Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο ειλικρινής κύριος Αδαμαντίδης» του Τάσου Κλάδη
Το επίσημο κράτος κρυβόταν σαν το λωποδύτη για να κόψει μια κλήση, έτσι σαν τον κοινό κλέφτη που παραμονεύει κρυμμένος για να σου αρπάξει το πορτοφόλι. Βγήκαν απ’ την κρυψώνα και του έκαναν σήμα, σταμάτησε και ακολούθησαν τα γνωστά…
Ο Τάσος Κλάδης γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία Βόλου από γονείς εργάτες. Η οικογένεια του μετανάστευσε το 1962 στην Αθήνα. Σπούδασε ηλεκτρονικός και δούλεψε στον ΟΤΕ ως εργατοτεχνίτης.
Από νωρίς ασχολήθηκε με το συνδικαλισμό, μέσα από τις γραμμές του ταξικού κινήματος. Ανέπτυξε για πρώτη φορά συγγραφική δραστηριότητα το 1986. δημοσιεύοντας κείμενα και ποιήματα του στο περιοδικό Πολιτιστική Έκφραση του Πολιτιστικού Κέντρου Εργαζομένων ΟΤΕ Νομού Αττικής. Ποίημά του πήρε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού, ενώ άλλο τιμητική διάκριση στο 11ο Φεστιβάλ ΚΝΕ – ΟΔΗΓΗΤΗ. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Ριζοσπάστης.
Σήμερα είναι συνταξιούχος και συνεχίζει τη δράση του στο κίνημα των συνταξιούχων.
Το 2018 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Εντός» η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Το ρήγμα», που είναι η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοτική προσπάθειά του.
«Ιστορίες της πόλης, βγαλμένες από μια καθημερινότητα που συχνά τις συνθλίβει κάτω από τόνους απάθειας, ρουτίνας, μοιρολατρίας. Ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας, ανθρώπων του μόχθου, ζυμωμένες με πόνο, αγωνία, λαχτάρα και αγώνα για πιο πολλή και πιο ανθρώπινη ζωή. Εικόνες και στιγμιότυπα ζωής, αλλά και μυθοπλαστικές εξομολογήσεις, δοσμένα άλλοτε με έντονα αλληγορική χροιά κι άλλοτε με ρεαλισμό, κάποτε με λεπτή ειρωνεία και σχεδόν πάντοτε με φιλοσοφική διάθεση.
Πρόσωπα αντιμέτωπα με τις αναζητήσεις, τα δαιμόνια και τα αδιέξοδα -ατομικά και κοινωνικά- που ορθώνονται μπροστά τους, με βασανιστικά ηθικά διλήμματα. Κάποιοι απ’ αυτούς θύτες, όλοι όμως θύματα μιας αδυσώπητης κρεατομηχανής, που απειλεί να τους αφαιρέσει κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Κάπου εκεί κοντά, όμως, παραφυλάει η ελπίδα της φυγής προς μια λυτρωτική έξοδο. Ένα «Ρήγμα», στην αρχή αδιόρατο, θα τραντάξει τη συνείδηση συθέμελα. Και θα σφραγίσει τη ζωή ανεξίτηλα…» (από το οπισθόφυλλο)
Από την ίδια συλλογή το διήγημα που ακολουθεί.
Ο ειλικρινής κύριος Αδαμαντίδης
του Τάσου ΚλάδηΟ κύριος Σταύρος Αδαμαντίδης ήταν όνομα και πράγμα. Διαμάντι χαρακτήρας, καλόβολος, δε φώναζε ποτέ και δεν τσακωνόταν, ούτε με τους συναδέλφους του στην υπηρεσία ούτε με τον κόσμο, τους πολίτες. Όλους προσπαθούσε να τους εξυπηρετήσει, κανέναν δεν άφηνε παραπονεμένο, με όλους τα είχε καλά. Αλλά το μεγάλο προσόν του ήταν η ειλικρίνεια. Αυτό του το αναγνώριζαν όλοι, ο κύριος Αδαμαντίδης δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Βέβαια αυτό το προσόν δεν τον είχε ωφελήσει στη δουλειά του. Το να λες την αλήθεια μέσα σε μια δημόσια υπηρεσία, να αναγνωρίζεις το σωστό, να απαιτείς να γίνεται το σωστό και να θέλεις και οι άλλοι να είναι ειλικρινείς μαζί σου ήταν κάτι που θεωρούνταν αρνητικός παράγοντας για μια καλή, ανοδική υπαλληλική καριέρα. Έτσι ο κύριος Σταύρος Αδαμαντίδης έμενε στάσιμος, ενώ δίπλα του οι ψεύτες, οι γλείφτες, όσοι είχαν τα «μέσα», έπαιρναν θέσεις, καρέκλες, μισθούς καλύτερους, επιδόματα και άλλα.
Κι ο ίδιος καταλάβαινε πως η ειλικρίνειά του τον είχε «φάει», αλλά δεν μπορούσε να αλλάξει. Η γυναίκα του γκρίνιαζε καμιά φορά, «δε βλέπεις τους άλλους, εσύ θα σώσεις τον κόσμο και θα φέρεις το σωστό, θα επιβάλεις την ηθική σ’ έναν κόσμο ψεύτη, που από υπουργούς και διευθυντές όλοι λένε ψέματα και κοροϊδεύουν τον κόσμο. Βάλε λίγο νερό στο κρασί σου, καημένε, δεν είναι ανάγκη να λες πάντα την αλήθεια». Η ίδια ήταν προϊσταμένη σε ένα τμήμα στη δική της υπηρεσία. «Άσε με, ρε Ματίνα, να χαρείς», της απαντούσε. «Αφού ξέρεις, δε μου αρέσει να λέω ψέματα, ο χαρακτήρας μου αυτός είναι, τι να κάνω τώρα, να αλλάξω, να γίνω σαν τους άλλους, ν’ αρχίσω να κοροϊδεύω κι εγώ, να φοράω μάσκα. Και τι έγινε αν δεν ανέβω υπηρεσιακά, έχω τη συνείδησή μου ήσυχη».
Κι εκείνο το Πάσχα θα πήγαιναν στο χωριό της γυναίκας του, κοντά στα Γιάννινα. Στο Ρίο είχε μεγάλη καθυστέρηση, ουρά χιλιομέτρων τα αυτοκίνητα. Έφαγαν τρεις ώρες για να ξεμπλέξουν και να περάσουν απέναντι με τα καραβάκια της γραμμής Ρίο-Αντίρριο. Ο κύριος Αδαμαντίδης δεν έτρεχε ποτέ πάνω από τα όρια ταχύτητας. Έπιανε δεξιά στο δρόμο, έβαζε μουσική στο κασετόφωνο και πήγαινε ρελαντί, χωρίς να αγχώνεται και να βιάζεται. Δε βαριέσαι, όποτε φτάσουμε, έλεγε, κι αν πάμε μια ώρα αργότερα δε θα χάσουμε τίποτα. Τι του ήρθε αυτή τη φορά και πέρασε το όριο κι ο ίδιος δεν το κατάλαβε. Βρέθηκε στη μεγάλη ευθεία μετά τη Ναύπακτο και χωρίς να το θέλει το πόδι του πάτησε λίγο παραπάνω γκάζι. Το όριο ήταν εκατό χιλιόμετρα κι αυτός έπιασε εκατόν πέντε.
Οι τροχονόμοι της εθνικής οδού, μαζί με το περιπολικό τους, είχαν κρυφτεί πίσω από μια μεγάλη συστάδα δέντρων και θάμνων, που υπήρχε σε ένα σημείο δεξιά του δρόμου. Το επίσημο κράτος κρυβόταν σαν το λωποδύτη για να κόψει μια κλήση, έτσι σαν τον κοινό κλέφτη που παραμονεύει κρυμμένος για να σου αρπάξει το πορτοφόλι. Βγήκαν απ’ την κρυψώνα και του έκαναν σήμα, σταμάτησε και ακολούθησαν τα γνωστά.
