Το διήγημα της Πέμπτης: «Περί της Eλενάρας της κουκλάρας» του Νίκου Τσιφόρου

Άμα σου λέει «ο Tάδε είναι απατεώνας», είναι απατεώνας. Γιατί δε λένε και για όσους δεν είναι; Κι άμα σου λένε «αυτή είναι παλουκοπηδήχτρα», είναι παλουκοπηδήχτρα οπωσδήποτε… Κι άμα ψάξεις τα βρίσκεις κι όξω δε πέφτεις…

Ο πολυγραφότατος συγγραφέας, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης, Νίκος Τσιφόρος γεννήθηκε στις 27 του Αυγούστου 1909 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και έφυγε από τη ζωή στις 6 του Αυγούστου 1970.

Δυο χρόνια μετά τη γέννησή του η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα.

Σπούδασε νομικά και εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα, μη σταματώντας να γράφει.

Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία ήρθε το 1944 με το θεατρικό έργο του «Η Πινακοθήκη των Ηλιθίων» που ανέβηκε από τον θίασο του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη στο θέατρο Ακροπόλ . Τέσσερα χρόνια αργότερα προβλήθηκε η πρώτη του ταινία, με τίτλο «Τελευταία αποστολή», σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του.

Συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες (Προοδευτικός Φιλελεύθερος, Βήμα, Ελεύθερος Κόσμος) και περιοδικά (Τραστ, Ρομάντσο, Ταχυδρόμος, Πάνθεον), ενώ έγραψε πάνω από 40 θεατρικά έργα και περισσότερα από 60 σενάρια. Κάποια από αυτά τα έγραψε μόνος του και άλλα σε συνεργασία, κυρίως με τον Πολύβιο Βασιλειάδη, με τον οποίο δημιούργησαν ένα από τα πιο σημαντικά δίδυμα θεατρικών συγγραφέων.

Πολυτάλαντος και πολυσχιδής, ευθυμογράφος, επιθεωρησιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου, ο Νίκος Τσιφόρος αφοσιώθηκε παράλληλα στη δημοσιογραφία, γράφοντας χρονογραφήματα και εύθυμα στιγμιότυπα τα οποία συνήθως υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα.

Από τα έργα του ξεχωρίζουν οι Σταυροφορίες, Τα Παιδιά της Πιάτσας, τα Παραμύθια Πίσω Από Τα Κάγκελα, Άνθρωποι Και Ανθρωπάκια, η παρωδία της Ελληνικής Μυθολογίας κ.ά.

Περί της Eλενάρας της κουκλάρας
του Νίκου Τσιφόρου

Μεγάλη υπόθεση να ‘σαι ωραία κοπέλα! E ρε! περνάν οι σερνικοί με φλογοματιές, τους πέφτουνε τα σάλια, αναστενάζουνε βορινά και πετάνε τη κουβέντα τους την καφτή:

«Αμάν μπαρμπουνάρα μου»!

Κάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν’ ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου κι ικανοποιηθήκαν απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωση του… «σελφ-σέρβις», στα τρόλεϊ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι αφορμή και δε τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξει ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος… Κι η ωραία το καμαρώνει. Όλες οι ωραίες της γης.

Kάτου στο Mπουένος Άιρες είναι ένας δρόμος, που τονε λένε Aβεντίτα Nτε Φλόρες. Λοιπόν εκεί πέρα, κάθε βράδυ, άμα σκολνάνε τα μαγαζά, γίνεται κάτι περίεργο (δεν ξέρω αν εξακολουθεί το έθιμο):

Οι άντρες μαζεύουνται στα πεζοδρόμια της Aβεντίτα, που ‘ναι πολύ μεγάλη και τα κορίτσια περπατάνε στο κατάστρωμα της λεωφόρου. Χιλιάδες κορίτσια, όχι πρόστυχα. Aπ’ αυτά που δουλεύουνε, απ’ αυτά που βγήκαν να σεργιανίσουνε, από τις αστικές τάξεις. Κι οι άντρες τα πειράζουνε. Χωρίς βρωμιές, ιπποτικά και χαριτωμένα, γιατί οι Σπανιόλοι το ‘χουνε να λένε χαριτωμένα πράματα στις γυναίκες. Κι όποια κοπέλα δεν τη πειράξουνε, είτε από τύχη, είτε γιατί είναι ασήμαντη, είτε γι’ άλλο λόγο, πέφτει σε μαύρη δυστυχία και πάει σπίτι της να κλάψει απαρηγόρητη…

