Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο “Ισοκράτης” και ο Αρκάντι» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου
«Σοβιετικές γνωριμίες» τιτλοφορείται το πρώτο βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου που εκδόθηκε το 1954 από τις ΠΛΕ. Περιέχει πέντε διηγήματα τα οποία συνθέτουν έναν ύμνο στο σοβιετικό άνθρωπο. Μέσα σε παρένθεση αναφέρεται και το ψευδώνυμό του, Σφυρής.
«Σοβιετικές γνωριμίες» τιτλοφορείται το πρώτο βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου που εκδόθηκε το 1954 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, το εκδοτικό του ΚΚΕ, που έδρευε στο Βουκουρέστι. Μέσα σε παρένθεση αναφέρεται και το ψευδώνυμό του, Σφυρής. Περιέχει πέντε διηγήματα τα οποία συνθέτουν έναν ύμνο στο σοβιετικό άνθρωπο. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα και δεν το έχουμε δει στην εργογραφία του Αλεξανδρόπουλου.
Πολυγραφότατος πεζογράφος, από τους κορυφαίους της μεταπολεμικής γενιάς, μελετητής και μεταφραστής της Ρωσικής Λογοτεχνίας, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα, στις 26 του Μάη 1924. Δεκαοχτάχρονος (1942) εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων, μετά στην ΕΠΟΝ και αργότερα στο ΚΚΕ. Φοιτητής της Νομικής Σχολής Αθηνών αφοσιώνεται στον απελευθερωτικό αγώνα και εγκαταλείπει τις σπουδές του, τις οποίες θα συνεχίσει μετά την απελευθέρωση. Το 1947, φοιτητής επί πτυχίω, στρατεύεται αναγκαστικά, αλλά λιποτακτεί. Εντάσσεται στο ΔΣΕ και το 1948 περνά ως μαχητής στο Αρχηγείο Ηπείρου, στου οποίου την εφημερίδα «Καθημερινά Νέα», έστελνε χρονογραφήματα για τις μάχες, υπό το ψευδώνυμο «Σφυρής». Τραυματίζεται βαριά σε μια σκληρή μάχη και στέλνεται σε νοσοκομείο στην Αλβανία. Επιστρέφει στο Αρχηγείο Ηπείρου, αλλά λόγω αναπηρίας ασχολείται αποκλειστικά με τα «Καθημερινά Νέα» σαν πολεμικός ανταποκριτής όλων των τμημάτων του ΓΑ Ηπείρου. Παράλληλα δημοσιεύει και αγωνιστικού περιεχομένου πεζογραφικά κείμενα και ποιήματα σε έντυπα του ΔΣΕ («Εξόρμηση» κ.α.).
Με την υποχώρηση του ΔΣΕ, το 1949 περνά στην αναγκαστική προσφυγιά. Εγκαθίσταται στο Βουκουρέστι (όπου ασχολήθηκε με το εκδοτικό του ΚΚΕ «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις») και από το 1956 στη Μόσχα, από όπου επαναπατρίστηκε (1975). Το 1953 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Ιωαννίνων τρις εις θάνατον.
Σπούδασε τη Ρωσική Λογοτεχνία στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μόσχας. Το 1957 γνώρισε τη δευτεροετή φοιτήτρια Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, Σόνια Ιλίνσκαγια (σήμερα ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών), με την οποία παντρεύτηκε (1959) και απέκτησε τη μοναχοκόρη του Όλγα Αλεξανδροπούλου.
Τα βιώματά του από το διπλό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού μας, διαμόρφωσαν και την αταλάντευτη ιδεολογία του και την προσφορά του στους αγώνες του λαού, αλλά και το σύνολο του πλούσιου και ποικίλου έργου του. Ο ίδιος έλεγε: «Η στράτευση ενός λογοτέχνη στους αγώνες του λαού είναι η ανώτατη μορφή ελευθερίας γι’ αυτόν». Κι όσον αφορά στο έργο του: «Αισθάνομαι πως έγραφα συνέχεια το ίδιο βιβλίο».
Στο έργο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου αναμείχτηκαν δύο λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις, η ελληνική και η ρωσική. «Δέθηκε» με τον ρωσικό πολιτισμό τόσο που με σπουδαία μελετητικά και μεταφραστικά έργα του, πρόσφερε την πολύτιμη λογοτεχνική, ιδεολογο-αισθητική γνώση και κρίση του στο προοδευτικό ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 19 του Μάη 2008. Για το έργο του μπορείτε να διαβάσετε στον Ριζοσπάστη, πατώντας σε αυτόν τον σύνδεσμο, απ’ όπου πήραμε και τα βιογραφικά στοιχεία του.
Ο «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ» ΚΑΙ Ο ΑΡΚΑΝΤΙ
του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου
Ι
Όταν τον έβλεπα, θυμόμουνα τον «Ισοκράτη». Ήτανε ίδιος όπως εκείνος: μικρούλικος, με λεπτούτσικα όμορφα χαρακτηριστικά, μ’ έξυπνα γαλανά ματάκια. Μόνο που εκείνος, ο «Ισοκράτης», είχε ένα πρόσωπο χλωμό και σα στεγνωμένο, ενώ ετούτος δεν ήτανε χλωμός, ούτε κοκαλιάρης, παρά είχε ένα φρέσκο ροδαλό χρώμα στα μάγουλα και σχεδόν παιδικήν επιδερμίδα. Σ’ όλα τ’ άλλα, στη διαπεραστικότητα του ματιού, τη γρηγοράδα στο μίλημα, τα ντελικάτα χαρακτηριστικά του προσώπου και τα ξανθά μαλακά μαλλιά μοιάζανε πολύ, σαν δυό αδέρφια. Μοιάζανε και στ’ ανάστημα. Κοντοπίθαροι κι οι δυό, με λεπτοκαμωμένα κορμάκια, με μακριά, λεπτά δάχτυλα.
Όταν τον έβλεπα λοιπόν θυμόμουνα τον «Ισοκράτη». Ερχόταν κάθε πρωί, την κανονική ώρα, όπως όλοι οι εργάτες. Κανείς δεν φαινόταν να δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε τούτονε τον μικροσκοπικό εργάτη με το τρυφερό προσωπάκι, με τα τόσο έξυπνα μάτια. Μα εμένα, για το λόγο που είπα πιο πάνω, μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Ερχόταν λοιπόν κάθε πρωΐ, την κανονικήν ώρα, με τη σάπκα κατεβασμένη ως τ’ αφτιά, χωμένος μέσα σε μια χοντρή μπαμπακερή τελεγκρέικα και με χοντρές τσόχινες μπότες ίσαμε τα γόνατα. Όταν έφτανε μπροστά στον τόρνο του κι έβγανε από πάνω του τη χοντρή τελεγκρέικα για να τήνε κρεμάσει στο σιδερένιο κομοδίνο του, φανερωνότανε κρεμασμένη από τον ώμο του μια φουσκωμένη μαθητική τσάντα. Τήνε κρέμαγε και την τσάντα στο κομοδίνο, απάνω από την τελεγκρέικα. Κι όταν χτυπούσε το μεσημεριανό διάλειμμα τήνε ξεκρέμαγε, την έριχνε στο πλευρό και τραβούσε βιαστικός – βιαστικός για το αναγνωστήριο του τσεχ.
