Το διήγημα της Πέμπτης: «Κάτω από μία λάμπα μόλις δεκαπέντε κηρίων» του Μενέλαου Λουντέμη
Κι εγώ θα τής έλεγα τη στερεότυπη φράση τού Baudelaire ότι “τα θέλγητρα τής φρίκης δε μεθάνε παρά τούς δυνατούς” κι ότι αν μπορούσα θα γέμιζα το παλιό μου κείνο κελί με πίνακες του Βίρστ για να ζω σε μια ατμόσφαιρα φρίκης. Κι ότι αν δεν το ’κανα είναι γιατί δεν ήθελα να στερηθώ τη συντροφιά της…
“Ο Λουντέμης είναι μοναδικό φαινόμενο αυτοδίδακτου και αυτοδημιούργητου συγγραφέα στα Γράμματά μας. Προικισμένος με γνήσιο πολύπλευρο ταλέντο και με μεγάλη, ακαταμάχητη θέληση, κατόρθωσε, όσο κανείς άλλος, να κατανικήσει τα εμπόδια και τα χτυπήματα της αχάριστης ζωής του και ν’ αναδειχθεί έξοχος συγγραφέας απ’ την πρώτη κιόλας εμφάνισή του. Ποιητής πεζογράφος, που η πρόζα του αστράφτει από δύναμη εκφραστική και ποιητική πνοή απαρομοίαστη μοναδικής πρωτοτυπίας και αναπτύσσεται σε λόγο αδρό, πλούσιο, γοργό και παραστατικό μ’ ένα αφηγηματικό δαιμόνιο που συναρπάζει, ζωντανεμένο από διαλόγους που αποκαλύπτουν την ψυχή των ηρώων του και διαγράφουν αληθινούς τύπους, παρμένους απ’ τη ζωή.
Με το πρώτο του κιόλας βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν», που με την εμφάνισή τους χάρισαν στο συγγραφέα τους το Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, ο Μενέλαος Λουντέμης μπαίνει πρωτότυπα και δυναμικά στο χώρο της πεζογραφίας, φέρνοντας μαζί του μια καινούργια και πολύπτυχη θεματική και αφηγηματική πνοή. Περιπλανιέται στα πεζοδρόμια και στα καταγώγια της αστικής ζωής, τρυπώνει μέσα στις πολύβουες φλέβες της, ψάχνει μέσα στην πιο πνιχτική σκόνη, μέσα στο πιο μολυσμένο βούρκο, ανακαλύπτοντας ανθρώπους περιθωριακούς, κολασμένους και τυραννισμένους, που ωστόσο κάπου μέσα τους σιγοκαίει ακόμα μια κάποια φλόγα ελπίδας.”
Το σημερινό διήγημα, από την συλλογή «Τα πλοία δεν άραξαν» (εκδ. Δωρικός). Το εισαγωγικό από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Κάτω από μία λάμπα μόλις δεκαπέντε κηρίων
του Μενέλαου ΛουντέμηΤώρα είμαι υποχρεωμένος να φυσάω κάτω απ’ το φωτεινό κύκλο τού λαμπιονιού αυτού των μόλις δέκα πέντε κηρίων με τα χέρια σφιγμένα απ’ την αγωνία.
Φτιάνω μικρές βούλες με τη μύτη τού μολυβιού, αν δεν κοιτάω κατά το ταβάνι, με τη γροθιά μπηγμένη στο σαγόνι, ή ξεφλουδίζω με τα δόντια μου το μολύβι και περιμένω, περιμένω.
Ήταν φανερό πως δεν την ένοιαζε κουκούτσι, κι εγώ ήμουνα ένας τρελός να πιστεύω και να περιμένω. Να περιμένω με τις ώρες κάτω απ’ αυτό το λαμπιόνι των μόλις δέκα πέντε κηρίων.
Αλλά το ξέρω ότι θα ’ρχότανε. Αδύνατο να μην ερχότανε!…
Κείνη η θέση τού σκισμένου ντιβανιού υπάρχει γι’ αυτήν. Λίγο επικίνδυνο άρωμα απ’ το δικό της επιμένει να μού τη θυμίζει ξεχασμένο πάνω στην ξεφτισμένη δαμάσκα του.
Εκεί, στο τραπέζι, περιμένει ακόμα ανοιχτό το γαλλικό περιοδικό που διάβαζε, μ’ ένα πρόγραμμα συναυλίας ανάμεσα στις σελίδες του.
Και το γυαλιστερό σημάδι απ’ το ασταμάτητο στριφογύρισμα του τακουνιού της, και τα τσαλακωμένα εισιτήρια του τραμ τα πεταγμένα με νευρικότητα στο πάτωμα, κι όλα περιμένουν. Δε σημαίνει αν είναι περασμένη λιγάκι η ώρα, θα ’ρθει. Αυτό είναι βέβαιο.
Θα μπει με τον ίδιο αέρα. Θα πει καλησπέρα μ’ ένα σφίξιμο τού χεριού, γιομάτο αξιοπρέπεια. Θα καθίσει στο ντιβάνι και θ’ αρχίσει να βγάζει σιγά σιγά τα γάντια της κοιτάζοντας κατά το ταβάνι.
Θα είναι γελαστή όσο για να μη φαίνεται συνοφρυωμένη, θ’ αρχίσει: «Λοιπόν πώς τα περάσατε με τα κρύα; (ή με τη ζέστη; ανάλογα με την εποχή). Προχωρεί το βιολί; Σταμάτησε κείνο το συχνό μούδιασμα τού αριστερού σας χεριού; Πήρατε γράμμα από το φίλο σας τής Μασσαλίας;».
Κι ένα σωρό άλλα τέτοια περιττά πράματα το ένα απ’ τ’ άλλο με μικρά διαλείμματα.
Στο τέλος για επωδό θα μού ’λεγε πάντα να λάδωνα κείνη τη γρίλια για να μην τρίζει τόσο ανατριχιαστικά. Ότι τη γέμιζε φρίκη, κι έπρεπε να την’ ξερίζωνα στο τέλος αφού ήμουνα τόσο τσιγγούνης που να λυπάμαι τρία δράμια λάδι.
Κι εγώ θα τής έλεγα τη στερεότυπη φράση τού Baudelaire ότι “τα θέλγητρα τής φρίκης δε μεθάνε παρά τούς δυνατούς” κι ότι αν μπορούσα θα γέμιζα το παλιό μου κείνο κελί με πίνακες του Βίρστ για να ζω σε μια ατμόσφαιρα φρίκης. Κι ότι αν δεν το ’κανα είναι γιατί δεν ήθελα να στερηθώ τη συντροφιά της. Αυτό ήταν ίσως —με μερικά άλλα παραμικρά— τα μοναδικά ψέματα που τής έλεγα, γιατί κείνο που δεν ήθελα περισσότερο σ’ αυτόν τον κόσμο ήταν η φρίκη κι η συντροφιά της.
Κατατυραννούσα το μυαλό μου για να βρω το τι ήθελε, τι περίμενε από μένα, και στο τέλος έμενα πάντα χωρίς συμπέρασμα.
Τις πρώτες φορές που άρχισε να μού ’ρχεται, το δικαιολογούσε ότι ανησυχούσε μην είχα πάθει τίποτα και αργούσα λιγάκι να πάω για το μάθημα της μικρής της αδελφής. Κι αργότερα βρήκε ότι το δωμάτιό μου έπεφτε ίσα ίσα απάνω στο δρόμο της που γύριζε απ’ το Ωδείο, κι επειδή «τώρα τελευταία πολλά γίνονται στο δρόμο τις νύχτες» με αγκαζάρισε για συνοδό, μια που θ’ ανέβαινα και για το μάθημα. Μια βραδιά που τής έκανα κάποιον υπαινιγμό για το γιατί δε φοβάται μήπως κι εγώ γίνω ήρως ενός απ’ τα «πολλά που γίνονται τις νύχτες στο δρόμο» με κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια και γέλασε όσο ποτέ της. Κι εγώ ορκίστηκα ενδόψυχα να ’δινα μια όμορφη έμπρακτη απάντηση σε κείνο το πειραχτικό γέλιο.
Ήμουνα υποχρεωμένος να κάνω μια ζωή πάνω στα κάρβουνα μαζί της. Να κάθομαι στο κάθισμα με τρόπο που να κρύβω το μπάλωμα τού παντελονιού μου, τα ξεφτισμένα ρεβέρ μου. Να κρατώ σαν κουλά τα χέρια μου με τεντωμένα τα μανίκια για να μην βλέπει τις λερωμένες μανσέτες. Να μαζεύομαι στις γωνιές για να κρύβω τα γένια μου, τις ρυτίδες μου. Στο δρόμο που τη συνόδευα, ν’ αποφεύγω τα φωτισμένα πεζοδρόμια, να μαλακώνω τη φωνή μου. Κι όλα αυτά, να ξέρω καλά, πως θα μού τα πλήρωνε στο τέλος με μια αδικαιολόγητη, σκληρή φυγή.
Ο χειμώνας μπήκε και τα παπούτσια της την ίδια βραδινή ώρα εξακολουθούσαν να μού γεμίζουν το πάτωμά μου λάσπες.
Πολλές φορές, περιμένοντας να σταματήσει η βροχή, διάβαζε γαλλικά περιοδικά, αφού προηγουμένως είχε εξαντλήσει τον κατάλογο των ερωτήσεών της. Το θεωρούσε το πιο ανάξιο πράμα να πει μαζί μου δυο λέξεις πέρα απ’ τις τυπικές. Άλλες πάλι φορές σταματούσε απρόσμενα το διάβασμα και σκεπτόταν. Παραδινότανε, σε μια βαθύτατη άκαρπη συλλογή, σ’ ένα ύφος στοχαστικής ρέμβης. Είναι το ύφος που παίρνουν οι «intellectuelles» δεσποινίδες όταν δε σκέπτονται… τίποτα.
Ήταν σα μια οπτασία που μπήκε ορμητικά, τρεχάτα στή ζωή μου κι ήρθε και σταμάτησε εκεί κατάμπροστά μου κι άρχισε ένα σημειωτό. Ένα επίμονο ατελείωτο σημειωτό. Μ’ έκανε πολύ να τη θελήσω κι ύστερα έγινε στήλη άλατος. Ήρθε κι έσβησε τη φωτιά της μπροστά στα μάτια μου. Στυλώθηκε αντίκρυ μου σαν ένα πράμα απόρρητο κι άρχισε να μού παριστάνει τον «απηγορευμένο καρπό».
Έδινε με φκιαχτή εγκαρδιότητα το χέρι και το ύφος της έλεγε: «Αυτό, και ποτέ, και τίποτε περισσότερο».
Τι να ’κανα λοιπόν εγώ; Πώς θα μπορούσα ν’ ακούω μέσα σ’ αυτή τη σφριγηλή γυναίκα κείνον τον κουρντισμένο παπαγάλο;
Οι αληθινές μου άπληστες αισθήσεις ετοίμαζαν υπόκωφα μιαν ανταρσία.
Θα τής φώναζα «φτάνει!» και όλα θα τελείωναν. Μα ύστερα τι θα ’κανα εγώ όταν όλα θα τελείωναν;
Αλλά πάλι πώς θα υπόφερα αυτά τα σημειωτά και τους παπαγάλους;
Τούτα όλα σκεφτόμουνα κι αφουγκραζόμουν προς τα μέσα τις τρικυμίες μου την ώρα που κείνη απλά, παγερά διάβαζε. Την έβλεπα εκεί αποθεμένος στη γωνιά μου να ζει τις σελίδες τού περιοδικού της και δεν αποτολμούσα ούτε να βήξω. Έμενα στην καρέκλα μου σαν το πεταμένο σακάκι και ανάπνεα διακριτικά. Ψηλά το λαμπιονάκι μου έκαιε άγρυπνα την ασήμαντη ύπαρξή του. Οι βλεφαρίδες της φωτισμένες απ’ τα πάνω σχημάτιζαν στα μάγουλά της δυο βεντάλιες από σκιερές γραμμές. Τα μάτια της ταμπουρωμένα μέσα σ’ αυτό το αμυντικό σύστημα αυθαδίαζαν με τα γραφόμενα τού περιοδικού και μένα μού αύξαιναν τη φούρκα μου.
«Τι σού είναι αυτοί οι Γάλλοι! σκεφτόμουνα μέσα στο θυμό μου, τι οκνά που γράφουνε! Και τι μανία να πυκνοτυπώνουν έτσι τα περιοδικά τους!».
Ένα βράδυ πήρα την απόφαση να κάνω άτσαλα με το τακούνι μου μια τελεία, και να τραβήξω σ’ όλο αυτό το αυθαδέστατο παραμύθι της μια χοντρή χοντρή παύλα.
Ταλαντεύτηκα λίγο στην καρέκλα μου, έβηξα σιγά, ύστερα δυνατότερα, ύστερα με πάταγο… Τα μάτια της ελευθερώνονται απ’ το δίχτυ της σελίδας και ρωτούν: «Συμβαίνει κάτι;»
—Αν… αν θέλετε ακριβή ώρα είναι ήδη ενδεκάμιση.
—Μερσί. Μ’ εξυπηρετεί καλά το ρολόι μου. Δεν είναι τόσο. Μόλις κλείνουν οι ένδεκα και είκοσι.
—Ετσι; Ε τότε έχετε δίκιο. Δεν είναι τόσο αργά.
—Εξαρτάται. Για τους ανθρώπους που έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με τον ύπνο είναι πολύ αργά.
—Και πώς δικαιολογείσθε για όλες αυτές τις αργοπορίες σας σ’ αυτούς από τούς οποίους εξαρτάσθε;
—Δικαιολογούμαι μόνο σ’ α υ τ ο ύ ς από τους οποίους εξαρτώμαι.
— Λαμπρά. Εγώ πηγαίνω για το μάθημα… Η μικρή σας αδελφή δ ο υ λ ε ύ ε ι και γι’ αυτό έχει δίκιο ν’ αγαπά τον ύπνο.
—Κι η βροχή:
—Η βροχή σάς ξέφυγε από επιχείρημα. Έχει σταματήσει απ’ τις 9.
Τεντώθηκε. Έκανε μια έξοχη κίνηση στους κροτάφους κι ανέμισε τα μαλλιά της. Πέρασε δυο δάχτυλα απ’ τα φρύδια της, διόρθωσε το φουστάνι της τραβώντας το βίαια προς τα κάτω κι έμεινε ένα λεπτό ακίνητη. Ύστερα σφίγγοντας με πιο ασφάλεια την τσάντα της στή μασχάλη έκανε το πρώτο βήμα για την πόρτα. Είχα κι εγώ φορέσει το καπέλο μου και την ακολουθούσα. Στην πόρτα κοντά στρέφεται:
—Μην κάνετε τον κόπο γι’ απόψε. Αισθάνομαι από μόνη μου πολλή ασφάλεια.
—Πρόκειται για το μάθημα!
—Δε χαλάει ο κόσμος. Το σταματάμε.
Άνοιξε την πόρτα κι έβγαινε.
—Πώς δεν γυρνάτε να πείτε μια καληνύχτα; την προφταίνω.
—Σας αξίζει η χειρότερη! κι έκανε να βγει.
Εκεί το χέρι μου απλώθηκε και την έπιασε. Της έσφιξε τον καρπό και την έσυρε μέσα.
—Μη με φουρκίζετε, την παρακαλώ. Προσέξτε! Μού ξυπνάτε κάτι κοιμισμένες διαθέσεις για καταστροφή που είχα άλλοτε.
Η γκριμάτσα της μού απάντησε: «Είσ’ ένας κακομοίρης…».
—Με πειράζει η συμμετρία! τής απαντώ με θυμό και φλέγμα.
—Μπα! Και τι θα μπορούσατε να κάνετε;
(Το βαμμένο στόμα της ασκήτευε μια πιθαμή μακριά μου).
—Πολλά πράματα. Πρώτα θα μπορούσα να χαλάσω την τριγωνομετρία των χειλιών σας.
—Αφήστε μου το χέρι!!
Το τράβηξε και το σκούπισε.
—Πόση διαφορά! Εγώ σκούπιζα το χέρι μου πριν σας το δώσω. Εσείς το σκουπίζετε αφού το πάρετε.
Κείνη το είχε ακόμη μέσα στην αριστερή της παλάμη και το χάιδευε σαν οικιακό ζώο που το πόνεσαν.
‘Ύστερα βγάζει το γάντι της, το φορά και φεύγει αργά, ανάλγητη, μ’ ένα ύφος κορεσμένης κακίας.
Αλλά απόψε θα ’ρθει!… Το ξέρω… Σήμερα με είδε στο τραμ. Με είδε να φλυαρώ χαρούμενα με μια ωραία γνώριμη. Και κείνη το πρόσεξε πολύ πως ήταν ωραία, αλλά δε θα ’ρθει γι’ αυτό. Θα θυμηθεί πως είχε ξεχάσει στο κομό μου ένα περιοδικό απαραίτητο για τη σειρά που κρατούσε, και θα ’ρθει να το πάρει. Δε σημαίνει αν άργησε λιγάκι.
…Να, τώρα θ’ ακουστεί η πόρτα —το βήμα στο διάδρομο… το τρίψιμο του ακριβού αδιάβροχου… η μπετούγια της κάμαρας…
«Καλησπέρα σας! Θα σάς εξηγήσω… Λείπουν απ’ το σπίτι. Πήραν και το κλειδί μαζί. Κι έτυχε να μην έχω πέντε δραχμές να τούς περιμένω σε κανένα ζαχαροπλαστείο, θυμήθηκα εσάς. Σωτήρια έμπνευσις! Αλλά… τι κάνετε; Πώωωω… πώω πώς πάχυνε! Και φωτιά!… Μια χαρά! Αχ!… τι ωραία ζέστη!… Να και τα πράματα! Όλα όπως τ’ άφησα! Το περιοδικό ακόμα ανοιγμένο. Μα δεν έκανε να το κλείσετε; Αλλά τι λέω; θα διαβάζατε. Μα… όχι! Είναι γεμάτο σκόνη… θεέ μου, τι κακία! Ακούτε να μην το λυπηθεί και να το κλείσει… Μα γιατί… μείνατε ταμπλώ; Κι εγώ θα φύγω τότε».
—«Μ ε ί ν ε !».
…Ένα τίναγμα να φύγει… Δυο χέρια που την αγκαλιάζουν… Η φωνή της που φωνάζει «μαμά» και πνίγεται από ’να φιλί… Τα χέρια μου που την διώχνουν έξω… Η πόρτα που κλείνει πίσω της…
Ένα τσιγάρο που καπνίζει μες στο σκοτάδι…
Εχτές ήταν που συνέβηκαν αυτά, εχτές βράδυ.
Απόψε περιμένω άδικα.
Και τώρα πάει να ξεθωρίζει η νύχτα. Ο κύκλος τοΥ λαμπιονιού των 15 κηρίων πάει να χάσει τα σύνορά του πάνω στο τραπέζι.
Ξεγελιέμαι πως θα ’ρθει κι απόψε σαν χτες.
Περιμένω ν’ ακούσω την πόρτα… Το βήμα στο διάδρομο… Το τρίψιμο του ακριβού αδιάβροχου… η μπετούγια… η πόρτα που τρίζει.
Είναι απ’ τον αέρα. Κείνη δεν πρόκειται πια να ‘ρθει… Την περιμένω και δε θα ‘ρθει και την αγαπώ.
Κρίμα που δε θα ’ρθει τώρα, που την α γ α π ώ…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.