Το διήγημα της Πέμπτης: «Η Μόνικα ήρθε πολύ κουρασμένη» του Ζήση Σκάρου
– Η επανάσταση δεν είναι σπορ. Χρειάζεται προετοιμασία κι οργάνωση. Μη νομίσετε πως φτάνει να ρίξετε εσείς από δω ένα σύνθημα και η υπόθεση έληξε…
Ο κομμουνιστής λογοτέχνης Ζήσης Σκάρος ταύτισε τη ζωή και το έργο του με τις αγωνίες και τους πόθους των καταπιεσμένων και με τους σκληρούς αγώνες για τη λευτεριά, την ανεξαρτησία και την προκοπή του λαού.
Ο Απόστολος Χρήστου Ζήσης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1917, χρονιά της μεγάλης Οχτωβριανής Επανάστασης και έφυγε από τη ζωή στις 8 του Μάρτη 1997.
Μαθητής, το 1933, πρωτοστατεί σε μια μαθητική απεργία, με αποτέλεσμα την αποβολή του από όλα τα γυμνάσια της χώρας. Το 1934 οργανώνεται στην ΟΚΝΕ και δημοσιεύει στο περιοδικό «Νέος Λενινιστής» το διήγημά του «Το αέρι του θανάτου». Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του, η προσφορά του στους αγώνες και στα Γράμματα υπήρξε τεράστια.
Τα πιο γνωστά του έργα είναι η τριλογία «Οι ρίζες του ποταμού», «Οι κλούβες», «Το φλογισμένο βουνό», οι συλλογές διηγημάτων «Η χαραυγή», και «Το κορίτσι με το σαντούρι», «Τα γεράκια της Πίνδου», «Ανοιχτοί ουρανοί», το θεατρικό «Ανάψτε τα φώτα», το μυθιστόρημα «Ο κόσμος των ελπίδων», «Το ταξίδι της φιλίας», «Ο σημερινός κόσμος», «Η συμμορία των αθώων», και η συλλογή παιδικών διηγημάτων «Για ένα λουλούδι». Έχει βραβευτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό και πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και περιληφθεί σε ξένες ανθολογίες.
Το διήγημα που παρουσιάζουμε σήμερα, εμπεριέχεται στη δίτομη έκδοση «Ζήσης Σκάρος – Διηγήματα άπαντα» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003).
Η Μόνικα ήρθε πολύ κουρασμένη
του Ζήση ΣκάρουΟ Ευριπίδης ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τα χέρια πίσω στο κεφάλι του. Το ίδιο ξαπλωμένος στο διπλανό κρεβάτι ήταν κι ο Στέλιος. Είχε λοξά στο μαξιλάρι ακουμπισμένο το κεφάλι του και με μισόκλειστα μάτια κοίταζε έξω απ’ τ’ αντικρινό παραθύρι. Κοντά στα πόδια του ήταν αναγερμένος ο Πάνος. Ο Πύρρος μόλις είχε γυρίσει απέξω και καθόταν σε μια καρέκλα, πιάνοντας το κεφάλι του πάνω απ’ τα γόνατα.
Ένα ραδιόφωνο ακουγόταν να στέλνει μέσα γυναικείες φωνές, που επαναλάμβαναν όλες μαζί μονότονα τα ίδια πάντα λόγια:
Ave Maria, Gracia Plena…
– Τι ώρα θα γίνει η εκδήλωση; ρώτησε ο Ευριπίδης τον Πύρρο.
– Στις εννιά.
– Δεν πάω πουθενά! Θα περιμένω ακόμα μερικές μέρες κι άμα δεν έρθει η σύνδεση, θα φύγω για το Παρίσι. Το εισιτήριο το έχω φυλάξει.
Ο Στέλιος σύρθηκε πιο λοξά στο μαξιλάρι.
– Στη Γαλλία μου είπαν πως τρώνε χελώνες, συνέχισε ο Ευριπίδης. Θα γράψω στη μάνα μου να μου στέλνει χελώνες απ’ το χωριό και θα τις πουλάω. Τι γελάς εσύ, μπάσταρδε; φώναξε στον Πάνο.
– Εγώ, γελάω; Όνειρο είδες, μου φαίνεται, είπε ο Πάνος, που είχε ξεροβήξει, βέβαια, αλλά χωρίς να γελάσει.
– Περίεργο. Κάτι πρέπει να συμβαίνει, ψιθύρισε, σαν να μονολογούσε, ο Πύρρος.
– Με τι θα ερχόταν; ρώτησε ο Ευριπίδης.
– Με το πλοίο. Έχει πολλά πράγματα.
– Γυμνοί είναι! τινάχτηκε στο κρεβάτι και κάθισε στις φτέρνες του ο Στέλιος.
Στο απέναντι κτίριο, μέσα από ένα άλλο ανοιχτό παραθύρι, φαινόταν να παλεύουν στο σούρουπο δυο ανθρώπινες φιγούρες. Σηκώθηκε ο Πάνος, έκλεισε το παραθύρι. Έπαψε ν’ ακούγεται και το ραδιόφωνο.
– Αν σου φέρει πολλά ρούχα, μπορούμε να τα πουλήσουμε, είπε στον Πύρρο ο Ευριπίδης.
– Ασφαλώς. Αλλά πιστεύω πως θα φέρει και χρήματα. Της παράγγειλα με τον Μάκη να πάει κάπου και να ζητήσει.
Κείνη τη στιγμή ακούστηκε να χτυπάει η πόρτα.
– Avanti! πετάχτηκαν όλοι μ’ ένα στόμα.
Ήταν ο Δήμος, πολιτικός και τούτος πρόσφυγας, που είχε έρθει λίγο πιο πριν απ’ τους άλλους στο εξωτερικό.
– Δεν ήρθε ο Αλφρέντο; ρώτησε.
– Όχι, απάντησε ξερά ο Ευριπίδης.
– Ούτε θα ’ρθει… συμπλήρωσε ειρωνικά ο Στέλιος και κατέβηκε απ’ το κρεβάτι. Άναψε το φως κι άρχισε να κάνει σαπουνάδα για να ξυριστεί.
– Ορίστε, ξυρίζεται πάλι! φώναξε ο Ευριπίδης.
– Σκάσε, αποκρίθηκε ατάραχος, χωρίς να τον κοιτάξει, ο Στέλιος.
– Και γιατί να μην ξυριστεί; Η εμιγκράτσια είναι επικίνδυνη. Αν εγκαταλείψουμε τον εαυτό μας θα εξαθλιωθούμε, είπε ο Δήμος και περνώντας ανάμεσα απ’ τα κρεβάτια και την καρέκλα του Πύρρου, πήγε κι ακούμπησε στο περβάζι του παραθυριού.
– Εσύ κοίτα έξω απ’ το παραθύρι και πάψε. Σ’ αρέσουν, φαίνεται, και σένα τα ξινά…
– Γιατί, τι γίνεται με το παραθύρι; ρώτησε ανύποπτος ο Δήμος και τράβηξε το κουρτινάκι. Μα δεν είδε τίποτα.
– Το κλείσαμε για να μην ακουγόμαστε, είπε ο Πάνος.
– Μαλώνατε;
– Μαλώναμε, μάλιστα! απάντησε νευριασμένος ο Ευριπίδης. Τι ήθελες να κάνουμε; Τι έκανες εσύ που έχεις τόσο καιρό εδώ; Πού είναι η σύνδεση;
Ο Δήμος άκουγε χωρίς ν’ απαντάει.
– Εσύ πιστεύεις πως δεν ήρθε ακόμα η σύνδεση; στράφηκε στον Ευριπίδη ο Στέλιος.
– Ξέρω γω; Έτσι λένε.