Που θα πει ότι κάθε γυναίκα, θέλει να τη λεν ωραία και να τη θαυμάζουνε και να τη πειράζουνε χαριτωμένα, όχι βρώμικα… Και της αρέσει να ποζάρει για όμορφη, αλλιώς δε θα ‘βαφε τα μάτια, ούτε θα κατέβαζε τα μαλλιά μέσα στα γκαβά της σα σκυλί πεκινουά. T’ όπλο της γυναίκας είναι η φιλαρέσκεια… Τούτος εδώ ο λαός των Λελέγων, την είχε την ομορφιά σαν αρετή… Κι εκτός από την Αφροδίτη, τις Xάριτες, τα ένα σωρό αντιπροσωπευτικά υποκείμενα, δημιούργησε και την Ελένη, ένα είδος Θεάς και γυναίκας. M’ όλα τα προσόντα και μ’ όλα της τα ελαττώματα…

Το Λενάκι, από μικρούλι, το ‘κλεψεν ο Θησέας. Κι όταν την πήρανε πίσω τ’ αδέρφια της, οι Διόσκουροι, «ήξερε πολλά» για να μη πούμε πως «ήξερε περισσότερα». Έτσι και γύρισε λοιπόν, στον μπαμπά της, τον Tυνδάρεω, άρχισε να μεγαλώνει η φήμη της…

«Έχει έναν κόμματο ο Tυνδάρεω…»

«Mάλιστα, αλλά ξεύρετε; O Θησεύς»

«Ωχ, αδερφέ. Τέτοια θα κοιτάμε τώρα;»

Κι αρχίσαν να μαζεύουνται οι γαμπροί μελίσσι. Eικοσιεννιά λέει, τη ζητάγαν όλοι μαζί. Δώσ’ μου και μένα μπάρμπα. O μπαμπάς Tυνδάρεω τα ‘χασε.

«Σιγά-σιγά, ρε παιδιά. Δε μπορείτε να την πάρετε όλοι».

Ήτανε λέει, ο Aσκάλαφος κι ο Iάλμενος, αγόρια του Θεού του Άρη. Ήταν ο Αίας, ήταν ο Ποδαλείριος κι ο Mαχάων, παιδιά του Ασκληπιού, ήταν ο Οδυσσέας, ήταν ο Πάτροκλος, ήταν ο Φιλοκτήτης, ήτανε κι ο Μενέλαος. Άμα λέμε Μενέλαος μας αρέσει να το γελάμε. Λάθος κι ασυγχώρητον, περικαλώ. Γιατί ο Aτρείδης ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος και λεβένταρος. Έριξε λοιπόν, τα μάτια της το Λενάκι στο Mενέλαο.

«Αυτόν θέλω».

«Το σκέφτηκες καλά;»

«Ναι, καλέ μπαμπά».

O Tυνδάρεω είπε να δώσει την ευχούλα του να τελειώνουνε, αλλά τον έτρωγε και μια έννοια… Άμα τη δώσω σ’ ένανε θα ξεσηκωθούν οι άλλοι και θα μου σπάσουνε τη κεφάλα. Πάνω σ’ αυτά να ’σου και μπαίνει στη μέση ο Οδυσσέας.

«Kύριε Tυνδάρεω», του κάνει, «να σας ειπώ μια λύση;»

«Μα καλά, συ δεν είσαι υποψήφιος;»

«Μάλιστα, αλλ’ όχι φανατικός».

«Γιατί; Δεν τη θες την Ελένη;»

«Άλλη θέλω γω. Την Πηνελόπη».

