Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι περιπέτειες μιας βιβλιοθήκης» του Δήμου Βότσικα
Εκεί, κάθε βράδυ, όταν όλοι κοιμούνταν, έσκαφτε και έφκιασε μια κρυψώνα. Για να μην υποπτευτούν οι γειτόνοι τίποτα, το χώμα το έριχνε σε ένα ξεροπήγαδο. Σ’ αυτή, λοιπόν, την κρυψώνα τα τοποθετούσε, αφού τα τύλιξε καλά για να μην καταστραφούν από την υγρασία, όλα τα βιβλία. Πολύ συχνά πήγαινε στην κρύπτη να δει σε τι κατάσταση βρίσκουνται και με με την ευκαιρία αυτή έπαιρνε κανένα και διάβαζε.
Ο Δημοσθένης (Δήμος) Βότσικας γεννήθηκε το 1920 στο χωριό Σταυράκι Ιωαννίνων. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του, πήγε τρία χρόνια στο Γυμνάσιο Αρρένων (Ζωσιμαία Σχολή) στα Γιάννενα, φοίτησε στη Γαλακτοκομική Σχολή και εργάστηκε ως τυρεργάτης, υπάλληλος της Ένωσης Συνεταιρισμών Γιαννίνων και σε διάφορες άλλες δουλειές.
Το 1937 οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ και το 1942 στο ΚΚΕ. Στην Εθνική Αντίσταση πήρε ενεργό μέρος και δούλεψε ως ηγετικό στέλεχος του νομού. Για την πατριωτική του δράση πιάστηκε από τον ΕΔΕΣ, κλείστηκε στο στρατόπεδο της Αγίας Παρασκευής Γιωργάνων, όπου βασανίστηκε άγρια, πιάστηκε από τους Γερμανούς, κλείστηκε στη Ζωσιμαία Σχολή όπου, επίσης, βασανίστηκε απάνθρωπα. Το μεταβαρκιζιανό καθεστώς τον κυνήγησε, τον συνέλαβε, τον κακοποίησε και τον έκλεισε στις φυλακές του Αη Κοσμά. Τον Ιούλιο το 1946 βγήκε στο βουνό και πήρε μέρος σε πολλές μάχες που έδωσε ο ΔΣΕ στην Ήπειρο (ιδίως στη Μουργκάνα) και τη Μακεδονία. Στις 12 Φλεβάρη 1949 τραυματίστηκε βαριά στη μάχη της Φλώρινας.
Στο ΔΣΕ διετέλεσε διαδοχικά αντάρτης, ομαδάρχης, βοηθός διμοιρίτη, επιμελητής Αρχηγείου Ηπείρου, επίτροπος της 137 Ταξιαρχίας της 8ης Μεραρχίας του ΔΣΕ, διευθυντής της Μονάδας εφοδιασμού του ΓΑ του ΔΣΕ, διοικητής της ιδιαίτερης φρουράς του Γενικού Αρχηγείου, ακόλουθος του Γ.Γ. της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. Νίκου Ζαχαριάδη, ονομάστηκε ταγματάρχης, πολιτικός επίτροπος του ΔΣΕ.
Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας 33 χρόνια στη Σοβιετική Ένωση, στην Τασκένδη. Είκοσι χρόνια εργάστηκε στη βιομηχανία και στις οικοδομές. Το 1960 άρχισε να δημοσιεύει άρθρα, χρονικά του αγώνα, μορφές ηρώων, και διηγήματα στην εφημερίδα “Νέος Δρόμος” των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Από το 1969 μέχρι το 1982 δούλεψε στην εφημερίδα ως συντάκτης και αρχισυντάκτης της. Παντρεύτηκε την Βικτώρια και απέκτησαν δυο παιδιά την Γεωργία και τον Βαγγέλη. Επαναπατρίστηκε το 1982, και ήταν μέλος της ΚΟΒ Γαλατσίου, ως το τέλος της ζωής του. Έφυγε από τη ζωή στις 5 Οκτώβρη 2006.
Εξέδωσε τα βιβλία: “Η Ήπειρος ξαναζώνεται τ’ άρματα”, “Στη Θύελλα”, “Οι αθάνατοι”, “Παλεύοντας για τη λευτεριά”, “Δοξασμένα χρόνια”, “Στο δρόμο της πάλης”, “Δοσμένοι στον αγώνα”, “Πορτρέτα κορυφαίων στελεχών του ΚΚΕ”, “Αναπολώντας τα περασμένα”, “Η Ήπειρος και τα γενναία τέκνα της”.
Το διήγημα περιλαμβάνεται στην έκδοση “Δοσμένοι στον αγώνα. Διηγήματα” (Αθήνα 1997).
Οι περιπέτειες μιας βιβλιοθήκης
του Δήμου ΒότσικαΑπό τότε που ήταν μικρό παιδί, ο Ευγένης Γυφτογιάννης αγαπούσε πολύ το διάβασμα. Όταν μεγάλωσε και άρχισε να δουλεύει στις οικοδομές, σαν του περίσσευε καμιά δεκάρα αγόραζε βιβλία, ιδιαίτερα λογοτεχνικά και ιστορικά. Από το 1928, που οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ, συγκέντρωνε και μαρξιστικά. Έτσι, το 1930 διέθετε μια μικρή αλλά καλή βιβλιοθήκη.
Τα προοδευτικά βιβλία του Γυφτογιάννη βοηθούσαν τους συντρόφους, που τα διάβαζαν, να μορφώνονται, να παίρνουν σωστές αποφάσεις στα πολύπλοκα ζητήματα εκείνης της εποχής, να αντιμετωπίζουν την εχθρική προπαγάνδα.
Μα σαν κηρύχτηκε η φασιστική δικτατορία του Μεταξά και τα μέλη των φασιστικών οργανώσεων, οι διάφοροι τραμπούκοι και πληρωμένοι αλήτες, με άγριους αλαλαγμούς χαράς, άναβαν σε δημόσιους χώρους φωτιές και έκαιγαν χιλιάδες βιβλία σ’ όλη την Ελλάδα, όπως: του Μαρξ, του Ένγκελς, του Γκόρκι, του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι, του Γκαίτε, του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα και άλλων συγγραφέων, έπρεπε ο πολύτιμος αυτός θησαυρός να κρυφτεί.
Μέχρι το 1938 η Γαρουφαλιά, γυναίκα του Ευγένη (ο ίδιος είχε πιαστεί από τις πρώτες μέρες της φασιστικής μεταξικής δικτατορίας και κλείστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας), τα έκρυβε σε σπίτια φίλων και οπαδών του ΚΚΕ. Επειδή, όμως, πολλές φορές κινδύνεψαν να πέσουν στα χέρια της Ασφάλειας, ειδοποίησε τον ανιψιό της Τένη Ξάνθο να τα πάρει και να τα κρύψει στο χωριό.
Μια χειμωνιάτικη ανταριασμένη μέρα, ο Ξάνθος, τα φόρτωσε στο μουλάρι του και τα ξεφόρτωσε το βράδυ στην αχυρώνα. Εκεί, κάθε βράδυ, όταν όλοι κοιμούνταν, έσκαφτε και έφκιασε μια κρυψώνα. Για να μην υποπτευτούν οι γειτόνοι τίποτα, το χώμα το έριχνε σε ένα ξεροπήγαδο. Σ’ αυτή, λοιπόν, την κρυψώνα τα τοποθετούσε, αφού τα τύλιξε καλά για να μην καταστραφούν από την υγρασία, όλα τα βιβλία. Πολύ συχνά πήγαινε στην κρύπτη να δει σε τι κατάσταση βρίσκουνται και με με την ευκαιρία αυτή έπαιρνε κανένα και διάβαζε. Εφοδίαζε, επίσης, και άλλα μέρη του πυρήνα με τέτοια βιβλία.
Ο Σταθμός Χωροφυλακής, ίσως επειδή κάποιος Οκνίτης παραβίασε τα συνομωτικά μέτρα και φλυάρησε, ίσως επειδή στο χωριό γινόταν διαφορετικές συζητήσεις από πρώτα, κατάλαβε πως στη Λυκοστάνη υπάρχει οργανωμένος πυρήνας του ΚΚΕ και πως κυκλοφορεί παράνομο διαφωτιστικό υλικό. Άρχισε, χωρίς καθυστέρηση, να παρακολουθεί εντατικά τους προοδευτικούς νεολαίους, να διενεργεί έρευνες και συλλήψεις. Όμως, δεν κατάφερε να ανακαλύψει τίποτα.
Το 1943 οι Γερμανοί φασίστες, μαζί με άλλα χωριά, έκαψαν και τη Λυκοστάνη και σκότωσαν αρκετούς κατοίκους της. Ο Ξάνθος, που έλειπε εκείνο τον καιρό για δουλειές του αγώνα σε άλλη περιοχή, μόλις πληροφορήθηκε το θλιβερό γεγονός, γύρισε αμέσως στο χωριό και αφού συμπαραστάθηκε στις δεινοπαθούσες οικογένειες, βοήθησε τους δικούς του να στεγαστούν προσωρινά, έτρεξε να δει τι γίνεται με τα βιβλία. Τα βρήκε σε καλή κατάσταση. Όμως, κινδύνευαν από στιγμή σε στιγμή να καταστραφούν από τις βροχές και τα χιόνια, γιατί την αχυροκαλύβα την έχουν κάψει οι Γερμανοί. Μυστικά, χωρίς να ξέρει κανείς, έφκιασε καινούρια κρύπτη στα γρέκια και τα μετέφερε εκεί.
Δεν πέρασαν ούτε δυο μήνες και κοντά στη στάνη στρατοπέδευσαν Γερμανοί στρατιώτες. Ο Τένης, επειδή φοβήθηκε μήπως κάψουν τα γρέκια οι Γερμανοί, όπως άλλωστε και έγινε λίγο αργότερα, πήγε, τα φόρτωσε στο κάρο, μαζί με χόρτο και τα μετέφερε σε μια σπηλιά κοντά στη στάνη της αδερφής του.
Το 1944, αφού πλούτισε τη βιβλιοθήκη με μπροσούρες και περιοδικά που εκδίδονταν εκείνη την περίοδο από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, την έθεσε στη διάθεση της Αχτίδας. Παρόλο που τα μέλη του ΚΚΕ, Εαμίτες και Επονίτες, είχαν πολλές δουλειές βοηθούσαν τους αντάρτες, πολεμούσαν με τ’ όπλο στο χέρι τους φασίστες κατακτητές, έβρισκαν καιρό και διάβαζαν με μεγάλο ενδιαφέρον πολλά βιβλία.
Μετά την απελευθέρωση, όταν οι απόντες των πατριωτικών αγώνων και οι συνεργάτες των κατακτητών ανέβηκαν στην εξουσία και οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και πρώτοι απ’ όλους οι κομμουνιστές βασανίζονταν, φυλακίζονταν, εκτελούνταν, δολοφονούνταν, ο Ξάνθος με μεγάλη προσοχή μετέφερε ξανά τα βιβλία στη σπηλιά.
Στις αρχές του 1946 το κίνημα άρχισε να δυναμώνει. Ο Τένης θεώρησε σωστό να δώσει τα βιβλία στην Τομεακή Επιτροπή του ΑΚΕ, για να μπορεί ο κόσμος να τα διαβάζει. Μόλις έμαθαν χωροφυλακή, χίτες και άλλα φασιστικά στοιχεία πως βιβλία προοδευτικά – μαρξιστικά μεταφέρθηκαν στο κέντρο του χωριού, ρίχτηκαν σαν όρνια να τα ξεσκίσουν, να τα κάψουν. Δεν τα κατάφεραν. Οι Αυτοαμυνίτες τους τσάκισαν, τους έτρεψαν σε φυγή.
Έπειτα απ’ αυτό το επεισόδιο, η τρομοκρατία έγινε αφόρητη, αβάσταχτη. Ήταν αδύνατο ο Ξάνθος να μείνει στο χωριό. Έκρυψε, λοιπόν, τα βιβλία, ζώθηκε τ’ άρματα και κατατάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Δεν είδε άλλη φορά τη Λυκοστάνη, τους δικούς του. Έπεσε πολεμώντας τους μοναρχοφασίστες και τους ξένους πάτρωνές τους στις περήφανες βουνοκορφές της Πίνδου.
Και όπως τον αφανή αυτόν ήρωα δεν τον μνημονεύει κανένας, έτσι και τα βιβλία του, που διαπαιδαγώγησαν πολλούς αγωνιστές, τους έδειξαν τον τίμιο δρόμο της πάλης, βρίσκονται θαμμένα, λησμονημένα σε κάποια απόμερη γωνιά της λεβεντογέννας Ηπείρου.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.