζαλάδα δεν μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας, σαν να ακούγαμε από κει ψηλά τον παππού να λέει:

– Τι πάθατε ρε ζωντόβολα, εδώ κοτζάμ μπουρζουάδες  και μέχρι να κάτσουν στο σβέρκο των βασιλιάδων περάσαν 400 χρόνια, κι εσείς νομίσατε ότι με 70 χρονάκια πιαστήκατε;!

Προχωράτε! Το ποτάμι όσα εμπόδια και να βρει, στη θάλασσα θα καταλήξει…

 

Την λατρεμένη του Πετρή, που λέτε, την έφερνε κάθε μεσημέρι ο πατέρας του στο σπίτι.

Κάποιες φορές λίγο στραπατσαρισμένη, κι αυτό θύμωνε λιγάκι τον Πετρή, άλλες φόρες  πάλι έλειπαν κάποια κομμάτια της.

Καλά, ποιος κανίβαλος έκανε τέτοιο πράμα, σκεφτόταν ο Πετρής!

Όμως τις περισσότερες φορές ερχόταν ανέγγιχτη, ατσαλάκωτη, κανείς δεν την είχε ταλαιπωρήσει με τις χερούκλες του! Τότε την άρπαζε με λαχτάρα από τα χέρια του πατέρα του, την τοποθετούσε  κάτω στο πάτωμα , καθόταν κι εκείνος οκλαδόν και την ξεφύλλιζε!

Γυρνούσε μια μια τις σελίδες κι ο ήχος που άφηνε το ξεφύλλισμα ακουγόταν στ’ αυτιά του Πετρή σαν την μελωδία της Φραγκοσυριανής! Τέτοια γλύκα!

 

Και αφού απολάμβανε το ξεφύλλισμά της, στη συνέχεια έριχνε και μια ματιά στο περιεχόμενό της.

Ξεκινώντας πάντα από την τελευταία σελίδα (ξέρετε, παλιά οι εφημερίδες φιλοξενούσαν στην τελευταία σελίδα τους τις εξωτερικές ειδήσεις), είχε μια έφεση ο Πετρής στα διεθνή θέματα!

Ενώ, αντιθέτως, δεν του άρεσαν οι σελίδες με τα αθλητικά! Λίγο περίεργο αυτό γιατί λάτρευε το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό γενικότερα. Μυστήριο…

Για τα αθλητικά προτιμούσε να ενημερώνεται ραδιοφωνικά, δεν έχανε την εκπομπή της ΕΡΑ «τρεις και πέντε ώρα για σπορ». Είχε μάθει απ’ έξω τη μελωδία του σήματος της εκπομπής και τη μουρμούριζε, όπως μάλλον θα μαντέψατε το ίδιο έκανε και με το σήμα της αθλητικής Κυριακής της ΕΡΤ!

Με μεγάλο ενδιαφέρον διάβαζε και τις σελίδες του φύλλου της Κυριακής με τα μνημόσυνα! Όχι, όχι αυτά τα μνημόσυνα που νομίσατε, «Μνήμες Αγωνιστών» λέγεται η στήλη και περιλαμβάνει φωτογραφίες και μικρές ιστορίες των αγωνιστών του Κόμματός μας.

Ήταν συναρπαστικό για τον Πετρή να βλέπει τα πρόσωπα των αγωνιστών και να διαβάζει τις σύντομες ιστορίες τους, τον μάγευε αυτή η στήλη, διάβαζε όλες τις ιστορίες μέχρι την τελευταία γραμμή.

Πίνακας ζωγραφικής του Νικόλα Κιτμερίδη, προσφορά στους αναγνώστες του Ριζοσπάστη

Μα με την εφημερίδα είχε συνδέσει ο Πετρής  στιγμές, από δυο εκδηλώσεις που του άφησαν πολύ δυνατά συναισθήματα και εικόνες, που τα διατηρεί άσβεστα μέσα στη ψυχή του, στη μνήμη του. Γιατί και στις δυο τον φόρτωναν μ’ ένα μάτσο εφημερίδες και τον βάζαν κράχτη!

– Ο Ριζοσπάστηηηηηης, όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του Κάπα Κάπα Έψιλον!

Εκνευριζόταν λιγάκι γιατί οι γύρω του σύντροφοι και φίλοι τον αντιμετώπιζαν με κάπως περιπαιχτική διάθεση:

– Πώς στο καλό από αυτό το μολυντήρι βγαίνει τέτοια αγριοφωνάρα;!

Αλλά, υπέμενε ο Πετρής! Τι να κάνεις, τα ’χει αυτά ο δρόμος του Αγώνα…

 

Η μια εκδήλωση ήταν στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ στην Αθήνα, στις κεντρικές εκδηλώσεις.

Κατέβαινε στην Αθήνα ο Πετρής, στη μεγάλη του αδερφή τη Μαρία κι εκείνη εκτός από θέατρα, σινεμά, μουσεία, γκαλερί, συναυλίες κι ένα σωρό άλλα μέρη, τον τραβολογούσε και στο Φεστιβάλ!

Γύρναγε στο χωριό του ο Πετρής και τον ρώταγαν οι φίλοι του:

– Ρε, πήγες σε κάνα ουφάδικο; Για πες! Φέρανε λέει καινούργια διαστημικά!

Άντε να τους πει  τώρα ο Πετρής ότι το μόνο νέο που είδε ήταν το νέο έργο που ανέβασε στο θέατρό της η Μαριέττα Ριάλδη! Σπουδαία θεατράνθρωπος η Ριάλδη, όσοι την είδατε στο θέατρό της  είστε τυχεροί. Ο Πετρής χάρη στην αδερφή του ήταν!

 

Πρέπει να ήταν ένα απ’ τα Φεστιβάλ στο Περιστέρι, μυριάδες κόσμος! Ξαμολήθηκε ο Πετρής κι άντε να τον πιάσεις!

Πρώτα πρώτα στη Διεθνούπολη. Γύρναγε τα περίπτερα από δυο και τρεις φορές. Άνθρωποι, μουσικές, χρώματα  και λαλιές πρωτόγνωρα, μέχρι και φαγώσιμα περίεργα είχαν!

Μετά στους πάγκους με τα βιβλία. Από το περίπτερο με το αφιέρωμα στην Εθνική Αντίσταση και στο Δημοκρατικό Στρατό, δεν ξεκόλλαγε ούτε με δέλεαρ τα φημισμένα σουβλάκια του Φεστιβάλ!

Με τα πρώτα λόγια του  Ξυλούρη και του Λάκη Χαλκιά, όπου κι αν βρισκόταν έτρεχε προς τα κει!

– Βρε πού πας; Θα χαθείς στάσου!

– Άμα χαθώ θα πάω στην κεντρική είσοδο και θα τους πω να φωνάξουν στα μεγάφωνα…

Μαγνητιζόταν από τη φωνή και τη μορφή του Κατράκη πάνω στη σκηνή (αρχαίο θέατρο πρέπει να έπαιζε η κάτι τέτοιο) του ’χει μείνει σα θύμηση, δεν ορκίζεται κιόλας.

Στην Παιδούπολη δεν στεκόταν καθόλου. Λίγο κουκλοθέατρο παρακολουθούσε αλλά κι αυτό το βαριόταν γρήγορα!

Αλλά η στιγμή που συγκλονιζόταν, που κατά κυριολεξία ριγούσε το κορμί και η ψυχή του, ήταν όταν άκουγε τη φωνή του Ρίτσου…

 

Είχε ακούσει κάμποσες φόρες την ιστορία από τον πατέρα του…

Μες στον Εμφύλιο, σε κάποια από τις μεταγωγές από φυλακή σε φυλακή.

Έχει κατέβει ο πατέρας από το καμιόνι και στέκεται πλάι  στους συντρόφους του περιμένοντας τα περαιτέρω. Σταματά δίπλα τους άλλο καμιόνι και αφού κατεβαίνουν κάμποσοι κρατούμενοι, απ’ τους τελευταίους προσπαθεί να κατεβεί και ένας αδύνατος ταλαιπωρημένος που δεν στεκόταν καλά στα πόδια του, φαινόταν άρρωστος. Σπρώχνοντας με τον υποκόπανο ο φαντάρος του φωνάζει:

– Κατέβα να τελειώνουμε! Άντε!

Μα πού να κατέβει έτσι αδύναμος που ήταν, δίσταζε να πηδήσει από το καμιόνι, θα τσακιζόταν!

Πριν τον γκρεμοτσακίσει ο φαντάρος κάποιος τον αναγνώρισε:

– Ρε παιδιά! Ρε σύντροφοι! Ο ποιητής! Βοηθάτε να κατέβει ο ποιητής!

– Ο ποιητής! Ο ποιητής! Ο ποιητής!

Δεκάδες, εκατοντάδες κρατούμενοι ο ένας μετά τον άλλον και όλοι μαζί:

– Ο ποιητής ρε σύντροφοι, βοηθάτε να κατέβει ο ποιητής!

Πήραν στα χέρια τους, στους ώμους τους οι σύντροφοί του τον Ρίτσο και τον κατέβασαν από το καμιόνι.

Ο Ποιητής! Ο Ποιητής! Ο Ποιητής! Φώναζε ο Πετρής όταν από τα μεγάφωνα ανάγγελναν πως «μαζί μας βρίσκεται ο σύντροφος Γιάννης Ρίτσος!». Και τρέχοντας σα ζουλάπι σκαρφάλωνε στις σκαλωσιές για να δει, ν’ ακούσει τον Ποιητή να απαγγέλει!

 

Την τελευταία μέρα του Φεστιβάλ έκανε την ομιλία του ο Χαρίλαος. Ο πατέρας του Πετρή αποκαλούσε τον Χαρίλαο με το ψευδώνυμό του στο αντάρτικο, Γιώτη. Το ίδιο έκανε και με τους παλιούς του συντρόφους, τους καλούσε με τα ψευδώνυμα της παρανομίας.

– Ρε Φωτούλα, άκουσες τις δηλώσεις του Γιώτη για το Πολωνικό;

– Όχι, δεν άκουσα δήλωση του Χαρίλαου, του Καλούδη άκουσα.

– Ρε μάνα! Δεν σου είπε για το Χαρίλαο, για το Γιώτη σου είπε!

– Μπα! Έχει η μαμά σου εξυπνότερο παιδί από σένα; Άμα δεν ξέρεις να μην πετάγεσαι! Γιώτης και Χαρίλαος είναι το ίδιο πρόσωπο!

 

Ωχ;! Αναρωτήθηκε ο Πετρής. Η μάνα ρώτησε αν η μάνα μου έχει εξυπνότερο παιδί! Ρε μπας κι έχει δίκιο ο αδερφός μου που λέει ότι δεν είμαι δικό τους παιδί; Ότι έπεσα από φορτηγάκι τσιγγάνων έξω από το σπίτι; Και τι να κάνουν, με μάζεψαν και με κράτησαν…

– Όχι, κοίτα, κοίτα πώς είσαι! Μικροσκοπικός και αδύνατος με μαλούρες, σαν τον Φρου Φρου και κατάμαυρος σαν παλιό τσουκάλι! Είμαστε εμείς, εγώ και οι αδερφές σου έτσι;

Εδώ που τα λέμε, σα να ’χε ένα δίκιο ο Τάκης. Αν βλέπατε τον Πετρή και τον Αντρέα, το τσιγγανόπουλο  που ερχόταν το καλοκαίρι στο χωριό και γίναν φίλοι και παίζανε μαζί, δεν θα βλέπατε καμιά διαφορά, φτυστοί!

 

Έρχονταν οι τσιγγάνοι κάθε καλοκαίρι στο χωριό για τη συγκομιδή της βιομηχανικής ντομάτας. Δυο μεγάλα εργοστάσια επεξεργασίας της  λειτουργούσαν στο χωριό και ο κάμπος της Κωπαΐδας είχε μεγάλη παραγωγή, τα ντόπια χέρια δεν έφταναν, οπότε έρχονταν τσιγγάνοι από όλη την Ελλάδα για τη συγκομιδή. Και όταν λέμε χέρια μιλάμε σχεδόν μόνο για θηλυκά χέρια! Κι εδώ δεν είχαμε διαφορά, είτε ντόπια είτε ξενομερίτικα, τα χέρια στο μάζεμα της ντομάτας ήταν γυναικών και κοριτσιών, τα… «παιδιά» και οι άντρες δεν μάζευαν!