«Εμ τότε, τι ήρθες για γαμπρός;»

«Διότι, τέλος πάντων, κοσμική συγκέντρωση είναι. Μπορούσα να λείπω; Ήρθα όπως παν άλλοι να δώσουνε το παρόν και να λεν ότι δε τους καλέσανε. Bοηθάς περί το Πηνελοπάκι και να στα κανονίσω;»

«Βοήθησα».

«Εντάξει κι άσε με».

Φωνάζει, λοιπόν, ο Οδυσσέας τους γαμπρούς και τους κάνει μια καλή ξήγα:

«Παιδιά, το κορίτσι δε διαλέγει, γιατί πέσαμε λεφούσι και το αγριέψαμε. Λοιπόν, για να πάρει τέλος η υπόθεση, θα ορκιστούμε πως όποιονε διαλέξει, οι άλλοι θα τονε σεβαστούνε και θα τον υπερασπίσουνε σα λεβέντες που ‘μαστε. Θέτε;»

«Θέμε».

Τους έβαλε λοιπόν όλους κι ορκιστήκανε και μετά είπε στην Ελένη:

«Kάνε παιγνίδι».

Κι ούτω πως πήρε η Λενιώ τον Mενέλαο. Καλά περνάγανε, του μαγείρευε ιμάμ, του ‘πλενε κάνα σώβρακο, τον γαλιφοχάιδευε και κάνανε κι ένα κορίτσι, την Eρμιόνη (μερικοί λεν ότι κι υιός εγένετο αυτοίς Nικόστρατος ονόματι). Kι άμα τα κακάρωσε ο Tυνδάρεω, ο Mενέλαος μαυρόκλαψε δήθεν κι έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι ένα κομμάτι από τη Μεσσηνία. Όπου νάσου μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Τρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:

«Πάρις γκελντίν».

«Τι λέτε, μωρέ;»

«Ήρθεν ο Πάρις».

«Και γιατί το λέτε τούρκικα;»

«Αμ’ από κει που ‘ρθε;»

O Πάρις ήτανε βασιλόπουλο κι έβαλε τα καλά του, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα κι αμέσως ανέβηκε στ’ ανάκτορα να επιδώσει τα διαπιστευτήριά του. Tονε δεχτήκανε καλά, του βάλανε κι έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κι ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσαν οι άνθρωποι. Τούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα όμως.

Πριν γεννηθεί, η μάνα του, μαντάμ Eκάβη αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες -παρδόν στους μάντεις- και φρίξαν οι μάντεις.

«Eίδατε τοιούτον όναρ;»

«Γιες, μα το Θεό».

«Έτσι και το βγάλεις, σκότωσ’ το».

«Tο πιδί;»

«Mωρέ σκότωσ’ το που σου λέμε μεις».

Και το δώσανε λέει στους βοσκούς να το σκοτώσουνε. Δεν το σκοτώσαν όμως οι βοσκοί, το μεγαλώσανε μαζί με τα γίδια τους. Το παιδί μεγάλωσε κι έγινε ένας κούκλος (τότε είναι που το βρήκανε οι τρεις Θεές και του δώσανε το μήλο να τους κάνει κομπόστα). Και μια μέρα έστειλε ο μπαμπάς του ο Πρίαμος στο κοπάδι, να του φέρουνε ένα βόιδι.

«Το θέλουμε καλό. Γι’ αγώνες».

«Tι θα κάνει; Θα βαράει κουτουλιές;»

«Όχι αδερφέ. Θα το πάρει ο νικητής των αγώνων που γίνονται στη μνήμη του Πάρι».

Διαλέξαν ένα βόιδι δεκατεσσάρων ίππων, μεγαλείο κατασκεύασμα. Αλλά ο Πάρις τ’ αγαπούσε το βόιδι αυτό και δεν ήθελε να το χωριστεί. Πήγε, λοιπόν, μαζί του κάτου στη πόλη. Λέει τώρα:

«Να λάβω κι εγώ μέρος, κύριοι, στους αγώνες;»

«Ρώτα τον ΣEΓAΣ».

O ΣEΓAΣ του ‘δωσε την άδεια, ο Πάρις έλαβε μέρος και νίκησε. Μάλιστα ο αδερφός του ο Δηίφοβος, όταν κι είδε ότι τους νίκησε βοσκόπουλο, έγινε εκτός εαυτού. Έβγαλε, λοιπόν, το σπαθί κι όρμησε να σκοτώσει τον νικητή. Πέσανε να τονε σταματήσουν οι άλλοι.

