Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο γκασταρμπάϊντερ» του Κώστα Βαλέτα

– Μπάνχοφ. Βιάστηκε να πει ο μετανάστης.
– Τι είναι αυτό; Απάντησε ειρωνικά ο εισπράχτορας.
– Μπάνχοφ, ξανάπε ο μετανάστης.
– Δεν ξέρω κανένα «Μπάνχοφ», είπε ο εισπράχτορας κοροϊδευτικά και μιμούμενος την κακή προφορά του ξένου.
Μια ομάδα νεαρών με πέτσινα μαύρα σακάκια χασκογελούσαν με τη συζήτηση…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο γκασταρμπάϊντερ» του Κώστα Βαλέτα

Ένα διήγημα του Κώστα Βαλέτα, διευθυντή του περιοδικού Αιολικά Γράμματα.

O Κώστας Βαλέτας γεννήθηκε στην Άργενο της Λέσβου στα 1939. Είναι γιος του Γιώργου Βαλέτα από τον οποίο και κληρονόμησε το λογοτεχνικό του τάλαντο.

O Κώστας Βαλέτας σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έπειτα συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Ρώμης και Παρισιού, όπου και ειδικεύτηκε στο Συνταγματικό Δίκαιο. Διακρίθηκε για τη συνταγματολογική του επίδοση, και αναγορεύτηκε, αργότερα, διδάκτωρ τού Συνταγματικού Δικαίου.

Στα Γράμματα ο Κώστας Βαλέτας παρουσιάστηκε νεαρός ακόμα με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, πού εξέδωσε στα 1962, με τον τίτλο: «Χαμένη ομορφιά». Τη δεύτερη συλλογή εξέδωσε στα 1964, με τίτλο: «Γενναία ζωή». Στη διάρκεια τής επταετίας (1967-74) ο Κ. Βαλέτας, μένοντας στο εξωτερικό έστειλε μεταφράσεις του που εκδόθηκαν στην Ελλάδα, από τολμηρούς κι εναντιούμενους στη λογοκρισία της εποχής, εκδότες. Επίσης πολλά κείμενα του είναι δημοσιευμένα σε περιοδικά.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο γκασταρμπάϊντερ» του Κώστα Βαλέτα

Ο Κώστας Βαλέτας

Ακόμα εξέδωσε το ανέκδοτο δράμα τού Αριστομένη Προβελέγγιου: «O λυτρωτής», με κριτική εισαγωγή και σχόλια και στα 1966, το θεατρικό έργο η «Κουτσούφλιανη», που το παρουσίασε ο θίασος της «Θυμέλης». Επακολούθησε το μυθιστόρημα «Οι Μέτοικοι» και οι συλλογές διηγημάτων «Το Σινικό Τείχος», (Κρατικό Βραβείο) και ο «Ελέφας». (…)

Δ. Π. Κωστελένος – Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών, εκδ. Παγουλάτου, Αθήνα 1976 (Πηγή βιογραφικών στοιχείων στο διαδίκτυο: ανεμουριον)

Το διήγημα από το βιβλίο του Κώστα Βαλέτα, Η Κοκκινομάλα από τους Πενταγιούς. Διηγήματα. Εκδόσεις «Πηγής», Αθήνα 1987.

Ο ΓΚΑΣΤΑΡΜΠΑΪΝΤΕΡ
του Κώστα Βαλέτα

– Έχεις μετανιώσει;

– Ειλικρινά, κύριε.

– Θα πληρώσεις το πρόστιμο;

– Θα το πληρώσω, κύριε.

Ο νεαρός με τα κατάμαυρα μαλλιά μπήκε από τη στάση του πάρκου. Το τραμ διέσχιζε το πάρκο της Στουτγάρδης, δίπλα από την τεχνητή λιμνούλα. Σαν είχε λιακάδα το τοπίο ήταν ειδυλλιακό.

Ο νεαρός έβγαλε ένα μάρκο κι έδωσε στον εισπράκτορα. Εκείνος τον κοίταξε ερωτηματικά.

– Μπάνχοφ. Βιάστηκε να πει ο μετανάστης.

– Τι είναι αυτό; Απάντησε ειρωνικά ο εισπράχτορας.

– Μπάνχοφ, ξανάπε ο μετανάστης.

– Δεν ξέρω κανένα «Μπάνχοφ», είπε ο εισπράχτορας κοροϊδευτικά και μιμούμενος την κακή προφορά του ξένου.

Μια ομάδα νεαρών με πέτσινα μαύρα σακκάκια χασκογελούσαν με τη συζήτηση.

– Ξέρετε εσείς; Τους ρώτησε ο εισπράκτορας.

Ήταν ένας κοντός και μεσόκοπος Σβέμπης που μιλούσε έντονα με την προφορά της Στουτγάρδης, που δύσκολα καταλάβαιναν οι άλλοι Γερμανοί. Είχε μεγάλο προγούλι και οι δίπλες του λαιμού του ενώνονταν με το πηγούνι του. Το κεφάλι άλλωστε, λόγω ανυπαρξίας λαιμού, δεν ξεχώριζε από τους ώμους του εύκολα. Στράφηκε στον μετανάστη.

– Αυτό το τραμ νιξ Μπάνχοφ, τούπε κοροϊδευτικά.

Κι άρχισε να του απαριθμεί τις δεκατρείς στάσεις πούκανε το τραμ, κλείνοντας κάθε τόσο με σημασία το μάτι του στους νεαρούς πούχαν ξεκαρδιστεί με το επεισόδιο.

– Μήπως Μπάνοφ; Έκανε κάτω από τη θυμηδία πούχε γενικευτεί μέσα στο τραμ. Μπάνοφ γερμανικά σημαίνει σταθμός. Σιδηροδρομικός σταθμός.

– Μπάνοφ; Τσουφ – τσοφ και προσπάθησε να μιμηθεί τον ήχο του τρένου.

Στο μεταξύ οι νεαροί είχαν πιαστεί από τη μέση, είχαν μπει στη σειρά και στριφογύριζαν παριστάνοντας το τρένο.

– Τσιφ – τσαφ – τσουφ – τσιφ – σπαγγέτι, τσαφ – τσουφ πίτσα.

Ο εισπράκτορας είχε λυθεί στα γέλια κι οι επιβάτες περνούσαν ώρες αγαλλίασης.

Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του μετανάστη, κάτι είπε σε μια άγνωστη γλώσσα και κόλλησε μια γροθιά στα μούτρα του εισπράχτορα.

Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Στην επαφή της μπουνιάς του ξένου με τη λιπαρή σάρκα του παχύδερμου – έμοιαζε λουκάνικο Φραγκφούρτης μόλις βγαλμένο από το καζάνι – το τραμ αναστατώθηκε.

Η παρέα με τα πέτσινα σακκάκια, ρίχτηκε σαν ένας άνθρωπος του ξένου κι άρχισε να τον βαράει. Οι γυναίκες ξεφώνιζαν. Σηκώθηκαν όλοι να μη χάσουν τη σκηνή. Ο οδηγός σταμάτησε το τραμ.

Ο εισπράχτορας έκλεισε τις αυτόματες πόρτες. Κανείς δεν μπορούσε να βγει στο δρόμο.

Ο οδηγός έκανε νόημα σ’ έναν αστυφύλακα που πήρε το μάτι του στην άκρη του δρόμου.

– Αν δεν φύγουν οι γκασταρμπάιντερ, δε θα ησυχάσουμε ποτέ.

Έλεγε σ’ ένα καλοβαλμένο κύριο με κατακόκκινο πρόσωπο μια γυναίκα φορτωμένη μια τεράστια τσάντα με ψώνια.

– Μας παίρνουν τις δουλιές.

– Το ξέρω πολύ καλά, στη Στουτγάρδη ζω, κυρία μου.

– Επιτρέπεται στην πόλη του Ρόμελ, πούχουμε μάλιστα το γιο του δήμαρχο, ν’ αλωνίζουν οι ξένοι;

– Σ’ αυτό φταίνε οι Γερμανοί που δεν καταδέχονται να κάνουν τις βαριές δουλιές. Σαν πιάσει όμως καμιά κρίση όπως το είκοσι εννιά, τότε θα τα πούμε. Δεν ξέρω την ηλικία σας, αλλά ίσως τα θυμάστε και σεις. Θα ξαναδούμε τότε Γερμανούς να ψάχνουν για την τροφή τους στους σκουπιδοντενεκέδες.

– Ξέρετε ότι δεν ξοδεύουν τίποτα; συνέχισε η κυρία. Ότι χτίζουν σπίτια στις πατρίδες τους;

– Κυρία μου, σας το τονίζω, η Γερμανία βασίστηκε πάντα στην εργασία. Ό,τι έγινε σ’ αυτή τη χώρα έγινε με πολύ ιδρώτα. Τώρα οι Γερμανοί νομίζουν ότι πλούτισαν και δε θέλουν να δουλέψουν. Φέρανε τους γκασταρμπάιντερ για να δουλεύουνε γι’ αυτούς.

– Τι μου λέτε τώρα; Ο άντρας μου είναι δυο χρόνια στην ανεργία. Γιατί παρακαλώ; Μπορείτε να μου απαντήσετε; Γιατί πιάσανε τις δουλιές οι Τούρκοι κ’ οι Πορτογάλοι, οι Έλληνες κ’ οι Ιταλοί, να γιατί.

– Κανένας Γερμανός που δουλεύει σωστά δεν είναι άνεργος.

– Μη με διακόπτετε, σας παρακαλώ. Ξέρετε ότι μειώσανε τα επιδόματα ανεργίας;

– Βέβαια όταν βγαίνετε συνέχεια στην αναρρωτική άδεια, κάποτε θα τους αναγκάσετε να σας απολύσουν. Είναι φυσικό επακόλουθο. Δεν θέλω να σας προσβάλω, αλλά εργαζόμουν στο Δημόσιο Ταμείο και ξέρω περισσότερα από εσάς. Άνεργοι είναι μονάχα οι αλκοολικοί κ’ οι τεμπέληδες. Και σεις σαν πιωμένη μου φαίνεστε, συγνώμη αλλά νιώθω έντονη τη μυρουδιά του αλκοόλ.

– Πιο αγενή άνθρωπο από σας δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Ευτυχώς για σας που δε με συντροφεύει ο άντρας μου γιατί θα σας έβαζε στη θέση σας.

– Αν φύγουν οι ξένοι, θ’ ακινητοποιηθούν ένα σωρό επιχειρήσεις, εγώ αυτό ξέρω κι όλα τ’ άλλα τ’ ακούω βερεσέ.

– Προπολεμικά δεν υπήρχε στη Στουτγάρδη ούτε ένα, μ’ακούτε, ούτε ένα γιουγκοσλάβικο ή ιταλικό εστιατόριο.

– Ελάτε, κυρία μου, ξεχνάτε τα προβλήματα που είχαμε τότε; Τους Εβραίους; Τους Πολωνούς;

– Δε σας μίλησα για τους Εβραίους, είπε εκνευρισμένη η γυναίκα. Πιτσερίες είχαμε τότε; Προχθές ο άντρας μου πήγε σε μια μπυραρία και κάθισε ανάμεσα σ’ έναν Άραβα κι έναν Τούρκο. Ο Τούρκος έφτυνε κατά γης.

– Δε διαφωνώ μαζί σας, αλλά τι να κάνουμε;

– Να τους διώξουν αμέσως, να τους βάλουν σε στρατόπεδα, ξέρω γω, εγώ είμαι μια απλή γυναίκα, εσείς έχετε την ευθύνη ν’ αποφασίσετε τι θα γίνει. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Δεν είδατε τον νεαρό; Αισθάνεται σαν στο σπίτι του, δημιουργεί καυγάδες.

Ο αστυφύλακας έδωσε τέλος στις θυελλώδεις συζητήσεις πούχαν φουντώσει μέσα στο τραμ.

Στο Τμήμα ο αξιωματικός υπηρεσίας ανάκρινε τον μετανάστη.

– Όνομα;

– Μαθιός Σαράντης.

– Εθνικότητα;

– Έλληνας.

– Διαμονή;

– Ορίστε;

– Πού δουλεύεις;

– Στην Μπάγερ.

– Διαμονή;

– Αρμιστράσσε 119.

– Πόσον καιρό είσαι στη Γερμανία;

– Δεκαοχτώ μήνες.

– Θες να μείνεις κι άλλο;

– Μάλιστα, κύριε.

– Τότε γιατί δημιουργείς φασαρίες;

– Δεν θα το ξανακάνω κύριε.

– Δεν το καταλαβαίνεις ότι είναι σε βάρος σου;

– Σας υπόσχομαι, κύριε, πως δεν θα ξανασυμβεί.

– Έχεις μετανιώσει;

– Ειλικρινά, κύριε.

– Θα πληρώσεις το πρόστιμο;

– Θα το πληρώσω, κύριε.

– Θα ζητήσεις συγνώμη από τον εισπράχτορα που χτύπησες;

– Εμένα με χτύπησαν περισσότερο, κύριε.

– Απάντησέ μου γιατί διαφορετικά θα σε στείλω στη φυλακή.

– Θα του ζητήσω συγνώμη, κύριε.

– Μιλάς ειλικρινά ή μόλις βγεις έξω θα ξαναρχίσεις τα ίδια;

– Δεν θα επαναληφτεί, κύριε. Ποτέ, κύριε, σας δίνω το λόγο της τιμής μου.

– Έχεις τιμή;

– Έχω, κύριε.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: