Το διήγημα της Πέμπτης: «Ιστορίες από την Ιταλία – 7.» του Μαξίμ Γκόρκι
Σινιόροι! Είναι διαβολεμένα όμορφο να ’χεις το δικαίωμα να λες τους άνθρώπους δικούς σου! Κι ακόμα πιο όμορφο να τούς νιώθεις δικούς σου, στενά δικούς σου, σόι σου, που γι’ αυτούς η ζωή σου δεν είναι παίξε-γέλασε!
Το 1916, στον πρόλογο μιας συλλογής άρθρων του, ο Μαξίμ Γκόρκι σημειώνει πως όλο το νόημα της πνευματικής του δραστηριότητας και δημιουργίας συμπυκνώνεται σ’ ένα πάθος ασίγαστο: να ξυπνήσει στους ανθρώπους την αίσθηση της δύναμής τους.
Αυτό το ίδιο πάθος είναι διάχυτο και στην κάθε σελίδα του βιβλίου «Ιστορίες από την Ιταλία». Στα διηγήματα αυτής της συλλογής ο Γκόρκι παρουσιάζει τον άνθρωπο της δουλειάς, τον εργάτη, σαν το δημιουργό όλων των υλικών αξιών που υπάρχουν απάνω στή γη.
Οι «Ιστορίες από την Ιταλία» είναι ένας θρίαμβος από χρώμα και φως, από μια ανελισσόμενη αισιοδοξία, από το ξεχείλισμα της πίστης ότι ο άνθρωπος έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τη φύση και τον ίδιο τον εαυτό του. Είναι ένας ύμνος στην εργατική αδερφοσύνη, στην εργατική αλληλεγγύη.
Ο Λένιν, σε γράμμα του προς τον Γκόρκι υπογράμμιζε τη μεγάλη εκτίμησή του για τις «Ιστορίες από την Ιταλία» που τις χαρακτήριζε σαν «θαυμάσιες επαναστατικές προκηρύξεις». Και η προοδευτική κριτική της προεπαναστατικής Ρωσίας χαρακτήριζε αυτό το έργο του Γκόρκι σαν μια προσπάθεια «να φωτιστούν ορισμένες ιδιομορφίες του ψυχικού κόσμου των νέων ανθρώπων που αγωνίζονται για μια νέα αλήθεια της ζωής».
Το διήγημα προέρχεται από την έκδοση της Σύγχρονης Εποχής (1982) – Μετάφραση: Σόφη Κεφάλα.
Ιστορίες από την Ιταλία – 7.
του Μαξίμ ΓκόρκιΣ’ ένα μικρό σταθμό ανάμεσα Ρώμη και Γένοβα, ο ελεγκτής άνοιξε την πόρτα του κουπέ και, με τη βοήθεια ενός μουντζουρωμένου λιπαντή έμπασε, σχεδόν σηκωτό, ένα μονόφθαλμο γεροντάκι.
–Πολύ γέρος! είπανε με μια φωνή, καλόκαρδα.
Όμως ο γεροντάκος ήταν ζωηρός. Αφού ευχαρίστησε τους συνοδούς του μ’ ένα κούνημα του ζαρωμένου του χεριού, σήκωσε το στραπατσαρισμένο καπέλο από το ασπρόμαλλο κεφάλι του και με χαρούμενη ευγένεια, κοιτάζοντας τους πάγκους με το διαπεραστικό του μάτι, ρώτησε:
–Μου επιτρέπετε;
Του κάναμε θέση, κάθισε, μ’ ένα στεναγμό ανακούφισης κι ακουμπώντας τα χέρια στα κοκαλιάρικα γόνατά του γέλασε καλόκαρδα με το ξεδοντιασμένο του στόμα.
–Πας μακριά, παππού; τον ρώτησε ο σύντροφός μου.
–Μπα, μονάχα τρεις σταθμούς! απάντησε πρόθυμα ο μονόφθαλμος. Πάω στο γάμο της εγγονής μου.
Σε λίγα λεπτά, μέσα στο θόρυβο που έκαναν οι ρόδες του τραίνου, μας διηγόταν ασταμάτητα τη ζωή του, κουνώντας από τη μια μεριά στην άλλη το κορμί του σαν κλαδί τσακισμένο σε μέρα κακοκαιρίας.
–Είμαι Λιγουριανός, είπε. Εμείς οι Λιγουριανοί είμαστε πολύ δυνατοί. Ορίστε, εγώ έχω δεκατρείς γιούς, τέσσερις θυγατέρες, τα ’χω πια χαμένα πόσα εγγόνια, αυτή είναι η δεύτερη που παντρεύεται, δεν είναι καλό στ’ αλήθεια;
Και κοιτάζοντάς μας περήφανα με το μοναδικό ξεθωριασμένο, μα χαρούμενο μάτι του, ξερογέλασε.
–Βλέπετε πόσους νοματαίους έδωσα στη χώρα και στο βασιλιά! Πώς έχασα το μάτι μου; Αυτό έγινε πριν πολύ καιρό, ήμουνα παιδάριο και βοήθαγα τον πατέρα μου. Έσκαβε τ’ αμπέλι, η γη μας είναι σκληρή και θέλει πολύ δούλεμα. Έχει πολλές πέτρες. Σαλτάρει μια πέτρα από τον κασμά του πατέρα μου και με βαράει στο μάτι. Δε θυμάμαι να πόνεσα, μα το μεσημέρι κει που τρώγαμε το μάτι μου χύθηκε. Τρομερό πράμα, σινιόροι! Το ξαναβάλανε στή θέση του και μου βάλανε πάνω κατάπλασμα από ζεστό ψωμί, μα το μάτι νεκρώθηκε.
Ο γέρος έτριψε δυνατά το ρουφηγμένο, πλαδαρό του μάγουλο και χαμογέλασε πάλι χαρούμενα και καλόκαρδα.
–Τότε δεν είχαμε τόσους πολλούς γιατρούς όπως τώρα και οι άνθρωποι ζούσαν ανόητα. Μάλιστα! Μπορεί όμως να ήταν πιο καλοί, ε;
Τώρα το μονόφθαλμο πετσιασμένο του πρόσωπο, βαθιά αυλακωμένο και σκεπασμένο με γκριζοπράσινα σαν τη μούχλα γένια, έγινε πονηρό και χαρούμενο.
–Όταν ζήσετε τόσο πολύ σαν και μένα, θα μπορείτε να μιλάτε για τους ανθρώπους με θάρρος, αλήθεια; Σήκωσε και κούνησε ένα δάχτυλο καμπουριασμένο σα να απειλούσε κάποιον.
–Θα σας διηγηθώ, σινιόροι, κάτι για τούς ανθρώπους… Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ήμουνα δεκατριών χρονώ, βλέπετε έτσι μικρόσωμος όπως είμαι και τώρα, μα σβέλτος και ακούραστος στη δουλειά. Αυτό ήταν όλο κι όλο που κληρονόμησα από τον πατέρα μου γιατί το κομμάτι η γη και το σπίτι μας πουλήθηκαν για χρέη. Έτσι έζησα με ένα μάτι και δυο χέρια, δουλεύοντας παντού όπου βρισκόταν δουλειά… Ήτανε δύσκολο, μα τα νιάτα δε φοβούνται τις δυσκολίες, δεν είν’ έτσι;
Στα δεκαεννιά μου αντάμωσα την κοπέλα που ήτανε της μοίρας μου ν’ αγαπήσω. Ήταν φτωχιά σαν και μένα, μα μεγαλοκάμωτη και δυνατότερη από μένα, ζούσε με τη μάνα της, μια γριά σακάτισσα, και σαν και μένα δούλευε όπου έβρισκε. Δεν ήταν πολύ όμορφη, μα είχε καλοσύνη και ξύπνιο κεφάλι. Μα και όμορφη φωνή, αχ, τραγούδαγε σαν αληθινή τραγουδίστρια, αυτό είναι πλούτος! Μα και εγώ δεν τραγουδούσα άσκημα.
«Τι λες, παντρευόμαστε;» τη ρώτησα.
«Αστείο θα ’ναι, μονομάτη!» απάντησε θλιμμένα. «Δεν έχουμε τίποτα, μήτε συ, μήτε γω, πώς θα ζήσουμε;»
Αυτή ήταν η αλήθεια του θεού: μήτε γω, μήτε κείνη είχαμε τίποτα! Όμως τι έχουν ανάγκη τα νιάτα για τον έρωτα; Όλοι σας ξέρετε τι λίγα χρειάζεται ο έρωτας. Επέμεινα και νίκησα.
«Ναι, μπορεί να ’χεις δίκιο», είπε στο τέλος η Ίντα. «Αν η Παναγιά βοηθάει και σένα και μένα τώρα που ζούμε χώρια, πιο εύκολο θα της έρχεται να μάς βοηθάει όταν θα ’μαστέ μαζί!»
Πήγαμε στον παπά.
«Αυτό είναι τρελαμάρα!» είπε ο παπάς. «Τάχα, λίγους ζητιάνους έχει η Λιγούρια; Άτυχα παιδιά, σας πλάνεψε ο σατανάς. Πολεμήστε τον γιατί θα πληρώσετε άσκημα την αδυναμία σας!»
Οι νέοι της κοινότητας γελούσαν μαζί μας, οι γέροι μάς κατακρίνανε. Μα τα νιάτα είναι πεισματάρικα και με το δικό τους τον τρόπο, έξυπνα. Ήρθε η μέρα του γάμου και μεις δεν ήμαστε πλουσιότεροι και μήτε γνωρίζαμε πού να γείρουμε να κοιμηθούμε την πρώτη νύχτα.
«Πάμε στο χωράφι!» είπε η Ίντα. «Άσκημα είναι; Η μάνα του θεού είναι καλή στους ανθρώπους, όπου κι αν είναι».
Έτσι αποφασίσαμε! Η γη στρώμα μας και σκεπή ο ουρανός.