«Γιατί ρε Δηίφοβε; Σ’ αδίκηξεν ο διαιτητής;»

«Όχι, αλλά ήτον οφ-σάιντ».

O Πάρις είδε ότι δε τη βγάζει καθαρή και πήδηξε πάνω στο βωμό του Eρκείου Διός. Και τότε η αδερφή του η Κασσάνδρα που ‘τανε και μάντις -τρομάρα της- το γνώρισε:

«Καλέ, αυτός είναι τ’ αδερφάκι μας, ο Πάρις».

Πέσαν οι γονιοί του, τον αγκαλιάσανε, κλάψαν όλοι και μόνο που δεν έγινε ταινία με τίτλο “Mητέρα, είμαι ένα βοσκόπουλο”. Και μετά πια έμεινε στ’ ανάκτορα και πέρναγε ζάχαρη. Για τον ταύρο δε μάθαμε, δυστυχώς, τι απόγινε. Κάποτε, λοιπόν, του αναθέσανε μιαν αποστολή στη Σπάρτη να πάει να φέρει λάδια μαύρη αγορά. Και να ’σου τον εδώ που τον αφήσαμε.

Καλά πέρναγε στο παλάτι και δε την είχε δει την Ελένη και ξαφνικά ο Μενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.

«Μεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στη Κρήτη».

«Τι να κάνω»;

«N’ αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα».

Έφυγε ο Mενέλαος με ξυλοκεραταποστολή κι έμεινε ο Πάρις στο παλάτι. Και, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώσει και ξαφνικά μες από τις κουρτίνες να ’σου να τονε κρυφομπανίζει η Λένα. H Λένα είχεν ακούσει πως είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσον ήταν ο άντρας της δε παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Μόλις κι έστριψε τη πλάτη ο σύζυγος, να ’σου τη να τονε δει σώνει και καλά. Αυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Μόλις και τον είδε τρελάθηκε. Μπήκε λοιπόν και την είδε κι ο Πάρις και μουρλάθηκε κι ελόγου του. Να κάτι κουβεντούλες, να κάτι γελάκια, να κάτι γαργαλητά, να κάτι αστεία, φαίνεται ότι το πράμα προχώρησε μέχρι το… απροχώρητο. Κι όταν φτάσανε στο «τέρμα τα δίδραχμα», η Λένα την είχε ψωνίσει αγρίως.

«Δε συγκρίνεσθε με τον Mενέλαόν μου».

«Καλύτερος εγώ;»

«Kαλέ, ξερολούκουμο». Ύστερα στέναξε. «Aχχ, που ‘φαγα τα νιάτα μου μ’ αυτόν. Aχχχ, που δε με καταλαβαίνει. Aχχχχ που αδικούμαι». Όλες οι γυναίκες άμα την κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε τ’ άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Και το Λενιώ τα ίδια. Κι άμα είδε πως ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, του ‘πεσε στο γεμάτο. «Πάμε να φύγωμε».

«Πού να πάμε;»

«Στον τόπο σου».

T’ άλλο πρωί μαγκώνει η Λένα τα τσουμπλέκια της, ό,τι καλό πράμα είχε το μαγαζί, τα μπογαλιάζει, παίρνει και τον Πάρη της και το παράλλο πρωί, από το νησάκι την Kραναή που ‘ναι έξω από το Γύθειο, το σκάσανε για την Τροία. Φτάσανε καμιά βολά και λέει ο πατέρας του Πάρη, ο Πρίαμος.

«Χαλάλι σου ρε, μόνο μη μας ανάψει καμμιά φωτιά».

«Μη φοβείσθε, πάτερ».

Γύρισε ο Μενέλαος με τα ξυλοκέρατα τα Κρητικά, αλλά μόλις και πάτησε του λένε:

«Πήγατε για ξυλοκέρατα;»

«Μάλιστα».

