Το διήγημα της Πέμπτης: «Η έξοδος» του Νίκου Β. Κοσμά

Στη μνήμη του Ακροναυπλιώτη δάσκαλου Δημήτρη Κοσμά που εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανοφασίστες με τους 200 στην Καισαριανή, την 1η Μάη 1944

Ο Νίκος Β. Κοσμάς γεννήθηκε στο Μιχαλίτσι Ιωαννίνων το 1920. Τελείωσε το Γυμνάσιο «Ζωσιμαία Σχολή» και τη «Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία» Ιωαννίνων. Δημοσίεψε ποιήματα και φιλολογικές συνεργασίες στις Γιαννιώτικες εφημερίδες.

Από μαθητής στο Γυμνάσιο προσχώρησε στο προοδευτικό κίνημα. Έλαβε μέρος στη μεγάλη μαθητική απεργία της «Ζωσιμαίας Σχολής» το Μάρτη του 1936. Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση.

Υπηρέτησε δάσκαλος στο νομό Θεσσαλονίκης, στη Χίο, στον Πειραιά και στην Αθήνα.

Η αγάπη του για το λαό, απ’ τον οποίο προέρχεται, τον έσπρωξε στη μελέτη του λαϊκού βίου. Έγραψε πολλές λαογραφικές, γλωσσικές, ιστορικές και παιδαγωγικές εργασίες. Για την επίδοσή του αυτή βραβεύτηκε το 1983 από την Ακαδημία Αθηνών. Υπήρξε μέλος της «Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας».

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η έξοδος» του Νίκου Β. Κοσμά

Νίκος Β. Κοσμάς

Το διήγημα «Η έξοδος» εμπεριέχεται στη συλλογή του Νίκου Β. Κοσμά «Αναδρομή, Διηγήματα» (εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννενα 1988), μια αναπόληση από μνήμες και βιώματα της πύρινης δεκαετίας 1940 – 1950.

Η έξοδος
του Νίκου Β. Κοσμά

Στη μνήμη του Ακροναυπλιώτη δασκάλου
Δημήτρη Κοσμά
που εκτελέστηκε με τους 200 απ’ τους
Γερμανοφασίστες στην Καισαριανή
την 1η Μάη 1944

Τα κανόνια άλλα χάσκουν κατά το βοητό του εχτρού κι άλλα με τις μπούκες τους γυρτές κατά τη γη στάζουν τη θλίψη. Πιο πέρα τ’ άλογα χλιμιντράνε ανήσυχα και με τα πόδια τους ξύνουν την υγρή γη, σαν να προμηνύουν το χαλασμό που έρχεται.

Ο Αρβανίτης, ο σκύλος της πυροβολαρχίας μας, που δρασκέλισε τ’ αλβανικά φαράγγια και τις ρεματιές, κάθεται κουλουριασμένος δίπλα στο μεγάλο κανόνι. Πού και πού ανασηκώνει το κεφάλι του κι αφήνει από δυο τρία θλιμμένα ουρλιαχτά. Κάτι προαισθάνεται.

Δίπλα στο μεγάλο κανόνι είναι στημένη η σημαία της πυροβολαρχίας μας. Η θλίψη είναι χυμένη πάνω της. Ίσως ν’ αναλογίζεται τους κυματισμούς της στις κορφές της Χειμάρας, της Τρεμπεσίνας και του Πόγραδετς. Κανένα αεράκι δεν την κυματίζει. Καμιά πνοή δεν τη σαλεύει. Κρέμεται βαριά και άτολμη, σαν να τη βαραίνει ο βραχνάς της κατοχής, που άρχισε να πέφτει.

Μια μοτοσυκλέτα του Στρατηγείου ήρθε μετά το μεσημεριανό συσσίτιο και πήρε τον Ταγματάρχη.

– Ταγματάρχα, λέει, ο Στρατηγός, σε συγχαίρω γιατί οπισθοχώρησες συγκροτημένα και δεν το’ βαλες στα πόδια. Αυτό δείχνει τις επιτελικές σου ικανότητες. Θα τις μνημονέψω στην έκθεση… Μέχρι δω ήταν η αποστολή μας. Το Γ’ Ράιχ που κυρίεψε την Ευρώπη προχωρεί ακάθεκτα για να ολοκληρώσει τους σκοπούς του. Από δω, όπως βλέπεις και στο χάρτη, θα προχωρήσει για την κατάληψη της Κύπρου, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής… Και μεις πρέπει να το βοηθήσουμε στο μεγαλεπήβολο σχέδιο του. Αύριο το απόγευμα θα ’ρθει στην πυροβολαρχία σου ο υπασπιστής μου με μια επιτροπή Γερμανών αξιωματικών για να παραλάβουν τα πυροβόλα. Θα παρατάξεις τους άντρες σου και θα παραδώσεις κανονικά.

