Το διήγημα της Πέμπτης: «Η ντιρεκτίβα» του Γιώργη Μωραΐτη
Ήθελαν να αναπτύξουν δράση. Αλλά δεν ήξεραν πώς και με ποια μέσα. Ο μικροαστισμός τους αναζητούσε ανυπόμονα γρήγορες λύσεις και έφτανε μέχρι και τα πιο ακραία μέσα. Έκαναν λόγο πως κάπου υπήρχαν κάτι κρυμμένα όπλα! Και σκέφτονταν, λέει, να τα βρουν, να τα πάρουν και να το σηκώσουν «αντάρτικο»!…
Ο αγωνιστής δημοσιογράφος – συγγραφέας Γιώργης Μωραΐτης γεννήθηκε στις 3 του Μάρτη 1927, στη Βοδονίτσα (Μενδενίτσα) Λοκρίδας, από εργατοαγροτική οικογένεια.
Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές σε Λάρισα, Λαμία, Αμφίκλεια.
Το 1942 οργανώνεται στην ΕΝΑΡ (Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης). Το 1943 εντάχτηκε στην ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) και έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1944 κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και το 1947 πέρασε στον ΔΣΕ.
Μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία. Στην Ουγγαρία δουλεύει στο χτίσιμο του χωριού «Νίκος Μπελογιάννης», για μια σχολική χρονιά δάσκαλος στον παιδικό σταθμό στο Ντιγκ, αργότερα διευθυντής στο κολέγιο «Παπαρήγας». Στη Ρουμανία φοιτά τρεις μήνες στη σχολή «Νίκος Μπελογιάννης».
Το 1954 επέστρεψε παράνομα στην Αθήνα. Το 1955 συνελήφθη και τον επόμενο χρόνο με το Γ’ Ψήφισμα καταδικάστηκε σε 20 συν 12 χρόνια. Το 1957 με τον Ν. 375 καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Ήταν έγκλειστος στις φυλακές Ιτζεδίν, Κέρκυρας, Αλικαρνασσού, Αίγινας κ.ά. για 11 χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1966 και δούλεψε στην ΕΔΑ, ως μέλος του Γραφείου Αθήνας.
Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, πέρασε στην παρανομία. Δούλεψε στην Κομματική Οργάνωση Αθήνας του ΚΚΕ, ως μέλος του Γραφείου της. Είχε την ευθύνη για την έκδοση του «Ριζοσπάστη», της «Αδούλωτης Αθήνας», του «Οδηγητή» και άλλων εντύπων. Τον Νοέμβρη του 1968 συνελήφθη και τον Μάη του 1969 καταδικάστηκε από το χουντικό στρατοδικείο σε 24ετή κάθειρξη. Έμεινε στις φυλακές Κορυδαλλού, Ιτζεδίν και Χαλκίδας για άλλα 5 χρόνια. Το 1973 αποφυλακίστηκε προσωρινά για λόγους υγείας και έφυγε παράνομα στο εξωτερικό, όπου δούλεψε στο ραδιοσταθμό «Φωνή της Αλήθειας».
Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ τοποθετήθηκε στον «Ριζοσπάστη» ως μέλος της διεύθυνσης και της αρχισυνταξίας του. Από το 9ο μέχρι και το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ ήταν μέλος της ΚΕ. Στις εκλογές 1977, 1981, 1985 υποψήφιος βουλευτής στη Φθιώτιδα.
Υπήρξε μέλος των ΕΣΗΕΑ, ΠΣΔΑΕΑ (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Δημοσιογράφων Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης), ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ και ΣΦΕΑ και ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών (ΚΜΕ). Επίσης μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Έφυγε από τη ζωή στις 24 του Σεπτέμβρη 2018.
Το αφήγημα «Η ντιρεκτίβα» εμπεριέχεται στο βιβλίο του «Ρεπορτάζ κάτω απ’ τις ερπύστριες (Γράμμα σε ξένο φίλο» (δίγλωσση – ελληνικά και γερμανικά – έκδοση, 1999, εκδ. ΕΝΤΟΣ).
H ντιρεκτίβα
του Γιώργη ΜωραΐτηΣτις 22 τ’ Απρίλη βρέθηκα σ’ ένα άλλο σπίτι. «Σπίτι μεγάλο αλλά χαροκαμένο και επικίνδυνο». (Έτσι το λέω στο «Ρεπορτάζ κάτω απ’ τις ερπύστριες» και έτσι ήταν). Ζήτησα να μείνω και δεν με κράτησαν. Έφυγα. Ήμουν περαστικός…
Εκεί συνάντησα κι έναν άλλο, γνωστό αντιστασιακό αγωνιστή. Ήρθε στο σπίτι, που ήταν συγγενικό του, λίγο μετά από μένα. Ήταν ανάπηρος, κούτσαινε από το ’να ποδάρι, ψηλός, αδύνατος, ασπρομάλλης. Κι εκείνος χαροκαμένος… Παλιός Επονίτης, απ’ τα χωριά της Λαμίας, συμπατριώτης, καμιά δεκαριά χρόνια τρανότερος από την αφεντιά μου, στο επάγγελμα δικηγόρος. Ξέπεσε κι αυτός εκεί πέρα κυνηγημένος, ψάχνοντας κάπου να απαγκιάσει. «Περιπλανώμενος Ιουδαίος»!
Δεν ξέρω αν έκανε «κρούση» να μείνει σ’ αυτό το σπίτι. Αμφίβολο ήταν αν θα τον κρατούσαν οι άνθρωποι, όσο κι αν ήταν δικός τους και όσο κι αν το ’θελαν. Ήτανε βλέπεις ο «φόβος των Ιουδαίων»! Μάλλον όμως να μείνει δεν είχε σκοπό. Περαστικός ήταν και θα ’φευγε πάλι γι’ αλλού…
Σηκώθηκα απάνω μόλις τον είδα να μπαίνει στην πόρτα απ’ τη μεριά του σπιτιού προς το δρόμο.
«Χρήστο!», του λέω.
«Γιώργη!», μ’ απαντάει.
Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Ήταν σαν να ’χαμε χρόνια να ιδωθούμε.
* * *
Καθίσαμε κάμποση ώρα και κουβεντιάζαμε. Ήπιαμε έναν καφέ. Καπνίσαμε. Τα πρόσωπά μας, σκυθρωπά κι αλλοιωμένα απ’ την αναστάτωση και την αϋπνία, τυλίγονταν στους καπνούς. Συζητούσαμε για τη «νέα κατάσταση». Εγώ δεν είχα να του πω τίποτα σπουδαίο.
«Ουδέν νεώτερον από το μέτωπο!…»
Απλώς σχολίαζα τα συμβάντα και του έδινα να καταλάβει ότι τα πράματα θα είναι πολύ ζόρικα. Κι ακόμα, από τώρα και πέρα…
«Άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν»!
Αυτός ήξερε και μου είπε ενδιαφέροντα πράματα. Μου είπε: Γνωστοί δεξιοί, που πήραν τη νύχτα χαμπάρι το πραξικόπημα, ειδοποίησαν αριστερούς γνωστούς να παραμερίσουν απ’ τα σπίτια τους και να κρυφτούν. Ορισμένοι έκρυψαν και οι ίδιοι φίλους στα σπίτια τους ή σε συγγενικά σπίτια. Άλλοι έκαναν και τηλεφωνήματα σε δικούς μας, πριν ακόμα κοπούν τα τηλέφωνα. Σκέφτηκαν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους «μέχρι να περάσει η κακιά η ώρα». Ποιος φανταζόταν εκείνες τις στιγμές πως η «κακιά ώρα» θα κρατούσε εφτά ολόκληρα χρόνια! Και πως, για ειρωνεία, θα χαρακτηριζόταν αργότερα με τον πιο επίσημο τρόπο σαν «στιγμιαίο» αδίκημα!…
Απάνω στην κουβέντα, μου έκανε κουβέντα και για μια παρέα κεντρώους ανθρώπους που είχαν συναθροιστεί σ’ ένα σπίτι και κουβέντιασε μαζί τους.
«Τι να κάνουμε;», έλεγαν. «Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν πρέπει να μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια!»