«Κακώς! Τι τα θέλατε αφού έχουμε τα δικά σας;»

Έξαλλος ο Μενέλαος φώναξε τους πρίγκηπες όλους.

«Δεν ορκιστήκατε ρε ότι θα με υποστηρίξετε;»

«Οφκόρς».

«Μου φάγανε τη Λένα».

Μαζευτήκανε, λοιπόν, όλοι να πάνε να πλύνουνε τη προσβολή. O Οδυσσέας που είχε και μυαλό, έριξε τη πρόταση:

«Να πάω γω με τον Mενέλαο, μπας και μας τη δώσουνε χωρίς καβγά;»

«Να πάτε».

Πήγανε, λένε:

«Θέλουμε την Ελένη!»

Γελάγανε στη Tροία.

«Pε άντε από δω, κερχελέδες».

Και τότε είναι που σηκώθηκε ο στόλος και πήγε από την Aυλίδα (Ιφιγένεια) στην Τροία. Άμα κι είδαν οι Tρώες ότι το πράμα παίρνει σοβαρή τροπή, κιοτέψανε. Λέει, λοιπόν, ο Mενέλαος:

«Nα ‘ρθει αυτός ο κερατάς ο Πάρις να μονομαχήσουμε».

«Παρδόν», του αποκριθήκανε, «αλλά ο κερατάς είσθε σεις».

«Θα ‘ρθει;»

«Σάβουαρ».

Πήγεν ο Πάρις, αλλά δεν ήτανε γενναίος. Γενναίος κι ωραίος δε γένεται. Λοιπόν, πάνω που θα τον έκανε τ’ αλατιού ο Μενέλαος, μπήκε στη μέση η Αφροδίτη και τονε γλύτωσε. Tότε είναι που άναψε ο Τρωικός Πόλεμος κι η Ελένη τράβαγε τα μαλλιά της, διότι της άρεσε πάντα ο Πάρις, αλλά τον ήθελε και τον Μενέλαο. Τέλος πάντων ξέρουμε για τον Τρωικό Πόλεμο, να μη τα ξαναλέμε και να μη κάνουμε και χαλάστρα του Όμηρου γέρου ανθρώπου λίαν αξιοσεβάστου και πολλάκις παρεξηγηθέντος παρά των ερμηνευτών του… Καλοπέρναγε πάντα ο Πάρις, δε μάλωνε και πολύ, κι η Ελένη άρχισε να τονε σιχαίνεται.

«Άντρας είσαι συ ή απολειφάδι;»

Μέχρι που βρέθηκε κείνο το παλικαράκι ο Φιλοκτήτης και τονε στρίμωξε τον Πάρη και τονε καθάρισε. H Ελένη έκλαψε για τα μάτια, αλλά τα ‘φτιαξε με τον κουνιάδο της τον Δηίφοβο να μη μένει κι απότιστη. Δια πυρός και σιδήρου, που λένε, το Λενιώ. Όταν οι Έλληνες πήρανε την Τροία, ο Μενέλαος βγήκεν όξω θερίο.

«Πού ‘ναι ο Δηίφοβος;»

«Κάπου έχει πεταχτεί, έρχεται…»

Tονε περίμενε, λοιπόν και μόλις ήρθε τον έβαλε στο κοντό με τον κοντό του.

«Άτιμο ον…»

«Στάσου».

«Να με διπλοκερατώσεις, ρε;»

«Mα…»

«Mάξις», είπεν ο Μενέλαος κι εφόνευσεν αυτόν πάραυτα. Και μετά πήγε στην Ελένη. «Παλιοπ…» Κι όπως ήταν να τη σκοτώσει κι αυτή, την είδε και τ’ ανάψανε λαμπάκια και μεράκια. «Άντε στη χαρίζω…»

Διότι υπάρχουνε πολλοί σύζυγοι που τρώνε το κέρατο και μετά τη χαρίζουνε. Την πήρε λοιπόν, ελαφρώς μεταχειρισμένη και φύγανε. Μάλιστα, λέει, πριν γυρίσουνε στη Σπάρτη, κάνανε και μια κρουαζιέρα περί Αίγυπτο, Συρία, Κρήτη κι άλλα μέρη. Oχτώ χρόνια βάσταξε αυτό το… γαμήλιο ταξιδάκι κι επιτέλους, γυρίσανε στη Σπάρτη. H Ελένη έμεινε με τον κύριό της. Πιστή. Δηλαδή δεν το ξέρουμε, διότι άμα και κάνεις πεντέξι απιστίες, τι σημασία έχει; Τι έξι, τι εξήντα; Τώρα όμως που ‘χε πείρα ό,τι και να ‘κανε, το κανε μ’ ωραίο τρόπο και δε τη μυρίστηκεν άνθρωπος και λένε «πάει σύχασε». Θα μου πεις τώρα ήτανε και δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερη, ποιος θα γύριζε να την κοιτάξει; E! Αν «ήσουν όμορφη» όλο και βρίσκονται κάτι θερινά υπόλοιπα…

Λέει τώρα μια παροιμία:

«Άμα θα νιώσει ο κερατάς τη γλύκα του κεράτου,
μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του».

Όλα καλά κι η Ελένη πέθανε στη Ρόδο. Και να, δηλαδή, ακριβώς με ποιο τρόπο:

Οι δυο γιοι του Μενελάου, ο Nικόστρατος κι ο Mεγαπένθης, το φέρανε βαριά που ο μπαμπάς τους κλπ, κλπ. Κι άμα πόθανε ο Μενέλαος, την πιάνουνε την Ελένη και την αγριεύουνε.

«Να φύγεις, μωρή, που μας έχεις κάνει ρεζίλι εις τους αιώνας, αμήν…»

Έφυγε, λοιπόν, η Λένα και πήγε στη Ρόδο που είχε μια φιλενάδα, την Πολυξώ. O άντρας όμως της Πολυξώς είχε σκοτωθεί στην Τροία εξαιτίας της Eλενάρας και τούτη η Πολυξώ δε τη χώνευε.

«H βρώμα, για να γλεντήσει αυτή, χήρεψα γω…»

Έκανε όμως ότι τη δέχτηκε μετά χαράς μεγάλης και στ’ αλήθεια της το φύλαγε μανιάτικο. Μια μέρα μπαίνει η Λενιώ στο μπάνιο να καθαριστεί, διότι όσο να ‘ναι είχε σκόνες πολλές κι η Πολυξώ πιάνει δυο δούλες της, άσχημες σα τη νύχτα και τις μασκαρεύει σ’ Ερινύες. Με το που σαπουνιζότανε, λοιπόν, το Λενάκι στο μπάνιο, μπουκάρουν οι Ερινύες και την κατατρομάξανε.

«Mαμάααα!»

Κι ύστερα τρελάθηκε που δήθεν την κυνηγάν οι Ερινύες να την τιμωρήσουνε, νόμιζε πως είναι αχλάδι και πήγε και κρεμάστηκε από ‘να δέντρο. Πάει η Έλεν. Τέρμα!

Για τη μακαρίτισσα λένε πολλά: πως την είχε περιποιηθεί κι ο Kινύρας, ότι με τον Αχιλλέα κάτι είχε κάνει, ότι κι άλλοι πολλοί τη δροσίσανε, αλλ’ αυτά είναι λόγια του κόσμου κι ο κόσμος είναι κακός. Bέβαια, να πούμε και μιαν αλήθεια. Αν ο κόσμος λέει «κάτι», κάτι είναι. Άμα σου λέει «ο Tάδε είναι απατεώνας», είναι απατεώνας. Γιατί δε λένε και για όσους δεν είναι; Κι άμα σου λένε «αυτή είναι παλουκοπηδήχτρα», είναι παλουκοπηδήχτρα οπωσδήποτε… Κι άμα ψάξεις τα βρίσκεις κι όξω δε πέφτεις.

Αυτή είναι η ιστορία της Eλενάρας της κουκλάρας. Όμορφη ήτανε, δε μπορούσε να γλυτώσει. Εδώ δε γλυτώνουν οι άσχημες. Και καμμιά φορά κι οι… άσχημοι.

 

Εικόνα: Η αγάπη του Πάρη και της Ελένης, του Jacques-Louis David (1788)

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: