Το διήγημα της Πέμπτης: «Μια στάλα δόξα» του Κύπρου Χρυσάνθη
Ο άνθρωπος ήθελε λίγη δόξα. Είναι τόσο χαριτωμένο πραματάκι αυτή η δόξα, η οποιαδήποτε δόξα! Τη ζήτησε επιμόνως από την πρώτη του νεότητα. Είχε όμως συνεχείς και απρόβλεπτες αποτυχίες…
Ο Κύπρος Χρυσάνθης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1915 και έφυγε από τη ζωή το 1998. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα (Διδάκτωρ της ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών) και στο Λονδίνο και εργάστηκε ως προϊστάμενος των σχολιατρικών υπηρεσιών Λευκωσίας και ως καθηγητής υγιεινής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ενώ άσκησε και το ιατρικό επάγγελμα.
Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1932 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στην εφημερίδα της Λεμεσού Παρατηρητής.
Ασχολήθηκε με τον πεζό λόγο, την παιδική λογοτεχνία, το θέατρο και την ποίηση και το έργο του είναι πλούσιο σε όλους τους τομείς.
Υπήρξε υπεύθυνος περιοδικών, συνεργάστηκε με πολλά κυπριακά και ελληνικά έντυπα και με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ).
Διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, αντιπρόεδρος και πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου και γενικός γραμματέας του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών (παράρτημα Κύπρου).
Μετέφρασε ξένους συγγραφείς, ενώ έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Για το λογοτεχνικό του έργο τιμήθηκε με σημαντικά βραβεία και διακρίσεις.
Το διήγημα εμπεριέχεται στην Ανθολογία Διηγήματος της Νέας Ελληνικής Γενιάς, των εκδόσεων Άγκυρας (χ.χ.)
Μια στάλα δόξα
του Κύπρου ΧρυσάνθηΟ άνθρωπος ήθελε λίγη δόξα. Είναι τόσο χαριτωμένο πραματάκι αυτή η δόξα, η οποιαδήποτε δόξα! Τη ζήτησε επιμόνως από την πρώτη του νεότητα. Είχε όμως συνεχείς και απρόβλεπτες αποτυχίες. Κι έτσι πάντοτε την έχανε ακριβώς όταν νόμιζε πως κέρδιζε ένα μικρό κομματάκι της.
Ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων κι αρχίσανε στον τόπο του να κυκλοφορούν οι καθημερινές εφημερίδες. Έβλεπε ένα σωρό γνωστά του και άγνωστα πρόσωπα να παρελαύνουν από τις στήλες των εφημερίδων και να κερδίζουν έστω και μια εφήμερη δοξούλα. Και ώρες ονειροπολούσε να δει κι αυτός με κάτι τόσα δα μικρούτσικα γραμματάκια τ’ όνομά του στην πιο απόμερη στήλη. Ας ήταν και κάτω – κάτω χαμηλά.
Η ευκαιρία δόθηκε. Σ’ ένα αρτισύστατο σύλλογο της γειτονιάς είχε εκλεγεί τυχαίως σύμβουλος. Ακολούθησε αμέσως συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου, καταρτίστηκε σε σώμα κι ένας επρότεινε αμέσως:
– Να δώσουμε τα ονόματα του συμβουλίου στις εφημερίδες. Είναι κι αυτό μια κίνηση γύρω από τ’ όνομα του συλλόγου μας.
– Λέω να γραφτούν και λίγα για τους σκοπούς μας και τη μελλοντική μας δράση, προσθέτει ο πρόεδρος.
– Σύμφωνοι.
Γραφτήκανε τα σχετικά κι απεστάλησαν στις εφημερίδες.
Το πρωί μόλις ξύπνησε ο νεαρός μας έτρεξε να πάρει όλες τις καθημερινές εφημερίδες. Προκαταβολικώς μάλιστα χαιρετούσε όλο τον κόσμο στο δρόμο και συλλογιζόταν τη ζήλια όλου αυτού του λαουτσίκου για τη δική του περίδοξο θέση. Θάρρεψε μάλιστα πως μια μικρούλα πέρα στη γωνία του δρόμου του χαμογέλαγε προφανώς γιατί τον θεωρούσε σημαντικό μέλος της κοινωνίας. Δε γράφτηκε τ’ όνομά του στην εφημερίδα;
Αγόρασε τις εφημερίδες και με χτυποκάρδι αναζητούσε τ’ όνομά του. Τίποτα. Πουθενά όνομα ή καν υπαινιγμός. Τι να συνέβηκε; Έτρεξε στον πρόεδρο με αγωνία. Το ρώτηξε και περίμενε μια διαβεβαίωοη για αύριο τουλάχιοτο.
– Δυστυχώς θεωρήθηκε ο σύλλογός μας επαμφοτερίζων πολιτικώς. Έτσι καμμιά εφημερίδα δε θα φιλοξενήσει την είδησή μας.
– Μα αυτό είναι τερατώδες.
– Είναι δεν είναι, αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
***
Πέραναν χρόνια. Τ’ όνειρο της δόξας δε χάθηκε από την καρδιά του. Είχε ο άνθρωπος φυσικές αρετές και μια υγιή ανατροφή μες την απλοϊκότητά του για να μη ζητήσει δόξα ανήθικων πράξεων. Ούτε καν μια αθώα παράβασή της τροχαίας δε θα τολμούμε για να κερδίζει μια αναγραφή του ονόματός του στην εφημερίδα.
Μία μέρα βρέθηκε ερωτευμένος μ’ ένα καθώς πρέπει κορίτσι. Με τους δικούς του κανόνισε να πάρει γυναίκα του την εκλεχτή της καρδιάς του. Κι ένα Σάββατο πήγανε μαζί να δώσουν την είδηση στην εφημερίδα. Πληρώσανε την είδησούλα και πήγαν έξω στην εξοχή να χαρούνε τον έρωτά τους. Πρωί – πρωί θα βλέπανε στα κοινωνικά την υπόσχεση γάμου τους κι έτσι θα άνοιγε μια νέα ευκαιρία για μια δοξούλα.
– Α όχι! Είναι ατυχία, ατυχία, φώναξε ο νεαρός αρραβωνιαστικός. Μου γράψανε λανθαομένο τ’ άνομά μου. Ποιος θα μαντέψει κάτω απ’ αυτό τ’ όνομα πως είμαι του λόγου μου;
Μουρμουρούσε στο δρόμο φυλλομετρώντας την εφημερίδα. Τα μάτια του σκοτεινιάσανε. Δεν ήταν μόνο πως έκλεισε μια μικρούλα χαραμάδα για τη δόξα. Ήταν και η προβολή στο μέσον. Πώς θα το ’παιρνε η αρραβωνιαστικιά; Ακόμα θα γινόταν ο στόχος φαιδρών σχολίων στη γειτονιά και την αγορά. Και προχωρούσε λυπημένος.
Στρίβει. Ξαφνικά γλιστρά στη βρεμένη άσφαλτο και ξαπλώνει φαρδιά – πλατιά στο δρόμο. Ένα φρενάρισμα ακούστηκε. Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω. Ο άνθρωπος βαριά χτυπημένος στο κεφάλι ξεψυχούσε μέσα σε μια λίμνη δικού του αίματος. Η εφημερίδα πιο πέρα ρουφούσε νερό και αίμα.
Την άλλη μέρα όλες οι καθημερινές εφημερίδες γράφανε, με ορθά τ’ όνομα, το δυστύχημα. Μερικές είχανε και φωτογραφία του θύματος.
Κέρδισε μια δοξούλα νεκρός. Τάχα η ψυχή του αισθάνθηκε τι μάταιο πραγματάκι είναι αυτή η χαριτωμένη δόξα στή γη;
(Από χειρόγραφο του συγγραφέα)
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.