Δεν πρόλαβε να πλυθεί, μετά το ξύρισμα, ο Στέλιος και ακούστηκε πάλι να χτυπάει η πόρτα. Μια σαστισμένη κοπέλα μπήκε μέσα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του Πύρρου. Ο καμαριέρης, που την είχε οδηγήσει στο δωμάτιο, άφησε κάτω μια παραφουσκωμένη τσάντα και βγήκε.
Η ατμόσφαιρα άλλαξε αμέσως. Με τα νερά να στάζουν στο πρόσωπό του, ο Στέλιος άρπαξε να φιλήσει την κοπέλα, σηκώθηκε να πάρει τη σειρά του ο Πάνος, πλησίασε κουτσαίνοντας στο ένα παπούτσι κι ο Ευριπίδης.
– Η γυναίκα μου η Μόνικα, σύστησε την κοπέλα ο Πύρρος στον Δήμο, που φαίνεται πως μόνο σε κείνον ήταν άγνωστη.
Ο Δήμος της έσφιξε ευγενικά το χέρι. Την έβαλαν να καθίσει σ’ ένα κρεβάτι και μαζεύτηκαν γύρω της.
– Γιατί δεν ειδοποίησες; τη ρώτησε ο Πύρρος.
– Έτσι όπως ήρθα… έκανε με μια κίνηση απελπισίας η Μόνικα. Νερό έχετε; Διψώ.
Ο Στέλιος γέμισε ένα ποτήρι απ’ το νιπτήρα και της το έδωσε. Μόλις ήπιε δυο γουλιές, η Μόνικα το γύρισε πίσω.
– Πφ, ζεστό είναι! είπε. Και γιατί έχετε κλειστό το παράθυρο; Βρομάει!
Πραγματικά μέσα στο δωμάτιο ανάδινε μπόχα ποδαρίλας κι ανθρώπινου χνότου. Σηκώθηκε ο Πάνος, άνοιξε το παράθυρο.
Ave Maria, Gracia Plena…
– Τι είναι αυτό, ξαφνιάστηκε η Μόνικα.
– Από κάποιο ραδιόφωνο ακούγεται.
– Με τι ήρθες; ρώτησε ο Πύρρος.
– Με τ’ αεροπλάνο.
– Και τις βαλίτσες πού τις άφησες;
– Ποιες βαλίτσες; Μόνο αυτή την τσάντα έχω μαζί μου.
– Ο Μάκης δε σε βρήκε;
– Τον Μάκη τον έπιασαν στο αεροδρόμιο, όταν ερχόταν. Αχ, κλείστε το παράθυρο, δεν μπορώ ν’ ακούω. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Δώστε μου την τσάντα να πάρω μια ασπιρίνη.
Ο Στέλιος πήγε με δυο βήματα στο παράθυρο κι έριξε μια ματιά έξω. Στο απέναντι κτίριο δε φαινόταν τίποτα. Έκλεισε το παράθυρο και γυρνώντας στο νιπτήρα έπιασε την πετσέτα να σκουπιστεί. Ο Ευριπίδης έσκυψε να φορέσει και τ’ άλλο παπούτσι του. Ο Πύρρος έδωσε την τσάντα στη Μόνικα.
Μέσα από ένα κουτάκι, η Μόνικα έβγαλε μια ασπιρίνη κι ο Πάνος της έφερε νερό. Ανάμεσα στα πράγματά της, η Μόνικα είχε και μερικά πακέτα τσιγάρα. Τα έβγαλε και τα μοίρασε.
– Τ’ αγόρασα στ’ αεροπλάνο, γιατί τα βρήκα φτηνά, είπε.
Ο Δήμος δε δεχόταν να πάρει ολόκληρο κουτί.
– Μόνο ένα τσιγάρο φτάνει. Κρατήστε τα, γιατί εδώ δε θα μπορείτε να βρείτε εύκολα ελληνικά τσιγάρα.
– Άιντε, πάρ’ το και μη μας κάνεις τον αριστοκράτη. Αύριο θα μου ζητάς και δε θα σου δίνω… του λέει ο Ευριπίδης και του ’χωσε το πακέτο στην τσέπη.
