Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης» του Γιάννη Σκαρίμπα
Με το διήγημα αυτό ο Γ. Σκαρίμπας πρωτοεμφανίστηκε, το 1929, στα γράμματα, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα», με κριτική επιτροπή τους Κ. Μπαστιά, Φ. Κόντογλου, Κ. Καρθαίο και Λ. Κουκούλα.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε στις 28 του Σεπτέμβρη 1893 στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας. Ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία στην Αθήνα, αλλά εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στη Χαλκίδα όπου εργάστηκε ως εκτελωνιστής. Ο Γιάννης Σκαρίμπας πήρξε πολυγραφότατος και εκκεντρικός. Μέσα από τη γραφή του καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα και τα πνευματικά ήθη της εποχής του. Έγραψε διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια και θέατρο. Τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα είναι: «Μαριάμπας», «Εαυτούληδες», «Το σόλο του Φιγκαρό», «Το Βατερλώ δύο γελοίων», «Το θείο τραγί», «Το 1821 και η αλήθεια». Τα θεατρικά: «Η Γυναίκα του Καίσαρος», «Τα καγκουρώ», «Η κυρία του τραίνου» κ.ά. Πέθανε στη Χαλκίδα στις 21 του Γενάρη 1984.
Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1929, με το διήγημα «Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης» που παρουσιάζουμε σήμερα (το αντιγράψαμε από τον Μικρό Απόπλου. Με αυτό το διήγημα συμμετείχε σε πανελλήνιο διαγωνισμό του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα». Τα μέλη της κριτικής επιτροπής, Κ. Μπαστιάς, Φώτη Κόντογλου, Κ. Καρθαίος και Λέων Κουκούλας, υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό το γραπτό του Γιάννη Σκαρίμπα και του απένειμαν το πρώτο βραβείο.
Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης
του Γιάννη ΣκαρίμπαΚρυφή χαρά, κρυφό καμάρι τόχε μες στην καρδιά του και το χαίρονταν τον ξαναπαγεμό του στο λιμάνι της Κάτω Μπάσιας ο Καπτα-Σουρμελής ο Στουραΐτης. Πότε να φτάσει!
Εκεί σιμά στα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων θ’ άραζε, καρσί στα μαύρα μάτια της Αννίκας.
Έλα Χριστέ και Παναγιά πόσ’ όμορφος πούταν ο κόσμος! Μιά φουσκοθαλασσά καλωσύνης, μιά μοσκοβολιά τρυφεράδας, έτσι έν’ αγεράκι ερωτικό γλυκοφυσάμενο φούσκωνε την καρδιά του και τις σκέψεις του.
Θάφτανε.
Θα φουντάριζε στην ίδια θέση, γερά θα ρεμεντζάριζε την «Τρισεύγενη» το τρεχαντήρι του· σβέλτος και λυγερός κι αυτός θα ορθώνονταν στο κάσαρο.
Κι από κοντά;
Ω από κοντά όλα θαρχόνταν μοναχά τους με τη σειρά και με την τάξη.
Αχ! ναι, σαν τότες!
Να, θ’ άνοιγαν τα παρεθύρια των Σουρούτηδων, θ’ άστραφταν και τα μάτια της Αννίκας.
Κι όταν τη νύχτα, όλα γλυκά θα σώπαιναν, τότες, ώ τότες αυτός ήξερε.
Αχ! πόσο γλυκιές ήσαν οι γνώμες του, πόσ’ όμορφη ‘ταν η ζωή του.
Εκεί αντίκρυα του θ’ άνοιγ’ αθόρυβα, σα μάτι, το χαμηλό παρεθυράκι των Σουρούτηδων κ’ ένα χρυσό αυλάκι από φως θα σέρνονταν πα στα κατάμαυρα νερά, μες στο λιμάνι.
Σαν μιά κολώνα ολόχρυση, ολόρθα βυθισμένη, θάμοιαζε η αναβρική φεγγοβολιά του μες στη θάλασσα.
Κι ανάμεσα του –φάντασμα λευκό νυχτερινό– η Αννίκα η ορθοβύζα.
Θεέ μου!
Άμπουλας σκοτεινός, στιλπνός, τα μαλλιά της, θα χύνονταν –μαύρη νεροσυρμή και κύμα– πα στη μαρμάρινη ασπράδα των δυό ώμων της και γυμνά όπως στ’ αγάλματα θα της κρεμόντουσαν τα χέρια, θ’ ασπρολογούσαν οι παχουλές φούσκες των δυό μπράτσω της.
Κάτω απ’ το νυχτικό μπουστάκι της –έτοιμο να σπάσει και να πετάξει τα κουμπιά του– μόλις θα συγκρατιούτανε το δίδυμο κύμα των βυζώ της.
Αγάλι τότες κι αυτός θα κατέβαινε στη βάρκα.
Θ’ αφρουγκάζονταν τους υγρούς κλουμπακισμούς των κουπιών του πα στη θάλασσα και τους βαριούς χτύπους τση καρδιάς του μες στη νύχτα.
Κι όταν σε λίγο αγάλι θ’ άραζε εκεί στην αμμουδιά –ζερβά στο σπίτι της– πατώντας λαφριά στα νύχια του, θάφτανε στο παρέθυρο και θάδινε τα χέρια.
Τότες το φως θάσβηνε άξαφνα – σαν κάτι που πέταξε κ’ εχάθη. Πυκνό τότε σκοτάδι γλυκά θα τους συνέπαιρνε.
Έλα Χριστέ και Παναγιά! πόσ’ όμορφος πούταν ο κόσμος. Απαλά τα δάχτυλα του θα βούλιαζαν –σαν σε ζυμάρι– στις φούσκες των δυό μπράτσω της, κ’ οι δυό μαζί οι παλάμες του θα γλύστραγαν ως την πυκνή βλάστηση (αψηλά) των μασχαλώ της.
Ο φλογερός ανασασμός του θα συγκερνιότανε με τη μοσκοβολάδα απ’ τα χνώτα τση και το στόμα του λαίμαργα θ’ ασήκωνεν εκείνη τη στιλπνή υγρασία των χειλιών τση.
Ψυχή του!
Θάνιωθε στα μπράτσα του την ελαστική εσχάρα των λιανών παιδιών της, κι όταν απ’ την φουσκοθαλασσιά των καϋμών, θάσπαζαν τα φιλτισένια κουμπάκια και του μπούστου της, ο κρουστός κόρφος της θα χύνονταν και στων δυό τις αγκαλιές – αφρός και κύμα.
Έτσι κατά πώς έγιναν και τότες.
Αγέρας ερωτικός οι καϋμοί του φούσκωναν τα πανιά του και τους φλόκους του, ερωτικό πουλάκι κ’ η ψυχούλα του φλετούραε αμπροστά, το δρόμο δείχνοντας στο ερωτικό καράβι.
Πότε να φτάσει.
***
Κ’ έφτασε.
Αδεκεί καταμεσίς στο λιμανάκι της Κάτω Μπάσιας, φουντάρισε, αντίκρυα στα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων, εκεί καρσί στα μαύρα μάτια της Αννίκας. Εκεί ‘ταν το σπιτάκι της· εκεί οι λεύκες που το σκέπαζαν, ομπρός του εκεί, σιμά στα βότσαλα, στο περιγιάλι.
Γοργά πετάχτηκε στην πιάτσα. Και βράδυαζε. Σέ λίγο, θάφτανε κ’ η νύχτα.
Στην ίδια θέση εκάθισε, αντίκρυα, στου Ζέρβα την ταβέρνα.
Δούλευε ο νους του ανήσυχα, δούλευε η καρδιά του, δούλευε και η μοίρα του η μαύρη.
Ανήσυχο πουλάκι η ψυχούλα του, πετούσε δω, πετούσε κει, γυρνόφερνε το σπίτι.
Να ιδεί, να μάθει δίψαε η καρδούλα του.
Κ’ έμαθε και είδε.
Είδε την αυλόπορτα ν’ ανοίγει κ’ ένας άντρας ξεραγκιανός, κοκκινοτρίχης, πρόβαλε στην πόρτα.
Και πνιγμένος ο Καπτα-Σουρμελής θα τον θυμόνταν.
Ήταν εκείνος.
Αυτός ο ίδιος πούχε από τότες στο μάτι την Αννίκα.
Είδε και την Αννίκα. Την είδε να χάνει το χρώμα της, να πιάνεται στην πόρτα. Κατόπι να κλείνει πίσω της, να φεύγει.
Κατάλαβε ο Καπτα-Σουρμελής ο Στουραΐτης.
Δε μίλησε, δεν εκουνήθη, δεν ανάσανε.
Δεν αισθάνθηκε καθόλου μίσος, διόλου θυμό.
Δεν ήταν ανάγκη, δεν επείραζε, δεν ήταν λόγος.
Όμως σιγανά, αγάλι, σαν από θερμή πηγή ανάβλυσε μέσα του η πίκρα.
Είπε και τούφεραν κρασί κι άρχισε να πίνει.
Άχ πόσο έπινε, Θεέ μου!
Έπινε αγάλι, έπινε ντροπαλά, τόνα ποτήρι πάνω στ’ άλλο.
Έτσι αγάλι, έτσι ντροπαλά κι αυτά, τα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων μπροστά του, σφάλισαν φύλλο προς φύλλο, ένα-ένα, τόνα κατόπι στ’ άλλο, σαν ματάκια.
Κ’ η νύχτα ήρτε, ήρτε δειλή, δισταχτική, κρυφοκλαμένη.
Κοντά μεσάνυχτα ασηκώθη κ’ έφυγε.
Πατώντας δω, πατώντας κει, έφτασε στο μώλο.
Δεν ήταν μεθυσμένος –σκεφτόταν μέσα του– παρά έτσι κομμάτι κουρασμένος, λυπημένος…
Τώρα ήσαν όλα καλά, κατακαλά, ωραία, αχ τί ωραία!
Ο Θεός ξέρει πώς ήβρε τη βάρκα του, πώς ήμπε μέσα.
Έπιασε τα κουπιά και τράβηξε για το καΐκι, για της ψυχής του τράβηξε το άσυλο, για την καταφυγή τού σώματός του.
Άχ! πόσο μακριά πούταν φουνταρισμένη η «Τρισεύγενη», πόσον αλαργινό το τρεχαντήρι του, του εφάνη…
Άαα… θάχε «σύρει» διαλογίστηκε… το ρέμα το μετατόπισεν εσκέφθη· τέλος, έφτασε· προσπάθησε ν’ ανέβει, να σκαλώσει… Μα πράμα περίεργο – αργούσε… δε δύνονταν… – σε καλό του!
Έκαμε να φωνάξει το μούτσο του το Γιώργη, προσπάθησε πολύ… εφώναξε δυνατά όσο κι αν εδυνάστη… μα παράξενο πράμα «τ’ είχε πάθει;» ο μούτσος δε φαίνονταν, κι αυτός ο ίδιος δεν άκουγε σκεδόν διόλου τη φωνή του!
Μόνο ένας σαλιαρός ρογχασμός έβγαιν’ από το στόμα του…
Καλά, μα εκεί αντίκρυα του –ζερβά του– κάτι άστραψε άξαφνα, κάτι εχύθη.
Μιά νεροφίδα χρυσή, λιανή, μακρουλή, αγωνίζονταν –σα νάταν δεμένη απ’ την ουρά της– λες να ξεφύγει απ’ τη στεριά, να γλυστρήσει πα στο γιαλό, μες στο λιμάνι.
Μιά σκέψη γοργή –σαν αστραπή– διάβη γλυκά το λοϊσμό του.
Έστριψ’ ευτύς προς την αχτή κ’ είδε αντίκρυα.
Είδε το παρεθύρι ανοιχτό και την Αννίκα ανάμεσα του, όραμα λευκό μέσα στη νύχτα!
Άχ! ναί σαν τότες!
Ήταν κι απόψε με το νυχτικό μπουστάκι της κ’ είχε τα μπράτσα γυμνά όπως στ’ αγάλματα!
Σαν μιά χιονοκολώνα λυγερή ήταν το μπόι της όπου αψηλά της κάθονταν ‘νας κόρακας με τα φτερά ανοιγμένα – τα μαλλιά της.
Κ’ ενόησε.
Έπιασε τα κουπιά και τράβηξε ίσα-καταΐσα.
Μιά καινούργια δύναμη έδωσ’ αντρειά στα μπράτσα του, έκαμε τους σκαρμούς της βάρκας του να τρίζουν.
Δεν τούκανε εντύπωση ο σκοπός του.
Ήξερε καλά, κατακαλά, ήταν βέβαιος.
Εκεί ‘ταν η Αννίκα του – τον καρτέραε…
Κι αυτός;
Ώ, αυτός όπως τότε:
Θα κάθιζε αγάλι τη βάρκα του στην αμμουδιά και θα σαλτάριζε στα όξω.
Κατόπι πατώντας ανάλαφρα στα νύχια του, θάφτανε και θάδινε τα χέρια.
Κι όταν το φως της λάμπας θάσβηνε και θα γίνονταν κ’ οι δυό των ένα με τη νύχτα, τότε… ώ τότε!
Να, λιγάκι ακόμα και ζύγωνε να φτάσει.
Το χρυσό ρυάκι πλάι του όλο και κόνταινε στη θάλασσα, όλο κ’ έφευγε ξωπίσω του – σα φίδι. Μα, για στάσου…
Το φως, καρσί, έσβησεν άξαφνα σαν κάτι που πέταξε κ’ εχάθη ! Το ίδιο και το χρυσό αυλάκι πα στη θάλασσα!
Ο Καπτα-Σουρμελής ο Στουραΐτης πάλι ενόησε..
Σίαρε αγάλι και κάθισε στον πάγκο.
Δεν ήταν μεθυσμένος –σκεφτόταν μέσα του– παρά έτσι κουρασμένος, μάλλον λυπημένος…
Τώρα όμως πολύ αποθυμούσε να ξαπλώσει… νά, όσο πατάει η γάτα, μιά στιγμή… Όχι αδερφέ να κοιμηθεί, μόν’ να τον κλέψει μόνε μόνε… έτσι ένα μινούτο, μιά σταλιά… Κι από κοντά –μα το Θεό– θα τράβαγε ίσια για το καΐκι.
Κ’ έγειρε.
Πολύ ανήσυχα στην αρχή, άσκημα, παράξενα, αποκοιμήθη τέλος βαριά, συγκρατητά, δίχως άκρη…
Προς τις αυγές, τα νερά τραβήχτηκαν και το κεφάλι του πρόβαλ’ αγάλι πα απ’ τη θάλασσα, με το πρόσωπο αποτρόπαιο και πρισμένο, μαλέο, απαίσιο!
Τα μάτια του ολάνοιχτα, γυαλένια και κατάπληχτα, θωρούσαν χαύνα καταμπροστά όλα μαζί και τα κλειστά παρεθυράκια των Σουρούτηδων!
Κάτω απ’ τα φουσκοπρησμένα του ματόφυλλα, οι κόρες (πηγμένες) των ματιών του εφαίνοσαν σαν κάτι να διηγόντουσαν φριχτό, σαν κάτι να (της Αννίκας του) το έλεγαν…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
2 Trackbacks