Το διήγημα της Πέμπτης: «Ό,τι κι αν γίνει έχεις εμένα» της Βάλιας Βαλωμένου
– «Νίκο, είσαι αδερφός μου. Δεν έχει σημασία που δε μοιάζουμε, που δεν έχουμε το ίδιο χρώμα, την ίδια θρησκεία και την ίδια μητρική γλώσσα. Εγώ σ’ αγαπώ όσο αγαπώ και τα βιολογικά αδέρφια μου!», απάντησε ο Μουτζάντ πιο σοβαρά από ποτέ…
Μια πολύ όμορφη και συγκινητική ιστορία της Βάλιας Βαλωμένου, μαθήτριας της 3ης τάξης στο 1ο Γυμνάσιο της Σάμου δημοσιεύτηκε στο τρέχον τεύχος (#1087) του «Οδηγητή», οργάνου του ΚΣ της ΚΝΕ, από όπου την αναδημοσιεύουμε.
Η ίδια σημειώνει για εισαγωγή: «Από πολύ μικρή μου άρεσε να γράφω ιστορίες, οι περισσότερες βέβαια δεν έβγαζαν καν νόημα. Αλλά με αφορμή την παγκόσμια ημέρα κατά του ρατσισμού το Μάρτιο έγραψα μία ιστορία με θέμα την κοινωνική αποξένωση και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πρόσφυγες και μετανάστες στη χώρα μας.
Κανονικά αυτή την ιστορία θα την κρατούσα για τον εαυτό μου, όπως και όλες τις υπόλοιπες, αλλά τον τελευταίο χρόνο διαβάζω τον «Οδηγητή» και έχω συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει πιο κατάλληλο μέρος να στείλω την ιστορία μου. Ο τίτλος της είναι «Ό,τι κι αν γίνει έχεις εμένα». Ελπίζω να τη βρείτε ενδιαφέρουσα».
Ό,τι κι αν γίνει έχεις εμένα
της Βάλιας ΒαλωμένουΕΝΑ
Ο μικρός Μουτζάντ ήρθε πρόσφατα στην Ελλάδα με τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, Χασάν και Νταρίν, κυνηγημένος από το μένος του πολέμου στην πατρίδα του. Το καλοκαίρι πέρασε γρήγορα κι έτσι τα δύο μικρότερα παιδιά, ο Μουτζάντ και η Νταρίν, ξεκινούν το σχολείο. Ο Μουτζάντ, που είναι οχτώ χρονών, θα πάει στο δημοτικό, ενώ η Νταρίν, που είναι δώδεκα, θα πάει στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Ο Χασάν, ως ο μεγαλύτερος, θα ψάξει να βρει μια δουλειά, για να μπορούν να ζήσουν.
Κάπως έτσι έφτασε η πρώτη μέρα του σχολείου και τα δύο παιδιά ήταν καταγχωμένα.
Ο Μουτζάντ έφτασε στο δημοτικό και ένιωσε ξαφνικά μία λαχτάρα και μια ανείπωτη χαρά που θα ξαναπήγαινε σχολείο. Δυστυχώς η χαρά του δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Μόλις μπήκε μέσα στην τάξη, όλα τα παιδιά έκαναν ένα πηγαδάκι, αφήνοντας τον απ’ έξω. Όλα εκτός από ένα. Το κατάξανθο αγοράκι τού χαμογέλασε με τα γαλάζια μάτια του να αστράφτουν. Ο Μουτζάντ πιέστηκε να του ανταποδώσει το χαμόγελο, αν και μέσα του ένιωθε ένα τσίμπημα ζήλιας για την όμορφη εμφάνιση του άλλου παιδιού. Εκείνος είχε πολύ συνηθισμένη εμφάνιση, για τα δεδομένα της πατρίδας του τουλάχιστον. Μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια και σκούρα επιδερμίδα. Αυτό το τελευταίο ήταν που απομάκρυνε τα άλλα παιδιά από κοντά του, το ήξερε φυσικά, δεν ήταν χαζός, τουναντίον μάλιστα. Σάμπως το καλοκαίρι, όταν πήγαινε να παίξει στις αλάνες με τα άλλα παιδιά, αυτά δε φώναζαν: «Τρέξτε, τρέξτε ο μαύρος!»; Το έκαναν. Κάθε φορά. Μέχρι που κι εκείνος σταμάτησε να πηγαίνει…
Από τις οδυνηρές αναμνήσεις του τον έβγαλε μια ψιλή φωνούλα: «Γεια! Θα σε πείραζε να κάτσω μαζί σου;». Σήκωσε τα μάτια και είδε το ξανθό αγόρι που του είχε χαμογελάσει να στέκεται τώρα από πάνω του. «Θ-θ-θες στ’ αλήθεια να κάτσεις μαζί μου;» (Μα τι είχε πάθει; Αφού ήξερε να μιλάει καλά ελληνικά, γιατί κόμπλαρε; Και τότε κατάλαβε, κατάλαβε ότι είχε μείνει έκπληκτος.) «Φυσικά», χαμογέλασε το άλλο αγόρι κι έκατσε δίπλα του.
– «Είμαι ο Νίκος. Εσένα πώς σε λένε;»
– «Με λένε Μουτζάντ», είπε και χαμογέλασε δειλά στο φιλικό πρόσωπο απέναντι του.
– «Πάντως μιλάς πολύ καλά Ελληνικά!», είπε ο Νίκος επιδοκιμαστικά.
– «Ευχαριστώ, έκανα μαθήματα όλο το καλοκαίρι και μαθαίνω και γρήγορα, οπότε…».
Κι αυτό ήταν η αρχή. Η αρχή μίας φιλίας που θα άλλαζε τις ζωές δύο παιδιών.
ΔΥΟ
Οι μήνες περνούσαν ευχάριστα για τους δύο φίλους. Στο σχολείο ήταν συνέχεια μαζί, μιλούσαν για τις ζωές τους. Αλλά κι εκτός σχολείου τα δύο παιδιά δύσκολα χώριζαν. Κάπως έτσι, με τούτα και με τ’ άλλα, έφτασε Νοέμβριος. Ο μήνας των γενεθλίων του Μουτζάντ. Έβλεπε όλο αυτό τον καιρό τις προσκλήσεις που μοίραζαν οι συμμαθητές του για τα γενέθλιά τους -εκείνος φυσικά δεν είχε πάρει ποτέ- και ήλπιζε να μπορέσει να κάνει κάτι παρόμοιο. Κοντά μία εβδομάδα πριν από τα γενέθλιά του, τη λύση στο πρόβλημά του έδωσε η μαμά του Νίκου, η Φρίντα. Η Φρίντα, λοιπόν, τους αγόρασε χαρτόνια και μαρκαδόρους, για να φτιάξουν οι ίδιοι τις προσκλήσεις. Τα αγόρια διασκέδασαν πολύ φτιάχνοντας τις προσκλήσεις, καθώς οι γονείς του Νίκου τους προσέφεραν βοήθεια όπου την χρειάζονταν.
Την επόμενη μέρα κιόλας μοίρασαν τις προσκλήσεις στους συμμαθητές τους. Ο Μουτζάντ, έπειτα από συνεννόηση με τον Χασάν, είχε καταλήξει ότι θα έκανε τα γενέθλιά του στο παρκάκι κοντά στο σπίτι τους και θα άντεχαν έτσι οικονομικό να πάρουν μία μικρή τούρτα.
Οι μέρες περνούσαν μέσα στην ανυπομονησία για τον Μουτζάντ, καθώς πλησίαζε το πάρτι του. Και τότε… Έφτασε η μεγάλη μέρα! Ο Μουτζάντ φόρεσε τα μόνα καλά του ρούχα -ένα πουκάμισο και ένα τζιν- τα οποία του είχε πάρει η Νταρίν με ό,τι λεφτά είχε βγάλει δουλεύοντας ως καθαρίστρια στις «καλές οικογένειες» εκείνης της περιοχής. Λίγο αργότερα έφτασε ο Νίκος με την Φρίντα, η οποία όμως ήταν βιαστική κι έτσι ευχήθηκε χρόνια πολλά στον Μουτζάντ, του έδωσε το δώρο του και έφυγε. Έτσι σιγά-σιγά το πάρκο άδειασε. Κι έμειναν μόνοι τους, ο Μουτζάντ με τον Νίκο.
Λεπτό το λεπτό η αγωνία του Μουτζάντ μεγάλωνε. Και δύο ώρες αργότερα, οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν. Δεν ήρθε κανείς. Παντού γύρω του υπήρχαν γιρλάντες, μπαλόνια, κεράσματα της Νταρίν και κανένας καλεσμένος…
– «Νίκο, δε θα ‘ρθουν», είπε ο Μουτζάντ προσπαθώντας να καταπνίξει τα δάκρυά του.
– «Θα έρθουν μην ανησυχείς», απάντησε ο Νίκος προσπαθώντας να καθησυχάσει τον φίλο του.
– «Όχι, δε θα ‘ρθουν. Και ξέρω τι φταίει γι’ αυτό…». Τώρα πια ο Μουτζάντ δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, που άρχισαν να κυλούν στα παιδικά μαγουλάκια του.
– «Ακόμα κι έτσι να είναι, εκείνοι χάνουν και… περισσότερο φαγητό για ‘μας!», λέει ο Νίκος σε μία απελπισμένη προσπάθεια να φτιάξει τη διάθεση του φίλου του.
Αυτό, πράγματι, πέτυχε. Ο Μουτζάντ του έσκασε ένα λυπημένο χαμόγελο κι έπειτα έπεσαν με τα μούτρα στο νόστιμο φαγητό.
ΤΡΙΑ
Οι μήνες κυλούσαν με απίστευτη ταχύτητα για τον Μουτζάντ πλέον. Είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι ο μόνος φίλος του θα ήταν ο Νίκος και δεν τον πείραζε. Αλλά έμελλε να γίνει κάτι που θα τα άλλαζε όλα…
Είχε φτάσει Μάιος και το σχολείο κάθε χρόνο τέτοια εποχή έκανε αγώνες σε κάποια αθλήματα.
Η τάξη του Μουτζάντ δεν έπαιρνε μέρος, καθώς θεωρούνταν μικροί. Μια μέρα, όμως, η γυμνάστρια τους έβαλε να παίξουν ποδόσφαιρο. Ο Μουτζάντ ήταν πολύ καλός και η γυμνάστρια του πρότεινε να πάρει μέρος στους αγώνες μαζί με τις μεγαλύτερες τάξεις. Εκείνος, φυσικά, δέχτηκε.
Ο Μουτζάντ και ο Νίκος περίμεναν με ανυπομονησία τους αγώνες, καθώς ήταν και οι δύο πολύ χαρούμενοι που θα έπαιζε ο Μουτζάντ. Και τότε, μια μέρα, άρχισαν να τους πλησιάζουν οι συμμαθητές τους. Ξαφνικά όλοι ήθελαν να γίνουν φίλοι τους. Τα δύο παιδιά ήταν ξαφνιασμένα αλλά κι ευχαριστημένα.
Έφτασε, όμως, η μέρα του αγώνα. Ο Μουτζάντ ήταν πολύ αγχωμένος αλλά και ενθουσιασμένος. Έβλεπε τον Χασάν, την Νταρίν και τον Νίκο με τους γονείς του στις κερκίδες και έπαιρνε κουράγιο. Η ώρα πέρασε γρήγορα και ξεκίνησε ο αγώνας. Έληξε ένδοξα για το σχολείο τους, με μεγάλο μερίδιο της νίκης να οφείλεται στον Μουτζάντ.
Μετά τον αγώνα και μόλις κατάφερε να ξεφύγει από τις αγκαλιές των συμπαικτών του, ο Μουτζάντ πήγε μαζί με τ’ αδέρφια του να φάνε στο σπίτι του Νίκου. Πέρασαν όλοι πολύ ωραία και η μέρα κύλησε γρήγορα…
ΤΕΣΣΕΡΑ
Τα δύο παιδιά περνούσαν τέλεια πλέον στο σχολείο. Οι μέρες κυλούσαν γεμάτες χαρά και παιδικά γέλια. Είχε γίνει μια ευχάριστη ρουτίνα.
Μία μέρα, που αρχικά φαινόταν σαν όλες τις άλλες, η Φρίντα ήρθε να πάρει τον Νίκο απ’ το σχολείο. Καθώς όμως οδηγούσε σπίτι, ένα ποδήλατο πετάχτηκε στον δρόμο μπροστά τους. Η Φρίντα έκανε εγκαίρως στην άκρη και δεν χτύπησε τον ποδηλάτη. Αλλά το αυτοκίνητο ξέφυγε απ’ την πορεία του και έπεσε πάνω σε ένα δέντρο…
Ο Μουτζάντ και τ’ αδέρφια του έτρεξαν στο νοσοκομείο αμέσως μόλις ειδοποιήθηκαν για το ατύχημα. Στον διάδρομο βρήκαν τον πατέρα του Νίκου, Αλέξανδρο, παραδόξως ήρεμο.
– «Διέφυγαν τον κίνδυνο, θα είναι μία χαρά!», είπε εκείνος.
– «Μπορούμε να τους δούμε;», ρώτησε ανήσυχη ακόμα η Νταρίν.
– «Μπορείτε. Και είμαι σίγουρος ότι θα χαρούν πολύ που ήρθατε», της απαντά ο Αλέξανδρος προσπαθώντας να την ηρεμήσει.
Πρώτα πήγαν στην Φρίντα, επειδή ο Νίκος κοιμόταν. Εκείνη τους εξιστόρησε τι ακριβώς συνέβη, και τους ενημέρωσε ότι ο Νίκος χρειαζόταν ξεκούραση οπότε, πιθανότατα, δε θα τους άφηναν να τον δουν.
Η Φρίντα είχε δίκιο. Η νοσοκόμα που ήταν υπεύθυνη για τον Νίκο δεν τους επέτρεψε να περάσουν. Μετά από έντονες διαμαρτυρίες από όλους, άφησε μόνο τον Μουτζάντ να τον δει κάνοντας μια υποχώρηση.
Ο Μουτζάντ μπήκε στο δωμάτιο χαρούμενος που τον άφησαν να δει τον φίλο του. Όμως κοκκάλωσε στην πόρτα. Εκεί, σε ένα μικρό κρεβάτι, βρισκόταν ο καλύτερός του φίλος μπαταρισμένος παντού και με κάμποσες οθόνες συνδεδεμένες μέσω καλωδίων στα χέρια του. Ένας ορός ήταν επιπλέον περασμένος στο αριστερό του χέρι.
– «Γεια», είπε ο Νίκος και χαμογέλασε.
– «Γιεια… Μοιάζεις με μούμια!», πέταξε ο Μουτζάντ, προτού το σκεφτεί καλά-καλά.
Οι δυο φίλοι κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα και μετά έσκασαν κι οι δυο στα γέλια. Μόλις ο Μουτζάντ ανέκτησε την αναπνοή του, είπε στον Νίκο:
– «Ξέρεις, θα γίνεις καλά», παρηγορώντας περισσότερο τον εαυτό του.
– «Ααα! Ναι, το ξέρω! Σε μερικές μέρες θα είμαι και πάλι ελεύθερος», απάντησε ο Νίκος κι έδειχνε ικανοποιημένος.
– «Με τρόμαξες, να το ξέρεις…», είπε κατσουφιάζοντας ο Μουτζάντ.
– «Ναι, καλά… Να σε δω τι θα έκανες αν ήταν κάποιο από τα αδέρφια σου στη θέση μου!», λέει μισο-αστεία μισο-δύσπιστα ο Νίκος.
– «Νίκο, είσαι αδερφός μου. Δεν έχει σημασία που δε μοιάζουμε, που δεν έχουμε το ίδιο χρώμα, την ίδια θρησκεία και την ίδια μητρική γλώσσα. Εγώ σ’ αγαπώ όσο αγαπώ και τα βιολογικά αδέρφια μου!», απάντησε ο Μουτζάντ πιο σοβαρά από ποτέ.
– «Κι εγώ σε θεωρώ αδερφό μου και… Ό,τι κι αν γίνει, έχεις εμένα. Να το θυμάσαι αυτό!», απάντησε ο Νίκος εξίσου σοβαρά.
Τα παιδιά χαμογέλασαν το ένα στο άλλο κι ύστερα μια νοσοκόμα έβγαλε διακριτικά τον Μουτζάντ έξω, έτσι ώστε να αφήσουν τον Νίκο να ξεκουραστεί…
–Εικόνα: Λεπτομέρεια από εικαστικό έργο της Εύας Μελά. Στην έκδοση του «Οδηγητή» το κείμενο κοσμείται από εικαστικά έργα της με θέμα το προσφυγικό-μεταναστευτικό.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.