Το διήγημα της Πέμπτης: «Η μάνα» του Χρήστου Λεβάντα
Πότε γιόμιζαν οι τοίχοι με κόκκινα γράμματα της φωτιάς και συνθήματα πούταν γεμάτα καταφρόνια για το κουβέρνο, τους προσκυνημένους και το Γ’ Ράιχ, και πότε γιόμιζαν οι δρόμοι οι δρόμοι, από μικρά χαρτάκια, που καλούσαν το λαό σε αγώνα, να σταθεί ολόρθος και να χτυπάει τους τυράγνους…
Ο Χρήστος Λεβάντας γεννήθηκε στον Πειραιά. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κυριάκος Χατζιδάκης και καταγόταν από το Φόδελε του νομού Ηρακλείου της Κρήτης. Ορφάνεψε σε παιδική ηλικία και η ανέχεια τον ανάγκασε να εργαστεί από μικρός και του στέρησε τη δυνατότητα σπουδών. Από το 1922 μπήκε στο χώρο της επαγγελματικής δημοσιογραφίας αρθρογραφώντας σε πειραϊκές εφημερίδες. Πέθανε στον Πειραιά. Από την καθημερινή ζωή στη γενέτειρά του, την οποία παρακολουθούσε από κοντά λόγω επαγγέλματος, άντλησε και τα θέματα των πεζογραφικών έργων του.
Ήδη από το 1921 άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα στο περιοδικό Μποέμ, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Λογοτεχνικού και Καλλιτεχνικού Ομίλου Πειραιώς και συνεργάτης της Εφημερίδας των Νέων. Το 1923 πραγματοποίησε την πρώτη έκδοση έργου του, της συλλογής διηγημάτων Στο μεθύσι του πόνου. Από το 1958 και για δύο χρόνια επανεξέδωσε το Περιοδικό μας, που είχε ιδρύσει ο Γεράσιμος Βώκος. Ο Χρήστος Λεβάντας τοποθετείται ανάμεσα στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Θαυμαστής του Δημοσθένη Βουτυρά, τον οποίο αναγνώριζε ο ίδιος ως δάσκαλό του, στράφηκε από τα πρώτα βήματά του προς τη διηγηματογραφία, η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του.
Η γραφή του είναι λιτή, ρεαλιστική και στοχεύει στην κατάδειξη των κακουχιών της ζωής των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων. Η οπτική του, παρά τις συχνές ζωηρές περιγραφές συναισθημάτων και καταστάσεων απέχει από την ψυχρή αντικειμενικότητα του νατουραλισμού και κάποτε φτάνει σε εξιδανικευτικές απλουστεύσεις που μειώνουν τη δραστικότητα του λόγου. Τον κυρίαρχο τόνο στο έργο του Λεβάντα δίνει η ανθρωπιστική διάθεση και η συμπάθεια (με την έννοια του συμπάσχειν) με την οποία προσεγγίζει τους ήρωές του. Στην ειλικρίνεια των συναισθημάτων του έγκειται και η δύναμη του έργου του. Μοναδική παρένθεση στη σχεδόν αποκλειστικά διηγηματογραφική παραγωγή του Λεβάντα αποτέλεσε το εκτενέστερο αφήγημα Πορεία κοντά στον τυφώνα, έργο που τοποθετείται ανάμεσα στα καλύτερά του και παράλληλα στα καλύτερα νεοελληνικά θαλασσινά πεζογραφήματα.(Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Το διήγημα «Η μάνα», του Χρήστου Λεβάντα, περιλαμβάνεται στην έκδοση “Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά. Διηγήματα της Εθνικής Αντίστασης” (εκδ. Αρδηττος, χ.χ.).
Η μάνα
του Χρήστου ΛεβάνταΚείνο τ’ απομεσήμερο, καθώς το ξεροβόρι κατέβαινε απ’ τη μπασιά του δρόμου, άγριο μανιασμένο, ανεμίζονταν μισοστρατίς, ένα κομμάτι φτηνού μπαμπακερού φουστανιού, κι έδειχνε δυό κερόχρωμους αδύνατους μηρούς και κάτι κάλτσες ξεχειλωμένες, όμοιες με μπαλωμένα τσουράπια.
Η γυναίκα έμενε σα χαμένη. Μόλις κουνούσε το χέρι στο κενό και προσπαθούσε να πιάσει τις άκρες του κουρελιού, να σκεπάσει τη γύμνια της. Σίγουρα, κάτι βάραινε το πνεύμα της. Όλη της η έγνοια, φαίνονταν πως ήταν απάνω σε μια σιδερένια πόρτα ενός δίπατου σπιτιού, που, βρίσκονταν λίγα μέτρα πιο κάτω, φάτσα προς το δικό της μέρος και μόνο σαν άκουγε βήματα πίσω της έστρεφε το κεφάλι και τότες, έβλεπες ένα πρόσωπο τυραγνισμένο, μαυροκίτρινο, αδύνατο σα νάχε απορουφηχτεί από μιζέριες. Ξάνοιγε τότε το μάτι της πάνω σου, ένα μάτι σκοτεινό, θολό, σαν αναταραγμένη θάλασσα. Σε κοίταγε, κ’ ήταν σα ν’ άπλωνε το χέρι της προς το μέρος σου, σε μια βουβή απέλπιδα ικεσία, σα να σε καλούσε μυστικά και άτολμα, να της δώσεις βοήθεια.
Λίγοι ήταν οι περαστικοί. Ο δρόμος φαίνονταν έρημος, ασπροκίτρινος παγωμένος. Μόνο πίσω από τη σιδερένια πόρτα, την καγκελωτή, ξεχώριζαν το κεφάλι και οι ώμοι που σουλατσάριζε, μ’ ένα χακί φέσι στραβωβαλμένο με κάμποσο ασικλήκι – χωμένο στ’ αμπέχωνό του. Δεν ήθελε σκέψη το πράμα, πως η πόρτα αυτή, έκλεινε πίσω της ίσως κάτι το επίσημο. Μπορεί νάταν καλοκαθισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού μια εξουσία. Ίσως μια Αρχή απ’ τις τόσες, που υπήρχαν στην απέραντη τούτη πολιτεία με τους φαρδιούς δρόμους και τα στενοσόκακα, με τις φτωχογειτονιές, τα παραγκόσπιτα, το πλήθος απ’ τα γύφτικα, τις φάμπρικες και το λιμάνι. Πότε – πότε, κάποιο πρόσωπο πέρναγε το κατώφλι της και κατέβαινε στο στενό. Το περισσότερο ήταν στρατιωτικοί, γαλονάδες, δικοί μας και ξένοι κι άλλοι πολίτες με παράδοξα σουλούπια, κάτι σκοτεινό στο παρουσιαστικό τους, στο περπάτημα στο βλέμμα, στην όψη, που σε πάγωνε, που σούκοβε τα πόδια. Τότες η γυναίκα έκανε μερικά βήματα στον άνθρωπο που πρόβελνε απ’ το εσωτερικό του σπιτιού, σα νάθελε να πει ένα λόγο, ένα ρώτημα, που αυτό θα μπορούσε να δώσει απάντηση, όμως μόλις πρόφταινε να κατέβει στο πεζοδρόμιο και έμεινε άπραγη μισοστρατίς να τη χτυπάει το ξεροβόρι.
Κείνοι δεν έλεγαν να ξεκόψουν το βήμα τους, να κοντοσταθούν. Λες κι ήξεραν, το τι αποζητούσε ετούτο το απομεσήμερο, η γυναίκα με το θολό βλέμμα και το κουρελοφούστανο στον παγωμένο δρόμο, λες και μάντευαν, τι βάραινε το πνέμα της, έριχναν πάνω της μια γρήγορη κοφτερή ματιά, καθώς περνούσαν κι άνοιγαν το βήμα τους, σα να βιάζονταν να ξεμακρύνουν.
Σε τέτοιες ώρες γίνονταν κει στο στενό δρόμο, που μάνιαζε το ξεροβόρι, κάτι φοβερό. Κατέβαινε ο μαυροκίτρινος ουρανός κι ακουμπούσε στη γη, οι πλευρές του στενού με τα ψηλά σπίτια δίπλωναν, κι έπεφταν πάνω της, κι αυτή σα να γκρεμίζονταν στα τάρταρα, άνοιγε τα χέρια της ξέφρενα και ζήταγε να πιαστεί από κάπου να σταθεί.
Ήταν στο σπίτι σαν ήρθαν και πήραν το Γιάννη της. Το μεγάλο της αγόρι. Μίλαγε με την Κατερινιώ στην πλαϊνή κάμαρα. Άλλη δύστυχη τούτη. Ο άντρας της είχε πέσει ανήμπορος από μέρες, μήτε φελί ψωμιού δεν υπήρχε στο σπίτι, κι αυτή δεν ήξερε πώς να τα βγάλει πέρα με τα τρία κουτσούβελα.
Πάνω στην ώρα, είχαν γλυστρίσει στην αυλή, χωρίς να προφτάξει κανείς να τους πάρει χαμπάρι, κι είχαν πάει, λες και κάποιος τους είχε ορμηνέψει με το νι και με το σίγμα ίσα στην πόρτα τους.
Γύρισαν το πόμολο και μπήκαν μέσα. Το παιδί βρέθηκε ανέτοιμο. Τα σάστισε – Συ’σαι ο Γιάννης του Λυγούρα; – Ναι, είπε κι ανασηκώθηκε απ’ την καρέκλα του. Μπρος του, στο τραπεζάκι απάνω – ένα παλιοτράπεζο, που όλες οι δουλιές γίνονταν στη ράχη του, κει έτρωγαν, βόλευαν τη λάτρα του σπιτιού, κει άπλωνε τα χαρτιά του ο Γιάννης – ήταν ένα μικρό στρατσόχαρτο. Κάτι έγραφε και το μολύβι ακόμα ορθό στα δάχτυλά του.
Ήταν δυό.
Κάτι φάτσες αλλόκοτες, ένας με μισό μάτι, κίτρινος, νόμιζες πως στάλα αίμα δεν είχε στις φλέβες του, ο άλλος μαύρος, ένα πρόσωπο, στυφό, αλεπουδίσιο με δυό μάτια μικρά, σκοταδερά σα χάντρες μαυροπράσινες. «Σε καλή ώρα ήρθαμε» είπε ο άνθρωπος με το μισό μάτι, το μισόκλειστο – τ’ άλλο φαίνονταν σαν να γκάβιζε – άφησε τη γλώσσα, να πει κάτι, με σαρκασμό. «Και δεν είναι ο άτιμος, πάρα πάνω από δυό πιθαμές.»
Ο Γιάννης, βρήκε τη δύναμη να τον κοιτάξει στα μάτια. Κάτι σπίθισε μέσα του και τούδωκε κουράγιο. Ήταν βέβαιο, πως δεν περίμεναν τόσο εύκολη δουλειά. Μέρες προσπαθούσαν να βρούνε τα ίχνη του. Οι πληροφορίες λέγανε πως ήταν ένας από τους πιο επικίνδυνους «μαμαύτηδες». Δαίμονας σωστός, που κράταγε στα χέρια του ολάκερη τη συνοικία, κι έκανε τους Γερμανούς να λυσσάνε με τα έργατά του.
Πότε γιόμιζαν οι τοίχοι με κόκκινα γράμματα της φωτιάς και συνθήματα πούταν γεμάτα καταφρόνια για το κουβέρνο, τους προσκυνημένους και το Γ’ Ράιχ, και πότε γιόμιζαν οι δρόμοι οι δρόμοι, από μικρά χαρτάκια, που καλούσαν το λαό σε αγώνα, να σταθεί ολόρθος και να χτυπάει τους τυράγνους. Ακόμα λέγανε, πως ήταν ένας από αυτούς που μάζευαν ρούχα και όπλα και τα στέλνανε στο βουνό. «Ξάνθο» τον ονομάτιζαν, κι είχαν ιδρώσει για να μάθουν τ’ αληθινό του όνομα. – Ας είναι καλά κείνος ο Μπούνης ο έμπορας, που πήγε να πουλήσει κάτι παληοσίδερα και το πάσαρε στην υπερεσία – να μαζέψουνε «ακριβή στοιχεία». Και τώρα να που ο Ξάνθος, η περιβόητη αφεντιά του, ήταν εκεί μπροστά τους. Ένα καχεκτικό παιδί – τι διάολο χτικιάρικα είναι όλα τούτα τα μπαστάρδικα – δυό πιθαμές μπόι…
Ο άνθρωπος με το αλεπουδίσιο πρόσωπο, δίπλωσε το χαρτί, τόβαλε καλά στην τσέπη του κι είπε.
«Άντε, πάμε…»
Κείνη την ώρα, σα να την είχε σπρώξει κάποιο αερικό την Μαριώ, τη μάνα του, πήρε τα πόδια της και βγήκε από την κάμαρα της Κατερινιώς.
Πάγωσε η καρδιά της σαν τους είδε. Έκανε μια να μιλήσει, μια να φωνάξει όμως η φωνή της στέκονταν στο λαιμό.
Το αγόρι μπόρεσε να βρει ένα λόγο «Δεν είναι τίποτες μάνα. Άκου που σου λέω. Τίποτες.»
Η Μαριώ, έπεσε πάνω τους. «Για το θεό το παιδί μου.» Ο ένας την έσπρωξε δυνατά. «Σκύλλα σέπιασε ο πόνος; Πού τάχες τα μάτια σου μωρή πρωτήτερα;» «Ο καθένας κατά τα έργα του, είπε ο άλλος. Μαζέψου να τελειώνουμε…»
Ρίχτηκαν ξανά να τον πάρουν απ’ τα χέρια της. «Το παιδί μου – σπάραζε και χτυπιόταν. – Το παιδί μου…Δεν είστε Χριστιανοί;» Την έκαναν πέρα και βγήκαν.
Μόλις πρόλαβε να σκύψει στον ώμο της ο Γιάννης και να τη φιλήσει. «Μη σε μέλει μάνα. Όλα τα παιδιά δικά σου είναι.» Έπεσε κείνη κάτω ένα κουβάρι κι είδαν κι έπαθαν σα μαθεύτηκε το ξαφνικό, κι έτρεξαν στην κάμαρά της να τη συνεφέρουν οι άλλες, οι συγκάτοικες της αυλής.
Ύστερα πήρε των οματιών της, έμαθε πού τον πήγαν κι ήρθε και στάθηκε μισοστρατίς στην αντικρινή σιδερένια πόρτα.
…Όχι δεν ήταν δυνατό. Θα της το ξανάδιναν το αγόρι της. Άνθρωποι ήταν. Δικοί μας ήταν. Απ’ την ίδια φυλή και στον ίδιο θεό πίστευαν, θα της το ξανάδιναν το παιδί της. Να τώρα που θ’ άνοιγε η πόρτα, θάβγαινε ένας απ’ αυτούς που μπαινόβγαιναν και θα της φώναζε.
«Καλέ κυρά…Συ δεν είσαι η μάνα του Γιάννη; Έλα να στον δώσουμε. Γιατί μας πέρασες καλέ; Χωρατό ήταν. Χωρατό. Βλέπεις, κάνουμε κάτι τέτοια χωρατά, κι ας λέει ο κόσμος…»
«Ναι γυιέ μου. Θάλεγε τούτη και θα του φίλαγε τα χέρια, τα πόδια, θάπεφτε κάτω να την πάταγε, για το καλό που της έκανε. Ναι γυιέ μου, δεν μπορούσε να γίνει αλλοιώς….Και σεις μανάδες, έχετε…»
Όμως η πόρτα δεν άνοιγε. Κανείς δεν πρόβαινε να την φωνάξει, να την καλέσει για να πάρει το παιδί της, το Γιάννη της.
Και το κουρελοφούστανό της ανεμίζονταν κει, καταμεσίς του δρόμου. Και το ξεροβόρι τη χτύπαγε άγριο, μανιασμένο, ανήλεο. Και η νύχτα όσο πήγαινε απλώνονταν μαύρη, σκοτεινή σαν πίσσα, γεμάτη χάος…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.