– Στρατηγέ επιτρέπετε; ρώτησε ο Ταγματάρχης.

–  Λέγε, αποκρίθηκε με ύφος άγριο και γεμάτο θυμό ο Στρατηγός.

– Εγώ πολέμησα το φασισμό. Πώς είναι δυνατόν να του παραδώσω την πυροβολαρχία;

– Και εγώ πολέμησα το φασισμό, απάντησε ο Στρατηγός. Αλλά ποιο φασισμό πολεμήσαμε; Τον Ιταλικό. Ο Γερμανικός  φασισμός είναι άλλος. Αυτόν δεν τον πολεμήσαμε.

– Τι Ιταλικός φασισμός, τι Γερμανικός φασισμός κι οι δυο φασισμοί είναι, απάντησε ο Ταγματάρχης. Τι άσπρος σκύλος, τι μαύρος σκύλος, σκύλοι είναι κι οι δυο.

Ο Στρατηγός, που δεν περίμενε να του αντιμιλήσει ένας κατώτερός του, ένας Ταγματαρχίσκος, έγινε έξω φρενών. Γούρλωσε τα μάτια του. Το πρόσωπό του άναψε – αναμμένο κάρβουνο – κι οι φλέβες του λαιμού του φούσκωσαν σαν μαύρα κάγκελα.

– Δεν είναι έτσι, Ταγματάρχα, ούρλιαξε ο Στρατηγός. Και χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι ξαναούρλιαξε.

– Πήγαινε και θα γίνει όπως είπα.

 

Ο Ταγματάρχης γύρισε αλλιώτικος. Δε μίλησε σε κανέναν. Κάτι πολύ σοβαρό τον βασάνιζε και το λογικό του παράδερνε. Στο μεταξύ έπεσε κι η νύχτα. Και τι νύχτα! Μαύρη και βαριά, σαν ταφόπετρα. Νύχτα φασιστική. Έλεγες πως δε θα ξημερώσει ποτέ. Όλα τα ζουζούνια λούφαξαν. Η χλόη κι οι μαργαρίτες κράτησαν την ανάσα τους. Ο Ταγματάρχης γυρόφερνε δυο – τρεις φορές το στρατόπεδο και μετά μπήκε στη σκηνή, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό απ’ τα φυλλοκάρδια του κι άφησε το σώμα του να σωριαστεί στην κουβέρτα που ’χε για στρώμα. Σφάλισε τα μάτια του και πάσχισε να κοιμηθεί. Το μυαλό του θολωμένο βούιζε σαν το μελισσολόι την Άνοιξη. Ύπνος δεν τον έπιανε. Κάποτε όμως, ύστερα από παίδεψη πολύ, τον πήρε. Ένας ύπνος εφιαλτικός. Ο τελευταίος ύπνος της ζωής του αγκαλιασμένος μ’ ένα όνειρο ολοζώντανο. Είδε τη νεκρή μάνα του, που τον ανάστησε με τα κομμάτια της ζητιανιάς – γιατί ορφάνεψε έντεκα χρονών – να τον ρωτάει:

– Γιατί, γιε μου, μου ’σαι χολιασμένος; Γιατί βαριά βαλαντωμένος; Εγώ σ’ άφησα πάνω στον ανθό και τώρα σε βλέπω μαραμένον σαν το βασιλικό της γλάστρας που ξέχναγες απότιστον.

– Μάνα μου!… Γλυκιά μου, Μάνα. Μου ζήτησαν να προδώσω…Ναι, Μάνα, μου ζήτησαν να γίνω προδότης. Να προδώσω την πατρίδα μου. Να προδώσω το λαό μου.

– Τι, τι; Τι είπες γιε μου; Άκουσα καλά;

– Ναι Μάνα, άκουσες καλά. Μου ζήτησαν να γίνω προδότης.

– Προδότης! Δε θα γίνεις του κερατά. Όχι. Όχι. Προδότης δε θα γίνεις. Μ’ άκουσες; Εγώ η μάνα σου μιλάω. Προδότης εσύ δε θα γίνεις. Εγώ δεν γέννησα προδότες. Εγώ γέννησα ανθρώπους με περηφάνια. Δε θυμάσαι τα στερνά μου λόγια; Αυτά ήταν η διαθήκη μου.