– Λεφτά δεν έφερες; ρώτησε τη Μόνικα ο Πύρρος.
– Α, εσείς εδώ, μου φαίνεται, έχετε μεσάνυχτα. Πού να τα βρω τα λεφτά; Δεκαπέντε μέρες ήμουν κλεισμένη σε μια ξυλαποθήκη και δυο μερόνυχτα περίμενα σ’ ένα γκρεμισμένο σπίτι, κοντά στο αεροδρόμιο, για να μου φέρουν το διαβατήριο.
– Τ’ ακούς, κουμπάρε; στράφηκε στον Δήμο ο Ευριπίδης.
– Εσείς να τ’ ακούτε, ψιθύρισε ο Δήμος.
Μπήκαν μέσα τρεις φοιτητές, σπρώχνοντας με πάταγο την πόρτα. Ήταν δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, που σπούδαζαν στο εξωτερικό.
– Έτοιμοι;
– Τις φέρατε τις προκηρύξεις; τους ρώτησε ο Δήμος.
– Δεν είχαμε αναλάβει εμείς να φέρουμε τις προκηρύξεις. Αλλά τέτοιες που είναι, και να μη μοιραστούν, δε γίνεται ζημιά… είπε ένας φοιτητής που κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτονένιο ρολό.
Ο Δήμος δε μίλησε. Έσκυψε το κεφάλι και καθώς ακουμπούσε το ένα χέρι του στην καρέκλα, άρχισε να παίζει νευρικά τα δάχτυλά του.
Η Μόνικα άδειαζε την τσάντα της. Μέσα σε κάτι χαρτιά είχε τυλιγμένες δυο-τρεις ελιές κι ένα μισοφαγωμένο κομμάτι ψωμί. Τα κοίταξε, τα ξανατύλιξε και τα ’δωσε στον Πάνο.
– Πέταξέ τα κάπου, σε παρακαλώ.
Ο Πάνος πέταξε τα χαρτιά σ’ ένα καλάθι κάτω απ’ το νιπτήρα και το ψωμί με τις ελιές τα έκρυψε στην τσέπη του.
– Ήρθε απ’ την Ελλάδα, είπε στους φοιτητές ο Στέλιος.
– Απ’ την Ελλάδα; πετάχτηκαν με ενθουσιασμό οι φοιτητές και στρώθηκαν γύρω απ’ τη Μόνικα. Τι νέα; Πώς πάει το κίνημα εκεί;
Η Μόνικα τους κοίταξε περίεργα. Ξετύλιξε το χάρτινο ρολό ο φοιτητής και το έβαλε κάτω απ’ τα μάτια της.
«Στο φασιστικό πραξικόπημα απαντούμε με την επανάσταση. Ζήτω ο ένοπλος αγώνας του ελληνικού λαού!»
– Ποιος σας είπε να ρίξετε αυτό το σύνθημα; ρώτησε ο Δήμος.
– Δε βλάπτει, πρόλαβε ν’ απαντήσει για λογαριασμό των φοιτητών ο Πύρρος.
Του έριξε ένα οργισμένο βλέμμα ο Δήμος, μα συγκρατήθηκε.
– Τότε τι θα πάμε να κάνουμε, λιτανεία; μίλησε ένας φοιτητής.
– Σωστά, λιτανεία θα πάμε να κάνουμε; είπε κι ο Ευριπίδης.
– Η επανάσταση δεν είναι σπορ. Χρειάζεται προετοιμασία κι οργάνωση. Μη νομίσετε πως φτάνει να ρίξετε εσείς από δω ένα σύνθημα και η υπόθεση έληξε.
– Δηλαδή, με το χαρτοπόλεμο θα πέσει η δικτατορία; πετάχτηκαν με εριστικό τρόπο οι φοιτητές.
– Κάθε μορφή αγώνα πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στις αντικειμενικές συνθήκες.
– Καλύτερα να πάμε στα σπιτάκια μας και να περιμένουμε την επιφοίτηση του αγίου πνεύματος…
– Όποιος θέλει να βοηθήσει, ας βοηθήσει, μίλησε πιο αυστηρά ο Δήμος.
– Δεν πάω πουθενά! ξεφώνισε ο Ευριπίδης.
– Ούτε γω, είπε ο Στέλιος.
Η Μόνικα τα είχε χάσει. Κοίταζε αμήχανα πότε τον έναν πότε τον άλλον, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τίποτα. Κι ενώ η συζήτηση άναβε όλο και περισσότερο, ξάφνου ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Παύλος, με δυο δέματα στα χέρια. Φορούσε καμπαρντίνα με σηκωμένο το γιακά και φαινόταν να περιζώνεται από σύγκορμα ρίγη, μολονότι ήταν αρκετή ζέστη και οι περισσότεροι γύριζαν με τα πουκάμισα.
– Τι έχεις; τον ρώτησε ο Δήμος.
– Πυρετό.
– Και γιατί βγήκες έξω;
– Για να φέρω τις προκηρύξεις.
– Δεν ήρθε ο Αλφρέντο;
– Ειδοποίησε πως του πονούσε το δόντι.
– Μπρος, πάμε! φώναξε ο Ευριπίδης κι άρπαξε τα δέματα απ’ τα χέρια του Παύλου.
– Δώσ’ μου το ένα εμένα, είπε κι ο Πάνος παίρνοντας το ένα δέμα απ’ τον Ευριπίδη.
Άρχισαν να βγαίνουν γρήγορα και τελευταίος ο Πύρρος, σαν να θυμήθηκε κάτι, σταμάτησε στην πόρτα. Γύρισε στη Μόνικα που τους κοιτούσε απορημένη και της λέει.
– Μη στενοχωριέσαι, Μόνικα. Έτσι γίνεται στην αρχή. Κατά βάθος είναι όλοι τους καλά παιδιά. Ετοιμάσου και ξάπλωσε να ξεκουραστείς. Εμείς θ’ αργήσουμε.
Τη φίλησε στα πεταχτά κι έτρεξε να προλάβει τους άλλους.
Η Μόνικα, συνεπαρμένη ακόμα απ’ την αμηχανία της, έριξε μια ματιά γύρω στο δωμάτιο. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με ταπετσαρία, που απ’ την πολυκαιρία είχε ξασπρίσει και δε φαίνονταν τα σχέδια πάνω της. Το μεγαλύτερο μέρος στο πάτωμα το έπιαναν δυο μονά κρεβάτια στη μέση πλάι-πλάι, με τα σκεπάσματά τους ανακατωμένα. Κάτω στο πλακάκι, ανάμεσα απ’ το ένα κρεβάτι κι από μια ντουλάπα κολλημένη στον τοίχο, ήταν ριγμένο ένα στρώμα. Σε μια γωνιά ήταν πεταμένες άπλυτες κάλτσες.
Η Μόνικα άνοιξε το παραθύρι. Στ’ απέναντι κτίριο, που το χώριζε απ’ την πανσιόν ένας μεγάλος φωταγωγός σαν αυλή, μια κοπέλα είχε σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στο στήθος της κι ακουμπούσε στο γείσο του παραθυριού. Καθώς έφτανε ως εκεί η χλομή ανταύγεια της πόλης, φαινόταν να ξεχωρίζει, πλάι στο γυμνό της ώμο, το κεφάλι κάποιου που ήταν σκυμμένος πάνω της. Πιο μέσα το δωμάτιο ήταν σκοτεινό.
Ave Maria, Gracia Plena…
εξακολουθούσε πάντα στο ίδιο επαναληπτικό μοτίβο το διπλανό ραδιόφωνο.
Έκλεισε το παράθυρο η Μόνικα κι έπεσε μπρούμυτα σ’ ένα κρεβάτι, ξεσπώντας σ’ ακράτητους λυγμούς. Ήταν πολύ κουρασμένη.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.