Πήγαινα και εγώ στο αναγνωστήριο. Έβρισκες εκεί πολύ ενδιαφέροντα πράματα. Είχε μια βιβλιοθηκούλα με καμπόσα τμήματα: λογοτεχνικό, ιστορικό, τεχνικό, μηχανολογικό και πολιτικό. Για περισσότερα πράματα πηγαίναμε στην κεντρική βιβλιοθήκη του εργοστασίου, που είναι στο απάνω πάτωμα της μεγάλης λέσχης των εργατών.
Εκεί λοιπόν, στη μικρή βιβλιοθηκούλα του τσεχ, τον έβλεπα το νεαρό σοβιετικό εργάτη να στρώνεται τα μεσημεράκια στο διάβασμα, ίσαμε που σήμαινε η σειρήνα και γύριζε ξανά στον τόρνο. Κι ακριβώς τη στιγμή που τον έβλεπα σκυμμένονε στα βιβλία του, με τόνα του το χέρι να γυρίζει γρήγορα – γρήγορα τις σελίδες και με τ’ άλλο του να στριφογυρίζει τα ξανθά του μαλλιά – εκείνη τη στιγμή, πιότερο από κάθε άλλη, θυμόμουνα τον «Ισοκράτη». Μάλιστα τις πρώτες μέρες, τόσο με ξεγέλαγε, που μούρχονταν να τρέξω καταπάνω του και να του φωνάξω, όπως του φωνάζαμε όλοι, γνωστοί και άγνωστοι, του «Ισοκράτη»:
– «Χαίρε, Ισόκρατες!»
Όμως συνερχόμουνα γρήγορα. Και μ’ έπιανε αμέσως μια μεγάλη, μια πικρή απογοήτεψη. Γιατί κάθε φορά που έρχεται στο νου μου εκείνος ο άνθρωπος, ο «Ισοκράτης», νιώθω να χύνεται μια πίκρα μέσα μου μεγάλη, η ίδια ετούτη πίκρα που τήνε νιώθω και τώρα, καθώς μνημονεύω το παρατσούκλι του. Κι έρχεται και ξεχειλίζει η μεγάλη πίκρα και δεν μπορώ – πριν σας μιλήσω για τούτονε το σοβιετικό νεολαίο εργάτη, το νιώθω χρέος μου να σας πω για κείνονε, τον «Ισοκράτη».
ΙΙ
Το «Ισοκράτης» δεν ήτανε τ’ όνομά του. Έτσι τόνε φώναξε σ’ ένα φροντιστήριο ο καθηγητής του Ποινικού Δικαίου, κι από τότε τούμεινε. Έτσι τόνε φωνάζαμε όλοι. Το πραγματικό του όνομα πολύ λίγοι το ξέρανε, κάτι συμπατριώτες του στενοί του φίλοι, καθώς και τα χαρτιά της Νομικής Σχολής.
Ήρθε από τη Σαντορίνη στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά. Για το τι λογής ήτανε στην όψη ο «Ισοκράτης» σας το είπα κι όλας: μικρούτσικος, αδυνατούλης, με λεπτούτσικα χαρακτηριστικά κι ένα χλωμό, στεγνωμένο, μα έξυπνο προσωπάκι. Ήταν από κείνα τα λεπτοφτιαγμένα πλάσματα που, όταν σου λαχαίνει να μιλήσεις γι’ αυτά, νιώθεις μιαν ανάγκη να κάνεις τα λόγια σου μικρούτσικα – μικρούτσικα και τρυφερά. Τα γαλανά ματάκια του, καθώς στριφογυρίζανε αδιάκοπα και τρύπωναν βαθιά βαθιά στα πρόσωπα και τα πράματα, προδίνανε μια διαβολεμένη εξυπνάδα. Και στην εξυπνάδα του ετούτηνε λοιπόν χρώσταγε και το παρατσούκλι του. Σ’ ένα φροντιστήριο στο Ποινικό Δίκαιο τα έλεγε τόσο καλά και τόσο βαθιά κάτεχε το δύσκολο θέμα του, που ο καθηγητής, ένας πολύ ιδιότροπος άνθρωπος, ενθουσιάστηκε, φαίνεται, πολύ, κι’ ενώ το παιδί μιλούσε, εκείνος του έκανε από κάτω, από την έδρα, νοήματα και χειρονομίες να συνεχίσει κι όταν ύστερα τέλειωσε τόνε χαιρέτισε μ’ ένα στόμφο αρχαιοελληνικό: – Χαίρε, Ισόκρατες!
Από τότε τούμεινε και τ’ όνομα κι ο χαιρετισμός. Η φήμη του «Ισοκράτη» έπαιρνε κι απλώνονταν σιγά – σιγά σ’ όλη τη σχολή, κι από τη σχολή στο Πανεπιστήμιο. Ποιος φοιτητής δεν τον ήξερε πια τον φωστήρα ετούτονε, τον τετραπέρατο κοντοπίθαρο φοιτητή της Νομικής με τα γαλανά παντοκίνητα μάτια. Και δεν ήτανε μόνο που τον ξέρανε. Τόνε αγαπούσανε, τον αγαπούσανε πολύ, κι ο καθένας κάτι είχε νάλεγε για το σπιθοβόλο το πνεύματου: κάποια έξυπνη απάντησή του στους καθηγητές ή κάποια καινούργια φιλονικία μαζί τους ή και κανένα ανέκδοτο όπου άστραφτε η εξυπνάδα του «Ισοκράτη». Εννοείται πως κανένα από τα πολλά ανέκδοτα δεν ήτανε αναμάρτητο από κάθε λογής υπερβολές αυθαίρετες, συμπληρώματα και διασκευές. Λέγονταν πως κάποτε, στις τμηματικές εξετάσεις του πρώτου χρόνου, ο καθηγητής του Ρωμαϊκού, άρχιζε την εξέταση με το ερώτημα: «Ποιος φορούσε στη μάχη του Βατερλώ το μεγαλύτερο καπέλο;» κι από τους φοιτητές που εξετάζονταν, άλλοι του ονομάζανε τον Ναπολέοντα, άλλοι τον Βελιγκτόνα, άλλοι από κακία και φούρκα του αναφέρανε του καθηγητή και τον Καμπρόν, κι άλλοι, οι πιο πολλοί δεν του λέγανε τίποτα. Μα ο «Ισοκράτης» του έδοκε μιαν απάντηση απ’ όλες πιο όμορφη: «Εκειός – του είπε – πούχε το μεγαλύτερο κεφάλι». Αρέσανε στους φοιτητές κι οι στίχοι του «Ισοκράτη» και τα χρονογραφήματά του πούτανε γιομάτα σπίρτο και κεντρί και δημοσιεύονταν από δυό κι από τρία καμιά φορά, στην αριστερή φοιτητική εφημερίδα με διαφορετικά ονόματα. Έγραφε και διηγήματα πού και πού ο «Ισοκράτης», μα εκείνα ήτανε άλλο πράμα, σαν τα διάβαζες ένιωθες ένα βάρος μέσα σου, γιατί, εκεί μέσα όλα είχανε να κάνουνε με τη φτώχια και τη δυστυχία την ανθρώπινη, που ως φαίνεται, τον είχανε κάνει τον ίδιονε πολύ να πονά και να υποφέρει.
Ένα λοιπόν ήτανε αυτό, το κοφτερό του το μυαλό, που τον είχε κάνει διάσημο πια τον «Ισοκράτη». Μα ήτανε και κάτι ακόμα: η μεγάλη του φτώχια. Πόρους από πουθενά δεν είχε. Ούτε συγγενείς στην επαρχία να του στείλουνε καμιά δεκάρα, όπως γινότανε μ’ άλλους επαρχιώτες, ούτε γνωστούς στην πρωτεύουσα να τον υποστηρίξουνε. Είχε μονάχα τα δυό του χέρια, – εκείνα τα μαραμένα τα χεράκια, τα κοκαλιάρικα, με τα μακριά δάχτυλα. Τι να σου κάναν εκείνα; Βάρος δεν μπορούσανε να σηκώνουνε, μήτε και ξέρανε καμιά τέχνη να βγάνουνε δραχμές. Χανόταν μέρες ολόκληρες κι έψαχνε για δουλιά. Κάποτε, μια παρέα φοιτητές που δουλεύανε τις νύχτες φορτοεκφορτωτές, σε μια μεγάλη αποθήκη τροφίμων στα Εξάρχεια, είδανε να τους φέρνει ο επιστάτης τον «Ισοκράτη» για δουλιά. «Τι λέτε, θα τα βγάλει πέρα;» τους ρώτησε ο επιστάτης. «Θα τα βγάλει, θα τα βγάλει!» είπανε κείνοι και μόλις ο επιστάτης έφυγε ρίχτηκαν σαν το μελίσσι πάνω στον «Ισοκράτη»: «Τι γυρεύεις μωρές δω πέρα; Το κάθε τσουβάλι, κακομοίρη μου, ζυγίζει τρεις φορές σαν εσένανε. Κάθησε κει στη γωνιά να μη σε βλέπει ο επιστάτης να πάρεις τουλάχιστο το αποψινό μεροκάματο». Μα πού τόνε γελάς τον επιστάτη. Σε λίγο ξανάρθε, φώναξε τον «Ισοκράτη» και τον έβαλε να σηκώσει τσουβάλι. Τον έδιωξε.
Τότε ήτανε που του κόψανε και το φοιτητικό συσσίτιο, γιατί έπρεπε, τούπανε, να φέρει από το νησί χαρτί, που να βεβαιώνει πως ήτανε άπορος. Βιβλίο δικό του δεν είχε κανένα. Ερχότανε και διάβαζε στη Φοιτητική Λέσχη, στο αναγνωστήριο, και τα μεσημεράκια που τ’ αναγνωστήριο έκλεινε, έπαιρνε βιβλία δανεικά και πήγαινε να διαβάσει στον Εθνικό Κήπο, κάτω από τα μεγάλα δέντρα. Τα βράδια πάλε, – η βιβλιοθήκη έκλεινε από τις 7 το βράδυ – τόνε βλέπαμε σκυμμένονε στο βιβλίο, κάτω από την ηλεκτρική λάμπα, που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του Ρήγα του Φεραίου, του μαρμάρινου ανδριάντα του, που βρίσκεται απόξω από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου. Και, βέβαια, έτσι που ήτανε τα πράματα, κανείς λόγος δεν μπορούσε να γίνει για τα δίδαχτρα και τις εγγραφές. Πού να τάβρισκε ο «Ισοκράτης» τόσα λεφτά να πληρώνει τις τριμηνίες; Στο μεταξύ ο καιρός πέρναγε, οι συμφοιτητές του περνούσαν στις άλλες τάξεις, κάμποσοι είχανε κιόλας τελειώσει και κάνανε το δικηγόρο στην Αθήνα, κι ο «Ισοκράτης» είχε σκαλώσει στο δεύτερο χρόνο. Εκεί τον είχανε καρφωμένονε τα χαρτιά της γραμματείας. Οι καθηγητές, ακόμα κι ο ποινικός που τον είχε πει «Ισοκράτη», λέγανε ό,τι θες για την εξυπνάδα του. Τι καλομιλήματα και τι θαυμασμοί! Μα όταν έφτανε το ζήτημα στις εγγραφές και τα δίδαχτρα, κουνάγανε με θλίψη τάχα το κεφάλι και δείχνανε κατά τα υπόγεια της σχολής που ήτανε το ταμείο.
Ώσπου, κάποτε, τόνε χάσαμε πολύ καιρό τον «Ισοκράτη». Δε φαίνονταν μήτε στη λέσχη, στο συσσίτιο, μήτε στη βιβλιοθήκη, μήτε τα μεσημέρια στον κήπο, μήτε και τα βράδια να κάνει συντροφιά του Ρήγα. Κάποιοι είπανε πως θάπιασε δουλιά, άλλοι πως θάφυγε για το νησί και μερικοί πως μπορούσε και νάτανε άρρωστος. Στο μεταξύ ο καιρός περνούσε. Κάποια μέρα η σύνταξη της εφημερίδας, που δημοσίευε τους στίχους και τα χρονογραφήματα του «Ισοκράτη», πήρε ένα γράμμα που έλεγε πως κάποιος φοιτητής (όνομα δεν έλεγε) ήτανε άρρωστος βαριά κι είχε ανάγκη μεγάλη από γιατρό και φάρμακα και τροφές και πως κανείς δεν του παραβρίσκονταν κι ήτανε μοναχός και παρατημένος στη σοφίτα κάποιου σπιτιού, στη συνοικία Ψυρρή. Ο επιστολογράφος, στο τέλος, είχε γραμμένη και τη διεύθυνση του σπιτιού, που στη σοφίτα του βρισκόταν ο άρρωστος φοιτητής. Αποφασίστηκε και πήγε κάποιος από τη σύνταξη της εφημερίδας.
Ο άρρωστος ήταν ο «Ισοκράτης». Έγινε μια επιτροπή, μάζεψε από τους φοιτητές κάμποσες δραχμές και πήγαμε να τόνε δούμε. Τόνε βρήκαμε πίσω από την Πλατεία Ηρώων, σ’ ένα παλιό ετοιμόροπο σπίτι, ψηλά στη σοφίτα. Ανεβήκαμε, ένας ένας, μια παλιά σανιδένια σκάλα και, καθώς ανεβαίναμε προφυλαχτικά τα σαπισμένα σκαλιά, όλο το σπίτι κουνιότανε. Στη σοφίτα ήτανε σκοτεινά και μύριζε μούχλα. Ο σύντροφος από τη σύνταξη της εφημερίδας, που τον είχε ανακαλύψει εδώ την προηγούμενη, έβγαλε από την τσέπη ένα κερί και τ’ άναψε. Σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι, πάνω σε κάτι βρώμικα στρωσίδια, ήτανε ξαπλωμένος ο «Ισοκράτης». Ένα δυνατό ρίγος έσκισε, λες, το κορμί μας, καθώς, κάτω από το κίτρινο φως του κεριού, αντικρύσαμε το στραγγισμένο του πρόσωπο. Μας γνώρισε κι έκανε να χαμογελάσει μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο, που ξεψύχησε πριν ακόμα φανεί στα κρύα του χείλη. Δε μιλούσε, ούτε και μεις τόνε ρωτήσαμε το παραμικρό. Όλη τη νύχτα έβγανε αίμα από το στόμα, τον είχε στεγνώσει ολότελα ο πυρετός, έβηχε έναν υπόκωφο ξερό βήχα και το κορμάκι του κολυμπούσε στον ίδρω. Καθώς σκύφταμε για να τόνε βλέπουμε και να εννοούμε καλύτερα τα νοήματα που μας έκανε, μας έπαιρνε από το κρεβάτι μια δυνατή μπόχα, αβάσταχτη. Λες κι είχε πεθάνει το μισό του το κορμί και πρόλαβε κιόλας να σαπίσει.
Είμαστε τέσσεροι κι η σοφίτα χώραγε μόνο τους δυό. Οι άλλοι δυό μείνανε στην πόρτα. Μας έκανε νόημα και του δόκαμε χαρτί και μολύβι. Παρακαλούσε να του φέρναμε γιατρό γιατί δεν ένιωθε καλά κι αν μπορούσαμε να φροντίζαμε να μπει στη «Σωτηρία». Στο τέλος έγραφε να τόνε θάψουμε, αν πεθάνει, χωρίς παπά, απόμερα, όχι σε νεκροταφείο μα στην αμμουδιά, στην άκρη της θάλασσας ή να του διαλέξουμε μιαν άκρη στο νεκροταφείο, που να μην την ταράζει τίποτα, εξόν από τα κελαϊδήματα των πουλιών. Δοκιμάσαμε να του δόκουμε κουράγιο, μα και το άθλιο εσωτερικό της σοφίτας κι η ελεεινή κατάστασή του μας είχε και μας απελπίσει.
Την άλλη μέρα πήγε κι άλλη επιτροπή μ’ έναν τελειόφοιτο της ιατρικής κι ένα γιατρό. Παρουσιάστηκε και μια επιτροπή στον πρύτανι και στο υπουργείο. Τους είπε την κατάσταση και ζήτησε να τόνε μπάσουνε στη «Σωτηρία». Βρήκανε, δε θυμάμαι, τι προσχήματα μα στην ουσία κόψανε κάθε ελπίδα. Ο τελειόφοιτος της ιατρικής, όταν γύρισε, μας απέλπισε ολότελα. «Καλπάζουσα».
Το πρωί πέθανε. Ξανάγινε έρανος ανάμεσα στους φοιτητές και του αγοράσαμε τάφο στο νεκροταφείο στα Λιόσια. Δεν μπορούσαμε να εκπληρώσουμε την τελευταία του θέληση και να τόνε θάψουμε στην αμμουδιά, νάρχονται τα κύματα και να του φιλάνε τον τάφο του και να του φέρνουν τα χαιρετίσματα από την πατρίδα του τη Σαντορίνη. Του πήραμε λοιπόν τάφο στα Λιόσια. Μπορεί νάτανε, η μοναδική ιδιοχτησία του «Ισοκράτη», εκείνο το κομματάκι γης 2Χ1. Κι ήταν όπως τόθελε: ήσυχο κι απόμερο, στη γωνιά του νεκροταφείου μακριά από τους άλλους τάφους. Μα εκπληρώσαμε την άλλη του την επιθυμία, να τόνε θάψουμε, δηλαδή, δίχως παπά. Πήγαμε και τόνε πήραμε το νεκρό από τη σοφίτα, τόνε βάλαμε στη νεκροφόρα και τόνε συνοδέψαμε ως την τελευταία του κατοικία. Ρίξαμε πάνω του το πρώτο χώμα, από μια χούφτα ο καθένας κι ένας ποιητής, φοιτητής της φιλολογίας, ανέβηκε πάνω σε μια σπασμένη μαρμαρόπετρα κι απάγγειλε ένα του ποίημα αφιερωμένο στο νεκρό. Άρχιζε με τους στίχους:
Στον τάφο σου, αδερφέ μας,
συναγμένοι
μετράμε εντός μας το πύρωμα του μίσους…Ύστερα κάποιος τον αποχαιρέτισε με σύντομο λόγο, ο νεκροθάφτης γιόμισε τον τάφο με χώμα, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στη φρεσκοσκαμμένη γη και φύγαμε. Μέσα μας ήτανε μια βαθιά στενοχώρια, μια πίκρα μεγάλη.
………………………………………………………………………………………………………………………..
Πέρασαν χρόνια από τότε. Στη φουρτούνα των μεγάλων γεγονότων που ακολούθησαν, τόνε λησμόνησα τον «Ισοκράτη». Θάψαμε κι άλλους νεκρούς από τότε, και χρειάστηκε να σκάψουμε και με τα ίδια μας τα χέρια για να χώσουμε, βαθιά στο χώμα, πολυαγαπημένα πρόσωπα, συντρόφους και συμπολεμιστές…
Και να που ήρθε τώρα ετούτος ο νεαρός σοβιετικός εργάτης και τον έστηνε ξανά μπροστά μου τον «Ισοκράτη» ολόσωμο. Ήτανε κι οι δυό τους της ίδιας φτιασιάς. Κι αλήθεια καθώς προχωρούσε ο καιρός, από τότε ιδιαίτερα που τόνε γνώρισα από κοντά το σοβιετικό νεολαίο, τόσο καθαρότερα τόβλεπα, πόσο μοιάζανε σαν αδερφάκια τα δυό ετούτα πλάσματα. Κι όσο πιο δυνατά μ’ έτρωγε μέσα μου ο καημός για τον ένανε, τόσο πιο πολύ τόνε μακάριζα τον άλλονε και τον καλοτύχιζα…
ΙΙΙ
Με το νεαρό σοβιετικό εργάτη γνωριστήκαμε ένα μεσημεριανό διάλειμμα καθώς πηγαίναμε για το αναγνωστήριο. Ήρθε και με ρώτησε για τον Παρθενώνα.
– Ανεβήκατε, μου είπε, καμιά φορά στην αρχαία Ακρόπολη;
Ομολογώ δεν τήνε περίμενα μια τέτια ερώτηση. Παραξενεύτηκα. Μα προσπάθησα να του πω όσα ήξερα γι’ αυτό που ρωτούσε. Ήθελε να μάθει σε ποια ακριβώς κατάσταση βρίσκεται σήμερα ο Παρθενώνας κι αν θάτανε δυνατό ν’ αναστηλώνονταν καμιά φορά και να γίνονταν όπως ήτανε τον αρχαίο καιρό. Για το πρώτο προσπάθησα να του απαντήσω όσο πιο λεπτομερειακά μπορούσα, του υποσχέθηκα μάλιστα να του φέρω και μερικές νεώτερες φωτογραφίες που είχα. Μα για το άλλο, αν δηλαδή, θάτανε ποτέ δυνατό ν’ αναστηλωθεί ολότελα το μεγαλόπρεπο μνημείο της αρχαίας τέχνης, εγώ δε μπορούσα, βέβαια, να του δόσω καμιά διαβεβαίωση γιατί ούτε ειδικός είμαι, ούτε θυμάμαι να με είχε απασχολήσει παρόμοιο ζήτημα, παρόλη μου την αγάπη και το θαυμασμό για την αρχαία τέχνη.
Ήξερε καλά την ιστορία της Ακρόπολης και της Αθήνας από τ’ αρχαία χρόνια. Ποιος την έχτισε την Αθήνα, ποιοι τόνε φτιάξανε τον Παρθενώνα και ποιοι τόνε καταστρέψανε. Ήξερε πολλά και για την τωρινή Αθήνα και με παρεκάλεσε κάποτε να του δείξω πάνω σ’ ένα διάγραμμα της Ακρόπολης που είχε, σε ποιο σημείο είχανε στήσει οι γερμανοί τη σημαία τους που την κατέβασε το 41 ο Μανώλης Γλέζος, υψώνοντας εκεί τη δική μας την ελληνική. Και πού ο εθνικός μας ήρωας έβαλε υστερότερα τη φωτεινή επιγραφή : «Να φύγουν οι άγγλοι από την Ελλάδα».
Τόνε λέγανε Αρκάντι. Απόνα διήγημα του Γκόρκι είχε μάθει τη λέξη «καλημέρα». Μα, φαίνεται, στην έκδοση που είχε διαβάσει, ήταν λαθεμένα δοσμένος κι ο τονισμός κι η σημασία της λέξης κι ο Αρκάντι, όποια ώρα έρχονταν ή έφευγε – μεσημέρι , βράδυ, ακόμα και τη νύχτα – μας χαιρέταγε με το «καλημέρα» και μάλιστα όχι «καλημέρα», αλλά «καλημερά». Κάναμε μαζί με τον Αρκάντι τρεις μήνες στο ίδιο τσεχ, ο ένας αντίκρυ στον άλλονε. Τόνε γνώρισα καλά κι εξόν από την εξυπνάδα του και την καταπληχτική του φιλομάθεια μούκανε εντύπωση η αποφασιστικότητα, η δύναμη της θέλησης κι η σταθερότητα του χαρακτήρα του. Ετούτες οι αρετές του, που τόνε κάνανε ώριμο πια άντρα ήταν ωστόσο, ολότελα ασυνταίριαστες με τη νεαρή του ηλικία, με την όψη του την τόσο παιδική. Μα έφτανε να γνωριστεί κανείς με την περασμένη ζωή του Αρκάντι και το καταλάβαινε καλά γιατί το παιδί ετούτο ήτανε τόσο μεστωμένο στη σκέψη, τόσο άντρας. Να τι θυμάμαι απόσα μου είχε ειπεί για τον εαυτό του:
Ζούσανε στο Χάρκοβο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος της ρωσικής, η μητέρα του εργαζόταν πωλήτρια σ’ ένα μεγάλο κατάστημα λιανικής πώλησης κι ο μικρός πήγαινε σχολειό. Τον Ιούνη του 41 που κηρύχτηκε ο πόλεμος – ο Αρκάντι πήγαινε τότε στην τρίτη του εφταταξίου – ο πατέρας έφυγε για το μέτωπο. Ο Αρκάντι τόνε θυμότανε που ήρθε ένα πρωινό, τα χαράματα, στο σπίτι, ντυμένος με τη στρατιωτική στολή – ήταν έφεδρος αξιωματικός – τόνε σήκωσε ψηλά από το κρεβάτι και τόνε φίλησε κάμποσες φορές στα μάτια, στα μάγουλα, στο στόμα. Κι έφυγε. Τον είδε την ώρα που δρασκελούσε το κατώφλι του σπιτιού. Ήταν χαράματα κι ακόμα – μούλεγε – θυμότανε τη θαμπή φιγούρα του πούχε κοντοσταθεί κάτω από την εξώπορτα και τον αποχαιρετούσε και με τα δυό του χέρια. Αυτή ήτανε κι η τελευταία ανάμνηση του Αρκάντι για τον πατέρα του. Γιατί από τότε δεν τον ξανάδε πια. Αργότερα, ύστερ’ από χρόνια, έμαθε πως ο πατέρας του σκοτώθηκε στις αρχές κιόλας του πολέμου κοντά στα σύνορα, στις πρώτες μάχες με τον εχθρό. Τόμαθε ύστερ’ από τον πόλεμο. Τότε ακόμα δεν ήξεραν τίποτα κι όταν ο Κόκκινος Στρατός υποχωρούσε κι οι στρατιώτες περνούσαν από το Χάρκοβο τον καρτερούσανε και κείνονε να περάσει. Κι όταν πια οι κάτοικοι του Χάρκοβου τοιμάζονταν ν’ αφήσουν την πόλη τους και να πάνε στο βάθος της χώρας, αποφάσισε κι η μητέρα να φύγουνε. Ο Αρκάντι θυμάται ακόμα με φρίκη εκείνη την ημέρα. Καθώς πήγαιναν με τη μητέρα στο Σοβιέτ της αχτίδας, που συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι για να φύγουν, σήμανε συναγερμός. Πριν προλάβουν να φτάσουν στο καταφύγιο ακούστηκε πάνω από την πόλη το βουητό των αεροπλάνων. Μόλις που μπόρεσαν να κατεβούν τα πρώτα σκαλιά, στο υπόγειο κάποιου μεγάλου σπιτιού. Η μπόμπα έπεσε πολύ κοντά. Ένα μεγάλο κομμάτι σίδερο πέρασε και το σκόρπισε ολότελα το κεφάλι της μητέρας.
…Πάνω στο ματωμένο κορμί της έμεινε διπλωμένος ο μικρούλης Αρκάντι ολόκληρη τη νύχτα κι έκλαιγε. Το σπίτι ήτανε άδειο, το υπόγειο θεοσκότεινο και το άνοιγμα της σκάλας μισοφραγμένο από τα χαλάσματα. Μόνο την άλλη μέρα, μια γριά που άκουσε τα κλάματα του παιδιού φώναξε και το βγάλανε από κει μέσα το πτώμα της μητέρας και τον Αρκάντι…
Το Χάρκοβο το πήρανε οι γερμανοί. Την πολυκατοικία, που έμενε με τη μητέρα και τον πατέρα ο Αρκάντι, την κατέλαβε μια γερμανική στρατιωτική μονάδα. Και στο σχολειό που πήγε να βρει άσυλο το παιδί εγκαταστάθηκαν κι εκεί οι γερμανοί. Θυμήθηκε το σπίτι κάποιου γείτονα συμμαθητή του. Εκείνοι είχανε φύγει και το σπίτι ήτανε άδειο. Κει μέσα πέρασε τις πρώτες μέρες της κατοχής ο μικρούλης Αρκάντι, έρημος, αδυνατούλης, νηστικός. Ήτανε τότε 9 χρονών. Μέρες και νύχτες έκλαιγε τη μητέρα. Μα πίστευε πως θα γύριζε ο πατέρας, και τις νύχτες, εκεί που κλαίγοντας τον έπαιρνε ο ύπνος, θαρούσε πως κάποιος άνοιγε σιγά σιγά την πόρτα, έρχονταν ίσα καταπάνω του και τον σήκωνε ψηλά με τα δυό του χέρια και τον φιλούσε, τον φιλούσε ολόκληρες ώρες. Ο πατέρας. Μα σαν άνοιγε τα ματάκια του ένιωθε γύρω του την ίδια νεκρική σιγή, η καρδιά του σφίγγονταν, ένιωθε να πεινά, ξανάβλεπε το ακέφαλο κορμί της μητέρας και πάλι τον έπαιρναν τα δάκρυα κι ύστερα ο ύπνος. Κανείς δεν ερχόταν…Βγήκε στις γειτονιές, στις μακρινές γειτονιές του Χαρκόβου και ζήτησε ψωμί. Αργότερα πήρε κι ένα μικρό σακουλάκι στο πλευρό κι έβανε τα ψωμάκια που του δίνανε. Με κείνο το σακουλάκι και με τα ρουχαλάκια του τα βρώμικα, τα λυωμένα, τόνε βρήκε κάποτε ένας παλιός φίλος του πατέρα του και τόνε πήρε στο σπίτι του. Μα υστερότερα χάθηκε κι ο προστάτης. Έφυγε κάποιο πρωί χωρίς να ξαναγυρίσει. Έμεινε ο Αρκάντι στο σπίτι μαζί με το γιο του προστάτη του, πούχε τα ίδια χρόνια μ’ αυτόνε.
Στις αρχές του 43 οι νικημένοι γερμανοί άρχισαν να φεύγουν προς τη Δύση. Τις τελευταίες μέρες της κατοχής του Χαρκόβου, όταν έπαιρνε κι ακούγονταν ο βροντερός αντίλαλος απ’ τις ομοβροντίες του σοβιετικού πυροβολικού, οι γερμανοί κάναν μπλόκο στη συνοικία που μένανε τα δυό παιδιά. Τ’ αρπάξανε και τα δυό, μαζί μ’ άλλα γυναικόπαιδα και γερόντους, τα φορτώσανε στις καρότσες των αυτοκινήτων και τα πήρανε στη δύση. Από τότε τα δυό παιδιά χωριστήκανε και δεν ανταμώσανε ξανά. Ο Αρκάντι βρέθηκε στο Κίεβο σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Λέγανε πως τους πηγαίνανε στη Γερμανία. Όλοι σχεδιάζανε να το σκάσουνε, γιατί ξέρανε πως αλλιώτικα θα πήγαιναν χαμένοι. Οι γερμανοί θα τους σκοτώνανε στο δρόμο. Αποφάσισε κι ο Αρκάντι να το σκάσει. Και κάποιο βράδυ γλίστρησε κρυφά – κρυφά από τα σύρματα…
Στους φαρδιούς δρόμους της ουκρανικής πρωτεύουσας είδε ο Αρκάντι τους θριαμβευτές κόκκινους φαντάρους με τη μπρούτζινη όψη και τα βαριά κράνη με το μεγάλο κόκκινο αστέρι. Οι σοβιετικές αρχές τον φέρανε ξανά στο Χάρκοβο. Τόνε βάλανε στο Σπίτι του Παιδιού. ύστερ’ από τόσα χρόνια, από τόσο δύσκολες μέρες, έπαιρνε πάλε ο Αρκάντι στα χέρια του τη μαθητική τσάντα…
Στα 1948, όταν πια ο Αρκάντι πήγαινε στην 8η τάξη, ήρθε στο σχολειό και τόνε ζήτησε μια περασμένη άγνωστη γυναίκα. Ήταν η αδερφή του πατέρα του. Μια ειδική κρατική υπηρεσία μπόρεσε να βρει τη θεία του Αρκάντι και να της δόσει πληροφορίες για τον ανεψιό της. Τον πήρε μαζί της. Και έτσι βρέθηκε στην πόλη μας. Εδώ ο Αρκάντι τέλειωσε και τις δυό τελευταίες τάξεις του δεκατάξιου. Όταν πήγαινε στην 9η τάξη, πριν δηλαδή κλείσει καλά καλά χρόνος από τον ερχομό του, πέθανε η θειά του. Έμεινε πάλε μονάχος. Μα τώρα δε θέλησε να πάει ξανά στο Σπίτι του Παιδιού. ένιωθε πως ήτανε πια μεγάλος , ικανός να δουλέψει και να ζήσει. Πήγε στο εργοστάσιο. Έπιασε ξανά τον τόρνο που τον ήξερε καλά από το Σπίτι του Χαρκόβου και τα βράδια συνέχιζε το σχολειό και ετοιμαζότανε να δόσει εξετάσεις σε κάποια ανώτερη σχολή.
….Νάτηνε, όσο μπόρεσα να τήνε συγκρατήσω, η ιστορία του Αρκάντι, που ο ίδιος τη διηγιέται με πολλές λεπτομέρειες, και με βαθιά συγκίνηση. Θυμάμαι όταν τέλειωνε την αφήγησή του μου είπε:
– Φυλάγω ιερή μέσα μου τη μνήμη των γονιών μου. Όχι μόνο που με φέρανε στη ζωή. Εκείνοι με κρατούσανε από τα χέρια σαν άρχισα να κάνω τα πρώτα μου βήματα. Και με μαθαίνανε κι οι δυό από μικρό, να πατάω στέρεα, χωρίς να φοβάμαι. Ο πατέρας μου ήτανε κομμουνιστής. Εκείνος μ’ έμαθε πόσο μεγάλη αξία έχει η θέληση του ανθρώπου. Τότε που τον έχασα ήμουνα μικρός, πιτσιρίκος· μα θυμάμαι ακόμα, και δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, αυτό που τόσο συχνά έλεγε: πως τίποτα δε μπορεί να νικήσει τη θέληση του ανθρώπου. Αργότερα τη βρήκα την ίδια ετούτη σκέψη στο Λέρμοντοφ: Θέλω, θα πει μισώ, αγαπώ, λυπάμαι, χαίρομαι, ζω.
………………………………………………………………………………………………………………………..
Τελειώνοντας ο Ιούλης χωρίσαμε με τον Αρκάντι. Έφευγε για εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Οι εργάτες του τσεχ, οι μαστόροι κι ο διευθυντής τον ξεπροβόδισαν με τις καλύτερες ευχές. Σαν ο πατέρας του τον έσφιξε στα πλατιά του στήθια και του ευχήθηκε «καλή επιτυχία και καλές σπουδές» ο πιο ηλικιωμένος εργάτης του τσεχ, ο τορναδόρος γερο – Ιλιά Προκόπιτς. Καθώς οι εργάτες αποχαιρετούσαν ένας – ένας τον Αρκάντι, εγώ στεκόμουνα δίπλα του: ζωντάνευε μπροστά μου ο μικρούλης Αρκάντι σφιγμένος πάνω στο ακέφαλο κορμί της μητέρας του· ο πιτσιρίκος ζητιάνος του Χάρκοβου· ο μικροσκοπικός αιχμάλωτος, ο δραπέτης. Ας ήξερα πως δεν είχε γονιούς. Ποτέ, μα ποτέ ο Αρκάντι, ούτε σαν μου ιστορούσε ο ίδιος τη ζωή του την περασμένη, ούτε όσο είμαστε μαζί – ποτέ δεν ξύπνησε μέσα μου τα αισθήματα που γεννά η ορφάνια, το θέαμα του έρημου και του απροστάτευτου.
Έτσι, λοιπόν, χωρίσαμε με τον Αρκάντι. Σε λίγους μήνες έφυγα και γω από το τσεχ.
IV
Είχαν περάσει κάπου τέσσερα χρόνια. Ένα βράδυ κάποιος φίλος μου και συμπατριώτης μου, φοιτητής του Ινστιτούτου αρχιτεκτονικής, με πήρε μαζί του στο Ινστιτούτο, όπου δίνονταν αποχαιρετιστήρια βραδιά προς τιμή των αποφοίτων εκείνης της χρονιάς.
Δέχτηκα με ιδιαίτερη χαρά μου την πρόσκληση, γιατί, ούτε μια φορά μέχρι τότε, δεν μου είχε αξιωθεί να παρακολουθήσω μια τέτια γιορτή, που είναι μια παλιά παράδοση για τα σοβιετικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πήγαινα λοιπόν γιομάτος από χαρά και περιέργεια. Και πραγματικά, εκείνο το βράδυ, και η περιέργεια μου ικανοποιήθηκε και η προκαταβολική εκείνη χαρά μου δικαιώθηκε απόλυτα. Εξόν από τη θαυμάσια φοιτητική γιορτή, που άφησε μέσα μου ζωηρότατες εντυπώσεις, είχα εκείνο το βράδυ την εξαιρετική ευτυχία ν’ ανταμώσω εκεί κάποιους παλιότερους γνώριμους και δικούς μου και του αναγνώστη ετούτης της διήγησης…
Μπήκαμε στη σάλα πριν ακόμα ανοίξει η γιορτή. Πήρα θέση δίπλα στο σύντροφό μου κι άρχισα να περιεργάζομαι το στολισμό της αίθουσας. Ξάφνου, από τα μπροστινά καθίσματα, ένιωσα νάναι στραμμένο προς το μέρος μου και να μου χαμογελά ένα γεροντικό συμπαθητικό πρόσωπο. Και φανταστείτε τώρα την έκπληξή μου και τη χαρά μου την ανείπωτη όταν, ύστερα από κάμποσα δευτερόλεπτα επίμονης προσοχής, γνώρισα, στο συμπαθητικό εκείνο πρόσωπο, τον παλιό καλό μου φίλο, το γερο – Ιλιά Προκόπιτς, τον πιο ηλικιωμένο εργάτη του τσεχ που δούλευα έναν καιρό. Πετάχτηκα από το κάθισμά μου κι έτρεξα κοντά του. Και τότε είδα πως δίπλα του κάθονταν δυό ακόμα, παλιοί κι εκείνοι γνωστοί μου – εργάτες του τσεχ. Ήταν τόσο μεγάλη κι αναπάντεχη η χαρά μου που ξεχάστηκα ολότελα και μήτε σκέφτηκα να τους ρωτήσω πώς είχαν βρεθεί κι οι τρεις τους σ’ αυτή την αίθουσα. Μα φαίνεται πως το ίδιο συνέβαινε και κείνους, γιατί μήτε με ρώτησαν και μένα τι γύρευα εκεί κι αντί γι’ αυτό άρχισαν να μου διηγούνται για τη δουλιά τους, να μου λένε ένα σωρό πράγματα, που τώρα εγώ μήτε τα θυμάμαι, μα μήτε και θάχανε καμιάν ιδιαίτερη αξία για τη διήγησή μας.
Μα να, σε κάποια στιγμή, άρχισε ν’ απλώνεται ησυχία στην αίθουσα. Απόνα μικρό πορτάκι, δεξιά στο βάθος, μπήκε ένας φαλακρός, σκυφτός γεροντάκος και πίσω του κάμποσοι ακόμα, γυναίκες και άντρες. Ήταν ο διευθυντής και το διδαχτικό προσωπικό του Ινστιτούτου. Ο διευθυντής ανέβηκε στην εξέδρα. Ζήτησα λοιπόν συγγνώμη από το γεροντάκι και τους συντρόφους του και γύρισα στη θέση μου.
…Άκουγα το διευθυντή να μιλά μα η σκέψη μου ήτανε ακόμα καρφωμένη στο γερο – Ιλιά Προκόπιτς. Τότε πήδησε ξαφνικά μπροστά μου το ερώτημα: Πώς βρέθηκε απόψε σε τούτη την αίθουσα ο γερο – Ιλιά και οι δυό του φίλοι;. Παιδιά δικά του δεν είχε. Μήπως άραγε είχε κανέναν άλλο συγγενή στο Ινστιτούτο; Μήπως είχαν έρθει για το γιο κάποιου από τους άλλους δυό;
…Μετά το διευθυντή ανέβηκε στο βήμα η γραμματέας της σχολής, μια νεαρή ξανθή γυναίκα, για να ανακοινώσει τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Κι εδώ ήτανε που δοκίμασα την πιο ζωηρήν έκπληξη εκείνης της βραδιάς. Γιατί πρώτο – πρώτο, καθώς η γραμματέας άρχισε ν’ ανακοινώνει, με σειρά επιτυχίας, τα ονόματα των αποφοίτων, άκουσα τ’ όνομα του παλιού μου φίλου του Αρκάντι. – Αρκάντι Μπορίσοβιτς Ζανέγκιν!
Η γραμματέας συνέχιζε να διαβάζει παρακάτω τον κατάλογο που κρατούσε στα χέρια της, μα εγώ ίσα που άκουγα τη φωνή της. Και τα χειροκροτήματα που συνοδεύανε το κάθε όνομα, λες και έρχονταν από κάπου πολύ, μα πολύ μακριά. Ο Αρκάντι! Μια μεγάλη ταραχή ένιωσα μονομιάς μέσα μου κι έψαξα με τα μάτια μου επίμονα στο μέρος που κάθονταν οι απόφοιτοι μήπως και τον δω. Μα πού να τον έβλεπα τον κοντοπίθαρο το φίλο μου, έτσι χωμένος όπως θάταν εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα στους συντρόφους του; Ψάχνοντας όμως για τον Αρκάντι, τα μάτια μου πέσανε ξανά πάνω στο γερο – Ιλιά Προκόπιτς και τους φίλους του. Ένιωσα ξαφνικά κάτι να ζεσταίνει απότομα το κορμί μου, μια παράξενη χαρά να φουσκώνει τα στήθια μου και, την ίδια στιγμή, έναν κόμπο να στέκεται στο λαιμό μου. Τώρα σα να τους έβλεπα καλύτερα το γερο – Ιλιά και τους συντρόφους του: είχανε κι οι τρεις τους φορέσει τα γιορτινά τους ρούχα κι αστράφτανε τα πρόσωπά τους από μια μεγάλη χαρά. Σκέφτηκα πως ένας τρίτος, που δε θα τους ήξερε, σίγουρα θα τους πέρναγε για δικούς, συγγενείς στενούς κάποιου απόφοιτου. Μα και γω, που τους ήξερα καλά και τους τρεις, μήπως δε σκεφτόμουνα εκείνη τη στιγμή το ίδιο;
Θυμόμουνα τώρα τη μέρα που μας αποχαιρετούσε ο Αρκάντι στο εργοστάσιο, τους εργάτες του τσεχ, που του σφίγγανε ένας – ένας το χέρι, το γερο – Ιλιά, που τον έσφιγγε δυνατά στ’ ανοιχτά του στήθια, θυμόμουνα τον παλιό Αρκάντι, τη ζωή του την περασμένη, όπως μου την είχε πει ο ίδιος, τον μικρούλικο Αρκάντι με τη γαλάζια εργατική φόρμα, σκυμμένονε πάνω στα βιβλία του, στο αναγνωστήριο του τσεχ, όπως τότε που ξύπνησε μέσα μου και τόνε ζωντάνεψε μπροστά μου το λησμονημένονε τον «Ισοκράτη». Στην απλόχωρη γιορτινή αίθουσα του σοβιετικού σχολειού, στην πανηγυρικήν ατμόσφαιρα που βασίλευε γύρω μου εκείνο το βράδυ, πούτανε γιομάτο από γέλιο και δυνατό φως, σα να πέρασε από κάπου – θλιβερή οπτασία – το αχνό το προσωπάκι του «Ισοκράτη», το στραγγισμένο, το θεόστεγνο. Και ρίγησα σε τούτη τη σκέψη. Κι ήτανε σαν κάτι μεγάλο και βαρύ, σα μια θεόρατη μολυβένια πέτρα να κατρακυλά, να πέφτει και να πλακώνει την καρδιά μου.
………………………………………………………………………………………………………………………..
Από κάτω από το βήμα ήρθε μια φωνή και με τίναξε ψηλά. Μια λεπτούλα, γνώριμη φωνή. Στο βήμα στεκόταν ο Αρκάντι. Αντιπρόσωπος των απόφοιτων.
Νάτος λοιπόν ο μικρούλης Αρκάντι. Νάτος, που, καθώς μιλάει, πετάει τη φωνή του αψηλά και την ακούς να μεγαλώνει, να δυναμώνει, και να ξεχύνεται, με μιαν ακράτητην ορμή, στην πανηγυρικήν ατμόσφαιρα. Κι από κάτω, στη μεγάλη αίθουσα, που λαμποκοπάει από το φως και τα πολύχρωμα στολίδια, το σοβιετικό ακροατήριο κάθεται και την ακούει ετούτη τη φωνή. Κάθεται και την ακούει ασάλευτο, με προσοχή, με στοργή και στο τέλος την αντιχαιρετίζει με πατρικά, με συντροφικά χειροκροτήματα.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.