Το διήγημα της Πέμπτης: «Η Στραβοκώσταινα» του Αργύρη Εφταλιώτη
Α δεν έπιανε μπόρα πάνω στον Άη Λιά, α δεν άνοιγαν οι καταρράκτες τουρανού στ’ αψηλότερο εκείνο βουνό του νησιού, κι α δε με στέλνανε σ’ ένα χωριό να κονέψω, δε θα σας έλεγα τώρα την ιστορία της Στραβοκώσταινας!
«Έτσι κι αλλιώς, ο Αργύρης Εφταλιώτης δεν ήταν συγγραφέας μεγάλης πνοής (…) τα λιγοστά διηγήματά του δεν υπερβαίνουν συνήθως το ηθογραφικό επίπεδο…και δεν διαθέτουν μήτε το ψυχογραφικό βάθος ενός Βιζυηνού μήτε την ποιητική αλχημεία ενός Παπαδιαμάντη. Παραταύτα, τα διηγήματα αυτά, εμπνευσμένα από αγάπη για τον απλό άνθρωπο, της νησιώτικης κυρίως Ελλάδας, από σεβασμό για τον τρόπο ζωής του, από στοργή για τα αισθήματα και τα έθιμά του, γραμμένα με ειλικρίνεια και ψυχική ευγένεια, με χάρη και γλωσσική μετριοπάθεια, εξακολουθούν να μας θέλγουν και να μας συγκινούν. Τα σύντομα και καλοδουλεμένα αφηγήματά του νόμιμα διεκδικούν μια θέση μέσα στην πεζογραφική μας κληρονομιά».
Τα παραπάνω είναι γραμμένα στην εισαγωγή του βιβλίου του Αργύρη Εφταλιώτη, «Μαρίνος Κοντάρας και άλλες Νησιώτικες Ιστορίες» (εκδ. Πατάκης, 1998). Από αυτή τη συλλογή το διήγημα που παρουσιάζουμε σήμερα.
Η στήλη είχε παρουσιάσει ένα ακόμα διήγημα του Αργ. Εφταλιώτη από της «Νησιώτικες ιστορίες», από άλλη όμως έκδοση (εκδ. Καλοκάθη – Σμυρνιωτάκης, χ.χ.), μαζί με στοιχεία για τον συγγραφέα και το έργο του, που μπορείτε να δείτε εδώ.
(Η κεντρική φωτογραφία της ανάρτησης είναι του Κώστα Μπαλάφα)
Η Στραβοκώσταινα
του Αργύρη ΕφταλιώτηΠοιος το περίμενε πως ύστερ’ από μια μπόρα θα φύτρωνε μια ιστορία! Να όμως που γίνουνται και τέτοια θάματα. Α δεν έπιανε μπόρα πάνω στον Άη Λιά, α δεν άνοιγαν οι καταρράκτες τουρανού στ’ αψηλότερο εκείνο βουνό του νησιού, κι α δε με στέλνανε σ’ ένα χωριό να κονέψω, δε θα σας έλεγα τώρα την ιστορία της Στραβοκώσταινας!
Γύριζ’ από τη χώρα· μιας μέρας ταξίδι, βουνά και πέτρες όσες θέτε, μα μ’ έναν καλόν αγωγιάτη που ήξερε να μιλά του αλόγου του, κ’ ήξερε και τάλογό του να τον ακούγη. Το καημένο το ζω σκάλωνε τα μονοπάτια ανάμεσα στ’ αγκάθια και στις στοιβιές σα γίδι, και τόσο ήσυχα, που δε σε κούραζε. Κείνο που ένοιωθα λιγάκι είταν το σαμάρι, και κάτι σκοινιά στο πλάγι μου που κρατούσαν το σεντούκι.
Ο ήλιος είτανε βασιλεμένος μισή ώρα, και θέλαμε άλλες τρεις ώρες για να φτάσουμε στο χωριό. Μα είτανε μισοφέγγαρο, και λογαριάζαμε πως θα προφτάσουμε ν’ ανεβούμε τα βουνά και να κατεβούμε τον κάμπο μας με το φως του. Το είπαμε δεν το είπαμε, και τα σύννεφα άρχιζαν να μαζεύουνται. Βρισκούμαστε τώρα μέσα σ’ ένα δάσος. Μια ξαφνική αστραπή, κι άρχισε το πανηγύρι. Η βροντή μάς ξεκούφανε. Είπαμε πως πολύ κοντά πρέπει νάπεσε ταστροπελέκι. Ακόμα δεν το είπαμε, κι άλλη μια κανονιά μάς χαιρετά μέσα στην άγρια σιωπή, κι αρχινάει ένα βαρύ κι αδιάκοπο βοητό. Είταν οι χοντρές οι σταλαματιές που έπεφταν απάνω στα φύλλα. Όσο πήγαινε μεγάλωνε το βοητό, ώσπου κατάντησε χαλασμός κόσμου. Πού και πού άστραφτε και βρόντα, κι από την αστραπή ως τη βροντή δεν περνούσε μήτε όση ώρα το λέω. Είτανε σωστή βροχή του βουνού.
Ώσπου να βγούμε από το δάσος, τα ρούχα μας κολνούσαν απάνω μας. Η βροχή άρχισε να λιγοστεύη, και γλήγορα σταμάτησε ολότελα. Το μαύρο το σύννεφο πέρασε, και το φεγγάρι γελούσε πάλι. Μα εγώ τότες δε γελούσα, γιατί κρύωνα. Κ’ είτανε κι Οκτώβρης μήνας. Λέω λοιπόν του αγωγιάτη, – Πάμε στο χωριό εκείνο κατά τη ραχούλα.
Σε μισή ώρα τα πέταλα του αλόγου σπιθοβολούσαν απάνω στις πέτρες του σοκακιού που χώριζε το χωριό σε δυο μαχαλάδες. Ένας καφενές, δύο τρία αργαστηράκια, με πέντ’ έξη λιοκαμένους χωριανούς καθισμένους απ’ έξω, και κατάλαβα πως βρισκούμαστε στην αγορά.
Ρωτούμε στον καφενέ πού μπορούμε να περάσουμε τη νύχτα.
– Καλώς ορίστε, αποκρίνεται ένας τους.
Εγώ, θαρρώντας πως ήθελε να μας φιλέψη αυτός, πηδώ από τάλογο, τονε χαιρετώ και τόνε ρωτώ πού είναι το σπίτι του. Γλήγορα όμως κατάλαβα πως το καλώς ορίσατε είταν απλό χαιρέτισμα, καθώς που συνηθίζουνε στα χωριά να καλωσορίζουν και να καλημερίζουν κάθε ξένο, κι ας μη τον είδαν και ποτές τους. Αληθινή ευγένεια και χάρη, που μοσκοβολάει στα βουνά εκείνα πάνω.
Ξαναρωτώ λοιπόν πού μπορούμε να ξενυχτέψουμε.
– Και πού αλλού παρά στης Στραβοκώσταινας; μου κάνει ο φίλος.
Εγώ που, ερχάμενος κατά το χωριό, συλλογιόμουν πως ίσως εύρω και κανένα αγριολούλουδο ν’ ανθοβολή μοναχό του, είπ’ αμέσως μέσα μου, – Να τ’ αγριολούλουδο! Η Στραβοκώσταινα!
Έρχεται λοιπόν μαζί μας ένα παιδί με το φανάρι, και πάμε στης Στραβοκώσταινας.
Φαίνεται πως το μυρίστηκαν πως έρχουνται μουσαφίρηδες, γιατί στην αυλόθυρα μάς περίμν’ έν’ αγώρι ως δεκάξη χρονώ μ’ ένα λυχνάρι στο χέρι, κ’ ένας άνθρωπος καλοφορεμένος, φέσι ό,τι βγήκε από το καλούπι, τσόχινο λεμπαντέ και γιαντερί, βρακί κι αυτό τσόχινο, καλά στρωμένο, κι όχι με πολλές κόφες, ζωνάρι πλατύ και καλά διπλωμένο, άσπρες κάλτσες, πατημένες γόβες, και μικρό κομπολόγι στο χέρι. Αυτός είταν ο δάσκαλος του χωριού και τον είχαν προσκαλέσει να μου κάμη φαίνεται τα «ικράμια».
Η αυλή είτανε σκεπασμένη με μια κληματαριά, και τα πεσμένα φύλλα δείχανεν πως κι από δω δυνατή βροχή πρέπει να πέρασε. Ο μικρός πήρε τον αγωγιάτη να του δείξη τον αχερώνα και το μαγερειό, κι ο δάσκαλος πήρε μένα στο σπίτι. Το σπίτι είτανε μια «μέσα αυλή» που έφεγγ’ από την πάστρα, μια σκάλα με σανίδια κίτρινα σαν το κεχλιμπάρι, ύστερα ένα χαγιάτι απάνω, μιντέρι στη μια μεριά, καταντικρύ η πόρτα της καλής κάμαρας, κι από τον άλλον τοίχο η πόρτα που έμπαινες στο «μέσα σπίτι», το καθαυτό σπίτι, το Άγιο των Αγίων, που πρέπει να το ιστορήσουμε δω πέρα λιγάκι, γιατί πάνε πια να χαθούν κι αυτά τα «μέσα σπίτια». Πενήντα χρόνια και τώρα δεν τα χτίζουν πια.
Τα «μέσα σπίτια» είναι όλα σ’ ένα σχέδιο καμωμένα. Οι τοίχοι τους χοντροί σαν κάστρα, και με μεγάλες πέτρες χτισμένοι. Το μάκρος τους, ίσια με το μάκρος του σπιτιού, και το φάρδος, του μισού σπιτιού. Είναι χωρισμένα σε δυό. Το ένα, το κάτω μέρος, που πιάνει δυό τρίτα της κάμαρας, και τάλλο, ο σοφάς, καμιά δυό πήχες αψηλότερα, μ’ ένα σκαλί στη μέση για ν’ ανεβαίνης. Κάτω από το σοφά είναι ο αποκρέββατος, που κατεβαίνεις και τονε βρίσκεις γεμάτο σφίδες, κ’ οι σφίδες πάλι γεμάτες ξερά σύκα, αμύγδαλα, καρύδια, ρετσέλια, ελιές μαύρες, ελιές άσπρες, ελιές αλάκερες, ελιές κλαστάδες (σπασμένες). Ο σοφάς είναι τριγυρισμένος από μιντέρια. Εκεί είναι τα παραθύρια, που βλέπουνε στο περιβόλι. Κάποτες έρχεται το γιασουμί και τυλίγεται στα κάγκελα των παραθυριών.
Στο κάτω μέρος του «μέσα σπιτιού», ύστερα από το Κονοστάσι, που πρέπει νάχη όλους τους αγιούς του χωριού και του σπιτιού, στολίζουν τους τοίχους ολοτρόγυρα και τα ράφια, μ’ όλο το έχει του σπιτικού απάνω: σινιά, ταψιά, λεγκέρια, χαρανιά, καπάκια, όλα γανωμένα και γυαλιστερά. Ύστερα τα πιατικά και τα γυαλικά, κ’ ύστερα, α δεν έχη τίποτις άλλο, αραδιάζουν κυδώνια, ρόδια, χειμωνικά, πεπόνια, κι άλλα πωρικά. Τα καλλίτερα τα πωρικά όμως θα τα βρήτε κρεμασμένα στο δίχτυ από τη στέγη, που είναι μαύρη, και κάποτε στολισμένη με κόκκινα ξόμπλια, καθώς και το σιμιδάκι (μέση δοκός μάς έλεγε ο δάσκαλος). Από πάνω η στέγη είναι δώμα, που το κατρακυλούν ύστερ’ από τη βροχή να μη στάζη.
Το κάτω αυτό μέρος του «μέσα σπιτιού» είναι στρωμένο με χαλιά το χειμώνα. Αντίς μιντέρια εδώ έχουμε τσελτέδες, κι αντίς καρέγλες σεντούκια αραδιασμένα στον τοίχο, και κει μέσα είναι κρυμμένα όλα τα προικιά κι όλα τα νυφικά της φαμελιάς. Τη «γωνιά» δεν την ανάβουν ποτές τώρα. Τώρα έχουμε το μαγκάλι μοναχά. Τη γωνιά την άναβαν τον παλιόν καιρό, και ξαπλώνουνταν κοντά στους δαυλούς και κοιμούνταν. Τώρα την έχουνε για στολίδι, κ’ είναι κάτασπρη σαν το χιόνι από το άλειβε άλειβε ασβέστη. Απάν’ από τη γωνιά, ράφια τόν’ απάς στάλλο με τα καλλίτερα φαρφουριά. Και στην άκρη του κάτω κάτω ραφιού, το θεμιατό για το Κονοστάσι. Φως άλλο δεν έχει παρά το λυχνάρι που κρεμιέται στη γωνιά, και το καντήλι των εικόνων.
Θαρρώ πως τα είπαμε τα πιο σπουδαία.
Και τώρα ας σας ρωτήσω εσάς, αρχοντόπουλα της ρωμιοσύνης, που πάτε στην Ευρώπη και ξοδεύετε τα μαλλιοκέφαλά σας: πώς δεν κάνετε κάθε χρόνο , κι απόνα ταξίδι στα νησιά μας, να τα δήτε όλ’ αυτά κι άλλα πιο περίεργα κι όμορφα, και να τα ξέρετε, και να ταγαπάτε, σα δικά σας που είναι, και να μην αδειάζη το πουγγί σας. Εμόνο τρέχετε στα ξένα, και δεν το βλέπετε πως τα μεγαλήτερα έθνη σ’αυτήν την Ευρώπη σας είνε κείνα που θαμάζουνε τα δικά τους, αυτά τα χωριάτικα που τα θαρρείτε ασήμαντα, και που θαρχίσουνε νάρχουνται καμιά μέρα οι Φράγκοι κοπαδιαστα να τα σεργιανίζουνε και να λεν πως ζουν ακόμα οι χάρες κ’ οι όμορφιές της Οδύσσειας, και τότες θα ταγαπήσουμε και μεις από μίμηση, κι όχι από δικό μας γούστο! Αμέτε, αμέτε γλήγορα, κάθε χρόνο κ’ ένα νησί. Θα βρήτε φιλοξενία, θα βρήτε φίλους, θα βρήτε απόλαψες που μελλιούνια δεν τις αγοράζουνε στην Ευρώπη, και θα γυρίζετε μ’ ανοιχτή καρδιά και με καινούρια πλεμόνια στη σκονισμένη σας την Αθήνα.
Σαν πήγα κι άλλαξα στην καλή την κάμαρα, κ’ ήρθε κ’ η παρακόρη και μου έχυσε νερό και νίφτηκα, και μου έδωσε το προσόψι και σκουπίστηκα, πέρασα στο «μέσα σπίτι», και βλέπω αντικρύ μου μια αρχόντισσα, που με καλωσορίζει με σιγανή και γλυκειά φωνή και με συμμαζεμένο χαμόγελο. Εγώ περίμενα να δω καμιά γρια γυναίκα το πολύ μ’ ένα μάτι, και τώρα βλέπω τη χαριτωμένη αυτή κυρά, με δυό μαύρα, μεγάλα μάτια, που είχαν ακόμα μέσα τους όλη τη φωτιά κι όλη τη λάμψη της νιότης της. Φορούσε φεσάκι με τσεμπέρι τυλιγμένο τριγύρω και φορτωμένο φλωριά, και με μαβιά μεταξωτή φούντα απλωμένη ολοτρόγυρα στην κορφή, φορούσε και γερντάνι μαργαριταρένιο μ’ ένα κωνσταντινάτο στα στήθια της. Το σαλβάρι της δε φαίνουνταν τώρα καθώς άλλοτες που φορούσαν οι γυναίκες καβάδια. Η κερά Δέσποινα (και της ταίριαζε αυτό τόνομα καλλίτερ’ από τάλλο) φορούσε σκούρο φουστάνι, μ’ ένα ψιλοκαμωμένο κι ανοιχτούτσικο κοντογούνι.
Παραμέσα, απάνω στον τσελτέ, μισοσηκώθηκε ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, όμορφος κι αυτός. Μας καλωσόρισε μ’ ένα παράξενο χαμόγελοιο. Είταν ο Στραβοκώστας, ο άντρας της αγγελοκαμωμένης Δέσποινας. Και τονε λέγανε Στραβοκώστα, γιατί δεν είχε μάτια ο δύστυχος.
Η ομιλία μας είταν απλή και καρδιακή σαν καθίσαμε. Τους είπα ποιος είμουν, και μ’ ήξεραν. Εγώ ντράπηκα που δεν τους ήξερα, γιατί κατάλαβα πως είχα να κάμω με την πιο αρχοντική φαμελιά του χωριού, φαμελιά ταπεινή μια φορά και βυθισμένη στη φτώχεια, μα τώρα πρώτη στην καλοτυχιά και το καλό τόνομα. Σε λιγάκι μπαίνει μέσα κι ο γιος του, ξυπνό παλικάρι που άστραφταν τα μάτια του. – Αγάπης παιδί, είπα με το νου μου σαν τον ξαναείδα τώρα. Αυτός είτανε που μας κρατούσε το λυχνάρι στην αυλόθυρα.
Ύστερ’ από μισής ώρας κουβέντα, στρώθηκε το τραπέζι. Ήρθε η παρακόρη, κατέβασε το μεγαλήτερο το σινί, τόβαλε απάνω στο σιντεφένιο σκαμνί, τα μαξιλάρια τριγύρω, κι απάνω τους το μακρύ και κεντημένο μεσσάλι, που το παίρνουν όλοι στα γόνατά τους σαν καθίσουν, και σαν τα συγύρισε όλα, έφερε το φαγεί. Η κερά Δέσποινα, που έλειψε λίγες στιγμές να πάη να δη τι γίνεται στο μαγεριό, ξαναμπήκε και μας είπε να κοπιάσουμε. Ύστερα πήρε από το χέρι τον Κώστα της, και τον κάθισε κοντά της.
Κάμαμε το σταυρό μας, είπαμε το «καλώς σας ηύραμε», κι αρχίσαμε. Ο κυρ Κώστας – τώρα είχαμε και μια λουσέρνα στο τραπέζι, και τον έβλεπε καλλίτερα – είτανε ζωηρότατος άνθρωπος. Όλα του μιλούσαν, μόνο τα μάτια του δε μιλούσαν! Ήθελε να μάθη το τι είδα και τι έμαθα στα ταξίδια μου. Και σαν του διηγούμουν, ξεχνούσε το φαγεί του, και καθώς που πολεμούσε να με κοιτάξη με το χουλιάρι στο χέρι, έπαιζαν κ’ έτρεμαν τα χείλη του από την ευχαρίστηση κι από την περιέργεια.
Η κερά Δέσποινα είχε λίγα λόγια, μα μετρημένα και διαλεχτά. Μια της ματιά, μια της λέξη, και τηνε σέβουσουν. Το πρόσωπό της, το σύστομο, ο λαιμός, τα μικρά χέρια, όλα της είτανε ομορφιά και χάρη, κι απάνω σε κείνη τη χάρη είτανε θρονιασμένη μια δύναμη, ένας χαραχτήρας, που έλεγες κι ο Θεός την έπλασε να δείξη πόση καλοτυχιά μπορεί να κατεβάση στον κόσμο.
Ο μικρός δε μιλούσε παρά σαν τονε ρωτούσαμε τίποτις. Έτρωγε με πολλή όρεξη, και δεν τον έμελλε σαν τον πείραζαν. Το χρέος του έκανε κι ο δάσκαλος, και στο φαγεί και στο κρασάκι. Μας άκουγε κι αυτός με πολλή περιέργεια, και σαν τους έλεγα για κανέναν τόπο που δεν γνώριζαν, αυτός τους δίδασκε την Γεωγραφία, ίσως λιγάκι σα να κρατούσε το δείχτη στο χέρι, μα όχι και πολύ δασκαλήσια. Είταν του κόσμου κι αυτός. Είχε ταξιδέψει ως την Αθήνα.
Τέλειωσε το δείπνο, μας έφερε η παρακόρη τη λεκάνη και νιφτήκαμε, σηκώθηκε το τραπέζι, η κερά Δέσποινα πήρε ταργόχειρό της, και μεις ακόμη τα λέγαμε. Του μικρού τα μάτια είτανε στυλωμένα πάνω μου. Η μάννα του μου έλεγε πως πρώτη φορά τον έβλεπε να μην τον παίρνη ο ύπνος ύστερ’ απ’ το φαγεί. Έτσι πέρασε άλλη μια ώρα. Εγώ τότες είπα να με συμπαθήσουνε γιατί είμουν κουρασμένος, και τους καλονύχτισα. Τότε έφυγε κι ο δάσκαλος σπίτι του.
Σαν ξαπλώθηκα και ραχάτευα στο μαλακό και καταδεχάμενο εκείνο το στρώμα, άρχισα να συλλογούμαι με τι τρόπο να μάθω την ιστορία της Στραβοκώσταινας. Δεν μπορεί να μην έχη την ιστορία της τέτοια γυναίκα, με τέτοιον άντρα, είπα. Από δω είχα, από κει είχα, βρήκα τον τρόπο. Είναι Σάββατο βράδυ, συλλογίστηκα κ’ είπα· αύριο δεν έχει σκολειό. Θα πάρω λοιπόν το δάσκαλο μαζί μου και θα μου τα πη στο δρόμο. Κ’ έτσι έγινε.
Το πρωί σα σηκώθηκα, και πήρα το βύσσινο το γλυκό, κ’ ήπια τον καφέ και τους αφήκα γεια, και τους παρακάλεσα να καταδεχτούν και κείνοι καμιά φορά στο δικό μας, παίρνω τάλογο και πηγαίνω ίσια κατά την αγορά. Είχα σκοπό να γυρέψω το σκολειό και να βρω το δάσκαλο. Μα ο φίλος είτανε στον καφενέ, ό,τι γύρισε από τη λειτουργιά κ’ έπινε τον καφέ του. Του ξήγησα πως τον ήθελα να με συντροφέψη ως το χωριό μας, και να γυρίση πίσω Δευτέρα ξημέρωμα. Αν και κοσμογυρισμένος, του φάνηκε μακρινό το ταξίδι. Με τα πολλά τον κατάπεισα νάρθη μαζί μου ως το μισό δρόμο, για να είναι πίσω το μεσημέρι. Πήρε λοιπόν ένα καλό γαδουράκι, και ξεκινήσαμε.
Είτανε μια χαρά ο δρόμος εκείνος ανάμεσα στις ελιές, μεγαλήτερη όμως ευχαρίστηση μού έδιναν τα παλικάρια που ράβδιζαν κ’ οι κοπέλες που μάζευαν από κάτω, γιατί αν και Κεριακή, καιρό δεν είχανε να χάνουνε τώρα, που πλάκωνε ο χειμώνας.
Έτσι πηγαίνοντας και ρωτώντας τίνος είναι το χτήμα και τίνος τάλλο βρεθήκαμε και μπροστά στα χράφια της Στραβοκώσταινας.
– Μεγάλα χτήματα, λέω του δασκάλου. Πλούσιοι πρέπει να είναι.
– Και ήσαν πτωχότατοι άλλοτε, μου κάνει ο δάσκαλος.
– Να λοιπόν που γίνονται σερμαγιές και δω πέρα. Για πες μου, να σε χαρώ, πώς τ’ απόχτησαν. Και πώς τυφλώθηκε ο χρυσός εκείνος άνθρωπος και ποια είναι η χαριτωμένη εκείνη γυναίκα; Πες μου την ιστορία της. Έχουμε ακόμα ως μια ώρα δρόμο να κάνουμε.
– Ο Θεός ευλόγησε τα έργα αυτών και…
– Να σου πω, δάσκαλέ μου, του λέω. Θα πης, είναι Κεριακή σήμερα, μα θα σε παρακαλέσω να μου κάμης μια χάρη. Ν’ αφήσης την Κεριακάτικη σου τη γλώσσα πίσω στο χωριό, και να κρατήσης την καθημερινή σου μοναχά. Βλέπεις και γω μ’ αυτή ταξιδεύω. Πού να τηνε σηκώνη το γαδουράκι σου την άλλη μ’ όλα της τα στολίδια! Ξέχας τηνε, γεια σου, και θυμήσου και συ τα νιάτα σου, και πες μου τα καθώς τάλεγε η μαννούλα σου, ώρα της καλή.
Είτανε φρόνιμος ο δάσκαλος, και μπήκε αμέσως στο νόημα. Γέλασε λοιπό με τη καρδιά του, ύστερα συλλογίστηκε λιγάκι, κι άρχισε.
– Θα σας πάρω τώρα ως δεκαοχτώ χρόνια πίσω, τότες που η κερά Δέσποινα είταν είκοσι χρονών κοπέλλα, και με μια ομορφιά, που το τραγούδι της περνούσε από κάθε παλικαριού στόμα. Είταν ορφανή, και κατοικούσε σ’ αυτό το τωρινό σπίτι της. Είχε κ’ ένα χτηματάκι, αυτή εδώ τη μικρή γωνιά πίσω από τον πλάτανο. Δικό της άλλο δεν είχε μαζί της, παρά μια θειά της, τη θειά Περμαθούλα, τη μοιρολογίστρα, που ράγιζαν κ’ οι πέτρες σαν έβγαινε με τα λείψανα, και δερνότανε, κ’ έλεγε:
«Ωχού, κλωστροποδιά μου,
Ωχού, τση ντα να ποίσου!»Τι να ποιήσω.
– Γεια σου, να μου ζήσης, δάσκαλε, του κάνω. Βλέπεις πού είναι τα καθαυτό τα Ελληνικά; μπρος τώρα· λέγε.
Ο δάσκαλος χαμογέλασε και πήγε μπρος.
– Η Δέσποινα είτανε φτωχή, μα είχε δυό μεγάλα στολίδια: ομορφιά και τιμή. Σπάνια στολίδια στο δικό σας, το μεγάλο τον κόσμο που γυρίζετε, να τα βρήτε, και τα δυό μαζί. Εδώ στα βουνά τα βλέπουμε πολύ συχνά αυτά τα δυό λουλούδια κοντά κοντά.
Δε θέλησα να του εναντιωθώ, να μη χαλάσω την ιστορία. Τον αφήκα λοιπό να λέη.
– Η Δέσποινα καθότανε μια βραδιά, Σαββάτο βράδυ, απάνω στο σοφά του «μέσα σπιτιού», με το μάγγανο μπροστά της. Είταν αρραβωνιασμένη με τον Κωστάκη του Λάμπρου, κι όλος ο κόσμος είχε να κάνη με την αγάπη τους. Η Δέσποινα τραγουδούσε ολημερίς μπροστά στο μάγγανο, κι ο Κώστας στα χωράφια που δούλευε, κ’ είταν κι αυτός όμορφο παλικάρι, και μια φωνή σαν το μέλι. Σαν έγυρε ο ήλιος εκείνο το Σάββατο, σηκώνεται η Δέσποινα, ανάβει το καντήλι, θεμιάζει, συγυρίζεται, και πάει στο παράθυρο να ποτίση τα λουλούδια της. Ό,τι πήγε στο παράθυρο, μπήγει μια φωνή η μοιρολογίστρα η θειά της μες στην αυλή: «Βουρή σεις, Βουρή σεις. Στα όρ’ στα βνα, τση στα κλαδιά, τση στα ξηρά τα δέντρα! Τί’ νη τούτου του κακό που μάς ήβρη!» Στην Κανταξινή τάλεγε αυτά, που ήρθε και της έφερε τα μαύρα μαντάτα. Και τι μαντάτα! Ο δόλιος ο Κώστας έβαζε φωτιά σ’ ένα φουρνέλλο μέσα σ’ ένα χωράφι που άνοιγαν, και πρι να προφτάση να φύγη κόρωσε το μπαρούτι, του τσουρούφλιασε το πρόσωπο, του έβγαλε και τα μάτια του. Τον ανεβάζανε στο σπίτι του μισοζώντανο. Σαν τονε στρώσανε στο μιντέρι, και πρόσμενα το γιατρό απ’ ένα άλλο χωριό, και μαζεύτηκαν όλες οι κλαψάρες γριές της γειτονιάς, κ’ έβλεπαν τη μάννα να μαλλοσέρνεται, και τον Κώστα να μουγκρίζη από τον πόνο, άρχισαν κι αυτές τα μοιρολόγια, κ’ είτανε χερότερο κι από λείψανο. Είμουν και γω εκεί, δώδεκα χρόνων παιδί, κ’ έβλεπα. Κι αυτά δεν είταν τίποτις. Το μεγάλο το κακό έγινε σαν πρόβαλε η χαριτωμένη εκείνη κοπέλλα με τη θειά της, κίτρινη σα φλωρί, τα δυό της μεγάλα μάτια ορθάνοιχτα από την τρομάρα, το στόμα της άλαλο, και μήτε σταλαματιά δάκριο! Πού δάκρια τέτοιες ώρες! Αυτά έρχουνται ύστερα, σαν πέρασ’ η φουρτούνα και μαλάκωσ’ η καρδιά μας.
Θυμούμαι σαν την ένοιωσε ο καημένος ο Κώστας σιμά του και γύρεψε να της πη πως δεν έχει τίποτα, και πως γλήγορα θα γειάνη. Η φωνή του δεν ακούστηκε πολλή ώρα, γιατί άξαφνα η μοιρολογίστρα η θειά Περμαθούλα ξέσπασε σ’ ένα μοιρολόγι που τρόμαξε όλη η γειτονιά. Κ’ οι άλλες οι γριές, δος του και ν’ αναρρουφούνε, με την ποδιά στα μάτια!
Μέσα σ’ όλη εκείνη την παραζάλη, μόνο το κορίτσι βαστάχτηκε. Σηκώθηκε σα βασίλισσα ανάμεσά τους, και τις πρόσταξε να σωπάσουν. Και τότες φάνηκε η δύναμη της σπάνιας αυτής γυναίκας. Και σώπασε ο κόσμος, κ’ έστρωσαν το στρώμα, κ’ έβαλαν το παιδί μέσα. Κι από μοιρολογίστρες, έγιναν όλες γιάτραινες τώρα. Άλλη έφερνε τριανταφυλλόπηττες, άλλη μολόχες, κι άλλη θαματουργές εικόνες, να γλυτώσουν το παιδί. Κατά τα μεσάνυχτα έφτασε κι ο γιατρός. Κι άμα τον είδε, μας είπε πως τα μάτια του δεν έχουν γιατρειά.
Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες κάθουνταν η δόλια Δέσποινα πλάγι του. Της έλεγαν πως είταν και ντροπής να ξημερώνεται έτσι μια αρραβωνιασμένη κοπέλα στο πλάγι ενός παλικαριού. «Αυτός είναι ο άντρας μου» γύριζε κ’ έλεγε. «Δεν έχω να δώσω κανενός λόγο. Θα τον γιατρέψω, κι απέ θα τον πάρω». Και πνίγουνταν η φωνή της στα δάκρια.
Ο κόσμος τάπαιρνε αυτά για λόγια της λύπης και της στενοχώριας. Σα σηκώθηκε όμως ο Κώστας, και τον πήρ’ ένα πρωί από το χέρι και πήγε σπίτι της, και στολίστηκε, και μαζί με τη θειά της (που δεν της έπεφτε λόγος, κι ας τόθελε), πήγαιναν οι τρεις τους στην εκκλησιά, έτριψαν όλοι τα μάτια τους, και φώναξαν,
– Κρίμα στο κορίτσι!
– Κρίμα σε σας που το θαρρείτε, φώναζε κ’ η Δέσπω, απλώνοντας τόμορφο χέρι της με το μπιμπιλωτό το μανίκι.
Για καλή τους τύχη ο παππάς συγγενής όντας του Κώστα, και ξέροντας πωως η Δέσποινα είχε καλά προικιά από τη μάννα της, δεν έβγαλε δυσκολίες. Και σε μια μέρα μέσα ο Κώστας άλλο δεν είχε να λυπάται, παρά που δεν μπορούσε να δη το θησαυρό που του χάρισε ο Θεός. Μα και σ’ αυτό το δυστύχημά του απάνω χωράτευε ο καημένος, κ’ έλεγε πως του έφερε κ’ ένα καλό η στραβομάδα, που τους πάντρεψε πιο γλήγορα!
Η αγάπη, η αληθινή αγάπη που τα κάνει όλα μέλι γάλα, άρχισε αμέσως να βασιλεύη στο σπιτικό τους. Είταν Αύγουστος, και μονομιάς ανασκουμπώθηκε στη δουλειά η Δέσποινα. Είχε μεγάλα σχέδια στο νου της. Είτανε φιλόδοξη και περήφανη, και τόβαλε στο κεφάλι της να δείξη του κόσμο που τηνε λυπούνταν, τι μπορεί να κάμη μια Σταρβοκώσταινα.
Ολημερίς η Δέσποινα δούλευε στο χωράφι, κι ο Κώστας πότε νερό κουβαλούσε τον τοίχο τοίχο, πότ’ ελιές, πότε σύκα. Κάποτες έπαιρνε και τον νταμπουρά του και τραγουδούσε της λυγερής εκεί που δούλευε.
Έτσι πέρασαν κανέ δύο χρόνια. Γεννήθηκε και το μωρό τους κι ο κόσμος τώρα άρχισε να θαμάζεται τη μεγάλη την καλοτυχιά που έπεσε στο σπίτι της Στραβοκώσταινας. Τός, που πολλές κοπέλελς χωρατεύοντας έλεγαν πως θα γυρέψουν κι αυτές στραβόν άντρα! Ό,τι έπιανε στο χέρι της η κερά Δέσποινα γινότανε μάλαμα. Τα μαξούλια της είταν τα καλλίτερα, κι ο κόσμος πλέρωνε και κάτι παραπάνω για ν’ αγοράση απ’ τα χωράφια της. Χωράφια λέω, γιατί είταν τρία χωράφια τώρα, κ’ ύστερα έγιναν όλα εκείνα που είδατε.
Σαν πέρασαν άλλα δυό τρία χρόνια, η κερά Δέσποινα δε δούλευε πια απατή της. Είχε δουλευτάδες και παραγιούς. Είταν αρχόντισσα τώρα, και της έπρεπε. Κανένας δεν τηνε ζούλευε, γιατί η καρδιά της είταν πάντα η ίδια. Όλοι τηνε σέβουνταν και τηνε φοβούνταν κιόλας, γιατί ο λόγος της είχε βάρος και δύναμη. Κατάντησε να πηγαίνη ο κόσμος να τη συμβουλεύεται στις διαφορές του. Τέτοιο κεφάλι αντρίκιο είχε με τα γυναίκεια εκείνα κάλλη.
Ο Κώστας, δεν του ερχότανε να μην έχη κι αυτός μια δουλειά, κ’ έγινε ψάλτης. Μα τώρα την παράτησε την ψαλτική. Η διασκέδασή του τώρα είναι να βάζη τον Πέτρο να του διαβάζη ιστορίες το βράδυ. Τη μέρα πότε με τους γειτόνους, πότε με μικροδουλειές του, περνάει τον καιρό του. Η κερά Δέσποινα, αν και τα χτήματα τώρα τα κοιτάζει ο Πέτρος, καιρό να καθίσει δε βρίσκει. Πότε με το σπιτικό της, πότε με τα πάθια των γειτόνων της, όλο σε δουλειά βρίσκεται. Πού πηγαίνει και ξετρυπώνει ένα σωρό φτώχειες και συφορές, και γω δεν ξέρω. Αλλού δίνει δουλειά για βοήθεια, αλλού παράδες, αλλού καρπό. Η χαρά της είναι να κάνη καλό. Όποιος ξένος έρθη στο χωριό μας, στης Στραβοκώσταινας θα πάη. Αυτό έγινε και με λόγου σας.
– Μεγάλη μου ευτυχία, καθώς που έγινε, είπα του δασκάλου, και δυστυχία μου που δεν ήξερα σε ποιας αληθινής βασίλισσας παλάτι κοιμήθηκα ψες. Και να τόξερα! Κύριος οίδε πότε θα ξαναπεράσω από το χωριό σας.
Εδώ χωριστήκαμε, ο δάσκαλος γύρισε πίσω, και γω τράβηξα μπρος κατά τον κάμπο μας, που άρχισε να μισοφαίνεται τώρα.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.