«Έχος σας είπα, δεν έχω να σας αφήσω. Σας αφήνω όμως συμβουλές: Να βγάζετε το ψωμί με το δικό σας ιδρώτα κι όχι του συνανθρώπου σας. Να μην αδικήστε άνθρωπο. Να ζήστε με ομόνοια κι αγάπη. Να ζήστε με ειρήνη. Μόνο έτσι θα περπατήσετε στη ζωή με το κεφάλι ψηλά».

– Μάνα, σ’ άκουσα, φώναξε και ξύπνησε.

 

Ο Ταγματάρχης ξάγρυπνος βγήκε απ’ τη σκηνή κι άρχισε να βηματίζει πάνω στο απριλιάτικο γρασίδι με το κεφάλι σκυμμένο. Βημάτιζε νευρικά και κάπνιζε ασταμάτητα. Το πρωί τον είδαμε πολύ θλιμμένο. Είχε την όψη κέρινη και το πρόσωπο ραγισμένο. Έδειχνε άνθρωπο που είχε χάσει το θάρρος του, την αυτοπεποίθηση, την αυτοκυριαρχία. Είχε χάσει την πίστη. Ο Θωμάς, ο πυροβολητής, τον είδε και κουνώντας το κεφάλι είπε:

– Ο Ταγματάρχης μας πάει. Δεν τον βλέπω καλά. Από χτες το δειλινό που γύρισε απ’ την έδρα του Στρατηγείου είναι άλλος άνθρωπος…Θ’ αυτοκτονήσει. Κάτι θα συνέβηκε στο Στρατηγείο.

Ρόδιζε η ανατολή πάνω στην κορφογραμμή της Πίνδου. Ασήμωνε τον ουρανό κι έσβηνε τ’ άστρα. Η σελήνη βυθίζονταν αργά – αργά στις γραμμές της Μανωλιάσας. Το Μιτσικέλι, γυμνό και σταχτόχρωμο κι η Ολύτσικα με τις βαθιές νεροσυρμές της, έχαναν, καθώς χάραζε η ανατολή, τον όγκο και την επιβλητικότητά τους. Τα πουλιά ξεπετάγονταν μέσα απ’ τους μπουμπουκιασμένους θάμνους και τα κλαδιά κι έγραφαν γεωμετρικά σχήματα στον αέρα. Κύκλους, γραμμές οριζόντιες και κάθετες και καμπύλες. Ο Απρίλης στο γιαννιώτικο οροπέδιο είναι πολύ ωραίος. Ξανθός, χαμογελαστός και γλυκομίλητος. Αθώος και γεμάτος χάρες. Έρχεται μ’ ένα κουτί μπογιές και μ’ ένα μάτσο πινέλα. Αφήνει χιλιάδες χρώματα, μοσκοβολιές, μουρμουρητά και κελαδήματα κι ύστερα σκαρφαλώνει στο γέρο Πίνδο. Βάφει και δω τις πλαγιές, τις νεροσυρμές και τα φαράγγια και βιαστικός με τα χρώματα και τα πινέλα στο χέρι προχωρεί για ν’ αποτελειώσει τον πίνακα.

– Ο σαλπιγκτής να’ ρθει εδώ, ακούεται η φωνή του Ταγματάρχη. Μια φωνή κουρασμένη και ριγηλή. Κομμένη και νοτισμένη με θλίψη. Κι η φωνή του άλλαξε. Πού η τραχιά φωνή που φώναζε το «αέρααα!…Πόσο δείλιαζε ο εχτρός στη φωνή του!…Και πόση  δύναμη παίρναμε εμείς!…Φτερά έδινε στα πόδια μας και σκαρφαλώναμε στα οχυρά της Κλεισούρας και της Χειμάρας.

– Διατάξτε, κυρ Ταγματάρχη, είπε ο Ρουμελιώτης, ο σαλπιγκτής.

– Να σημάνεις συγκέντρωση, είπε ο Ταγματάρχης.

……………………………………………………………………………………………………………………….

Είναι το τελευταίο σάλπισμα. Πώς ακούεται μέσα στην πρωινή σιγαλιά!…Είναι ένα σάλπισμα αλλιώτικο. Άτολμο και γεμάτο ρίγη. Λες και θέλει να συνάξει εδώ όλους τους Έλληνες και να τους πει: «Ο εχτρός έρχεται. Κι έρχεται με προδοσιά. Μας πρόδωσαν πάλι οι δικοί μας». Ριγούνε τα κορμιά στον ήχο της σάλπιγγας. Ριγούνε κι οι καρδιές. Κάπου θέλουν να γείρουν. Σ’ ένα στήριγμα. Και το στήριγμα σ’ αυτές τις ώρες είναι μόνο η πίστη. Πίστη στη Λευτεριά. Χαρά σε κείνον πο ’χει αυτή την πίστη. Είναι το αντιστύλι κι η δύναμη.

Οι χαράδρες της Μανωλιάσας και του Μπιζανιού πήραν το σάλπισμα και δυναμωμένο το σκόρπισαν πάνω στο γιαννιώτικο οροπέδιο. Οι στρατιώτες με τ’ άσιαχτα μαλλιά, τις άπλυτες γενειάδες, τα μαυρισμένα πρόσωπα και τις λερωμένες στολές ξεπετιούνται  ένας- ένας, σαν πολεμικές σκιές, μέσα απ’ τη χλόη του κάμπου. Με βήμα αργό, συρτό και με όψη κέρινη, σα μελλοθάνατοι, μαζεύονται γύρω απ’ το μεγάλο κανόνι.

– Τι να’ ναι άραγε; Ρωτάει ο ένας.

– Τι συμβαίνει συνάδελφε; Ρωτάει ο άλλος.

– Πάμε για μάχη; Ρωτούνε άλλοι ειρωνικά.

– Αστείο, απαντούν άλλοι και γελούν.

– Τι μάχη και κουραφέξαλα, λέει ο υπασπιστής του Τάγματος.

Οι Γερμανοί είναι στα Γιάννινα κι οι Ιταλοί καταφτάνουν.

Ο κρότος από τις φασιστικές μηχανές άρχισε να φτάνει και δω δυνατός και βαρύς. Ήταν όλος μίσος και κακία. Έλεγες πως τώρα κάπου θα ξεσπάσει. Πόσο μας πείραζε τα νεύρα; Άλλα τα’ σφιγγε και τα’ φκιανε βέργες ατσάλι κι άλλα τα χαλάρωνε, τ’ αδυνάτιζε και τα λύγιζε, έτοιμα να σπάσουν.

Σε μια άκρη ο λοχαγός Δημήτρης Κοσμάς, ο υποδιοικητής της πυροβολαρχίας. Δάσκαλος από ’να χωριό των Τζουμέρκων, που δεν τα πλάκωσε ποτέ η σκλαβιά. Στέκει ολόισιος, σαν έλατος, που αντιστέκεται στις θύελλες και στους άγριους ανέμους. Τα μάτια του σπιθίζουν και τα μαλλιά του φουντώνουν κάτω απ’ το δίκοχο. Το’ να του μάγουλο κομματιασμένο, τριαντάφυλλο, απ’ τη μάχη του Τεπελενιού. Κι είναι μόνο αυτό; Όχι. Το στήθος του τρυπημένο ένα δάκτυλο πάνω απ’ τη καρδιά στη μάχη του Καλαμά. Κι ο δάσκαλος πάντα μπροστά. Πάντα στην πρώτη γραμμή. «Ο φασισμός, έλεγε, πρέπει να ξεριζωθεί. Είναι η καταστροφή της ανθρωπότητας. Εκμηδενίζει τον άνθρωπο και τον σπρώχνει στη βία και στο έγκλημα. Τον κάνει βασανιστή και φονιά». Μας είχε κάνει και μας ατρόμητους. Τη μάχη την είχαμε παιχνίδι. Ταγματάρχης κι υποδιοικητής ήταν δυο παλικάρια. Πόσες φορές δεν τους ανέφεραν οι ημερήσιες διαταγές!…

Οι στρατιώτες ανυπομονούν ν’ ακούσουν τον Ταγματάρχη, που γυρμένος στο σωλήνα του κανονιού κοιτάζει κάτω, σαν κάτι να θέλει να συλλάβει με το νου του. Απ’ το λαιμό του κατεβαίνει ένα κορδόνι. Κάνει μια καμπύλη και σβήνει στη λαβή του περίστροφου. Είναι το κορδόνι του πιστολιού. Κάποια στιγμή σηκώνει το κεφάλι. Αναπνέει βαθιά και πάλι το κατεβάζει. Πόσο άλλαξε!…Πόσο έχει τσακίσει!…Το πρόσωπό του έχει πάρει το χρώμα του ξερόφυλλου.

