Το διήγημα της Πέμπτης: «Πέρασμα του Βορρά» του Χουάν Ρούλφο

Με αφορμή την πρόσφατη επαναπροώθηση από τις αρχές των ΗΠΑ, πίσω στην πατρίδα τους, Μεξικανών μεταναστών που ζητούν άσυλο, ένα διήγημα του σπουδαίου Μεξικανού συγγραφέα Χουάν Ρούλφο.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Πέρασμα του Βορρά» του Χουάν Ρούλφο

Ο Χουάν Νεπομουθένο Κάρλος Πέρες Βιθκαΐνο ή Χουάν Ρούλφο (16 Μάη 1917 – 7 Γενάρη 1986) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Το συγγραφικό του έργο δεν είναι μεγάλο σε παραγωγή, επηρέασε όμως σημαντικά άλλους συγγραφείς όπως τον Κάρλος Φουέντες, τον Γκαμπριέλ Γκαρσίας Μάρκες κ.α.

Η συλλογή «Κάμπος στις φλόγες» δημοσιεύτηκε το 1953. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη (2011), σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου.

Αποτελείται από 17 διηγήματα στα οποία ο αναγνώστης θα συναντήσει όλους τους τύπους και τα θέματα που χαρακτηρίζουν το έργο του Χουάν Ρούλφο: «Η επαρχία του Χαλίσκο, ο εμφύλιος πόλεμος των Κριστέρος, η καθημερινή ζωή των χωρικών, η άγονη και εγκαταλελειμμένη γη, η μετανάστευση, η εκδίκηση, η αιμομιξία, η ανθρώπινη οδύνη, ο θάνατος, συχνά βίαιος και ξαφνικός, η συλλογική φωνή της κοινότητας ζωντανεύουν σ’ αυτές τις σύντομες αφηγήσεις, δημιουργώντας ένα μοναδικό σύμπαν όπου η ποίηση συναντά την προφορικότητα, το πραγματικό ανοίγεται στο εξωπραγματικό, ένα σύμπαν στοιχειωμένο από μια μεταφυσική της απελπισίας». (οπισθόφυλλο)

Το διήγημα της Πέμπτης: «Πέρασμα του Βορρά» του Χουάν Ρούλφο

Χουάν Ρούλφο (1917-1986)

Πέρασμα του Βορρά
του Χουάν Ρούλφο

«ΦΕΥΓΩ ΜΑΚΡΙΑ, ΠΑΤΕΡΑ, αυτό ήρθα να σου ανακοινώσω».

«Και για πού το ’βαλες, για να ’χουμε καλό ρώτημα;»

«Φεύγω για τον Βορρά».

«Και γιατί πας εκεί; Δεν έχεις τη δουλειά σου εδώ; Δεν κάνεις εμπόριο γουρουνιών;»

«Έκανα. Όχι πια όμως. Δεν αφήνει κέρδος. Την περασμένη βδομάδα δεν είχαμε φαΐ να φάμε και την προπερασμένη φάγαμε σκέτα άγρια χόρτα. Υπάρχει πείνα, πατέρα· εσύ δεν παίρνεις μυρωδιά γιατί ζεις καλά».

«Τι είν’ αυτά που λες;»

«Πως έχει πέσει πείνα. Εσύ δεν το νιώθεις. Εσύ πουλάς τις κροτίδες σου, τις στρακαστρούκες σου και την μπαρούτη σου, κι έτσι τα βγάζεις πέρα. Όσο υπάρχουνε γιορτές, θα βρέχει χρήμα πάνω σου· για μας δεν είναι έτσι όμως. Κανένας πια δε μεγαλώνει γουρούνια αυτή την εποχή. Και αν τα μεγαλώνει, τα τρώει. Κι αν τα πουλάει, τα πουλάει ακριβά. Κι αποπάνω, δεν υπάρχουν χρήματα να τ’ αγοράσεις. Τέλειωσε ετούτη η δουλειά, πατέρα».

«Και τι στο διάβολο θα κάνεις στο Βορρά;»

«Θα βγάλω λεφτά. Το ξέρεις, ο Καρμέλο έγινε πλούσιος, έφερε μέχρι και γραμμόφωνο και χρεώνει τη μουσική πέντε σεντάβος. Ό,τι και να ’ναι, από ένα ντανσόν μέχρι την Άντερσον, αυτή που τραγουδάει λυπητερά τραγούδια· το ίδιο για όλα, και κάνει έτσι το κομπόδεμά του, ακόμα και ουρά κάνουνε για ν’ ακούσουν. Γι’ αυτό φεύγω».

«Και πού θ’ αφήσεις τη γυναίκα σου με τα παιδιά;»

«Γι’ αυτό έρχομαι να σ’ το ανακοινώσω, για να τα αναλάβεις εσύ».

«Και ποιος νομίζεις πως είμαι εγώ, η παραμάνα σου; Αν φύγεις, ας αναλάβει το κουμάντο τους ο Θεός. Εγώ δεν είμαι πια για να μεγαλώνω παιδιά· μου φτάνει και μου περισσεύει που μεγάλωσα εσένα και την αδερφή σου – ας αναπαύεται εν ειρήνη. Και όπως λέει κι η παροιμία: “Αν δε βαράει η καμπάνα, είν’ που της λείπει το γλωσσίδι”».

«Δεν ξέρω τι να πω, πατέρα, δε σε αναγνωρίζω. Τι κέρδισα που με μεγάλωσες; Μονάχα κόπους. Ίσα που μ’ έφερες στον κόσμο κι ύστερα – βγάλ’ τα πέρα όπως μπορείς. Ούτε καν τη δουλειά του πυροτεχνουργού δε μου ’δειξες, τάχαμου για να μη σε ανταγωνιστώ. Μου ’βαλες ένα κοντοβράκι κι ένα πουκάμισο και μ’ έβγαλες στους δρόμους να μάθω μόνος μου να κερδίζω το ψωμί μου κι ύστερα με πέταξες σχεδόν με άδεια χέρια από το σπίτι σου.  Κοίτα λοιπόν, ποιο είναι το αποτέλεσμα· πεθαίνουμε της πείνας. Η νύφη και τα εγγόνια σου και τούτος δω ο γιος σου, όλοι σου οι απόγονοι όπως θα ’λεγε κανείς, έχουμε λυγίσει κι είμαστε με το ένα πόδι στον τάφο. Και η τσατίλα μας ακόμα, να ξέρεις πως μας πιάνει από την πείνα. Το βρίσκεις νόμιμο αυτό και δίκαιο;»

«Κι εμένα τι στο διάβολο με νοιάζουν όλα αυτά. Γιατί παντρεύτηκες; Έφυγες απ’ το σπίτι κι ούτε καν μου ζήτησες την άδεια».

«Το έκανα γιατί εσένα δε σου άρεσε ποτέ η Τράνσιτο. Σου ξίνιζε κάθε φορά που την έφερνα και, θυμήσου το, ούτε που γύρισες να την κοιτάξεις την πρώτη φορά που ήρθε: “Κοίτα, πατέρα, αυτό είναι το κορίτσι που θα παντρευτώ”. Κι εσύ άρχισες να μιλάς με στίχους και είπες πως την ήξερες πολύ καλά, σαν να ’τανε καμιά του δρόμου. Κι είπες ένα σωρό πράματα που ούτε εγώ δεν κατάλαβα. Γι’ αυτό δεν την ξανάφερα. Γι’ αυτό λοιπόν δεν πρέπει να μου κρατάς κακία. Τώρα θέλω μονάχα να μου την προσέχεις, γιατί φεύγω στ’ αλήθεια. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα να κάνω, ούτε και τρόπος να το βρω».

«Αυτά είναι φήμες. Όποιος δουλεύει τρώει και όποιος τρώει ζει. Μάθε απ’ τη σοφία μου. Εγώ είμαι γέρος αλλά δεν παραπονιέμαι. Και όταν ήμουν νέος, να μη σου πω καλύτερα· είχα λεφτά ακόμα και για να πληρώνω γυναίκες να μου κρατάνε πότε πότε συντροφιά. Με τη δουλειά όλα τα βολεύεις, ακόμα και τις κάψες του κορμιού. Το θέμα είναι ότι εσύ είσαι χαζός. Και μη μου πεις ότι εγώ σου το ’μαθα αυτό».

«Όμως εσύ με γέννησες. Κι εσύ έπρεπε να μου δείξεις τον δρόμο, όχι να μ’ αμολήσεις σαν το άλογο ανάμεσα στα καλαμπόκια».

«Ήσουνα πια πολύ μεγάλος όταν έφυγες. Ή μήπως ήθελες να σε ταΐζω εγώ για πάντα; Μόνο οι σαύρες ψάχνουνε την ίδια  τρύπα μέχρι να πεθάνουν. Πες πως σου πήγανε καλά τα πράματα, πως γνώρισες γυναίκα κι έκανες παιδιά· άλλοι ούτε αυτό δεν έχουν καταφέρει στη ζωή τους, περάσανε σαν το νερό, χωρίς να χορτάσουνε ούτε φαΐ ούτε πιοτί».

«Ούτε να κάνω στίχους  δε μου έμαθες, κι ας ήξερες εσύ. Ακόμα και μ’ αυτό όλο και κάτι θα μπορούσα να κερδίζω διασκεδάζοντας τον κόσμο σαν κι εσένα. Και τη μέρα που σου το ζήτησα μου είπες: “Πήγαινε να πουλάς αυγά, αυτό αφήνει περισσότερα”. Και στην αρχή έγινα αυγουλάς και ύστερα κοτοπουλάς και μετά άρχισα να πουλάω γουρούνια και μέχρι τότε τα πράματα δε μου πηγαίνανε άσχημα, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι. Μα τα λεφτά τελειώνουν· έρχονται τα παιδιά και στα ρουφάνε σαν νερό και τίποτα δε μένει ύστερα για τη δουλειά κι ούτε κανένας θέλει να σ’ εμπιστευτεί. Σου το ’πα ήδη, την περασμένη βδομάδα φάγαμε αγριόχορτα, κι ετούτη, ούτε καν αυτά. Γι’ αυτό φεύγω.

Και φεύγω λυπημένος, πατέρα, κι ας μη θέλεις εσύ να το πιστέψεις, γιατί εγώ αγαπάω τα παιδιά μου, δεν είμαι σαν κι εσένα που μόλις τα μεγάλωσες τα έδιωξες».

«Μάθε αυτό, γιε μου· νέα φωλιά σαν χτίσεις, μέσα ένα αυγό πρέπει ν’ αφήσεις. Σαν πέσουν πάνω σου τα γηρατειά, να ζεις θα μάθεις, και πως σου φεύγουν τα παιδιά, και δε σου λένε ούτε ευχαριστώ, σου τρων τα πάντα, κι ούτε σε θυμούνται πια».

«Αυτό είναι μόνο ένα στιχάκι».

«Μπορεί, αλλά είναι κι η αλήθεια».

«Εγώ εσένα δε σε ξέχασα, όπως βλέπεις».

«Έρχεσαι να με βρεις από ανάγκη. Αν ήσουν ήρεμος, θα με ξεχνούσες. Από τότε που πέθανε η μάνα σου, ένιωσα μόνος· σαν πέθανε η αδερφή σου, ακόμα πιο μόνος· σαν έφυγες κι εσύ κατάλαβα πως ήμουν πια μόνος για πάντα. Και τώρα έρχεσαι και θες να μου ξυπνήσεις συναισθήματα· δεν ξέρεις όμως πως είναι δυσκολότερο ν’ αναστήσεις  έναν νεκρό παρά να φέρεις στη ζωή έναν νέο άνθρωπο. Μάθε κάτι. Όταν βγαίνεις στον δρόμο, έχεις πολλά να διδαχτείς. Βγάλ’ τα πέρα με τα δικά σου μέσα, αυτό πρέπει να κάνεις».

«Λοιπόν, δε θα μου τους φροντίσεις;»

«Ασ’ τους εδώ, κανένας δεν πεθαίνει από την πείνα».

«Πες μου αν θα μου κάνεις ό,τι σου ζητώ, δε φεύγω αν δεν είμαι σίγουρος».

«Πόσοι είναι;»

«Τρία αγόρια, δυο κορίτσια και η νύφη σου, που είναι πολύ νέα».

«Πολύ χρησιμοποιημένη θες να πεις».

«Εγώ ήμουνα ο πρώτος άντρας της. Ήταν καινούργια. Είναι καλή. Αγάπα την, πατέρα».

«Και πότε θα γυρίσεις;»

«Γρήγορα, πατέρα. Μόλις μαζέψω τα λεφτά θα  επιστρέψω. Θα σου πληρώσω τα διπλά για ό,τι κάνεις για κείνους. Δίνε τους φαγητό, δε σου ζητάω τίποτ’ άλλο».

 

Απ’ τα αγροκτήματα κατέβαινε ο κόσμος στα χωριά· κι εκείνοι απ’ τα χωριά πηγαίνανε στις πόλεις. Στις πόλεις χάνονταν οι άνθρωποι· διαλύονταν μέσα στο πλήθος. «Μήπως ξέρεις πού θα μου δώσουνε δουλειά;» «Ναι, πήγαινε στη Σιουδάδ Χουάρες. Θα σε περάσω εγώ για διακόσια πέσος. Ψάξε τον τάδε και πες του πως σε στέλνω εγώ. Μην το πεις σε κανέναν όμως». «Εντάξει, κύριε, αύριο θα σ’ τα φέρω».

«Άκου, λένε πως στο Νονοάλκο έχουν ανάγκη από κόσμο για το ξεφόρτωμα των τρένων».

«Και πληρώνουν;»

«Βέβαια, δυο πέσος τα δέκα κιλά».

«Αλήθεια; Χτες ξεφόρτωσα έναν τόνο μπανάνες πίσω από τη Λα Μερσέδ και μου έδωσαν μόνο να φάω. Στο τέλος είπαν πως τους έκλεψα και δε με πλήρωσαν καθόλου, άσε που με καρφώσανε και στην αστυνομία».

«Οι σιδηρόδρομοι είναι σοβαροί. Άλλο πράμα. Άντε να δούμε αν θα το ρισκάρεις».

«Αυτό εννοείται».

«Σε περιμένω αύριο».

Και πράγματι, κατεβάζαμε εμπορεύματα απ’ τα τρένα απ’ το πρωί ως τη νύχτα, και ακόμα μας έμενε δουλειά για την επόμενη μέρα. Μας πλήρωσαν. Μέτρησα τα λεφτά: εξήντα τέσσερα πέσος. Μακάρι να’ ταν έτσι κάθε μέρα.

* * *

«Κύριε, σας έχω φέρει τα διακόσια πέσος».

«Εντάξει είναι. Θα σου δώσω ένα χαρτί για τον φίλο μας στη Σιουδάδ Χουάρες. Μην το χάσεις. Αυτός θα σε περάσει από τα σύνορα και όχι μόνο, θα σου βρει δουλειά. Εδώ είναι η διεύθυνση και το τηλέφωνο για να τον βρεις πιο γρήγορα. Όχι, μην πας στο Τέξας. Έχεις ακούσει να μιλάνε για το Όρεγκον; Λοιπόν, πες του πως θες να πας στο Όρεγκον. Να μαζεύεις μήλα, αυτό καλύτερα, όχι βαμβάκια. Φαίνεσαι έξυπνος άνθρωπος. Εκεί θα παρουσιαστείς στον Φερνάντες. Δεν τον γνωρίζεις; Καλά, να τον ζητήσεις. Και αν δε θέλεις να μαζεύεις μήλα, ζήτα να βάζεις ράγιες για τα τρένα. Αφήνει αρκετά και η δουλειά είναι σταθερή. Θα γυρίσεις με πολλά δολάρια. Και να μη χάσεις το χαρτί».

 

«Πατέρα, μας σκοτώσανε».

«Ποιους;»

«Εμάς. Την ώρα που περνάγαμε το ποτάμι. Βούιζαν γύρω μας οι σφαίρες μέχρι που μας σκοτώσανε όλους».

«Πού;»

«Εκεί, στο Πέρασμα του Βορρά, ενώ μας φώτιζαν τα φανάρια, την ώρα που περνάγαμε το ποτάμι».

«Και γιατί;»

«Αυτό δεν το κατάλαβα, πατέρα. Θυμάσαι τον Εστανισλάδο; Εκείνος με ξεσήκωσε να πάω προς τα εκεί. Μου εξήγησε το τι και πώς και κανόνισε τη δουλειά, κι έτσι πήγαμε πρώτα στην Πόλη του Μεξικού και από κει στο Πέρασμα. Κι ενώ περνούσαμε το ποτάμι, μας ρίξανε με τα μάουζερ. Γύρισα γιατί εκείνος μου’ πε:

“Βγάλε με από δω, πατριώτη, μη μ’ αφήνεις”. Και τότε ήτανε ήδη ανάσκελα, με το κορμί του κατατρυπημένο, δίχως μυς. Τον έσυρα όπως μπορούσα, τραβώντας τον, αποφεύγοντας το φως που έριχναν πάνω μας τα φανάρια για να μας βρίσκουν. Του είπα: “Είσαι ζωντανός;” κι εκείνος μου απάντησε: “Βγάλε με από δω, πατριώτη”. Και μετά μου είπε: “Με πέτυχαν”. Εγώ είχα το ένα μπράτσο χτυπημένο από μια σφαίρα και το κόκαλο μου είχε πεταχτεί εκεί που βγαίνει ο αγκώνας. Γι’ αυτό τον έπιασα με το καλό χέρι και του είπα: “Κρατήσου σφιχτά από δω”. Και τελικά μου πέθανε στην όχθη, μπροστά στα φώτα ενός τόπου που τον λένε Οχινάγα, απ’ αυτήν τη μεριά πια, ανάμεσα στα καλάμια, που εξακολουθούσαν ν’ αυλακώνουν το νερό λες και ποτέ δε συνέβη τίποτα.

Τον ανέβασα στην όχθη και του μίλησα: “Είσαι ακόμα ζωντανός;” Και εκείνος δε μου απάντησε. Έδινα μάχη για να ξαναζωντανέψω τον Εστανισλάδο μέχρι που ξημέρωσε· του’ κανα εντριβές και του φύσηξα τα πνευμόνια για να ξανασάνει, αλλά ούτε κιχ δεν έβγαλε.

Ο τύπος της Υπηρεσίας Μετανάστευσης εμφανίστηκε το απόγευμα.

“Ε, εσύ! Τι κάνεις εδώ;”

“Προσέχω αυτόν τον πεθαμένο”.

“Εσύ τον σκότωσες;”

“Όχι, λοχία μου”, του είπα.

“Δεν είμαι λοχίας. Τότε ποιος;”

Όπως τον είδα με τη στολή και μ’ αυτές τις σαρδελίτσες, φαντάστηκα πως είναι απ’ τον στρατό, είδα και το μεγάλο πιστόλι που κουβάλαγε κι ούτε που έκανα άλλη σκέψη.

Με ακολούθησε ρωτώντας: “Και τότε ποιος; Μίλα”. Κι έτσι συνέχισε πάλι και πάλι μέχρι που μ’ άρπαξε από τα μαλλιά κι εγώ ούτε που κούνησα τα χέρια, λόγω του χτυπημένου μου αγκώνα, ούτε να αμυνθώ δεν μπόρεσα.

Του είπα: “Μη με χτυπάς, γιατί είμαι μ’ ένα χέρι”.

Και τότε μόνο σταμάτησε τα χτυπήματα.

“Τι έγινε; Πες μου”, μου είπε.

“Μας ρίξανε τη νύχτα. Πηγαίναμε κεφάτοι, σφυρίζοντας από χαρά που θα περνούσαμε στην άλλη πλευρά, όταν εκεί στη μέση του νερού ξεκίνησε το πιστολίδι. Ούτε ένας δεν τη γλίτωσε. Ετούτος δω κι εγώ ήμασταν οι μόνοι που καταφέραμε να βγούμε και τελικά, μόνο ο ένας, γιατί δες, αυτός παράδωσε το πνεύμα του”.

“Και ποιοι σας χτύπησαν;”

“Ούτε που τους είδαμε. Μόνο μας φώτιζαν με τα φανάρια τους, και πάρτε μια πάρτε κι άλλη, ακούγαμε τις τουφεκιές, μέχρι που εγώ ένιωσα να μου τινάζεται ο αγκώνας κι άκουσα τούτον δω που μου’ λεγε: “Βγάλε με απ’ το νερό, πατριώτη”. Αλλά και τι θα μας είχε χρησιμέψει αν τους βλέπαμε;”

“Τότε θα πρέπει να ήταν οι Απάτσι”.

“Ποιοι Απάτσι;”

“Κάποιοι που έτσι τους λένε και μένουν στην απέναντι πλευρά”.

“Το Τέξας δεν είναι στην απέναντι πλευρά;”

“Ναι, αλλά είναι γεμάτο Απάτσι, ούτε μπορείς να φανταστείς πόσους. Θα ενημερώσω στην Οχινάγα για να μαζέψουνε τον φίλο σου κι εσύ φρόντισε να γυρίσεις στον τόπο σου. Από πού είσαι; Δεν έπρεπε να φύγεις από κει. Έχεις λεφτά;”

“Πήρα κάτι λίγα απ’ τον νεκρό. Να δούμε αν μου φτάσουν”.

“Έχω εδώ κάτι λίγα για όσους γυρίζουν στην πατρίδα. Θα σου δώσω για το εισιτήριο· αλλά αν σε ξαναδώ εδώ, θα τους αφήσω να σε κάνουν κόσκινο. Δε μ’ αρέσει να βλέπω την ίδια φάτσα δυο φορές. Άντε, δίνε του!”

Κι έτσι ήρθα κι είμαι εδώ, πατέρα, για να τα πω σ’ εσένα».

«Κοίτα λοιπόν τι κέρδισες που είσαι ευκολόπιστος και χοντροκέφαλος. Και μόλις φτάσεις σπίτι σου θα δεις· θα δεις τι κέρδισες που έφυγες».

«Έγινε τίποτα  κακό; Μου πέθανε κανένα απ’ τα παιδιά μου;»

«Η Τράνσιτο σου το ’σκασε με έναν μουλαρά. Έλεγες ότι ήτανε πολύ καλή, έτσι δεν είναι; Τα παιδιά σου είναι εδώ πίσω και κοιμούνται. Κι εσύ άντε να βρεις πού θα περάσεις τη νύχτα, γιατί το σπίτι σου το πούλησα για να πληρώσω τα έξοδα. Κι ακόμα μου χρωστάς τριάντα πέσος απ’ την αξία του συμβολαίου».

«Εντάξει, πατέρα, δεν πρόκειται να σου αρνηθώ. Ίσως αύριο βρω κάπου εδώ δουλειά, να σου πληρώσω όσα σου χρωστάω. Προς τα πού λες να πήγανε ο μουλαράς κι η Τράνσιτο;»

«Να, προς τα εκεί. Δεν πρόσεξα».

«Λοιπόν σε λίγο έρχομαι, πάω να τη βρω».

«Και προς τα πού θα πας;»

«Μα προς τα κει, πατέρα, προς τα κει που λες πως πήγε».

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: