Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο “λαθρομετανάστης”» του Γιάννη Παπαθεοδώρου
Μετανάστης, λαθρομετανάστης, πρόσφυγας, ανεπιθύμητος. Σου δώσαμε απλόχερα πολλούς τίτλους. Ξένος σε ξένη χώρα. Διωγμένος από την πατρίδα σου,– την κάναμε δική μας…Εμείς ξέρουμε, είμαστε μορφωμένοι…
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1952 στο Μέτσοβο. Οι δύσκολες οικονομικές καταστάσεις, τον οδήγησαν από νωρίς στη βιοπάλη, εγκαταλείποντας το θρανίο αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το δημοτικό σχολείο. Το δεύτερο – και πιο σημαντικό – σχολείο ήταν η ένταξή του μετά το 1975 στο ταξικό κίνημα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Ζει και εργάζεται στην Ηγουμενίτσα.
«Ο “λαθρομετανάστης”» πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» (Κυριακή 27 Φλεβάρη 2011).
Ο «λαθρομετανάστης»
του Γιάννη ΠαπαθεοδώρουΜετανάστης, λαθρομετανάστης, πρόσφυγας, ανεπιθύμητος.
Σου δώσαμε απλόχερα πολλούς τίτλους.
Ξένος σε ξένη χώρα.
Διωγμένος από την πατρίδα σου,
— την κάναμε δική μας,
— ζώνη επιρροής και συμφερόντων, την είπαμε.
Σαν τους βαρβάρους,
— την ειρήνη ήρθαμε να σου φέρουμε,
— έτσι βαφτίσαμε την εισβολή.
Κι εσύ,
— την αρνήθηκες,
— τόλμησες και ν’ αντισταθείς…
Φωτιά σκορπούσαν στο διάβα τους, τα αστραφτερά σιδερένια πουλιά που στείλαμε, με τη μορφή λευκού περιστεριού, κι εσύ, τρόμαξες, κατάρα θεού την είπες.
Του δικού σου θεού «καταραμένε», ο δικός μας είναι καλός, ευλόγησε τα όπλα μας, και καθοδήγησε τον δρόμο μας, είναι μαζί μας.
Μα, είναι για το καλό σου, γιατί δεν το καταλαβαίνεις, «καθυστερημένε»;
Να σου μάθουμε τη δημοκρατία και ελευθερία θέλουμε, «αγράμματε»…
Να σου μάθουμε τρόπους καλής συμπεριφοράς, «αγροίκε».
Να σου μάθουμε πώς να προσκυνάς τον αφέντη και ευεργέτη, «δούλε».
Αχάριστε, προσκύνα.
Τον πλούτο σου να νοικοκυρέψουμε θέλουμε, με το αζημίωτο βέβαια, για τις υπηρεσίες που σου προσφέρουμε, γιατί φέρνεις αντίρρηση;
Εσύ, δεν ξέρεις να τον κουμαντάρεις.
Εμείς ξέρουμε, είμαστε μορφωμένοι.
Και συ δύστυχε,
Μην έχοντας τίποτα άλλο πλέον, πέρα από τη ζωή σου, μην μπορώντας να λυγίσεις άλλο τη μέση σου, πήρες το δρόμο της φυγής με η χωρίς προορισμό.
`Η, μάλλον, προς τον παράδεισο των πολιτισμένων, έτσι πίστεψες.
Αναζητώντας καταφύγιο στον πολιτισμό των λεγόμενων προοδευμένων χωρών.
Δρόμο χωρίς επιστροφή.
Στοιβαγμένος σαν εμπόρευμα σε μεταφερόμενα κλουβιά φυλακές.
Αφού σου πήραν ό,τι είχες και δεν είχες τα κυκλώματα των εμπόρων της ελπίδας.
Δρόμο με το θάνατο να παραμονεύει σε κάθε σου βήμα.
Ενιωσες τη φρίκη βλέποντας τον συνάνθρωπό σου να βυθίζεται με τα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων που μετατράπηκαν σε πλωτά φέρετρα.
Είδες τους ακρωτηριασμούς και το διαμελισμό κορμιών, ακόμα και μικρών παιδιών από τις παγίδες βόμβες των λεγόμενων πολιτισμένων λαών.
Πάνω απ’ όλα η διαφύλαξη των συνόρων τους από την εισβολή των πεινασμένων.
Να, τώρα στήνουν και συρματόπλεγμα, το είπε με στόμφο και περισσή αλαζονεία ο υπουργός.
Αντίκρισες και ένιωσες, ταυτόχρονα,
— τη χαρά της υποτιθέμενης ελευθερίας, που γι’ αυτήν ξεκίνησες.
— την αγωνία της απέλασης,
— και τα μπουντρούμια τους, αδίστακτοι οι διώκτες σου.
Για τροφή καταφεύγεις στους κάδους απορριμμάτων.
Και στη φιλευσπλαχνία των περαστικών, καθώς απλώνεις το χέρι.
Περισσεύεις, «άθλιε», σαν τα αποφάγια που αναζητάς, την πείνα σου να ξεγελάσεις.
Βέβαια, έχεις ακόμα τα μπράτσα σου, στη δούλεψή τους να προσφέρεις.
Να, ήρθαν τα νέα αφεντικά, κουστούμι, γραβάτα, χαμόγελο, όλο υποσχέσεις.
Με τη λιμουζίνα τους, να σε θαμπώσουν, σαν τα αρπακτικά.
Την υπηρεσία σου θέλουν.
Την πραμάτεια τους να φροντίσεις.
Προς στιγμή πίστεψες πως τα βάσανα τελείωσαν.
Επεσες με τα μούτρα στη δουλειά.
Η στέγη που σου πρόσφεραν σου έδωσε την αίσθηση κάποιας ασφάλειας.
Η τροφή δεν προέρχονταν από τους σκουπιδότοπους.
Ομως διωγμένε, αλίμονο, όνειρο ήταν, και το ξύπνημα φρικτό.
Στημένη λεμονόκουπα θυμίζεις.
Αλλο δεν τους είσαι χρήσιμος, και μην τολμήσεις φωνή να βγάλεις.
Τα χαμόγελα γίνανε μίσος, οι γραβάτες μαστίγιο, οι λιμουζίνες κλουβιά φυλακές.
Οι ένστολοι επί το έργο τους, στην υπηρεσία του ίδιου αφέντη, σου θύμισε τους βάρβαρους που την πατρίδα σου διαφεντεύουν, οι ίδιοι είναι.
Μην απορείς, ίδιος αφέντης, η γη δική τους, η πραμάτεια δική τους, ο στρατός τους, όλα δικά τους.
Κι εσύ, περισσεύεις, σαν την φλούδα απ’ τον καρπό που μάζευες, για πέταμα, αναλώσιμο είδος, τέτοια έχει πολλά στην πιάτσα.
Μα, κάτω μην το βάλεις, στο διάβα σου κατατρεγμένε κι άλλους θα βρεις, με τα λάβαρα σηκωμένα, με γροθιές σφιγμένες, με πρόσωπα χαρακωμένα, αλλά κι αποφασισμένα.
Τα χρώματα δεν τους χωρίζουν, τους ενώνουν, ίδιες ανησυχίες, ίδια βιώματα, με η χωρίς πατρίδα.
Μαζί τους σμίξε, ρυάκι γίνε στο ίδιο κοινό ποτάμι να βρεθείς.
Κοινά τα οράματα, κοινός ο δρόμος, κοινός κι ο στόχος, πατρίδα δική σου για να αποκτήσεις, την δύναμή σου σαν ενώσεις, τον αφέντη μπορείς και πρέπει να καταργήσεις.
Εσύ εργάτη, που με τα χέρια σου, τον ιδρώτα και το αίμα σου τον κόσμο κτίζεις, αλληλέγγυος στάσου στον διωγμένο από τον τόπο του συνάδερφο, το ίδιο αφεντικό σας έχει αλυσοδεμένους.
Μαζί, μπορείτε να σπάσετε τις αλυσίδες.
Την εξουσία διεκδικήστε.
Κι εσύ νοικοκύρη, που το βιος σου θέλεις να προστατέψεις, λάθος στόχο διαλέγεις.
Θα έρθει κι η σειρά σου, που τα υπάρχοντά σου άλλο δε θα μπορέσεις να κρατήσεις.
H εισβολή έρχεται σαν χιονοστιβάδα – κρίση την λένε – τα όνειρά σου θα σκεπάσει, μετανάστης στον τόπο σου θα καταντήσεις.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.