Η παράβαση ήταν… υπερβολική ταχύτητα, πέραν του ορίου, και η κλήση, εφόσον δεν πληρώθηκε επί τόπου, θα δικαζόταν σε τρεις μήνες περίπου. Ο κύριος Αδαμαντίδης δε διαμαρτυρήθηκε, πήρε την κλήση, ευχαρίστησε τον αστυφύλακα και συνέχισε το ταξίδι του, τηρώντας αυτή τη φορά τα όρια.
Η ειδοποίηση τού ήρθε μετά από κάποιο διάστημα. Η παράβασή του θα εκδικαζόταν στην Ευελπίδων την τάδε ημερομηνία, σ’ εκείνη την αίθουσα. Όταν είχε γυρίσει μετά το Πάσχα στη δουλειά, είχε συζητήσει το γεγονός με τους συναδέλφους του. Συνηθισμένο, όλοι είχαν πάρει κατά καιρούς τις κλήσεις τους. Ούτε κι εκείνος θα το έκανε θέμα, αν δεν τον είχε ενοχλήσει η πλευρά εκείνη του συμβάντος, που με πάθος τους την ανέλυσε, ότι δηλαδή οι τροχονόμοι κρύβονταν για να πιάσουν έναν παραβάτη. Κατέκρινε και θύμωνε με την τακτική του κράτους, που για λόγους εισπρακτικούς και μόνο λειτουργούσε με τον τρόπο αυτό. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει παράνομο. Το κράτος δεν έχει δικαίωμα να κρύβεται εκτελώντας τις λειτουργίες του. Είναι υποχρεωμένο να δηλώνει την παρουσία του, να είναι ειλικρινές, ώστε ο πολίτης να το παίρνει υπόψη του. Ακόμα κι αν κάνει μια τέτοια παράβαση, το κράτος, η τροχαία στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να λειτουργεί σαν λωποδύτης. Ας κάνει φανερή την παρουσία της, κι εφόσον ο πολίτης την αγνοεί και παρανομεί, τότε βέβαια οφείλει να τον επαναφέρει στην τάξη. Θα μου πεις τέτοιο κράτος, τέτοια λειτουργία, κατέληγε την κουβέντα του με πάσα ειλικρίνεια.
Θυμωμένος, λοιπόν, σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα γλίτωνε το πρόστιμο. Φανταζόταν τι δικαιολογίες μπορούσε να πει στον δικαστή, ώστε να πείσει πως δεν έπρεπε να πληρώσει. Μπορούσε να πει πως η πεθερά του ήταν πολύ άρρωστη κι έπρεπε να προλάβουν να τη δουν στο νοσοκομείο, ότι η γυναίκα του αισθάνθηκε ζαλάδα, ότι δεν ήθελε να ταξιδεύει νύχτα και με την καθυστέρηση στο Ρίο είχε περάσει η ώρα. Διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. Στο τέλος, αφού γέλασε με τον εαυτό του, αποφάσισε πως δεν μπορούσε να κάνει ή να πει τίποτα από αυτά, δεν θα γινόταν ψεύτης αυτός ο πάντα ειλικρινής, θα πλήρωνε την κλήση και θα τέλειωνε η υπόθεση. Κι έτσι πήγε στο δικαστήριο ήρεμος, αφού πήρε άδεια από την υπηρεσία του, έχοντας κατά νου να αποδεχτεί την ενοχή του για την παράβαση.
Όταν έφτασε η σειρά του κι αφού είχαν προηγηθεί άλλες δίκες για παραβάσεις του ΚΟΚ, ο κλητήρας φώναξε το όνομά του κι ανέβηκε στο έδρανο του κατηγορούμενου. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν μια δικαστής και δίπλα της μια άλλη γυναίκα, προφανώς η Γραμματέας. Η Πρόεδρος τον κοίταξε μια στιγμή κι ύστερα, αφού τον ρώτησε τα στοιχεία του, του διάβασε την κατηγορία.
—Τι έχετε να πείτε για την κατηγορία; τον ρώτησε
—Τίποτα, κυρία Πρόεδρε, απάντησε, η παράβαση έγινε.
—Δηλαδή συμφωνείτε με όσα αναφέρει η κλήτευσή σας, ξαναρώτησε εκείνη.
—Μάλιστα, κυρία Πρόεδρε.
—Κι έγιναν όπως τα περιγράφει ο τροχονόμος; συνέχισε η δικαστίνα.
—Δεν μπορώ να αμφισβητήσω το όργανο της τροχαίας.
—Και δεν έχετε κάτι να πείτε, κάποια δικαιολογία; επέμενε η Πρόεδρος
—Όχι, κυρία Πρόεδρε, δεν υπάρχει δικαιολογία.
—Μα δεν μπορεί, για κάποιο λόγο θα τρέχατε, τι ήταν αυτό που σας πίεζε; δεν το έβαζε κάτω η δικαστίνα.
—Βιαζόμουν, μα αυτός δεν ήταν λόγος για να παραβιάσω το όριο ταχύτητας, απάντησε αποφασιστικά.
Εκείνη τον κοίταξε με κάποια κατάπληξη στα μάτια, σκέφτηκε λίγο, ύστερα έσκυψε στη Γραμματέα της, κρύβοντας το στόμα της με ένα χαρτί, όπως κάνουν οι δικαστές όταν θέλουν να μιλήσουν μεταξύ τους, και κάτι της είπε, που εκείνη το σημείωσε.
—Δέκα χιλιάδες δραχμές, ανακοίνωσε το πρόστιμο η Πρόεδρος.
Κατέβηκε από το έδρανο και γύρισε στη θέση του. Αμέσως τον πλησίασε ο αστυφύλακας υπηρεσίας και του είπε να τον ακολουθήσει. Τον πήγε στα ταμεία, όπου οι παραβάτες πλήρωναν τα πρόστιμα. Βάδιζαν στο διάδρομο.
—Τυχερός είσαι, του είπε ο αστυφύλακας χαμογελώντας.
—Γιατί; τον ρώτησε.
—Σου έβαλε το χαμηλότερο ποσό για πρόστιμο.
—Αλήθεια; Και ποιος ο λόγος; Η απορία του μεγάλωσε.
—Η δικαστής αυτή είναι ιδιότροπη, του εξήγησε ο αστυφύλακας. Της αρέσει να ακούει δικαιολογίες από όσους έχουν κλήσεις για παραβάσεις του ΚΟΚ. Τους τσιγκλάει να της λένε διάφορους δήθεν σοβαρούς λόγους, ατυχίες, προβλήματα κι ό,τι άλλο σκαρφίζονται και μυξοκλαίνε για να γλιτώσουν το πρόστιμο. Κι όσο περισσότερες δικαιολογίες και ψέματα της λένε, τόσο μεγαλύτερα πρόστιμα τους βάζει. Εσύ, λοιπόν, που δεν προσπάθησες να δικαιολογηθείς και αποδέχτηκες την παράβαση, της χάλασες μεν το σκηνικό, αλλά της έκανες καλή εντύπωση με την ειλικρίνειά σου κι έτσι τη γλίτωσες με το μικρότερο πρόστιμο. Αν προσπαθούσες να δικαιολογηθείς και να πεις τίποτα ψέματα, θα σου κοπανούσε κανένα πενηντάρι χιλιάρικα.
Έτσι ο κύριος Αδαμαντίδης πλήρωσε το πρόστιμο κι έφυγε από τα δικαστήρια ευχαριστημένος που η ειλικρίνειά του είχε φανεί χρήσιμη έστω και μια φορά.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.