Το διήγημα της Πέμπτης: «Μια μικρή ιστορία για ασφάλειες» του Μπέρτολτ Μπρεχτ
Ένας χρηματιστής ονόματι Κίκελμαν, που εδώ και πολύ καιρό βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αναγκάστηκε υπό την επήρεια του άγχους του, που όλο και μεγάλωνε, να κάνει ό,τι ήταν ανθρώπινα δυνατό στη διάρκεια μιας βδομάδας, για να τονώσει την αυτοπεποίθησή του που κατέρρεε και για να κατεβάσει κάποια ιδέα ικανή να τον ξελασπώσει.
Το όνομά του ταυτίστηκε με τη στρατευμένη τέχνη. Γιατί ο ίδιος στρατεύτηκε συνειδητά με την εργατική τάξη. Ο Μπρεχτ, ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο δραματουργός, ο θεωρητικός, ο σκηνοθέτης, ο δάσκαλος, με το πολύμορφο έργο του, αποτέλεσε για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, μια επαναστατική πρωτοπορία στα πολιτιστικά δρώμενα της Δυτικής Ευρώπης του 20ού αιώνα, με διεθνή απήχηση και πολύπλευρη επίδραση. Το όραμά του, όραμα «των κολασμένων της Γης» για τη νέα χωρίς εκμετάλλευση κοινωνία, αποτυπώνεται στο έργο του, ως ανάταση ζωής για το μέλλον.
Από το βιβλίο «Διόρθωση παλιών μύθων και άλλες ιστορίες», όπως δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 6 του Γενάρη 2002.
Μια μικρή ιστορία για ασφάλειες
του Μπέρτολτ ΜπρεχτΈνας χρηματιστής ονόματι Κίκελμαν, που εδώ και πολύ καιρό βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αναγκάστηκε υπό την επήρεια του άγχους του, που όλο και μεγάλωνε, να κάνει ό,τι ήταν ανθρώπινα δυνατό στη διάρκεια μιας βδομάδας, για να τονώσει την αυτοπεποίθησή του που κατέρρεε και για να κατεβάσει κάποια ιδέα ικανή να τον ξελασπώσει. Προς το τέλος αυτής της βδομάδας είχε οριστικά αφήσει πίσω του το μπαρ του ξενοδοχείου Αντλον, όπως και το μπαρ του Μπρίστολ και πολλά άλλα παρεμφερή στέκια, χωρίς να έχει πετύχει το παραμικρό αποτέλεσμα. Αλλού είχε ερεθίσει το μυαλό του με δυνατά αμερικάνικα ντρινκς, αλλού το είχε καταπραΰνει με υπερβολική δόση καφέ, είχε μαστιγώσει τη θαμπωμένη όρεξή του για ζωή με κάθε είδους τζαζ, είχε κάνει ντου στο καμπαρέ Ντερ Κόμικερ κι είχε παρακολουθήσει εξαντλητικά κάθε επιθεώρηση που παιζόταν στην πόλη, αναζητώντας την πνευματική γονιμοποίησή του – και από το χάραμα ως τα μεσάνυχτα δεν κατάφερε ν’ ανακαλύψει μεταξύ ουρανού και γης τίποτα που να μπορείς να το πουλήσεις με κάποιο κέρδος, αν δεν ήσουν ιδιοκτήτης του. Προσγειώθηκε έτσι στην μπιραρία του Ασινγκερ.
Εδώ ένιωσε τη σκοτεινή ώθηση ν’ αντλήσει παρότρυνση για τη ζωή απ’ τον απλό λαό, που ακόμα πάλευε για να επιβιώσει με μέσο αυτό που τα βιβλία ονόμαζαν δουλιά – όπως ο Ανταίος επιδίωκε την επαφή του με τη γη. Μετά από δυο ώρες εξουθενωτικού στρογγυλοκαθίσματος κατέληξε ότι το μόνο αξιοπαρατήρητο ήταν ένας ζητιάνος που καθόταν σ’ ένα γειτονικό τραπέζι πίσω από ένα μικρό ποτήρι μπίρα.
