Το διήγημα της Πέμπτης: «Η Σουλιωτοπούλα» (Αναγνωστικό της Γ΄ και Δ΄ Τάξης «Τα Αετόπουλα»)
Χαμογελάει ο αδερφός ο καπνισμένος. Και δεν έχει ανάγκη να μάθει την κορασιά, πώς πιάνουν το ντουφέκι. Ο πόλεμος βαστούσε πάντα. Με χέρι σταθερό γιόμιζε κείνη και σημάδευε. Κι ο αδερφός της παραπέρα έτρωγε ήσυχος και μοναχά την πείνα του άκουγε τη θεριεμένη μέσα του…
Το αναγνωστικό «Τα Αετόπουλα» για τα παιδιά της Γ΄ και Δ΄ τάξης του Δημοτικού της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), της λεγόμενης «Κυβέρνησης του Βουνού», γράφτηκε μέσα στην Κατοχή από την παιδαγωγό Ρόζα Ιμβριώτη. Τις συνθήκες στις οποίες γράφτηκε περιγράφει η ίδια το 1962: «Με φώναξαν στην έδρα της ΠΕΕΑ: “Θα γράψεις το αναγνωστικό της Γ’ και Δ’ τάξης του Δημοτικού” μου λέει ο γραμματέας της Παιδείας, Πέτρος Κόκκαλης. “Σε ένα μήνα πρέπει να είναι και τυπωμένο. Έχεις γράψει αναγνωστικά και θα τα βγάλεις πέρα”… Το αναγνωστικό “Αετόπουλα” γράφτηκε μέσα σε 17 ημέρες. Γράφτηκε τη νύχτα με το λυχνάρι. Όμως στην πραγματικότητα καταγραφόταν στη μνήμη μου όλη τη μέρα, μέσα στο Φροντιστήριο από τις αφηγήσεις που μου έκαναν τα Αετόπουλα, οι σπουδαστές, οι καθηγητές, από τα έγγραφα που παίρναμε από την ΠΕΕΑ» (περ. Επιθεώρηση Τέχνης).
Η Σουλιωτοπούλα
Στης μάχης τον καπνό, που πνίγει το λαγκάδι, ο Σουλιώτης όλα τα έχει λησμονήσει, πείνα και δίψα. Και το Σούλι πέφτει ξέμακρα, και σαν λησμονημένο είναι και κείνο τ’ άχαρο.
Και κει που πολεμάει το παλικάρι τ’ αγλύκαντο, μέρα και νύχτα, ακούει μια γνώριμη φωνή, που τον ξυπνάει. Λοιπόν το Σούλι δε χάθηκε και ζει.
Ήταν η Λάμπη, η αδερφή του νιού.
– Τι καλά μου φέρνεις, ωρή Λάμπη;
– Ζεστή κουλούρα, αδερφέ, που σου τη ζύμωσα με τα χεράκια μου κι η μάνα την άφησε στη θρακιά μονάχη. Έλα να φας μια ψίχα και να ξαποστάσεις.
– Δε μπορώ, καημένη, να παρατήσω το ντουφέκι…
– Αυτό είν’ η συλλογή σου, Νάση; Έρχομαι γω και σου κρατώ τον τόπο σου… Να, σου έστρωσα! Και δος μου το ντουφέκι.
Χαμογελάει ο αδερφός ο καπνισμένος. Και δεν έχει ανάγκη να μάθει την κορασιά, πώς πιάνουν το ντουφέκι. Ο πόλεμος βαστούσε πάντα. Με χέρι σταθερό γιόμιζε κείνη και σημάδευε. Κι ο αδερφός της παραπέρα έτρωγε ήσυχος και μοναχά την πείνα του άκουγε τη θεριεμένη μέσα του.
Κι ο πόλεμος βαστούσε. Κι εκεί ένα βόλι ήρθε και πέτυχε κατάστηθα την κορασιά. Κι αυτή έκανε καρδιά και δε μιλούσε. Το αίμα πλημμύριζε τον κόρφο της. Η Λάμπη σημάδευε και ντουφεκούσε.
– Έφαγες, Νάση;
– Κοντεύω, ακόμα λίγο, Λάμπη!
Η κόρη ξαναρώτησε και δεύτερα και τρίτα.
Και τότε μ’ ένα πήδημα το παλικάρι βρέθηκε κοντά της. Άρπαξε το ντουφέκι κι ήσυχο, καθώς είχε τραβηχτεί, ξανάρχισε τον πόλεμο.
Αμίλητη η Σουλιωτοπούλα πήγε παραπίσω κι έπεσε. Κι ο πόλεμος βαστούσε.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.