Από δω και μπρος αρχίζει, σινιόροι, μια άλλη ιστορία και ζητώ την προσοχή σας γιατί αυτή είναι η ωραιότερη ιστορία της μακριάς μου ζωής! Νωρίς το πρωί, τη μέρα του γάμου, ο γερο-Τζοβάνι, που του είχα δουλέψει πολύ, μου λέει, έτσι ξέρετε, ανάμεσα στα δόντια του δεν του αρέσει να μιλάει για τέτοια μικροπράματα!
«Ρε Ούγκο, καθάρισε το παλιό μαντρί και ρίξε χάμω λίγο καθαρό άχερο. Μ’ όλο που ’ναι στεγνά και δεν μπήκανε πρόβατα μέσα πάνω από ένα χρόνο, πρέπει να το καθαρίσεις μπας και θέλετε, σύ και η Ίντα, να μείνετε κει».
Να, λοιπόν, και σπίτι!
Το βάζω λοιπόν στή δουλειά, τραγουδώντας και νάσου στην πόρτα στέκει ο Κοστάντζο, ο μαραγκός, και με ρωτάει:
«Εδώ θα μείνεις με την Ίντα; Μα έχετε κρεβάτι; Έχω εγώ ένα περίσσιο. Άμα τελειώσεις, έλα στ’ αργαστήρι μου να το πάρεις».
και όταν πήγα ήτανε εκεί, βαρύθυμη, όπως πάντα, η Μαρία η εμπόρισσα:
«Παντρευόσαστε, κακορίζικα, δίχως σεντόνι και μαξιλάρι, δίχως τίποτα! Άμυαλος ήσουνα πάντα μονομάτη! Στείλε μου την αρραβωνιαστικιά σου…»
Και ο κουτσός ο Έκτορας, σακατεμένος από τούς ρευματισμούς του και τη θέρμη φώναξε από την πόρτα του σπιτιού του:
«Ρώτα τον, καλέ, έχει βάλει κρασί για τους καλεσμένους; Αχ, πώς μπορούνε οι άνθρωποι να ’ναι έτσι λαφρόμυαλοι;»
Στα βαθιά χαρακωμένα μάγουλα του γέρου γυάλισε ένα δάκρυ. Τίναξε το κεφάλι του και γέλασε αθόρυβα, και το καρύδι του λαιμού του ανεβοκατέβηκε γρήγορα κάτω από το τρεμουλιάρικο πετσί του.
–Αχ, σινιόροι, σινιόροι! έλεγε πνιγμένος στα γέλια, το πρωί της μέρας του γάμου βρισκόντουσαν για μας όλα τα χρειαζούμενα του σπιτιού: το άγαλμα της Μαντόνας, πιατικά, ασπρόρουχα, έπιπλα, τα πάντα, σας ορκίζουμαι! Η Ίντα έκλαιγε και γελούσε μαζί, το ίδιο και εγώ κι όλοι γελούσανε — δεν είναι καλό να κλαίνε σε μέρα γάμου και όλοι οι δικοί μας γελούσανε.
Σινιόροι! Είναι διαβολεμένα όμορφο να ’χεις το δικαίωμα να λες τους άνθρώπους δικούς σου! Κι ακόμα πιο όμορφο να τούς νιώθεις δικούς σου, στενά δικούς σου, σόι σου, που γι’ αυτούς η ζωή σου δεν είναι παίξε-γέλασε!
και έγινε ένας γάμος, ε! Μοναδική μέρα! Όλη η κοινότητα μας κοίταζε κι όλοι ήρθαν στο μαντρί μας που μεμιάς είχε γίνει πλουσιόσπιτο… Είχαμε απ’ όλα: Κρασί και φρούτα και κρέας και ψωμί, κι όλοι τρώγανε κι όλοι ήτανε χαρούμενοι… Γιατί, σινιόροι, δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να κάνεις καλό στους ανθρώπους, πιστέψτε με, τίποτα δεν είναι ωραιότερο και ευγενέστερο.
Ήρθε κι ο παπάς. «Να», είπε αυστηρά και καλοσυνάτα, «να οι άνθρωποι που δουλεύανε για σας και σεις τους νοιαστήκατε για να τους έρθει εύκολη τούτη η μέρα, η καλύτερη μέρα της ζωής τους. και έτσι έπρεπε να γίνει γιατί και οι δυο σάς δουλέψανε και η δουλειά στέκει παραπάνω από τα μπακιρένια και τα ασημένια λεφτά, η δουλειά στέκει πάντα ψηλότερα από το ξετίμημά της. Τα λεφτά φεύγουν, η δουλειά μένει… Τούτοι οι άνθρωποι χαρούμενοι και σεμνοί, ζούσανε δύσκολα και δεν παραπονευτήκανε, θα ζήσουν δυσκολότερα κι όμως δεν θα βαρυγκομήσουν, θα τους βοηθήσετε σε ώρα ανάγκης. Έχουν καλά χέρια κι ακόμα καλύτερη καρδιά…» και είπε πολλά παινέματα για την Ίντα, για μένα και για την κοινότητά τους.
Ο γέρος μάς κοίταξε θριαμβευτικά με το ξανανιωμένο μάτι του:
–Ορίστε, σινιόροι, σας είπα κάτι για τούς ανθρώπους, δεν άξιζε τον κόπο;
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.