Γέμιζε το χωριό με τσαντίρια τσιγγάνικα. Η οικογένεια του Αντρέα το έστηνε σχεδόν μέσα στη αυλή του σπιτιού του Πετρή – έτσι γνωρίστηκαν.

Μπήκε αμέσως ο Αντρέας στη παρέα των παιδιών της γειτονιάς, μέχρι και στη μπάλα τον έπαιρναν μαζί και ας μην ήξερε. Τεράστια τιμή να μπεις στην ομάδα της μπάλας των παιδιών. Αν δεν ήσουν τουλάχιστον Μαραντόνα δε σε βάζαν με τίποτε. Σκεφτείτε λοιπόν πόσο συμπάθησαν τον Αντρέα!

Η αλήθεια είναι ότι έπαιξε κάποιο ρόλο και η καταπληκτική ικανότητα του Αντρέα στο σημάδι με τη σφεντόνα. Πετύχαινε  κεφάλι αντιπάλου στα δυο χιλιόμετρα! Αλλά και η χαρά του, το χαμόγελό του. Όλες τις ώρες κάθε μέρα μ’ ένα χαμόγελο αυτό το παιδί.

 

Μεγάλη η οικογένεια του Αντρέα, μαμά, μπαμπάς και έξι παιδιά, τρία αγόρια τρία κορίτσια. Άλλαζε όλη η γειτονιά με τον ερχομό της. Περισσότερη χαρά, περισσότερο κέφι, τραγούδια και μουσικές, αλλά και περισσότερα κλάματα, τσακωμοί και φωνές!

Οι κυρ Παντελήδες της γειτονιάς, γίνονταν έξαλλοι:

– Με τους γύφτους, που τους μάζεψες εδώ και μας γέμισαν βρώμα και δυσωδία… Θα μας κολλήσουν και τίποτα! Και κλέβουν, έχουν ρημάξει τις αυλές! Και μας έχουν πάρει τ’ αυτιά, χάσαμε την ησυχία μας με τις φωνές και τα τραγούδια τους μες τη νύχτα!

Οι κυρ Παντελήδες, μετά τους γύφτους, στις αρχές του ’90, πιάσανε του Αλβανούς εργάτες. Το πικρό αστείο της ιστορίας είναι ότι εκείνη την περίοδο, έρχονταν στο μάζεμα και καμιά εικοσαριά εργάτες από το Πακιστάν, την Ινδία τη Νιγηρία και την Τυνησία.

Λέγαν τότε:

– Δεν είμαστε ρατσιστές, μ’ αυτή την παλιοράτσα τα έχουμε! Δείτε τους «μαύρους», πόσο ήσυχοι  είναι οι άνθρωποι, βγάζουν τη δουλειά ήσυχα και ωραία και είναι και θρήσκοι. Δουλειά και προσευχή, τίποτ’ άλλο! Ενώ αυτοί οι σκατοαλβανοί είναι και άθεοι!

Στο σήμερα:

–Τι ρατσισμούς μού τσαμπουνάτε εσείς οι θολοκουλτουριάρηδες! Βρε δεν κοιτάτε τους Αλβανούς που είναι οι άνθρωποι νοικοκυραίοι, αυτοί μάλιστα! Εμείς με τους σκατόμαυρους τους μουσουλμάνους τα έχουμε, που τους βάλανε οι εβραίοι να μας καταστρέψουν θρησκεία και πατρίδα!

 

Με τη μάνα του Πετρή που λέτε τα είχαν οι κυρ Παντελήδες, γιατί τους άφηνε να κατασκηνώνουν μπροστά στην αυλή του σπιτιού τους. Και ήταν η δεύτερη χρονιά που η οικογένεια έστηνε τη σκηνή της εκεί.

– Αλέκο, τα ίδια έλεγες και πέρσι και οι άνθρωποι ούτε κλέψανε, ούτε τίποτα!

Και για βρώμα μη μιλάς εσύ. Κοίτα να τακτοποιήσεις το θέμα με το βόθρο, γιατί τα δικά σου σκατά τρώμε κάθε λίγο και λιγάκι στη μάπα. Άντε! Τράβα τώρα!

 

Ανέβαιναν οι τσιγγανοπούλες να μπανιαριστούν σε κάτι σα μικρή στέρνα, στην αυλή του σπιτιού του Πετρή, και να γεμίσουν τα μπετόνια τους νερό. Μες το νερό τσαλαβουτούσαν και κελαηδούσαν σαν καρδερινούλες!

Άκουγε τις φωνές ο Πετρής και έβγαινε στη βεράντα. Αντίκριζε κάτω στην αυλή τα γυμνά κορμιά των γυναικών και τα κορμάκια των κοριτσιών. Γούρλωνε τα μάτια του και κοίταζε μαγεμένος και αποσβολωμένος.

– Κοίτα, κοίτα πως κοιτάει το τζαναμπέτικο! Έλα, έλα βρε εδώ να νιφτείς κι εσύ!

Ξύπναγε απ’ τις φωνές και τα γέλια ο Πετρής και μες στη ντροπή χωνόταν σπίτι…

 

Κάθε φορά πήγαινε έξω απ’ τη σκηνή των τσιγγάνων ο Πετρής και φώναζε το φίλο του. Εκείνος έβγαινε και τρέχοντας τραβούσαν για να βρουν τα άλλα παιδιά της παρέας.

Αν τύχαινε εκείνη την ώρα και ο κόκορας του σπιτιού την είχε κοπανήσει από το κοτέτσι, τους έπαιρνε στο κατόπι «φωνάζοντας» σταθείτε βρε να σας τσιμπήσω, με κοιτάει το χαρέμι μου!

Ένα μεσημέρι, κάπως αργά, βγήκε ο Πετρής να φωνάξει τον Αντρέα. Φώναξε δυο τρεις φορές αλλά  ο φίλος του δεν έβγαινε, μα δίσταζε κιόλας να μπει μες τη σκηνή.

Βγάζει το κεφαλάκι της από τη σκηνή μια από τις μικρές αδερφές του Αντρέα.

– Έλα μέσα, έρχεται ο Αντρέας.

Μπήκε ο Πετρής στη σκηνή. Γύρω από ένα ταψί έτρωγαν τα κορίτσια και η μάνα τους κοκκινιστή προβατίνα με ρύζι. Μύριζε όλη η σκηνή με την έντονη μυρωδιά του κρέατος.

– Έλα, έλα ψυχή μου, έλα αγάπη μου, άπλωσε τα χέρια της η μάνα του Αντρέα προς τον Πετρή.

– Έλα μου εδώ!

Όπως ήταν κοντά της, τον άρπαξε στην αγκαλιά της κι άρχισε να τον χαϊδεύει, να τον φιλάει παντού, σ’ όλο το πρόσωπο, και να του λέει κανακεύοντάς τον γλυκά λόγια που δεν καταλάβαινε.

Ο Πετρής, που από καιρό ως άντρας πλέον της Τετάρτης Δημοτικού, δεν δεχόταν ούτε χάδι από τη μάνα του που λαχταρούσε να τον πάρει στην αγκαλιά της…

– Άσε με ρε μάνα, δεν είμαι μωρό πια! Να μπει και κανείς απ’ τα παιδιά να με βγάλουν και μαμμόθρεφτο!

Μόνο κανένα πρωινό αφηνόταν και δεν εξέφραζε την διαμαρτυρία του…

Αφέθηκε αδιαμαρτύρητα και δίπλωσε στην αγκαλιά της τσιγγάνας μάνας, πάνω στα παχουλά της μπράτσα και στα γεμάτα στήθη της, νιώθοντας μια γλύκα από τα χάδια, τα φιλιά, το ζεστό ιδρωμένο κορμί που μύριζε σαν ξινισμένο γιασεμί. Στο τέλος του έδωσε δυο γεμάτα φιλιά στα μάγουλα και ένα χιλιάρικο και βγήκε να παίξει με το φίλο του.