Η όψη και μόνο αυτού του ζητιάνου σε τρόμαζε. Ο Κίκελμαν, που η ευαισθησία του απέναντι στις εικόνες της αθλιότητας είχε οξυνθεί ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο, αισθάνθηκε να διαπερνά τη ράχη του μια ανατριχίλα. Ο άνθρωπος είχε πάνω του τα σημάδια του θανάτου. Ηταν αδύνατος σε βαθμό παραλογισμού. Θα ‘λεγες πως απ’ την παιδική του ηλικία μέχρι σήμερα τρεφόταν απλώς και μόνο με νερό και με δυο ξεροκόμματα ψωμί τη βδομάδα. Κυριευμένος απ’ τον ηρωικό πόθο ν’ αναμετρηθεί πρόσωπο με πρόσωπο με την αθλιότητα, ο Κίκελμαν, κάθισε απελπισμένα στο τραπέζι αυτού του ανθρώπου. Οχυρωμένος πίσω απ’ την εφημερίδα του, παρατηρούσε αυτόν τον σκελετό που περπατούσε και ρουφούσε μπίρα. Του παράγγειλε σαν μέσα σε όνειρο μια μπιζελόσουπα κι έπιασε κουβέντα μαζί του, ενώ ο άνθρωπος φαινόταν ν’ ανακτά κάποιες δυνάμεις μ’ εκπληκτική ταχύτητα. Και τι να πει κανείς; Ο Κίκελμαν κατέληξε να πάρει μαζί του στο ξενοδοχείο του το ζητιάνο Ζόζεφ Κλάιντερερ.
Είχε μάθει απ’ τον ζητιάνο πως ήταν καλά στην υγεία του και πως το μόνο πρόβλημα που είχε ήταν ότι λιμοκτονούσε – και ξαφνικά, ανάμεσα σ’ ένα βρώμικο σερβιτόρο και σ’ ένα ασημί ταμείο, είδε στον αέρα ένα όραμα.
Στο εξής ο Κίκελμαν παράγγελνε να τον σερβίρουν στο δωμάτιό του και μοιραζόταν το φαγητό του με τον Ζόζεφ Κλάιντερερ, που είχε επιβιώσει για να τον χαίρεται ο κόσμος μέσα σ’ όλη του τη βρωμιά και που μέσα σε τρεις βδομάδες ανέκτησε πλήρως όλες του τις δυνάμεις και φαινόταν να σκάει από υγεία. Οι άνθρωποι που ήξεραν από πριν τον Κλάιντερερ έλεγαν πως δεν τον αναγνώριζαν πια: είχε παχύνει τόσο, που σου ‘ρχότανε να πιεις στην υγειά του. Ο Κίκελμαν δεν ήθελα τίποτα σε αντάλλαγμα απ’ αυτόν, μόνο να πάνε μαζί σε μια ασφαλιστική εταιρία, μια που η ζωή του Κλάιντερερ του ήταν τόσο ακριβή, που ήθελε να τη δει καλυμμένη για κάθε περίπτωση – και ο Κλάιντερερ συμφώνησε. Ασφάλισε, λοιπόν, ο Κίκελμαν τον Κλάιντερερ για 100.000 μάρκα και πλήρωσε την πρώτη δόση των ασφαλίστρων με τα τελευταία του μετρητά. Στο γυρισμό είπε στον Κλάιντερερ ότι έπρεπε ν’ αγοράσει τσιγάρα κι εξαφανίστηκε μέσα σ’ ένα καπνοπωλείο απ’ όπου δεν ξαναβγήκε. Ο Κλάιντερερ επέστρεψε έχοντάς τα βάψει μαύρα στο ξενοδοχείο. Μάταια τον περίμενε εδώ, όπως και στην μπιραρία, να ξαναεμφανιστεί.
Από κει και πέρα ο Κλάιντερερ περίμενε συχνά στην μπιραρία τον ευεργέτη του που είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Καθώς δε διέθετε οικονομικά μέσα, η κατάρρευσή του ήταν γοργή. Η καλή του όψη κράτησε μερικές μέρες ακόμη, αλλά μετά άρχισε ν’ αδυνατίζει και πριν περάσουν πέντε βδομάδες, είχε αποκτήσει πάλι το παλιό του παρουσιαστικό, του σκελετού που περπατάει και ρουφάει μπίρα στην μπιραρία. Κι όπως και τότε, εμφανίστηκε πάλι ο Κίκελμαν πίσω απ’ την εφημερίδα του.
Ο Κίκελμαν ενδιαφερόταν ακόμα πολύ για τον Κλάιντερερ. Του παράγγειλε αμέσως φαγητό και του ζήτησε, μάλιστα, να πάνε μαζί στον τραπεζίτη του, πράγμα που ο Κλάιντερερ έκανε.
Στου τραπεζίτη έβγαλε ο Κίκελμαν το ασφαλιστικό συμβόλαιο του Κλάιντερερ, τον σύστησε σαν γαμπρό του και ζήτησε από τον τραπεζίτη ν’ αγοράσει την ασφάλεια ζωής του απ’ αυτόν, τον Κίκελμαν. Καθώς ο ίδιος προς το παρόν αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, δεν μπορούσε να πληρώνει πια τ’ ασφάλιστρα, την ίδια στιγμή που ο καθένας μπορούσε να δει, μόνο μια ματιά νά ‘ριχνε πάνω του, ότι ο Ζόζεφ Κλάιντερερ έβγαζε δεν έβγαζε τη βδομάδα, έτσι που ήταν όλος πετσί και κόκαλο – και το ποσό της ασφάλειας, τα 100.000 μάρκα, θα πληρώνονταν τότε στον κάτοχο του ασφαλιστικού συμβολαίου. Ο τραπεζίτης περιεργάστηκε προσεκτικά τον Ζόζεφ Κλάιντερερ και πρόσφερε 40.000 μάρκα για το ασφαλιστικό συμβόλαιο.
Ο Κίκελμαν, δείχνοντας φοβερά καταβεβλημένος κι αναστενάζοντας, φύλαξε τα χαρτονομίσματα μέσα σε μια πέτσινη τσάντα, οδήγησε τον ετοιμοθάνατο «γαμπρό» του προσεκτικά έξω απ’ την πόρτα, τον βοήθησε ν’ ανέβει σ’ ένα μόνιππο και τον προσκάλεσε για δείπνο στου Λάουερ.
Τις επόμενες μέρες δειπνούσαν εναλλακτικά στου Λάουερ, στου Κεμπίνσκι ή και στο μπαρ Μπρίστολ.
Ο Κίκελμαν χαιρόταν σαν παιδί για τη δεύτερη άνθηση του Κλάιντερερ και ανάμεσα στ’ άλλα του απέδειξε πρακτικά ότι το ν’ ακούς κλασική μουσική πίνοντας τον καφέ σου και καπνίζοντας εισαγόμενα πούρα παχαίνει.
Στο τέλος δυο γευμάτων κι όλο φροντίδα βδομάδων ο Κλάιντερερ, χάρη και στο ότι Κίκελμαν μπορούσε τώρα να ξοδεύει γι’ αυτόν περισσότερα απ’ ό,τι την πρώτη φορά, είχε ανακτήσει πλήρως τις δυνάμεις του. Και μια μέρα τον πήρε ο Κίκελμαν μαζί του στον τραπεζίτη του.
Ο άνθρωπος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Αργότερα ο Κίκελμαν φρόντιζε να διαβεβαιώνει συχνά τους επαγγελματικούς του φίλους ότι κανείς άλλος δε θα μπορούσε ν’ αναγνωρίσει το «σκελετό» στο πρόσωπο του παχουλού, χαμογελαστού Ζόζεφ Κλάιντερερ. Ο τραπεζίτης όμως με την πρώτη ματιά που έριξε μπήκε στο νόημα. Είχε το ακονισμένο μάτι ενός ανθρώπου που έχει πληρώσει 40.000 μάρκα.
Ο Κίκελμαν είπε συγκινημένος ότι ο γαμπρός του τα είχε βγάλει πέρα καλύτερα από οποιαδήποτε πρόβλεψη – φαίνεται ότι στην οικογένεια υπήρχε φοβερή ζωτικότητα. Ετσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, δεν μπορούσε φυσικά ν’ απαιτεί από κανένα να πληρώνει ασφάλιστρα για τριάντα με σαράντα χρόνια – μια και ο μέσος όρος ζωής του ανθρώπου είναι εβδομήντα χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση ογδόντα. Για λόγους ευπρέπειας ήταν έτοιμος ν’ αγοράσει σε λογική τιμή το ασφαλιστικό συμβόλαιο, που η αξία του χάρη σ’ αυτή την ευτυχή εξέλιξη είχε μειωθεί δραστικά. Η τιμή που πίστευε πως θα μπορούσε λογικά να προσφέρει ήταν 2.500 μάρκα. Ο τραπεζίτης υπολόγισε από μέσα του τα δικαστικά έξοδα που θα έπρεπε να πληρώσει στην περίπτωση που υπέκυπτε στην επιθυμία του κι έσπαζε τα δόντια του Κίκελμαν κι αποφάσισε να το ξεχάσει, μια και είχε γενέθλια μόνο μια φορά το χρόνο. Δέχτηκε τα 2.500 μάρκα για το ασφαλιστικό συμβόλαιο και περιορίστηκε μόνο στην επανεξέταση της εκτίμησής του για τη δική του καταλληλότητα γι’ αυτή τη ζωή.
Ο Κίκελμαν φύλαξε το ασφαλιστικό συμβόλαιο στην πέτσινη τσάντα του, πέρασε την τζαμένια πόρτα μπροστά απ’ τον Ζόζεφ Κλάιντερερ, τράβηξε λίγο προς τα μπρος το μπορσαλίνο του κι εξαφανίστηκε μπροστά απ’ τα μάτια του Ζόζεφ Κλάιντερερ μέσα σ’ ένα ταξί σαν μέσα σ’ ένα σύννεφο.
Ο Κλάιντερερ, που είδε να τερματίζεται μ’ αυτό τον τρόπο η δεύτερη άνθησή του, δεν έψαξε πια καθόλου για να τον βρει. Μια ακαθόριστη ανησυχία άρχισε να κατατρώει αυτό τον απλό άνθρωπο, που δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει την εκπληκτική αλλά, προφανώς, συμφέρουσα διαγωγή τού επί μία τριμηνία ευεργέτη του. Κατέρρευσε γρήγορα, κι όταν ο Κίκελμαν -όπως ήδη υπολόγιζε- επανεμφανίστηκε και τον προσκάλεσε πάλι για γεύμα, τον πήγε σ’ έναν τραπεζίτη στον οποίο πούλησε το ίδιο πάντα ασφαλιστικό συμβόλαιο, έβαλε τα χρήματα στην πέτσινη τσάντα του και τον ξαναπήγε στη συνέχεια για δείπνο, ένιωσε να φουντώνει μέσα του μια τρελή ανταρσία. Καθώς πεινούσε, δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί το φαγητό, αλλά έτρωγε ίσα ίσα για να μην τον πονάει απ’ την πείνα το στομάχι του. Ετρωγε συγχρόνως αφηρημένα και μάλιστα με αηδία. Τα παινέματα του Κίκελμαν για τη βελτίωση πάλι της όψης του (γιατί το φαγητό είναι πάντα φαγητό και παχαίνει) τ’ άκουγε με μια άδεια πλάγια ματιά κάτω απ’ τα φρύδια του και τάχυνε το βήμα του αποφεύγοντας να κοιτάξει όποτε περνούσαν μπροστά από κάποιον καθρέφτη. Και μια μέρα, ενώ δεν είχε παχύνει ακόμα ικανοποιητικά, άρχισε, προς μεγάλη κατάπληξη του Κίκελμαν, να γυρνάει τα γραφεία των εφημερίδων ψάχνοντας για δουλιά. Διάλεξε το επάγγελμα του διανομέα εφημερίδων. Η δουλιά ήταν πολύ κακοπληρωμένη, αλλά του έδινε τη δυνατότητα ν’ ανεβαίνει αναρίθμητες σκάλες. Προτού όμως η πολλή κίνηση αναχαιτίσει την ανάκτηση του βάρος του, ο Κίκελμαν του έδειξε πονηρά το ασφαλιστήριο κατά τη διάρκεια ενός γεύματος όπου τον είχε παρασύρει. Κι ο Ζόζεφ Κλάιντερερ, με μάτια που πρόδιδαν έναν ωκεανό κατάπτυστων εκδικητικών ιδεών, παρακολούθησε τον Κίκελμαν να αναμετρά από μέσα του απογοητευμένα την αξία του τομαριού του και να βγάζει πάλι την πέτσινη τσάντα.
Ηταν αυτή την περίοδο που ο Κίκελμαν ίδρυσε το γνωστό εργοστάσιο κονσερβαρισμένων τροφών Κίκελμαν. Είχε ελάχιστο χρόνο για ν’ ασχοληθεί με τον Κλάιντερερ, που φυσικά γρήγορα κατέρρευσε πλήρως και πάλι. Τα καράβια του Κίκελμαν πλέανε τώρα με ορθάνοιχτα πανιά. Παρ’ όλ’ αυτά, μετά από πολλούς μήνες επιδίωξε να βρει άλλη μια φορά τον Κλάιντερερ, απλώς και μόνο γιατί είχε την αρχή ότι κάθε δουλιά που αρχίζει πρέπει και να τελειώνει. Οταν όμως ανακάλυψε τον Κλάιντερερ, που τώρα πια είχε βουλιάξει εντελώς μέσα στο βάλτο, τον περίμενε μια έκπληξη. Αυτός ο άνθρωπος, που ο Κίκελμαν κάθε φορά τον ανέσυρε από το βάλτο, τον έντυνε και τον τάιζε, για να μην πει ότι τον μπούκωνε – ο άνθρωπος που θά ‘πρεπε να τον ευχαριστεί για τις λίγες μέρες άνθησης στην άθλια και μονότονη ζωή του, είχε το θράσος να δώσει στη φιλική και καθαρά για συναισθηματικούς λόγους πρόσκληση του Κίκελμαν για δείπνο αρνητική απάντηση, και μάλιστα τέτοια, που δεν επαναλαμβάνεται με τίποτα.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.