Το διήγημα της Πέμπτης: «Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό» του Λουίς Σεπούλβεδα
Είναι τόσο δυνατή η οσμή του φόβου στους ανθρώπους, ώστε χαλάει την ευωδιά της νοτισμένης γης, των φυτών και των δέντρων, των βρύων, των μούρων και των μανιταριών που ο άνεμος μου φέρνει απ’ το πυκνό δάσος.
Ο Λουίς Σεπούλβεδα γεννήθηκε στις 4 του Οκτώβρη 1949 στο Οβάγιε, στη Χιλή, και έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από τον κορονοϊό, στις 16 του Απρίλη 2020.
Στα φοιτητικά του χρόνια υπήρξε ηγέτης του φοιτητικού κινήματος της χώρας του, όντας μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής. Εναντιώθηκε στη φασιστική δικτατορία του Πινοσέτ, υπερασπιζόμενος την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (Unidad Popular) του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε, του οποίου υπήρξε μέλος της προσωπικής του φρουράς (GAP). Καπό τη χούντα του Πινοσέτ κατηγορήθηκε για προδοσία, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκισή του υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία.
«Με το τέταρτο παιδικό του βιβλίο, την Ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό, ο Λουίς Σεπούλβεδα συνθέτει έναν ύμνο στην πιστότητα και τη φιλία, και τον αφιερώνει στην αγνοημένη, καταπιεσμένη και καταδιωγμένη από όλες τις κυβερνήσεις της Χιλής φυλή των Ινδιάνων Μαπούτσε — φυλή από την οποία κατάγεται και ο ίδιος. Το βιβλίο, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, δανείζεται τη φωνή ενός ξεχωριστού πρωταγωνιστή, του γερμανικού ποιμενικού που ακούει στο όνομα Πιστός — Afmau, στη γλώσσα των Μαπούτσε» σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις opera (μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης).
«Έγραφα μερικά παιδικά βιβλία επειδή ήθελα να διηγηθώ στα δικά μου παιδιά κάποιες απλές αλλά οικουμενικές ιστορίες και να τα διαποτίσω με τις αξίες στις οποίες πιστεύω» (Λουίς Σεπούλβεδα)
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο.
Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό
(απόσπασμα)
του Λουίς ΣεπούλβεδαΗ Αγέλη των ανθρώπων φοβόταν. Το ξέρω, γιατί είμαι σκύλος κι οσμίζομαι την ξινή μυρωδιά του φόβου. Ο φόβος μυρίζει πάντα το ίδιο, και δεν έχει διαφορά αν τον αισθάνεται ένας άνθρωπος που φοβάται το σκοτάδι της νύχτας, ή το waren, το ποντίκι που σαβουρώνει ό,τι βρει, όταν η wigna, η αγριόγατα, κινείται σιγαλά ανάμεσα στους θάμνους.
Είναι τόσο δυνατή η οσμή του φόβου στους ανθρώπους, ώστε χαλάει την ευωδιά της νοτισμένης γης, των φυτών και των δέντρων, των βρύων, των μούρων και των μανιταριών που ο άνεμος μου φέρνει απ’ το πυκνό δάσος.
Μια άλλη μυρωδιά που μου φέρνει ο αέρας είναι η μυρωδιά του φυγάδα, αλλά αυτή είναι πιο ελαφριά και διαφορετική: μυρίζει στεγνό ξύλο, αλεύρι και μήλο. Μυρίζει όλα αυτά που έχω χάσει.
«Ο ινδιάνος κρύβεται στην άλλη όχθη. Γιατί δε βγάζουμε το σκύλο;» ρωτάει ένας απ’ τους ανθρώπους.
«Όχι. Είναι πολύ σκοτεινά. Θα τον βγάλουμε μόλις ξημερώσει» απαντά ο άνθρωπος που είν’ αρχηγός της αγέλης.
Η αγέλη των ανθρώπων χωρίζεται σ’ αυτούς που κάθονται γύρω απ’ τη φωτιά βλαστημώντας τα μουσκεμένα ξύλα, κι εκείνους που, με τ’ όπλο τους στο χέρι, κοιτάζουν προς το δάσος και δε βλέπουν παρά το σκοτάδι.
Είμαι κι εγώ καθισμένος στα ποδάρια μου, αλλά μακριά τους. Θα μ’ άρεσε να ’μαι κοντά στη ζέστη, αλλά αποφεύγω τη φωτιά που ’χουν ανάψει γιατί ο καπνός θα μου ’μπαινε στα μάτια, και μήτε η μύτη μου θα έπιανε τις μυρωδιές που αλλάζουν. Δεν είναι καλή η φωτιά τους και θα τους σβήσει όπου να ’ναι.
Οι άνθρωποι αυτής της αγέλης δεν ξέρουν πως το lemu, το δάσος, δίνει καλά και στεγνά ξύλα, και δε χρειάζεται παρά να το ζητήσουν λέγοντας mamull, mamull, οπότε το δάσος καταλαβαίνει ότι ο άνθρωπος κρυώνει, κι επιτρέπει το άναμμα φωτιάς.
Στ’ αυτιά μου φτάνει το κόασμα του llungki, του βατράχου, κρυμμένου ανάμεσα στις πέτρες στην άλλη όχθη του leufii, του ποταμού που κατεβαίνει απ’ τα βουνά. Κάπου κάπου, ο konkon, ο μπούφος, μιμείται τον άνεμο απ’ την πιο ψηλή δεντροκορφή, και η pinuyke, η νυχτερίδα, φτεροκοπάει και τρώει τα έντομα της νύχτας.
Η αγέλη των ανθρώπων φοβάται τους ήχους του δάσους. Αργοσαλεύουν ανήσυχοι, κι εγώ οσμίζομαι τη διαπεραστική μυρωδιά του φόβου που δεν τους αφήνει να ηρεμήσουν. Εγώ προσπαθώ να είμαι όσο γίνεται πιο μακριά τους, αλλά δεν μπορώ, γιατί δε μ’ αφήνει η αλυσίδα στο λαιμό μου που ’ναι δεμένη σ’ ένα δέντρο.
***
Ονειρεύομαι αυτά που έχω χάσει, και τα όνειρά μου με πηγαίνουν πίσω σ’ εκείνη την παγερή μέρα που έπεσα στο χιόνι. Πριν πέσω, ταξίδευα τυλιγμένος στη ζεστασιά μιας μάλλινης τσάντας και, κάπου κάπου, οι άνθρωποι μιας άλλης αγέλης μου ’ριχναν μια ματιά κι έλεγαν: «Μια χαρά είναι το κουτάβι, πελώριος σκύλος -θα γενεί».
Οι αναμνήσεις μου ξεκινούν από τη μέρα που έπεσα στο χιόνι, αν και, καμιά φορά, μου ’ρχονται κάτι αναλαμπές που με φέρνουν κοντά σ’ ένα σώμα χλιαρό, και μπορώ να με δω συντροφιά με άλλους σκύλους, μικρούς όπως εγώ, γαντζωμένους σε πηγές απ’ όπου κυλάει ένα γάλα που κι αυτό είναι χλιαρό και νόστιμο.
Εκείνη η αγέλη των ανθρώπων διέσχιζε τα ψηλά βουνά μέσα από στενά και σκοτεινά περάσματα που μόνο αυτοί τα γνώριζαν. Καβάλα στα στιβαρά τους άλογα μετέφεραν πράγματα που ανέδιδαν ευχάριστες μυρωδιές —μάτε, αλεύρι, κρέας παστό—, μυρωδιές που μου ’ρχονταν ανακατεμένες με την ξινή αποφορά του ιδρώτα των αλόγων.
Σε μια στροφή έπεσα απ’ την τσάντα και κανείς απ’ την αγέλη δεν το πήρε είδηση. Ο παγερός αέρας σκόρπιζε τ’ αδύναμα γαβγίσματά μου κι έκανα να τρέξω πίσω από τα άλογα, αλλά βούλιαζα στο χιόνι, κι έτσι, εξαντλημένος, αφέθηκα, νιώθοντας να φεύγει όλη η ζεστασιά απ’ το σώμα μου. Το χιόνι άρχιζε να με σκεπάζει, πέφτοντας όσο απαλά έκλειναν και τα μάτια μου απ’ τη νύστα.
Το σκοτάδι είχε σκεπάσει τα βουνά όταν ξύπνησα τρομαγμένος από μια γλώσσα υγρή και χλιαρή που μ’ έγλειφε απ’ τη μουσούδα ως την ουρά, ενώ, ταυτόχρονα, μια μύτη με οσμιζόταν. Απ’ τα βάθη της μικρής μου μνήμης απ’ αυτά που ακόμα δε γνώριζα, αναδύθηκε ένας φόβος που μ’ έκανε να σφιχτώ ακόμα πιο πολύ, αλλά εκείνη η χλιαρή γλώσσα που μ’ έγλειφε έδιωξε το φόβο, και καθώς είχα συνέλθει λίγο από την παγωνιά, άφησα κάτι πανίσχυρα δόντια να με πιάσουν απ’ το σβέρκο χωρίς να με πονέσουν. Πήγα έτσι σηκωτός μέχρι μια σπηλιά, κι εκεί, ο σωτήρας μου, ένας nawel (ιαγουάρος) μου χάρισε τη ζεστασιά του μεγάλου κορμιού του.
Πέρασαν έτσι λίγες μέρες. Το φως αντιφέγγιζε στο χιόνι κι εγώ έμενα κοντά στον ιαγουάρο. Όταν το σκοτάδι σκέπαζε ό,τι ήταν έξω απ’ τη σπηλιά, ο ιαγουάρος έβγαινε, ξαναγύριζε φέρνοντας το κουφάρι μιας chinge (αλεπουδίτσα) ή ενός wemul (ελαφάκι) και τρώγαμε το κρέας τους όσο ήταν ζεστό.
Ο ιαγουάρος μετρούσε τη δύναμή μου σπρώχνοντάς με με τα ποδάρια ή το κεφάλι, κι εγώ πατούσα χάμω όλο και πιο σίγουρος, ώσπου ξεθάρρεψα και βγήκα να τροχάσω πάνω από το pire, το παγωμένο χιόνι.
Μια νύχτα φωτεινή, αφού το kuyen, το φεγγάρι, είχε αποφασίσει να μοιραστεί το φως του με το χιόνι, ο ιαγουάρος με ξανάρπαξε απ’ το σβέρκο με τα δόντια του και πιάσαμε να κατεβαίνουμε τα βουνά.
Φοβήθηκα πως ξεμακραίναμε πολύ απ’ τη σπηλιά, και γάβγισα το φόβο μου, ζητώντας να γυρίσουμε. Τότε ο ιαγουάρος μ’ απίθωσε χάμω και βρυχήθηκε. Κι εγώ τον κατάλαβα.
«Το βουνό δεν είναι τόπος για pichitrewa, για κουτάβια. Θα ’σαι καλύτερα με τους mapuche, τους Ανθρώπους της Γης» βρυχήθηκε ο ιαγουάρος, και συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε τα βουνά.(…)
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.