Ήταν καταγανακτισμένοι με την επιβολή της δικτατορίας, που δεν την περίμεναν. Αναθεμάτιζαν τους αίτιους. Έριχναν σοβαρές ευθύνες και στην Ένωση Κέντρου. Τους απασχολούσε σοβαρά το πρόβλημα. Ήθελαν να αναπτύξουν δράση. Αλλά δεν ήξεραν πώς και με ποια μέσα. Ο μικροαστισμός τους αναζητούσε ανυπόμονα γρήγορες λύσεις και έφτανε μέχρι και τα πιο ακραία μέσα. Έκαναν λόγο πως κάπου υπήρχαν κάτι κρυμμένα όπλα! Και σκέφτονταν, λέει, να τα βρουν, να τα πάρουν και να το σηκώσουν «αντάρτικο»!…
«Ωραία ιδέα!», είπε γελώντας ο Χρήστος. «Αλλά…»
«Ναι», είπα κι εγώ. Και γέλασα. «Αλλά βάλε κάμποσα αλλά…»
Τις σκέψεις τους αυτές τις έβαλαν υπό την κρίση του. Ρώτησαν να τους πει τι γνώμη έχουν οι κομμουνιστές. Αναγνώριζαν, τώρα, σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή ότι η γνώμη των κομμουνιστών έχει βαρύνουσα σημασία. Έλεγαν: «Εσείς έχετε μεγάλη πείρα. Κάνατε αγώνες. Εμείς είμαστε άπειροι…»
Ήταν πολύ καλό αυτό. Έδειχνε πως και στον αντιδικτατορικό αγώνα οι κομμουνιστές θα ’ναι πάλι πρωτοπορία. Και οι άλλοι θ’ ακολουθήσουνε.
Του είπαν ακόμα να ρωτήσει και να τους φέρει υπεύθυνη απάντηση για το τι πρέπει να κάνουν. Και δήλωσαν πως θα περιμένουν τις υποδείξεις του Κόμματος. Πάνω σ’ αυτό ευκαιρία ήταν να ανταλλάξουμε απόψεις. Μου έβαλε το ερώτημα να πω κι εγώ τι να τους πει. Και βέβαια δεν χρειαζόταν πολύ να σκεφτώ για να πω γνώμη. Γέλασα κιόλας με την «ντιρεκτίβα» που θα ’δινα. Είπα:
«Παράγγειλέ τους, λοιπόν, ν’ αφήσουν ήσυχα τα όπλα και τα όνειρα για αντάρτικο! Τουλάχιστον προς το παρόν. Και με όλους τους αντιπάλους της χούντας ας ριχτούν με όποια άλλη μορφή στην ενιαία αντιδικτατορική δράση. Αυτή είναι η σωστή κατεύθυνση…»
* * *
Κόντευε να σουρουπώσει. Όσο μέναμε εκεί και κουβεντιάζαμε, οι νοικοκυραίοι ήταν ανήσυχοι. Η ώρα πέρασε. Έπρεπε να πάρουμε δρόμο. Αποχαιρετηθήκαμε και ευχήθηκε «καλή τύχη» ο ένας στον άλλον. Χωρίσαμε. Ποιος έφυγε πρώτος και ποιος δεύτερος δεν θυμάμαι. Μάλλον ο Χρήστος έκοψε δρόμο πέρα στο σοκάκι πρώτος, με μεγάλες άτσαλες δρασκελιές, σβαρνώντας σχεδόν το κουτσό πόδι του. Θυμάμαι που μου ’δειξε ένα στενό χώρο, κάτω απ’ την τσιμεντένια σκάλα του σπιτιού, από την πίσω μεριά, εκεί που είχε φωλιά το σκυλί. Και μου υπόδειξε:
«Εδώ είναι καλό για γιατάκι!…»
Δεν τον άκουσα βέβαια. Εκεί ήταν αδύνατο να ξενυχτήσω. Έπρεπε να κουλουριαστώ σαν σκυλί και να τη βγάλω σκυλίσια. Προχώρησα μερικά μέτρα πιο κάτω. Μπήκα στο μοναχικό σπιτάκι, που το ’χαν παρατήσει δυο φοιτητές. Εκεί έπεσα στον ύπνο και την έβγαλα ως το πρωί…
Αυτός δεν ξέρω πού την άραξε κι αν βρήκε πουθενά κατάλυμα. Από κείνη τη μέρα πάντως δεν τον ξανάδα. Ούτε έμαθα τίποτα για την τύχη του. Αργότερα μαθεύτηκε πως πιάστηκε και πως «έχαιρε άκρας υγείας»!
Τον τσάκωσαν τα «τζίνια» της Ασφάλειας. Και τον έστειλαν να παραθερίσει στη Γιούρα!…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.