 

Την επόμενη χρονιά  ξαναήρθαν οι τσιγγάνοι στο χωριό και μάλιστα ο Πετρής και η μαμά του βάφτισαν το νέο μέλος της οικογένειάς τους, ένα αγοράκι. Η κυρα Ελένη, η μάνα του Αντρέα, επέμενε να του δώσουν το όνομα Πέτρος!

Για αρκετά χρονιά μετά περνούσε ο μικρός Πετρής από το σπίτι του νονού για τα δώρα του, το φίλο του όμως τον Αντρέα δεν τον ξαναείδε ποτέ, τον είχαν στείλει σε έναν από τους θείους του που τον χρειαζόταν στη δουλειά του.

 

Κοσμοπλημμύρα στο Φεστιβάλ! Λίγο πριν ξεκινήσει η ομιλία, δεκάδες χιλιάδες νεολαίοι σε πορεία, με συνθήματα και υψωμένα τα λάβαρά μας, έπαιρναν τη θέση τους κάτω από την εξέδρα, ατελείωτη η φάλαγγα γέμιζε το χώρο! Φωνές, συνθήματα, χειροκροτήματα, τραγούδια, ενθουσιασμός!

Ο Πετρής μαζί με τη Μαρία κάθονταν σε ένα υψωματάκι πάνω από το κεντρικό χώρο της ομιλίας, στο χώμα, πάνω στις ζακέτες τους. Πρέπει να ήταν ζεστούτσικος εκείνος ο Σεπτέμβρης.

Δίπλα τους καθόταν μια ηλικιωμένη κυριούλα, ντυμένη, πώς να  πούμε, του «καλού» κόσμου. Μοσχομύριζε γιασεμί και γαρίφαλο, πανέμορφη, με κάτι υπέροχα μεγάλα μαύρα μάτια!

Τις στιγμές που οι νεολαίοι με τα κόκκινα λάβαρα  συγκεντρώνονταν στη κεντρική εξέδρα, σηκώθηκε και άρχισε να χειροκροτεί συγκινημένη. Δάκρυα τρέχαν από τα μεγάλα της μάτια. Έλεγε με ραγισμένη από τη συγκίνηση φωνή:

– Τα παιδιά μας! Με υψωμένα τα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων μας συντρόφων!

 

Χρόνια αργότερα…

Ρε Μαρία, τη θυμάσαι εκείνη την κυριούλα στο φεστιβάλ, στο Περιστέρι, που έκλαιγε δίπλα μας. Ξέρεις ποια ήταν;

– Ναι ήταν η Μαλενα Ανουσάκη, η μαμά της Ελένης.

Σημαντική  ηθοποιός η Μαλένα Ανουσάκη, σπουδαίος άνθρωπος και μεγάλη αγωνίστρια της γενιάς των «Αγίων» αγωνιστών της Φωτιάς και του Σίδερου.

 

Η άλλη εκδήλωση που είχε συνδέσει ο Πετρής με την εφημερίδα (και εκεί τον βάζαν  κράχτη δηλαδή) ήταν στα Χώστια, ένα χωριό στις πλαγιές του Ελικώνα. Εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Καπετάνιο του 3/34  Τάγματος  του ΕΛΑΣ, Πελοπίδα – Σεραφείμ Κοσσόρα.

Παλιός κομουνιστής ο Πελοπίδας, από τους πρωταντάρτες του ΕΛΑΣ στον  Ελικώνα. Τα Χώστια ήταν η γενέτειρά του.

Γερό παλικάρι, σεμνός αγωνιστής, στα χωριά γύρω από τον κάμπο της Κωπαΐδας όπου έδρασε στην Κατοχή. Άφησε αγώνα κατά του κατακτητή, ανθρωπιά και καλοσύνη.

Το κράτος της μαυραγορίτικης πλουτοκρατίας, των εθνικοφρόνων συνεργατών του κατακτητή, τον αντάμειψε για τις υπηρεσίες του στο Λαό και την Πατρίδα κατά την Αντίσταση, καταδικάζοντας τον σε  θάνατο. Τον εκτέλεσε στο Γουδί, τον Μάρτη του ’48.

Στο τελευταίο γράμμα προς την οικογένεια του έγραφε:

…Μητερούλα μου δεν πρέπει να κλαις γιατί ο γιος σας έκανε το καθήκον του σαν τίμιος Έλληνας και Δημοκράτης και πέφτει για τα ιδανικά αυτά…

 

Μετά την εκδήλωση στη πλατεία του χωριού σκόρπισαν από δω κι από κει οι συμμετέχοντες και ο Πετρής απολάμβανε το υποβρύχιό του έξω από το καφενείο της πλατείας και ξεκουραζόταν.

Απέναντί του στην άκρη της πλατείας στεκόταν ένας κοντακιανός και αδύνατος, στεγνός  γέροντας, στρογγυλοπρόσωπος, με δυο σαν μπουκωμένα μάγουλα και χοντρά χείλια, που του έδιναν μια μόνιμη έκφραση χαρμολύπης. Στηριζόταν στη σημαία του ΔΣΕ που κράταγε και σαν να μίλαγε περισσότερο στον εαυτό του παρά  στους γύρω του:

– Δεν το λέω με παράπονο ρε παιδιά, όχι. Πέστε το στεναχώρια καλύτερα. Είχε φέρει ενισχύσεις ο στρατός και βρεθήκαμε να δεχόμαστε πυρά από δυο μπάντες. Σπάσαμε σε ομάδες  των δυο τριών. Εγώ μαζί με τον Κατσίβελο κατεβήκαμε το ρέμα με τα πεύκα που έβγαζε απ’ έξω από την αλυκή, βόρεια. Ριπές γερές και πυκνές, ο Κατσίβελος έπεσε επιτόπου, εμένα με βρήκε στο μπούτι στο κρέας, πόνος… δεν μπορείτε να φανταστείτε! Με τα χίλια ζόρια κατάφερα να περάσω στην απέναντι πλευρά του ρέματος και ν’ ανηφορίσω για τους δικούς μας. Έκανα κάμποσα μέτρα αλλά τελικά δεν άντεξα και στάθηκα. Χώθηκα σ’ ένα τεράστιο πουρνάρι, σε μια γούβα ήταν, γέμισαν πληγές τα χέρια και το πρόσωπό μου. Έπεφτε ο ήλιος κι είπα ότι θα έβρισκα ευκαιρία να φύγω τη νύχτα, μόνο να καλμάριζε λίγο ο πόνος.

Η μάχη πάνω είχε κοπάσει, άκουγα αραιά και που ριπές. Ο κύριος όγκος των δικών μας είχε ανέβει το ύψωμα και είχε υποχωρήσει προς Ελικώνα.  Λίγο πριν νυχτώσει, στρατός και χίτες  κατέβηκαν για τραυματίες και κεφάλια! Βρήκαν το κορμί του Κατσίβελου, στο χιλιόμετρο κάτω από μένα. Ούρλιαζαν οι λύκοι! Φώναζαν και ρίχναν μπαταριές:

– Κόψτε του το κεφάλι του πούστη του Βούλγαρου!

Μαζί τους στο κυνήγι των κεφαλών ήταν και αρκετοί ντόπιοι χωριάτες, με μαχαίρια και  δικράνια. Αυτοί λύσσαγαν περισσότερο!

– Κουμμούνια δε θα μας πάρετε τα σπίτια! Θα σας πάρουμε τα κεφάλια!

Οι χωρικοί! Που είχαν χάσει τα λίγα στρέμματα  με αμπέλια και ελιές που είχαν πάρει από την απαλλοτρίωση των κτημάτων της μονής εδώ κάτω. Τους τα ’χαν πάρει οι τοκογλύφοι, και αναγκάζονταν να κατεβαίνουν κάτω στον κάμπο για μεροκάματα, για ένα κομμάτι ψωμί.

Οι χωρικοί, που εμείς παίζαμε γι’ αυτούς τη ζωή μας κορώνα γράμματα. Αυτοί θα μας παίρναν τα κεφάλια!

 

Του Πετρή του έμεινε έντονα  στο μυαλό το πρόσωπο του γέροντα αντάρτη με την περίεργη έκφραση και μαζί τα λόγια του, η ιστορία που άκουσε…

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: