Το διήγημα της Πέμπτης: «Η ελονοσία και το Ιδιώνυμο» του Γιώργου Φαρσακίδη
«Μπορεί να είναι όπως το λέτε, κύριε Στράτο, και μπολσεβίκοι και άθεοι, αλλά το σωστό και η αλήθεια να λέγονται…»
Χαράκτης, ζωγράφος και λογοτέχνης, βαριά τραυματισμένος μαχητής της Εθνικής ΕΑΜικής Αντίστασης, ο Γιώργος Φαρσακίδης γεννήθηκε στην Οδησσό της Σοβιετικής Ένωσης και διανύει τη δέκατη δεκαετία της πολυτάραχης ζωής του.
ΑνταρτοΕΠΟΝίτης, δεκαοχτώ χρόνων, τραυματίστηκε δύο φορές σε μάχη με Γερμανούς και Βούλγαρους κι έμεινε ανάπηρος στα δύο του χέρια. Κατά διαστήματα, έχει κάνει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και άλλους τόπους κράτησης, στη Μακρόνησο, τον Άη Στράτη, τη Γυάρο και τη Λέρο, συνολικά δεκαεξίμισι χρόνια.
Αυτοδίδακτος, στους τόπους της κράτησής του ζωγραφίζει θέματα με περιεχόμενο από τη ζωή των συγκροτούμενων συναγωνιστών του και αργότερα από τους αγώνες του ελληνικού λαού.
Μετά από την πτώση της Χούντας, ο Γιώργος Φαρσακίδης δημοσιεύει εργασίες του σε εφημερίδες, εκθέτει, τυπώνει και κυκλοφορεί τα έργα του.
Το 1984, το βιβλίο του «Πρώτη πατρίδα» παίρνει το πρώτο βραβείο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Η εικαστική και η λογοτεχνική του δουλειά γίνεται γνωστή στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλες χώρες. Κριτικά σχόλια και παρουσίαση του έργου του δημοσιεύονται στην Πράβντα, στην Ισβέστια, στη Σοβιέτσκαγια Κουλτούρα και άλλα έντυπα, ενώ έχει τιμηθεί με το Ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης για την αγωνιστική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα.
Τον Φλεβάρη του 2020 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γιώργου Φαρσακίδη με τίτλο «Καινούργια πατρίδα». Από τον πρόλογο αντιγράφουμε: «Ο Γιώργος Φαρσακίδης ευτύχησε να έχει δύο πατρίδες. Η πρώτη, όπου γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα του χρόνια, είναι η σοβιετική Οδησσός. Ο πατέρας του, Έλληνας της Πόλης με καταγωγή από την Καππαδοκία, η μητέρα του, Ρωσίδα με ουκρανικές και ρωσικές ρίζες.
Τα ευτυχισμένα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Οδησσό μάς τα περιέγραψε με χαρακτηριστική γλαφυρότητα στο βιβλίο του Η πρώτη πατρίδα. Για το βιβλίο του αυτό τιμήθηκε από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Τη δράση του κατά τη δεκαετία του ’40 και τα μετέπειτα τραγικά, για τον ίδιο και την Ελλάδα, χρόνια τα έχει αφηγηθεί μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του και μέσα από τα εικαστικά του έργα.
Το νέο του βιβλίο έρχεται να συμπληρώνει ένα κενό -πώς το 9χρονο «Ρωσάκι», που έφτασε οικογενειακώς με το σοβιετικό ποστάλι «Φραντς Μέρινγκ» τον Ιούλη του 1934 στην «καινούργια πατρίδα», στην άγνωστη του μέχρι τότε Θεσσαλονίκη, εξελίχτηκε στον Έλληνα αγωνιστή καλλιτέχνη, στον κομμουνιστή Γιώργο Φαρσακίδη. Στα σχεδόν δέκα χρόνια που περιγράφονται σε τούτες τις σελίδες ο Φαρσακίδης διανύει την πορεία από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και από κει στην ταχύτατη, αναγκαστική ενηλικίωση. Χρόνια δύσκολα αυτά τα χρόνια της εφηβείας του Φαρσακίδη. Η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν είχε προλάβει να τελειώσει και μια νέα φαινόταν ήδη στον ορίζοντα. Οι Ναζί είχαν ήδη καταλάβει την εξουσία στη Γερμανία, ενώ ο φασισμός κυβερνούσε την Ιταλία για πάνω από μία δεκαετία. Οι αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων οξύνονταν. Στην Ελλάδα, η δικτατορία του Μεταξά τσάκιζε με ωμή βία όλες τις προοδευτικές φωνές που αντιπάλευαν τις αιτίες της φτώχειας και προειδοποιούσαν για το επερχόμενο κακό, και κυρίως δίωκε τους κομμουνιστές…»
Από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» κυκλοφορούν επίσης τα έργα του: «Εδώ Πολυτεχνείο. 6 σχέδια-αφίσες», «Ποτέ τους δεν έγιναν είκοσι», «Η πρώτη πατρίδα», «Τόποι εξορίας», «Μακρόνησος».
Ακολουθεί απόσπασμα από την «Καινούργια πατρίδα».
Η ελονοσία και το Ιδιώνυμο
του Γιώργου ΦαρσακίδηΜε την ελονοσία που μαστίζει την πόλη, τη μέρα καταπίνουμε χάπια κινίνου και τις νύχτες για τα κουνούπια καίμε πράσινες σπείρες «Κατόλ». Από την ελονοσία δε γλιτώσαμε ούτε εγώ και περισσότερο η Έλλη [σ.σ. η αδελφή του Γιώργου Φαρσακίδη] , που έχει πέσει στο κρεβάτι με πυρετό. Κι από τους γνωστούς μας όλο και κάποιος θ’ αναφέρει δική τους περίπτωση. Πλάι στο Γενί Χαμάμ1 στην Κασσάνδρου, στην παραγκούλα-κουρείο, περιμένουμε να ξυριστεί ο πατέρας και να κουρέψουν κι εμένα, κατ’ εντολή της μάνας, με την ψιλή. Από τις συζητήσεις των πελατών θα μάθω για το «σκάνδαλο νοθείας κινίνης».
-Εδώ κόντεψε να ξεκληρίσει τον ντουνιά η μαλάρια, κι ο Βενιζέλος ν’ αποκαλεί φίλο κι εντιμότατο αυτόν που είχε νοθέψει τα χάπια κινίνου με αλευράκι!
-Μωρέ, κρέμασμα ήθελε… Κι αυτοί ψηφίζουν Ιδιώνυμο2 και κυνηγάνε κομμουνιστές, που τους τα είπανε έξω από τα δόντια. Απ’ ό,τι ακούω, έχω μάθει πως οι Τριεψιλίτες, που έχουν γεμίσει τους δρόμους με τη στάμπα του δικέφαλου αετού και τα τρία Ε3, είναι τα ίδια ρεμάλια που πληρώθηκαν από τους μεγαλέμπορους για να κάψουν Εβραίους στο Κάμπελ και πως, αν δεν τους σταματούσε ο λεβέντης λοχίας, θα είχε γίνει μεγάλο κακό.
Ο Κωστής είναι για τρίτη μέρα κρεβατωμένος. Του πήγα λίγη κοτόσουπα, που είχε ετοιμάσει η μάνα, και χάπια κινίνου. Την αυλόπορτα μου την άνοιξε η γριούλα γειτόνισσα.
-Αποκοιμήθηκε, μου λέει, το πρωί και τώρα είναι κάπως καλύτερα.
-Ανέβασε πυρετό;
-Αν ανέβασε! Με τόση ζέστη και τι δεν του ρίξαμε. Κι αυτός, σαν το πουλάκι, να χτυπιέται, να τρέμει. Και κείνη η μάνα του, μάτι δεν έκλεισε…
Κατέβηκα μερικά σκαλοπάτια να μπω στο δωμάτιο. Το μοναδικό παράθυρο στο επίπεδο του πεζόδρομου, με το παντζούρι και τζάμια κλειστά.
Ο Κωστής αναμαλλιασμένος, σκεπασμένος με μια κουβέρτα από χρωματιστά κουρελάκια, μου γνέφει να περάσω και δείχνει αμήχανος.
-Να, με ξανάπιασε πάλι…
Το λέει γελώντας και το πρόσωπό του φαντάζει στο μισοσκόταδο ακόμα πιο κίτρινο.
-Το απόγευμα άκουσα πως θα σου φέρουν γιατρό.
-Ε, και; Θα μου πει να τρώω καλύτερα! Ρε μάνα, της λέω, με τον παρά που θα πάρει, δε μου παίρνεις καλύτερα εκείνο το παντελόνι…
Με πνίγει μια βαριά μυρωδιά κι ο Κωστής επιμένει να κάτσω.
-Δεν είναι από αυτές που κολλάνε, μη φοβάσαι.
-Μου είπε η μάνα, του λέω, να γυρίσω αμέσως. Άντε ρε, μόλις σηκωθείς, έχω να σου δείξω κάτι κουνέλια που πήραμε.
-Έλα, ρε ψεύτη.
-Ναι ρε, τόσο δα το καθένα.
Πραγματικά ο πατέρας είχε αγοράσει δύο μεγάλα κουνέλια με γυαλιστερό, ολόμαυρο τρίχωμα. Ο «Θείος» και η «Θεία», όπως τα βάφτισε η μάνα, σύμφωνα με το πιστοποιητικό αγοράς, ήταν απόγονοι γονέων που έχουν πάρει το 1ο Βραβείο στη Διεθνή Έκθεση!
Την επόμενη μέρα, ο πατέρας ανέσυρε μια Κονικλοτροφία από τα βιβλία που είχαμε φέρει μαζί μας. Διάβασε, μέτρησε κι έφτιαξε, «σύμφωνα με τις προδιαγραφές», ένα μεγάλο κλουβί. Χώρια η φωλιά, να κοιμούνται, με ταΐστρα στο πλάι και δάπεδο συρταρωτό, ντυμένο με τσίγκο, να την καθαρίζουμε εύκολα! Σκεφτόμουν αργότερα πως τα μεράκια και οι συχνές αναφορές του στις «χάρες της υπαίθρου» δεν ήταν παρά μια τάση φυγής από τη ζωή της μεγαλούπολης που τον είχε κουράσει.
Έπαθα μόλυνση και είχε γεμίσει ο πισινός μου «καλόγερους». Είχαν ορμηνέψει τη μάνα και κινήσαμε νωρίς το πρωί να πιάσουμε σειρά στο τότε «Προσφυγικό». Το νοσοκομείο, κατάφατσα με το Νεκροταφείο Ευαγγελίστριας. Αλλά και τα παράθυρα του Δημοτικού Νοσοκομείου κοιτάνε το νεκροταφείο κι απέναντι, όσο πιάνει το μάτι, τα Εβραίικα Μνήματα!
-Να τα βλέπουν οι άρρωστοι και ν’ ανοίγει η καρδιά τους, μουρμουράει η μάνα.
Μπήκαμε κι εμείς στη σειρά, περιμένοντας να μας δεχτούν οι γιατροί. Κι όλο έρχονταν καινούργιοι και μπαίνουν κάποιοι εκτός σειράς. Μέση μέριασε, κι ο θυρωρός ανακοίνωσε ότι οι επισκέψεις τελείωσαν. Αύριο πάλι.
-Μα τι μου λέτε! φούντωσε η μάνα και, εντοπίζοντας κάποιον «αρμόδιο», ξέσπασε να του τα λέει πότε στα ρούσικα, πότε στα γαλλικά της: Στη Ρωσία, μ’ όλες τις δυσκολίες, είχαμε μάθει να μας συμπεριφέρονται ανθρώπινα!
Μαζεύτηκε κόσμος κι άρχισε να ρωτάει και να σχολιάζει. Θορυβήθηκε ο «αρμόδιος» και φωνάζει του θυρωρού να δώσει «προτεραιότητα στην κυρία» και «παρακαλώ, θα σας συνοδέψω ο ίδιος…» Το βράδυ να τα λέει στους μουσαφιραίους η μάνα:
-Μα πήγατε χωρίς μέσον, την διακόπτει ο κύριος Στράτος. Ας δίνατε, τουλάχιστον, κανένα μπαξίσι4 του θυρωρού.
-Μπαξίσι; Μα τι μου λέτε! Πέρσι, τούτον εδώ τον συμμάζεψαν κάτω από τις ρόδες του τραμ, ίδιο αλητάκι, όλο βρόμα κι αίματα. Και ποιος νομίζετε τον χειρούργησε; Ο Ουσπένσκι, η κορυφή! Μου παραχώρησαν και κρεβάτι να μένω κοντά του, κι ούτε ένα καπίκι. Μπορεί να είναι όπως το λέτε, κύριε Στράτο, και μπολσεβίκοι και άθεοι, αλλά το σωστό και η αλήθεια να λέγονται.
1.Τωρινή «Αίγλη».
2.Νόμος του Βενιζέλου, που προέβλεπε να εξορίζουν κομμουνιστές χωρίς δίκη.
3.Τρία Έψιλον: «Εθνική Ένωση Ελλήνων» ή, κατ’ άλλους, «Έλληνες Εξοντώστε Εβραίους». Φασιστική οργάνωση, που στη διάρκεια της Κατοχής συνεργάστηκε με τους Γερμανούς.
4. Φιλοδώρημα.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.