– Είναι ο Ταγματάρχης μας αυτός; Ρωτούν μερικοί στρατιώτες.

– Μα, πώς έγινε έτσι; Ρωτούν άλλοι.

Κανείς δεν ξέρει ν’ απαντήσει. Λίγοι μαντεύουν την αγωνία του. Τη φοβερή μάχη που δίνει αυτή τη στιγμή. Θα την κερδίσει; Θα τη χάσει; Ο Αρβανίτης, ο σκύλος, σαν κάτι να προαιστάνθηκε, ήρθε και χαϊδεύτηκε στα πόδια του. Είναι ο αποχαιρετισμός; Το κατευόδιο στ’ αγύριστο ταξίδι; Μέσα στην αγωνία, που δέρνει όλους, ακούεται η φωνή του Ταγματάρχη σιγανή – σιγανή, κομμένη και γεμάτη ρίγη.

– Παιδιά, ο εχτρός πέρασε. Και πέρασε με προδοσιά. Εμείς δεν προδώσαμε. Όχι, δεν προδώσαμε. Εμείς πολεμήσαμε. Πολεμήσαμε μέσα στις παγωνιές και στα χιόνια. Στις λάσπες και στ’ ανεμοβρόχια. Στις άφυλλες ακροποταμιές και στις γυμνές βουνοκορφές. Παιδιά, μας πρόδωσαν. Ο Δεσπότης αυτής της πόλης μαζί με τρεις – τέσσερεις Στρατηγούς σήκωσαν τη λευκή σημαία στο σαρανταοχτώ χιλιόμετρο, στο Βοτονόσι.

– Και ποιον ρώτησε ο Δεσπότης κι οι Στρατηγοί; ακούστηκε μια βροντερή φωνή που βγήκε απ’ όλη την πυροβολαρχία.

– Κανέναν, απάντησε ο υποδιοικητής, ο δάσκαλος. Δεν το ξέρετε ότι είμαστε ένα παιχνίδι στα χέρια τους; Πόλεμο θέλουν, πόλεμο κάνουν. Υποχώρηση θέλουν, υποχώρηση κάνουν. Προδοσία θέλουν, προδοσία κάνουν.

– Πες τα μας, δάσκαλε, πες τα μας χρυσόστομε, ακούστηκε πάλι με μια φωνή όλη η πυροβολαρχία. Τέτοια γράμματα κανένας δεν μας έμαθε.

– Αυτά είναι τ’ αληθινά γράμματα, που φτιάνουν την αληθινή ιστορία, ξανάπε ο δάσκαλος, ο υποδιοικητής.

– Οι Γερμανοί συνέχισε ο Ταγματάρχης γυρεύουν τώρα από μένα να τους παραδώσω την πυροβολαρχία. Να ρίξουμε τα όπλα σωρό και να το βάλουμε στα πόδια. Να εξαφανιστούμε… Ε, όχι. Αυτό δε γίνεται. Το «όχι» το ’πα και το ξανάπα. Εγώ προδότης δε γίνομαι… Τα όπλα δεν τα πετάω. Εσείς να φύγετε. Να πάτε στα σπίτια σας. Στις οικογένειές σας. Οι μέρες που θα ’ρθουν θα είναι μαύρες και πικρές. Ένα μονάχα σας συμβουλεύω. Την πίκρα, όση, κι αν είναι, να τη μοιραστείτε. Μίση και διαφορές να ξεχαστούν. Ν’ αδελφωθείτε για να πιείτε όλοι μαζί το πικρό ποτήρι της σκλαβιάς. Αδελφωμένοι να πηδήσετε το χάος που ανοίχτηκε μπροστά μας… Εγώ, θα πέσω μέσα στο χάος. Δεν μπορώ να πηδήξω… Δεν μπορώ. Τα γόνατά μου κόπηκαν…

Μια πιστολιά ακούστηκε κι ένας χτύπος βαρύς απ’ το σώμα που σωριάστηκε στο γρασίδι. Χίμηξε ο δάσκαλος και τον σήκωσε στην αγκαλιά του. Σπαρτάρησε δυο – τρεις φορές και ξεψύχησε. Ένα κόκκινο γαρύφαλο άνοιξε στο δεξιό του κρόταφο. Βρύση το αίμα έτρεξε κι έβαψε τις μαργαρίτες και τα χαμομήλια. Ο Αρβανίτης γυρνάει μέσα στους στρατιώτες ουρλιάζοντας σπαραχτικά. Τ’ άλογα αφήνουν χλιμιντρίσματα γεμάτα πόνο. Οι μαργαρίτες και τ’ άλλα αγριολούλουδα έγειραν τα κεφαλάκια τους. Τον τυλίξαμε με τη σημαία και τον απιθώσαμε στη σκηνή όσο ν’ ανοιχτεί ο τάφος. Πότε έβγαλε το πιστόλι και πότε πυροβόλησε, φυτεύοντας ένα κόκκινο γαρύφαλο στον κρόταφο, κανείς δεν τον κατάλαβε. Οι στρατιώτες ήταν βυθισμένοι στο χάος, που’ χε ανοίξει η προδοσιά…

………………………………………………………………………………………………………………….

Η μέρα είχε σωθεί. Τ’ απόσκια είχαν σκεπάσει την πόλη με το οροπέδιο κι ανέβαιναν για τους ορεινούς όγκους των βουνών. Ο κρότος από τις φασιστικές μηχανές πλησίαζε κατά το στρατόπεδο. Ραντίσαμε τον Ταγματάρχη με μαργαρίτες, πασχαλιές, παπαρούνες κι άλλα αγριολούλουδα και τον θάψαμε στα ριζά της Δουρούτης. Και τώρα η φωνή του υποδιοικητή, του δασκάλου Δημήτρη Κοσμά:

– Θάρρος, παιδιά. Ο πόλεμος δεν τέλειωσε. Ας περνάει ο εχτρός. Ας πλάκωσε η σκλαβιά κι ας άνοιξε το χάος. Εμείς θα πολεμήσουμε. Στην Ελλάδα ήρθαν πολλές φορές οι βάρβαροι. Μα σ’ όλες φύγαν νικημένοι. Εμπρός, να ξαναζωντάνεψουμε τ’ αρματολίκι. Έτσι, θα βρούμε το καλύτερο αύριο που πόθησαν οι πατεράδες μας και λαχαταρήσαμε και μεις…

Τη νύχτα, ο δάσκαλος Δημήτρης Κοσμάς, με τους άντρες του λόχου του, οπλισμένοι σαν αστακοί, και με μια σειρά μουλάρια φορτωμένα πολυβόλα και πυρομαχικά γλίστρισαν μέσα στο σκοτάδι. Σαν εγερτήριο σάλπισμα ήχησε στη σιγαλιά της νύχτας η ποδοβολή κι ο βηματισμός του λόχου. Έφυγαν για τα λεύτερα βουνά…Όποιος ήθελε, ακολουθούσε…Τ’ αρματολίκι ξαναζωντάνευε.

Την ώρα αυτή δυο γλυκόλαλα αηδόνια είχαν στήσει το πεντάγραμμο στα πράσινα κλαδιά των θάμνων της πηγής, που κελάρυζε και συνόδεψαν την έξοδο του δασκάλου με μια μελωδία που ανάδινε το πνεύμα της αντίστασης και της λευτεριάς.

 

Υ.Γ. Το Μάη του 1941 έξω απ’ τα Γιάννινα αυτοκτόνησε ο Κωνσταντίνος Βερσής, Ταγματάρχης του στρατού, για να μη δει τους Γερμανούς να πατούν το χώμα της Πατρίδας.

Την ίδια εποχή, η Πηνελόπη Δέλτα, στην Κηφισιά, πήρε ένα δραστικό δηλητήριο για να μην αντικρίσουν τα μάτια της τον αγκυλωτό σταυρό ν’ ανεμίζει  πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης.

Ένα χρόνο πριν, στις 14 Ιουνίου 1940, ο διάσημος Παρισινός γιατρός, χειρουργός Τιερρύ κόμης ντε Μαρτέλ, με μια θανατηφόρο ένεση που ο ίδιος έκανε στο σώμα του, έκλεινε τα μάτια, για να μη δει τους Γερμανούς κατακτητές να παρελαύνουν κάτω απ’ την αψίδα του θριάμβου.

Έκαναν καλά; Όχι. Ο δρόμος δεν ήταν αυτός. Άλλωστε κι οι Γερμανοί σ’ αυτόν το δρόμο, στο δρόμο της αυτοκτονίας, ήθελαν να οδηγήσουν τους λαούς. Ο σωστός δρόμος ήταν εκείνος που πήρε ο δάσκαλος των Τζουμέρκων Δημήτρης Κοσμάς. Εκείνος που πηδούσε το χάος που ’χε ανοίξει η προδοσιά κι οδηγούσε στην αντίσταση.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: