Το διήγημα της Πέμπτης: «Η Θεία Χάρις» της Ευγενίας Γκιόκα
Δεν άκουγε κανέναν αυτή η γυναίκα, είχε ένα πείσμα. Της το είχαν πει τόσες φορές. Δεν μπορούσε πια να κυκλοφορεί μόνη της, κόντευε τα ενενήντα. Αυτή όμως, όχι, πάντα έκανε το δικό της…
Το διήγημά της με τίτλο “Η Θεία Χάρις” το οποίο βραβεύθηκε στον 23ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου, 18η Νοέμβρη 2023, μας έστειλε – και το δημοσιεύουμε – η Ευγενία Γκιόκα. Την ευχαριστούμε.
Η Θεία Χάρις
της Ευγενίας Γκιόκα
Η Νάντια σουλάτσαρε πάνω κάτω στο διάδρομο του νοσοκομείου. Σταματούσε, παρατηρούσε κάποιο ασθενή, ή κάποιο γιατρό, και μετά πάλι, χωρίς λόγο, επιτάχυνε. Έφτανε στην άκρη του διαδρόμου, και μετά πάλι πίσω. Μήπως φανεί και ο Κώστας… αυτή η Θεία, όλο μπελάδες ήτανε. Ώρα είναι, να μου πεις πως πρέπει να σε λυπηθώ κιόλας; μονολογούσε μέσα από τα δόντια της και συνέχιζε το σουλάτσο.
Δεν άκουγε κανέναν αυτή η γυναίκα, είχε ένα πείσμα. Της το είχαν πει τόσες φορές. Δεν μπορούσε πια να κυκλοφορεί μόνη της, κόντευε τα ενενήντα. Αυτή όμως, όχι, πάντα έκανε το δικό της. Είχε βγει για ψώνια, πάλι, και κουτρουβάλησε στις σκάλες του εμπορικού κέντρου. Ούτε ταυτότητα, ούτε τηλέφωνο, τίποτα που να δηλώνει ποια είναι, μια παλιά φωτογραφία μόνο βρήκαν στο πορτοφόλι της, με έναν νεαρό. Ευτυχώς στο εμπορικό την ήξεραν κάποιοι μαγαζάτορες, ο καστανάς που είναι απέξω στη γωνία, ειδοποίησε το Διευθυντή του σχολείου απέναντι, που ήξερε τον Κώστα. Και να την τώρα, στο νοσοκομείο.
«Για φαντάσου να τρέχαμε στην άλλη άκρη της Αθήνας», ήταν η πρώτη της κουβέντα στον Κώστα.
«Δε λες που είναι καλά η Θεία;» απάντησε εκείνος.
«Καλά το λες εσύ, αυτό το χάλι;» Η Νάντια με το βλέμμα της αναζήτησε το πρόσωπό του. Της φαινόταν απίστευτο, ο αδερφός της δεν είχε καταλάβει τίποτα; Δεν θα μπορούσαν να γίνουν πιο σαφείς οι γιατροί. «Είναι θέμα ωρών», τους είχαν πει.
Έτσι ήταν ο αδερφός της, ή του ύψους ή του βάθους. Και η μάνα τους είχε περάσει από αυτό το νοσοκομείο. Τότε, είχε πέσει στα μαύρα βάραθρα. «Έτσι είναι οι γιατροί, σου λένε πάντα το χειρότερο», του έλεγε. Επαληθεύτηκε όμως ο Κώστας για την απελπισία του. Ζήτημα να άντεξε ένα μήνα η κυρά Νίτσα. Η Θεία τότε, διαρκώς την κατηγορούσε πως χαϊδεύεται, και η κυρά Νίτσα μετά, έκλαιγε μοναχή της. Δε θυμάται η Νάντια ποτέ να της αντιμίλησε, ούτε να υπερασπίστηκε τον εαυτό της, ποτέ. Αυτή την υποχώρησή της, δεν τη συγχώρεσε στη μάνα της.
Ήταν δύσκολη η μέρα στο γραφείο, για τον Κώστα. Ήταν η περίοδος των κρίσεων στο Πανεπιστήμιο. Η Θεία, τον είχε πείσει πως το καλύτερο είναι να γίνει γιατρός, «σημαντικό και κερδοφόρο επάγγελμα», έτσι έλεγε. Μετά κόπων και βασάνων, έγινε χειρουργός οφθαλμίατρος. Τα γεγονότα της Τιμισοάρας τον είχαν βρει στο Πανεπιστήμιο στη Ρουμανία, κόντευε να τελειώσει, όμως με τις φασαρίες και την αλλαγή στο καθεστώς, όλα άλλαξαν. Ήρθε πίσω στην Ελλάδα και ξανάρχισε από την αρχή. Τελικά η Θεία Χάρις, με τις πολλές επισκέψεις της στο Πανεπιστήμιο, στο Υπουργείο αλλά και στο προσωπικό γραφείο του Υπουργού, κατάφερε και του αναγνώρισαν κάποια μαθήματα, και μπόρεσε να συνεχίσει το Πανεπιστήμιο. Αφού τέλειωσε στο Καποδιστριακό, στην Αθήνα, και μετά και το μεταπτυχιακό, που τέλειωσε με άριστα, ξεκίνησε την καριέρα του ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Για το άριστα, που είχε τελειώσει το μεταπτυχιακό του, η Νάντια είχε ακούσει άπειρες συζητήσεις και παινέματα από τη Θεία Χάρις.
Όταν τον ειδοποίησαν, ήταν σε σύσκεψη. Δε μπορούσε να διακόψει και της τηλεφώνησε. «Παράτα ό,τι κάνεις, θα είμαι στο Γεννηματά με τη Θεία» της είπε κι έκλεισε.
Μόλις είχε γυρίσει σπίτι και είχε φτιάξει ένα καφέ… ούτε μια γουλιά δεν πρόλαβε να πιει. Μέχρι να φθάσει, σε όλο το δρόμο, δεν ήξερε τι θα αντικρίσει… κατάφαγε τα νύχια της. Αποκλείεται, σκεφτόταν, να είναι ο Κώστας. Η φωνή του στο τηλέφωνο ήταν πολύ ζωηρή, μάλλον αγχωμένος έδειχνε, παρά άρρωστος. Το ύφος του την ανησύχησε περισσότερο. Έδειχνε πως δε χώραγε αργοπορία η κατάσταση. Η Θεία; Τι την πήρε μαζί του; …παντού η Θεία…
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός. Εκείνο το τεράστιο parking του νοσοκομείου, οι ψηλοί ευκάλυπτοι, τα γερασμένα κτίρια, το φανάρι φεύγοντας, που δεν το είχε προλάβει ποτέ πράσινο. Εκείνη η φρικτή μυρωδιά των διαδρόμων. Και η μπλε γραμμή στον τοίχο, στο ύψος της μέσης της, πόσα βράδια δεν τα είχε περάσει εδώ με τη μάνα τους… Το τρίξιμο από το άνοιγμα της πόρτας του θαλάμου, δεν θα το ξέχναγε ποτέ. Η μάνα τους είχε φύγει, κι εκείνη ακόμα δίσταζε κάθε φορά που έπρεπε να ανοίξει μια πόρτα.
Μόλις έφθασε ο Κώστας, της τηλεφώνησε. Τη Θεία την είχαν μεταφέρει στην Α’ χειρουργική. Κατέβηκε και πήγε στην είσοδο. Τον βρήκε να την περιμένει δίπλα στο ασανσέρ. Άρχισαν να ανεβαίνουν τους ορόφους με τις σκάλες. Η Νάντια τρέχοντας, τον ακολουθούσε. Μια δρασκελιά του, ήταν τρεις δικές της. Στην πόρτα του θαλάμου σταμάτησαν. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο γιατρούς και νοσοκόμες. Ο αδερφός της στεκόταν δίπλα της κι όμως ήταν απών. Τα χέρια του κρέμονταν από τους ώμους του, σαν ξύλινα κουπιά παρατημένης βάρκας φαίνονταν, παρά σαν χέρια. Το σώμα του γερμένο μπροστά, κουρασμένο. Το πρόσωπό του ήταν άχρωμο, τα μάτια του θλιμμένα, έκανε να κλάψει, μετά σα να το μετάνιωνε, κοίταζε στο παράθυρο, έξω. Σα να έχασε το μυαλό του, ξαφνικά φαινόταν γερασμένος, κι ας ήταν μικρότερος της.
Με ένα νεύμα, του έδειξε τη Θεία, στο θάλαμο. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του δεξιά – αριστερά, αρνούμενος αυτό που του έλεγε. Έκλεισε τα μάτια της και τα δάκρυα που άφησε, του επιβεβαίωσαν τον χειρότερο φόβο του. Εκείνος δε μπορούσε ούτε να κλάψει. Η Θεία Χάρις δεν είχε πολλές πιθανότητες να ανακάμψει. Και εκείνοι έπρεπε να φροντίσουν για όλα. Δεν της είχε μείνει και κανένας άλλος, η Νάντια και ο Κώστας. Αυτοί ήταν οι μόνοι συγγενείς της. Ανίψια από την αδερφή της. Δε φρόντισε ποτέ της να αποκτήσει δικά της παιδιά, δεν παντρεύτηκε ποτέ της, δεν σχετίστηκε ποτέ με κανέναν, τόσοι συνάδελφοί της, τη θέλανε. Αλλά αυτή πάντα κολλημένη στην αδερφή της. Η Νάντια δεν ήταν σίγουρη αν την είχε αγαπήσει αυτή τη Θεία ποτέ, όμως τώρα δεν ήταν ώρα… Θα τα κουβέντιαζε όλα με τον αδερφό της μετά. Είχε πολλές ερωτήσεις. Από κορίτσι, ειδικά πριν παντρευτεί και φύγει από το σπίτι τους, σενάρια που είχε φτιάξει… Γιατί δεν παντρεύτηκε ποτέ η Θεία; Δεν την είχε δει ποτέ με κάποιον άντρα… Κι ο πατέρας της, τον είχε ακούσει να λέει, «τις παντρεύτηκα και τις δύο μαζί»… Στοιχημάτιζε πως θα ανακάλυπτε κάποτε, τι μυστικό έκρυβε η Θεία.
Η Θεία της, η Χάρις, έτσι είχε επιβάλει να την φωνάζουν, σπουδαγμένη, δασκάλα, ανεξάρτητη, πολυταξιδεμένη και δυναμική. Το Χαρίκλεια, το βαφτιστικό της, το «άκουγε» μόνο στο χωριό. Πώς να διορθώνει τον καθένα, όλοι τη γνώριζαν από παιδί, και της ήταν δύσκολο. Τα πρώτα χρόνια, αφότου γύρισε από το Ηράκλειο της Κρήτης, που σπούδασε δασκάλα, και συστηνόταν ως Χάρις, είχε δεχθεί τα γέλια από τους συγχωριανούς της, και με τα πολλά παραδόθηκε. Έμεινε για λίγο στο χωριό τότε, παντρεύτηκε εντωμεταξύ και η μαμά της Νάντιας, η αδερφή της, με το συγχωριανό τους, το Θοδωρή, που ήρθε για αυτό το σκοπό από την Αθήνα, και αμέσως μετά το γάμο, φύγαν όλοι μαζί. Μέχρι να έρθει ο διορισμός της, η Θεία Χάρις, ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα. Μετά εγκαταστάθηκε μαζί τους, οριστικά. Δίπλα τους, στη διπλανή πόρτα νοίκιασε διαμέρισμα η Θεία.
Η ζωή τους, από ότι θυμόταν η Νάντια, δε διέφερε από των φιλενάδων της. Μόνο που αυτοί στο σπίτι τους, είχαν πάντα τη Θεία Χάρις. Όταν γύριζε από τη δουλειά της ερχόταν στο σπίτι τους, στο μεσημεριανό περίμεναν να γυρίσει και εκείνη, για να στρώσουν τραπέζι. Ακόμη και το βραδινό, ποτέ δεν ξεκίνησαν χωρίς αυτήν. Αν ήταν στο θέατρο, ή με τις φίλες της, έτυχε πολλές φορές που την περίμεναν, αλλά εκείνη είχε φάει έξω… Η Νάντια, πολλές φορές είχε ακούσει τους γονείς της να μαλώνουν εξ αιτίας της. Η μάνα της όμως την υπερασπιζόταν, πάντα της έδινε δίκιο. Όσο μεγάλωνε, της ήταν δύσκολο να καταλάβει, γιατί πάντα η Θεία είχε δίκιο. Κι όταν ο πατέρας, κάποιες φορές, έξαλλος, φώναζε, πως δεν είναι ζωή αυτή, η μάνα της έσκυβε το κεφάλι και σιωπούσε. Την είχε ρωτήσει μια φορά, η Νάντια, «σε εκβιάζει η Θεία, μαμά;»
Η Θεία Χάρις, ποτέ δεν έδειξε τρυφεράδα στη Νάντια. Ο Κώστας ήταν ο αγαπημένος της, και δεν το έκρυψε ποτέ της. Ούτε οι γνώσεις της περί των παιδαγωγικών, δεν στάθηκαν αρκετές, ώστε να μετριάσει αυτή την αδυναμία της. Εκείνη είχε περάσει με την πρώτη στο Πολυτεχνείο, Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και μετά το διδακτορικό της, ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα, ενώ ο Κώστας, αφού απέτυχε να μπει σε πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, έφυγε με τις ευλογίες της Θείας, για το εξωτερικό. Όμως για την Θεία Χάρις εκείνος ήταν ο εκλεκτός. «Θα βγει γιατρός», έλεγε με στόμφο.
Η Νάντια είχε προχωρήσει ήσυχα τη ζωή της. Ο άντρας της, ο Μιχάλης, παιδί χωρισμένων γονιών, πανεπιστημιακός κι αυτός, βρήκε στην οικογένειά της, τους γονείς που του έλειπαν. Με τη γιαγιά και μια θεία του, είχε μεγαλώσει και εκείνος. Οι γονείς του μετά το χωρισμό τους, έφτιαξαν άλλη οικογένεια, «στον αυτόματο», όπως αστειευόταν, μεγάλωσε ο Μιχάλης. Με τη Νάντια γνωρίζονταν από φοιτητές, όταν τέλειωσαν παντρεύτηκαν αμέσως. Την αγάπησε από την πρώτη στιγμή που την είδε, έλεγε. Όταν τα παιδιά τους μεγάλωσαν λίγο, δύο παιδιά έκανε και εκείνη σαν τη μάνα της, πήραν την απόφαση, να φύγουν από την Αθήνα, δεν την μπορούσαν άλλο τη ζούγκλα της πόλης. Κανόνισαν και οι δύο και πήραν μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και μετακόμισαν σε ένα ορεινό Θεσσαλικό χωριό, την Καρυά. Δυο ώρες από τη Θεσσαλονίκη, μία από τη Λάρισα, μισή ώρα από τη Λεπτοκαρυά. Το χωριό είχε δημοτικό σχολείο, αυτό και μόνο, έφτανε. Ήταν βασικό να έχει σχολείο το χωριό. Προστέθηκαν και τα παιδιά τους στη δύναμη του σχολείου, και τους χρώσταγαν και χάρη οι χωριανοί για αυτό.
Όταν τους ανακοίνωσαν την πρόθεση τους να μετακομίσουν, στεναχωρήθηκαν όλοι, ειδικά η μάνα της, που την είχε για αποκούμπι τη Νάντια. Τα μυστικά και τους καημούς της, τα ήξερε όλα, σε κείνη τα έλεγε για να ανασάνει. Όλα, εκτός από το μυστικό της Θείας. Τη φόρτωνε η κυρά Νίτσα, το καταλάβαινε, αλλά τι να έκανε κι αυτή; Η αδερφή της δεν είχε κρατημό, την πίκραινε σε κάθε ευκαιρία. Ο Κώστας ήταν το παιδί της Θείας Χάρις, «τον είχε βάλει στο βρακί της», έτσι έλεγε η μάνα της. Ο πατέρας της, ο «ειρηνοποιός» της οικογένειας, έτσι τον έλεγε η Θεία, βρήκε τη λύση. Θα πήγαιναν τα καλοκαίρια στο χωριό με τη Νάντια, και το χειμώνα, εκείνοι θα επέστρεφαν στην Αθήνα. Θα τους βοηθούσαν και με τα παιδιά, και σε εκείνους θα έκανε καλό. Έτσι κι αλλιώς, για πέντε, έξι χρόνια το πολύ, θα έμεναν στο χωριό, μετά θα γυρνούσαν και πάλι στην Αθήνα, να πάνε τα παιδιά στο Γυμνάσιο.
Και η Θεία Χάρις συμφώνησε. Η μέρα όμως που η Θεία θα επισκέπτονταν το χωριό, έμοιαζε εφιαλτική για την κυρά Νίτσα αλλά και για τη Νάντια. Θα επιθεωρούσε τα πάντα, και με το «έτσι θέλω», θα απέρριπτε ό,τι δεν της άρεσε. Ευτυχώς στάθηκαν τυχεροί, βρήκαν σπίτι, ένα ευρύχωρο, πέτρινο, καλοδιατηρημένο, στην άκρη του χωριού. Τα σπίτια προς ενοικίαση ήταν πολύ λίγα και παλιά. Ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς στην Καρυά, αλλά και το καλοκαίρι δε θύμιζε διόλου τις θερμοκρασίες της Αθήνας. Το χιόνι στον Όλυμπο δε λιώνει ποτέ. Ιδίως για τον κύριο Θοδωρή, που είχε πρόβλημα με τα βρογχικά του από νέος, ήταν σημαντικό το σπίτι να είναι ζεστό και να μην κρατά υγρασία.
Στην πρώτη τους επίσκεψη στο χωριό η κυρά Νίτσα με τον κύριο Θοδωρή ενθουσιάστηκαν. Ήταν καλοκαιράκι και η πλατεία του χωριού με τον γέρο-πλάτανο, ήταν απόλαυση. Κι ο Όλυμπος επιβλητικός, θεριό ολάκερο, να στέκει σαν προσκέφαλο στην πλάτη του χωριού. Τους θύμιζε και το χωριό τους, η φρεσκάδα του αέρα, το ορεινό τοπίο, ο πλάτανος, οι πλακόστρωτες πλατείες. Ήταν βουνίσιοι και οι δυό. Τούτο το χωριό τα είχε όλα, παράδεισο τον έλεγε ο κύριος Θοδωρής. Δεν ήταν σε μεγάλο υψόμετρο, γύρω στα 800 μέτρα, κι είχε και κάμπο που βάζανε σιτάρια, αλλά κι η θάλασσα ήταν μισή ώρα δρόμο. Το καφεδάκι τους στη βεράντα, και μετά το μεσημεριανό τσίπουρο με μεζέ στην πλατεία, έμοιαζαν ευλογία. Ο Μιχάλης πάλι, που βρήκε τη χαρά κρυμμένη στα χώματα του κήπου τους, ήταν πολύ περήφανος για τα ζαρζαβατικά του. Κι όλο τον φωτογράφιζε το μπαξέ του, εντρύφησε και στη φωτογραφία. Όλο το Πανεπιστήμιο ήξερε για τις φράουλες του. Η Νάντια, είχε βρει τη χαρά της στο τοπικό χορευτικό. Ούτε λόγος για τα παιδιά, βρήκαν τη χαρά της ζωής στο χωριό, βράδυ μαζεύονταν σπίτι από τα παιχνίδια τους. Όμως το σημαντικότερο ήταν, ότι είχαν απαλλαγεί, προσωρινά τουλάχιστον, από τη Θεία. Αυτά τα χρόνια στο χωριό, ήταν τα καλύτερα για τους γονείς της. Τις βόλτες τους, πιασμένοι από το χέρι, τα γέλια της μάνας της, τα παιχνίδια του παππού με τα εγγόνια του, δεν θα τα ξέχναγε ποτέ η Νάντια. Η απουσία της Θείας Χάρις ήταν ευεργετική για όλους. Αλλοίμονο στον Κώστα…
Όταν τους ειδοποίησε πως θα ερχόταν, ξαφνιάστηκαν, ήταν ακόμα χειμώνας. Δύσκολη εποχή για την Καρυά, αλλά μήπως και να της το έλεγαν, θα άλλαζε γνώμη; Εκείνη την εποχή ο Κώστας ήταν ερωτευμένος με μια γιατρίνα, που είχε έρθει στο Πανεπιστήμιο με το πρόγραμμα ERASMUS και είχε απομακρυνθεί από τη Θεία. Εκείνη δε το χώνεψε, πώς ο Κώστας προτιμούσε τη γιατρίνα του… από τη συντροφιά της. «Εκείνη που τον είχε κάνει άνθρωπο, τον απάνθρωπο», όπως τους είπε, με το που έφθασε. Η Θεία, σπάνια θα ενέκρινε κάτι, αν δεν το είχε διαλέξει. Έτσι την έπαθε και η γιατρίνα, δεν πέρασε τις «εξετάσεις» της Θείας, και λίγο καιρό μετά, ο Κώστας τη χώρισε.
Το χωριό, της φάνηκε «πολύ κτηνοτροφικό», οι δρόμοι ήταν γεμάτοι βουνιές από τα ζώα, και της προκαλούσαν εμετό. Το σπίτι τους, μικρό και «ανάξιο να στεγάσει δύο πανεπιστημιακούς». Την κυρά Νίτσα την πρόσβαλε συνέχεια, ό,τι έκανε το έβρισκε λάθος, μόνο τον κύριο Θοδωρή, τον άφηνε συνήθως στο απυρόβλητο.
Τον αδερφό της η Νάντια τον αγαπούσε πολύ, γυρνώντας από το χωριό, προσπάθησε να ξανάρθουν κοντά, μάταια όμως. Η συμπεριφορά της Θείας, από μικρά παιδιά τους ξεχώριζε, τον είχε κάνει αδιάφορο, εγωιστή, μόνο για την καριέρα του έδειχνε να ενδιαφέρεται, για τίποτα άλλο. Η Θεία θα πληρωνόταν με το ίδιο νόμισμα, στοιχημάτιζε, η Νάντια. Γιατί δεν είχε αγάπη για κανέναν μέσα της. Κάτι άλλο την έκανε να προσκολλάται τόσα χρόνια στις ζωές τους, κάτι που η Νάντια έπρεπε να ανακαλύψει. Όταν ξαναγύρισαν στην Αθήνα, ήταν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα. Τί τα σκεφτόταν όμως τώρα όλα αυτά;
Ο θάλαμος είχε ήδη τη μυρωδιά του θανάτου. Η Θεία Χάρις με ό,τι δυνάμεις της είχαν απομείνει, ανασηκωνόταν και κοιτούσε προς την πόρτα. Για δευτερόλεπτα τα κατάφερνε και έπειτα πάλι έπεφτε στο κρύο στρώμα του κρεβατιού. Πρώτα μπήκε η Νάντια, ο Κώστας κοντοστάθηκε, σα να ζύγιαζε προς τα που έπρεπε να πάει. Η Νάντια ζυγώνοντας, βράδυνε το βήμα της και κοντοστάθηκε και εκείνη. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Με το πέσιμο είχε χτυπήσει σοβαρά. Τίποτα δε θύμιζε την αυστηρή, πάντα καλοχτενισμένη, διδασκάλισσα, Θεία Χάρις. Ήταν και ένα αιμάτωμα που βρήκαν, και το φοβούνταν ιδιαιτέρως, είχαν πει οι γιατροί.
«Από το ίδιο θα πάνε;» ψέλλισε ο Κώστας μπαίνοντας.
Η Νάντια ένιωσε το αίμα στο κεφάλι της να βουίζει, η καρδιά της σφυροκοπούσε τα στήθη της, θα ήθελε να ουρλιάξει. Η ζωή των γονιών της τόσα χρόνια, εξ αιτίας αυτής της Θείας, ήταν ένα μαρτύριο. Δε θα τη συγχωρούσε ποτέ για αυτό. Δεν κατάλαβε ποτέ της, γιατί τους μαύρισε τη ζωή. Γιατί προσκολλήθηκε τόσο πάνω τους. Τόσα χρόνια, προσπαθούσε να παίρνει χαρά από τη χαρά τους, δεν προσπάθησε ούτε μία φορά να κάνει κάτι δικό της, πάντα ήταν ο κλέφτης τους. Τόσοι καβγάδες στο σπίτι τους εξαιτίας της. Ας πρωτοτυπούσε τουλάχιστον τώρα, να τους αφήσει ήσυχους.
Κάποτε ο πατέρας της, είχε φέρει στο σπίτι τους ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Κρυφά από όλους είχε βγάλει το δίπλωμα οδήγησης. Τους είχε κατεβάσει γεμάτος χαρά στο δρόμο, να τους το δείξει. Είχαν αγκαλιαστεί, η μάνα της είχε βάλει στο καθρεφτάκι και μια εικόνα της Παναγιάς. Είχαν μπει μέσα και οι τέσσερις και το κοίταζαν και το χάιδευαν και είχαν φτιάξει και σχέδιο για τις βόλτες, πού θα πήγαιναν. Μέχρι που γύρισε από τη δουλειά της, εκείνη. Ξινή τους την έβγαλε τη χαρά. «Δεν θα σας ταΐζω εγώ», έτσι το ξεκίνησε. Μετά, τα έβαλε με τον πατέρα, «είχε και στο χωριό του, ούτε γαϊδούρι δεν ήξερε να καβαλικεύει». Πάει το αυτοκίνητο, ο πατέρας της, τους ανακοίνωσε μια μέρα πως το πήγε πίσω, και έχασε και την προκαταβολή.
Και τους γονείς της, δεν τους συγχωρούσε. Ήταν λες και της ξεχρέωναν κάποια ατέλειωτα χρωστούμενα. Πόσες φορές δεν προσπάθησε να μάθει η Νάντια… Και τη γιαγιά και τη μάνα της, αλλά και τον πατέρα της είχε ρωτήσει. Τίποτα. Τύφλα να έχουν τα μυστήρια της Αγκάθα.
Ο κύριος Θοδωρής, λίγες μέρες που βάλανε την κυρά Νίτσα στου Γεννηματά, κατέβηκε στη στάση να πάρει το λεωφορείο. Αχάραγα ξεκίναγε από το σπίτι, δεν έλειψε από το προσκέφαλο της. Ήταν δικό του λάθος είπαν, ο οδηγός δε πρόλαβε, ήταν και ηλικιωμένος, δεν άντεξε. Τον χάσανε από χτύπημα στο κεφάλι. Η Θεία έλεγε πως το φταίξιμο ήταν αποκλειστικά δικό του. Το δικαστήριο όμως είχε επιρρίψει ευθύνες κυρίως στον οδηγό. Τι να το κάνεις; ο κύριος Θοδωρής έφυγε και η κυρά Νίτσα δεν το έμαθε ποτέ. Τι να της πουν; έτσι που ήταν, θα έφευγε μια ώρα αρχύτερα. Μια φορά, η Θεία, στο νοσοκομείο, «της ξέφυγε», είπε… Ευτυχώς η κυρά Νίτσα δεν καταλάβαινε κι έτσι έμεινε στην άγνοιά της. Από μια πλευρά, καλύτερα που φύγαν έτσι, αν έμενε κάποιος μόνος, στα χέρια της…
Το πρόσωπό της… σα να είχαν φύγει και οι βαθιές ρυτίδες που είχε ανάμεσα στα φρύδια της. Τι κατάφερες, τόσα χρόνια… Η Νάντια ένιωσε καυτά δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της, καταρράκτες πίκρας, που ξεχύθηκαν ξαφνικά από την ψυχή της.
Η Θεία τους χαμογέλασε, έκανε μια ύστατη προσπάθεια να σηκωθεί, άπλωσε το χέρι προς στο μέρος τους, φαινόταν εντελώς χαμένη πια. Ο Κώστας ασυναίσθητα τραβήχτηκε πίσω. Δεν την άγγιξε. Όταν τον βρήκε η Νάντια καθόταν σε ένα κάθισμα του διαδρόμου και έκλεγε δυνατά. Η Θεία είχε φύγει και οι δυό τους ένιωθαν την απουσία της.
Από το νοσοκομείο έφυγαν χώρια, όπως ήρθαν.
«Μου είχε ζητήσει να την πάμε στο χωριό», της είπε φεύγοντας. Η Νάντια έγνεψε, ναι.
Για μέρες δεν τηλεφωνήθηκαν. Ευτυχώς οι συνάδελφοί του τον συντρέξανε τον Κώστα. Δεν είχε και άλλους να μοιραστεί τον πόνο του. Η Θεία τον είχε πείσει πως δεν χρειάζεται κανέναν, θα ήταν εκείνη για αυτόν στη ζωή του… Όσες φορές κι αν τον κάλεσε στο τηλέφωνο ο Μιχάλης για τα συλλυπητήρια, δεν απάντησε. Την Πέμπτη το πρωί, τους κάλεσε στο σπίτι. Παράξενο, μόνο η Θεία, τους καλούσε στο τηλέφωνο του σπιτιού.
«Έχω κανονίσει με τον παπά Αντώνη για μεθαύριο» είπε.
«Για τα υπόλοιπα;» ρώτησε η Νάντια. Θα τα είχε κανονισμένα όλα, και για τους γονείς τους εκείνος είχε τρέξει. Όμως τι άλλο να του πει;
«Να έπαιρναν τα παιδιά μαζί; ή καλύτερα όχι; τι λες και εσύ;» Ο Μιχάλης την περίμενε την ερώτησή της. «Πρέπει, η Θεία ήταν κομμάτι της ζωή μας» της απάντησε.
Στο δρόμο για το χωριό, στο αυτοκίνητο, η Νάντια δεν έβγαλε λέξη. Τα παιδιά δεν είχαν σταματημό, ήθελαν να μάθουν τα πάντα. «Γιατί η Θεία καθόταν δίπλα στον παππού στο σινεμά;» «η Θεία δεν αγαπούσε τη γιαγιά Νίτσα;» «ο παππούς είχε παντρευτεί και τη γιαγιά και τη Θεία;» «το ξέρεις ότι η Θεία στο πορτοφόλι της, είχε φωτογραφία μόνο του παππού;»
Ο Κώστας αφού τέλειωσαν, και θα πήγαιναν για φαγητό που συνηθίζεται, τους ανακοίνωσε ότι είχε κλείσει δωμάτια για όλους, θα μπορούσαν να μείνουν ένα βράδυ στο χωριό. Θα βλέπανε και τα ξαδέρφια τους, που δεν είχαν δει για χρόνια. Μετά την επιστροφή τους από την Καρυά είχαν τύχει τόσα… ούτε μυαλό για εκδρομές είχαν, ούτε χρόνο. Και το σπίτι τους είχε σχεδόν γκρεμιστεί, τα ξενοδοχεία ήταν πανάκριβα, ποιόν να έρθουν να δουν;
Θα ξεκουράζονταν και θα έβγαιναν βόλτα στο χωριό, και μετά στο καφενείο, έτσι είχαν πει. Η πόρτα του δωματίου τους χτύπησε, ο υπάλληλος της υποδοχής στεκόταν με ένα φάκελο στα χέρια.
«Από το γραφείο τελετών» είπε «τα προσωπικά της πράγματα».
«Στον αδερφό μου… όχι, όχι αφήστε» είπε και άπλωσε το χέρι να πάρει το φάκελο. Και τι να έχει; τα λεφτά για τα ψώνια;… τη φωτογραφία, ίσως και το πιστοποιητικό της ταφής, σκέφτηκε, και άφησε το φάκελο στο κομοδίνο. Να ξεκουραστεί λίγο, είχε αποκάμει με όλα αυτά, σε λίγο έπρεπε να ξαναβγεί.
«Δεν πιστεύω να παρεξηγηθεί η Θεία, να πιούμε ένα ακόμα», της είπε η ξαδέρφη της. Είχαν πιεί ήδη αρκετά, τι θα πείραζε ένα ακόμη; Το κόκκινο κρασί, ντόπιο εκεί του χωριού, τους είχε αλλάξει εντελώς τη διάθεση. Ο Μιχάλης με τα παιδιά είχαν πάει για ύπνο, η Νάντια είχε ξεχάσει σχεδόν τη Θεία, ένιωθε σαν ανέμελο παιδί σε σχολική εκδρομή.
«Βρε Νάντια, πώς άντεξε η μάνα σου, αλλά κι ο πατέρας σου…». H Νάντια δεν απάντησε. Ήταν πια αργά, έβλεπε και τον Κώστα απέναντί της, είχε μεθύσει. Γελούσε, μιλούσε φωναχτά, αστειευόταν.
«Τα λέμε αύριο» σηκώθηκε να φύγει. Ευτυχώς το ξενοδοχείο ήταν δυό βήματα από την πλατεία. Ο νυχτερινός βουνίσιος αέρας της χτύπησε το πρόσωπο, στο πρώτο της βήμα ένιωσε πως το μυαλό της καθάρισε. Να γυρίσει να πάρει και τον Κώστα, σκέφτηκε. «Ας γυρίσει όποτε θέλει», σκεφτόταν, ανεβαίνοντας τα σκαλιά για το δωμάτιο της.
«Αγάπη μου, άντρα της ζωής μου» έγραφε. Η φωτογραφία ήταν πολύ παλιά, ασπρόμαυρη, τα χρόνια είχαν αφήσει τα σημάδια τους πάνω της, σε κάποια σημεία ήταν τόσο θολή, ίσα που τον διέκρινε τον πατέρα της.
«Θεέ μου» δε μπόρεσε να κρατηθεί. Ο Μιχάλης πετάχτηκε από δίπλα της. Ήταν τρεις τη νύχτα. «Τι είναι;» της είπε. Κρατούσε τα χέρια της σε μπουνιές κοντά στο γερμένο της πρόσωπο. Τα μάτια της ήταν σφραγισμένα. Το πρόσωπό της σφιγγόταν, ήταν έτοιμο να σπάσει. Το κορμί της σπαρτάραγε. «Θεέ μου» συνέχιζε να λέει. Τι της συνέβαινε, τι έγινε; Την είχε ακούσει να μπαίνει, την είχε δει να βγάζει τα ρούχα της, τι συνέβη τώρα;
Η Νάντια έκρυψε σφιχτά στα χέρια της τη φωτογραφία. Ξαναντύθηκε βιαστικά, «τίποτα», είπε, και βγήκε από το δωμάτιο. Ο δρόμος άδειος. Κοίταξε τριγύρω και έριξε μια κλεφτή ματιά πάλι στη φωτογραφία. Συνέχισε να παραληρεί, «Θεέ μου». Ευτυχώς η παρέα είχε διαλυθεί, μόνο ο Κώστας, συνέχιζε να πίνει. Δεν ήταν σίγουρη, έκλαιγε ή τον είχε πιάσει το αλλεργικό του; Τον κοίταξε πάλι, από τα μάτια του με βία κρατιόνταν τα δάκρυα.
Δε μπορούσε να μιλήσει, ούτε σε εκείνον. Ένιωσε εντελώς μόνη. Ένα παράπονο την πλημμύρισε. Δεν είχε κανέναν να μοιραστεί τον πόνο που ένιωθε. Μια φορά, είχαν μαλώσει στα παιχνίδια με τα ξαδέλφια της, η Θεία την είχε μαλώσει πολύ. Της είχε πει κάτι, τότε δεν ήξερε, αλλά είχε πιστέψει πως ήταν πολύ κακό. Η μαμά της δεν της εξήγησε «αντροχωρίστρα», έτσι την είχε πει η Θεία της, «αντροχωρίστρα, σαν τη μάνα σου». Κανείς δεν την είχε συντρέξει και τότε, η μάνα, της είχε πει να μην το πει σε κανέναν. Θα ήθελε να την είχε εδώ τη Θεία τώρα, να της έλεγε…
Το πρωί τους βρήκε και τους δύο μεθυσμένους. Η Νάντια ίσα που στεκόταν στα πόδια της. Τον Κώστα τον είχε πιάσει πιο πολύ, σκέτο ράκος ήταν. Ο Μιχάλης με παρακάλια τους έπεισε να γυρίσουν να κοιμηθούν λίγο. Μετά στο αυτοκίνητο για Αθήνα πήραν και τον Κώστα μαζί, πώς να οδηγούσε έτσι;
Είχε περάσει πια μια εβδομάδα και η ζωή τους είχε επανέλθει στη ρουτίνα της. Δουλειά, σχολεία, κολυμβητήρια, ωδείο, όλα όπως πριν. Κανείς τους δεν ήθελε να μιλήσει για τη Θεία. Ειδικά η Νάντια που από χαρακτήρα δεν ήταν ποτέ ομιλητική, τώρα δεν της έπαιρνες κουβέντα. Ήταν νευρική, κι είχε ένα πόνο ζωγραφισμένο στα μάτια της. Εκείνη η αφιέρωση, της είχε σκίσει τα σωθικά.
«Να μιλήσουμε», της είπε ο Μιχάλης. Ήταν Κυριακή και τα παιδιά έλειπαν. Ό,τι κι αν είχαν, περίμεναν την Κυριακή, για να κουβεντιάσουν. Δεν απάντησε. «Ποιόν άλλον έχεις;», επέμεινε. Η φωνή του είχε παράπονο. Τον είχε αποκλείσει, έτσι ένιωθε. Δεν της είχε σταθεί πάντα; Γιατί τώρα αρνιόταν; Μυριάδες σκέψεις, του είχαν περάσει από το μυαλό. Ακόμη ότι μπορεί να είχε συναντήσει κάποιον από τα παλιά στο χωριό, και την αναστάτωσε, σκεφτόταν.
Το μυστικό… δε μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, ήταν τόσο ντροπιαστικό. Το κουδούνι της πόρτας που χτυπούσε επίμονα την έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Ήταν ο Κώστας. Τις Κυριακές, παίζανε σκάκι με τον Μιχάλη.
Κοίταξε τριγύρω, τα παιδιά έλειπαν, «με πήρε ο δικηγόρος, για τη διαθήκη», είπε.
Η Νάντια ούτε να ακούσει, «ουφ», έκανε. Ακόμα και τη φωτογραφία του, που ήθελε τόσο να στολίσει στο σαλόνι τους, την καταχώνιασε στις σελίδες του πιο μισητού της βιβλίου, των αρχαίων της Γ’ Λυκείου. Ότι της την θύμιζε… και τον Κώστα, κι αυτόν, τον κοίταξε αγριεμένη.
«Δεν έχουμε καμία δουλειά, εσύ ήσουν ο αγαπημένος της», πετάχτηκε ο Μιχάλης. Κι έπειτα σα να μετάνιωσε, «αλήθεια έκανες κανένα μάθημα από το τελευταίο μας παιχνίδι;» άλλαξε κουβέντα. Ο Κώστας, σαν να μην άκουσε, γέλασε και στρώθηκε να περιμένει για το σκάκι. Τόσα χρόνια να ισορροπεί μεταξύ της Θείας και των άλλων, το είχε συνηθίσει. Ήταν ο ρόλος του, δεν είχε παραπονεθεί ποτέ για αυτό, δεν μιλούσε γι΄ αυτά ο Κώστας…
Θα τους το θύμιζε μια άλλη στιγμή, έπρεπε να τελειώνουν, δεν είχε νόημα να μένουν εκκρεμότητες, σκέφτηκε. Ο δικηγόρος ήταν κατηγορηματικός, έπρεπε όλοι τους, και τα παιδιά ακόμη, να παρευρίσκονται.
Το ραντεβού με το δικηγόρο κλείστηκε Σάββατο πρωί, να τους βολεύει όλους. Ήταν όλοι στην ώρα τους. Τα παιδιά για λίγο περιεργάστηκαν τον αυστηρό χώρο του γραφείου, αλλά βαρέθηκαν, και στριφογυρνούσαν στις καρέκλες τους. Η Θεία είχε μοιράσει την περιουσία της σε ίσα μερίδια στους δυό τους. Η Νάντια δεν πίστευε στα αφτιά της, κι ο Μιχάλης στο άκουσμα της μοιρασιάς, μετάνιωσε που είχε πικράνει τον Κώστα. Εκείνος, σα να ήξερε από πριν, ήταν εντελώς ανέκφραστος.
«Αφού ολοκληρώσαμε με τα περιουσιακά της, θα μου επιτρέψετε να συνεχίσω, έχουμε κάτι ακόμα», είπε ο δικηγόρος. «Η Θεία σας είχε εκδώσει ένα βιβλίο, που έχει συμπεριληφθεί στη διαθήκη της, και θέλησε να σας το γνωστοποιήσω».
Πήρε στα χέρια του ένα σκληρόδετο, παλιό βιβλίο, το άνοιξε προσεκτικά και άρχισε να διαβάζει τον πρόλογο. Στο εξώφυλλο είχε μια φωτογραφία. Ένα δίπατο, πέτρινο σπίτι, με πράσινα ξύλινα παράθυρα. Η φωτογραφία ήταν παλιά, το πατρικό τους στο χωριό, δεν ήταν πια έτσι, όμως το γνώρισαν αμέσως.
«Ο Λάμπης και ο Θοδωρής»
«Ο Λάμπης που ήταν συμμαθητής με την Χαρίκλεια στο Γυμνάσιο, κάθε βράδυ την περίμενε κάτω από το παραθύρι της, για να της δώσει υποσχέσεις αιώνιας πίστης. Εκείνη, που τον είχε αγαπήσει με την κοριτσίστικη καρδούλα της, όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, ονειρευόταν τη ζωή της μόνο μαζί του. Η αδελφή της η Νίτσα πάλι, όταν ο Θοδωρής, ο δίδυμος του Λάμπη, ήρθε από την Αθήνα, για να τη γυρέψει από τους γονείς της, το έκρυψε για την αδερφή της. Ήξερε πως οι γονιοί τους, με τίποτα δεν θα επέτρεπαν αυτό τον διπλό γάμο… Ο Λάμπης έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ, ούτε έμαθαν ξανά για αυτόν… Η Χαρίκλεια δεν τον ξέχασε ποτέ».
Η Νάντια δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της. Η φωτογραφία που φύλαγε κρυφά, στο πορτοφόλι της η Θεία, η αφιέρωση, τα ερωτήματά της, η μάνα της, ο πατέρας της, στροβιλίζονταν ανάκατα στο μυαλό της. Κανείς ποτέ, δεν τους είχε μιλήσει. Τώρα, που είχαν φύγει όλοι, η Θεία Χάρις είχε επιλέξει, να μάθουν το μυστικό τους. Δάκρυα πλημμύρισαν την ψυχή της, από αυτά που δεν κυλούν, αλλά στοιβάζονται και είναι αγιάτρευτα. Ήταν απίστευτο, ήταν σίγουρη πως ήταν ο πατέρας της στη φωτογραφία… Πόσο είχε αδικήσει τον πατέρα της; Και η Θεία… τι γύρευε τελικά η Θεία; Γιατί σώπαινε τόσα χρόνια; Και η μάνα της; Πώς μπόρεσε και έκανε τέτοιες σκέψεις;
Όταν τους έδειξε τη φωτογραφία με την αφιέρωση, στο πίσω μέρος, ο Μιχάλης κατάλαβε αμέσως. «Αγάπη μου, της ζωής τα μονοπάτια είναι σαν το Λαβύρινθο της Κνωσού», της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά.
Ο Κώστας θυμήθηκε, παιδί ήταν ακόμα, η Θεία Χάρις του μιλούσε συχνά για το «Λάμπη της». Ήταν το μυστικό τους.
Στον τάφο της Θείας, η Νάντια τοποθέτησε τη φωτογραφία του θείου Λάμπη. Για εκείνον, δεν έμαθαν ποτέ τους. Παρέμεινε στη σκέψη τους, ως ο άντρας της Θείας Χάρις, ο παιδικός και μοναδικός έρωτάς της.
Είχαν και έναν εξάδελφο, η αδερφή του πατέρα τους, το ένα της παιδί, το είχε πει, Χαράλαμπο. Ο Κώστας, μια Κυριακή που πήγε για το σκάκι, τους το θύμισε…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.