Το διήγημα της Πέμπτης: «Πώς ανακάλυψα την Αμερική» (Ι. Αγαπώ τη Νέα Υόρκη…) του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε ένας από τους πρώτους απεσταλμένους όχι μόνο της νέας σοβιετικής λογοτεχνίας, αλλά και της νέας σοβιετικής κοινωνίας στον έξω κόσμο. Από το 1922 ως το 1929, εννιά φορές πέρασε τα σύνορα της χώρας του. Ταξίδεψε στη Γαλλία, στην Πολωνία, στη Γερμανία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Ισπανία, στην Κούβα, στο Μεξικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
“Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε ένας από τους πρώτους απεσταλμένους όχι μόνο της νέας σοβιετικής λογοτεχνίας, αλλά και της νέας σοβιετικής κοινωνίας στον έξω κόσμο. Από το 1922 ως το 1929, εννιά φορές πέρασε τα σύνορα της χώρας του. Ταξίδεψε στη Γαλλία, στην Πολωνία, στη Γερμανία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Ισπανία, στην Κούβα, στο Μεξικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ταξιδεύοντας στην καπιταλιστική Δύση ο Μαγιακόφσκι παρατηρούσε τα πάντα με μια δίψα ξεχωριστή. Έβλεπε τις ξένες χώρες με προσοχή και με νηφαλιότητα, δίχως προκατάληψη. Έβλεπε τα περίσσια αγαθά σε ορισμένες απ’ αυτές τις χώρες κι έφερνε στη σκέψη του τη δική του χώρα που μόλις είχε λυτρωθεί από τη μάστιγα του λιμού της περιόδου του εμφύλιου και της καπιταλιστικής περικύκλωσης. Διαπίστωνε την τεχνολογική πρόοδο και την σύγκρινε με την καθυστέρηση της σοβιετικής χώρας που δεν είχε ακόμα καθαρίσει τις στάχτες και τα ερείπια της πολεμικής δοκιμασίας.
Ιδιαίτερα την Αμερική ο ποιητής την είδε με τα μάτια του ρεαλιστή. Στις πολυάριθμες συναντήσεις και τις ανοιχτές συζητήσεις του με το αμερικανικό κοινό, στις συνεντεύξεις του στον τύπο, ο Μαγιακόφσκι δεν ένιωθε καμιά δυσκολία να εκφράσει απερίφραστα την εκτίμησή του για το τεχνολογικό επίπεδο της χώρας αυτής. Μα η τεχνολογική πρόοδος δεν ήταν ικανή να θαμπώσει τον ποιητή, ώστε να μη μπορέσει να ανακαλύψει και την άλλη, την κάπως αθέατη πλευρά: τη χτυπητή καθυστέρηση των κοινωνικών σχέσεων στη χώρα του δολαρίου. Αυτή την ανακάλυψή του θα την επαναλάβει πολλές φορές στα γραφτά του. Και με μια καταπληκτική στη λιτότητά της επιγραμματικότητα. Όπως σε τούτο τον περίφημο στίχο του:
«Έκανα ένα σάλτο 7000 βέρστια μπροστά μα βρέθηκα 7 χρόνια πίσω.»
Ανοιχτά θα κάνει τη σύγκρισή του ο Μαγιακόφσκι: πως η ζωή του νεοϋορκέζου μικροαστού του 1925, από την άποψη του πολιτιστικού και του ηθικοπολιτικού επιπέδου της δεν ξεπερνάει το επίπεδο της ζωής της προεπαναστατικής ρωσικής επαρχίας. Ο ποιητής θα διαπιστώσει ότι το θεμέλιο του καπιταλισμού σε μια από τις μητροπόλεις του, όπως είναι η Αμερική, είναι στεριωμένο απάνω στο αίμα, στον ιδρώτα και στο ψέμα.
Από την καπιταλιστική Δύση, και πρώτα απ’ όλα από τις Ηνωμένες Πολιτείες ο Μαγιακόφσκι γύρισε μ’ ένα πλούτο από προσωπικές εντυπώσεις και με μια εμπειρία πολύτιμη που του δυνάμωνε την αυτοπεποίθηση και την πίστη σαν ιδεολόγο και σαν μαχητή.
«Ο Μαγιακόφσκι», έγραφε η εφημερίδα “Βετσέρναγια Μοσκβά” μετά το γυρισμό του ποιητή, «ανακάλυψε, όχι μονάχα την Αμερική, αλλά και κάτι νέες ιδιότητες που κρύβονταν μέσα του. Ο Μαγιακόφσκι γύρισε στη Μόσχα, όχι όπως ήταν. Οι εντυπώσεις του απ’ την Αμερική ξύπνησαν μέσα στον ποιητή τις ιδιότητες του κοινωνιολόγου, του οικονομολόγου και του πολιτικού. Ο Μαγιακόφσκι θέλει τώρα όχι μόνο να δείξει, αλλά και ν’ αποδείξει. Να πείσει, όχι μόνο με τα καλλιτεχνικά μέσα, αλλά και με γενικότερα θεωρητικά επιχειρήματα. Γι’ αυτό και η διάλεξή του “Η δική μου ανακάλυψη της Αμερικής” ήτανε τόσο πρωτότυπη. Ο Μαγιακόφσκι δεν είδε μονάχα πολλά, αλλά και τα κατάλαβε βαθιά. Αποχτώντας νέες ιδιότητες ο ποιητής, δεν έχασε τις παλιές του.»”
Τα παραπάνω σημειώνει ανάμεσα σε άλλα ο Νίκος Παπανδρέου στον πρόλογό του στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι «Πώς ανακάλυψα την Αμερική». Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από την 4η έκδοση (συμπληρωμένη – 1988) της Σύγχρονης Εποχής, σε μετάφραση του Νίκου Παπανδρέου.
Αγαπώ τη Νέα Υόρκη στις φθινοπωρινές μέρες της δουλειάς, στις μέρες της απλής καθημερινότητας.
Πρωί, έξι η ώρα. Μπόρα με βροχή. Μια θολούρα παντού. Και θα ’ναι έτσι σκοτεινά ίσαμε το μεσημέρι.
Με το φως του ηλεκτρικού ντύνεσαι. Στους δρόμους αναμμένα τα φώτα. Τα σπίτια όλα με φως, παράθυρα που μοιάζουν σαν ατέλειωτες φωτεινές μικρές ρεκλάμες. Το μεγάλο μάκρος των σπιτιών και οι χρωματιστοί φωτεινοί σηματοδότες, οι κινήσεις, όλα διπλασιάζονται, τριπλασιάζονται και δεκαπλασιάζονται από την άσφαλτο που την ξέπλυνε η βροχή και μοιάζει με καθρέφτη. Στα στενά χωρίσματα ανάμεσα στα σπίτια, απάνω στα μπουχαριά τους λυσσομανάει βουίζοντας ένας τυχοδιώκτης αέρας που γκρεμίζει με βρόντο τις ταμπέλες, που πολεμάει να σωριάσει στα πόδια ό,τι βρει μπροστά του κι ύστερα φεύγει άπιαστος κι αχτύπητος, μέσα στα χιλιόμετρα από δεκάδες αβενιού που διασχίζουν το Μανχάταν (νησί της Νέας Υόρκης) σ’ όλο το μάκρος του, απ’ τον ωκεανό κι ως το ποτάμι, το Χούτσον. Απ’ τα πλάγια το βόγγο της μπόρας τον συνοδεύουν οι αμέτρητες ψιλές φωνούλες απ’ τους στενούς δρόμους, τις διάφορες στρητ, που κόβουν κι αυτές σε ίσιες γραμμές το Μανχάταν στο πλάτος του από νερό σε νερό. Κάτω απ’ τα υπόστεγα τώρα με τη βροχή, κι όταν είναι στεγνά απάνω στα πεζοδρόμια, στοιβιάζονται σωροί ολόκληροι οι φρέσκες εφημερίδες που τις κουβάλησαν ως εδώ τα φορτηγά νωρίς-νωρίς κι οι εφημεριδοπώλες τις έχουν τώρα απλώσει.
Στα κάθε λογής καφενεδάκια οι εργένηδες ρίχνουν μέσα τους τα πρώτα καύσιμα για να πάρει μπρος η μηχανή: ένα φλυτζάνι καφέ της κακιάς ώρας καμωμένον στα πεταχτά κι ένα κουλούρι της ώρας ζεστό, που μια μηχανή τα πλάθει κατοσταριές ολάκερες εδώ, επιτόπου, και τα ρίχνει μέσα σ’ ένα καζάνι με λίπος που βράζει.
Πιο χαμηλά κυλάει μια πηχτή μάζα από ανθρώπους. Στην αρχή, προτού ακόμα χαράξει καλά-καλά, είναι η μελανόμαυρη μάζα των νέγρων. Είναι ο κόσμος που κάνει τις πιο δύσκολες και τις πιο βρώμικες δουλειές. Αργότερα, κατά τις εφτά, ξεχύνεται ασταμάτητα η μάζα των λευκών. Είναι ο κόσμος που τραβάει όλος προς την ίδια κατεύθυνση, που πάει για τις δουλειές του κι είναι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Μονάχα τα κίτρινα αδιάβροχα που φορούν τριζοβολούν και φέγγουν στο ηλεκτρικό φως σαν αμέτρητα σαμοβάρια.
Φεγγοβολούν σαν να καίγονται και δε μπορούν να σβήσουν ούτε και κάτω από μια τέτοια βροχή.
Αυτοκίνητα και ταξί σχεδόν δεν υπάρχουν ακόμα.
Ο κόσμος ξεχύνεται σαν μπουλούκι και πλημμυρίζει τις τρύπες απ’ τα υπόγεια τρένα, στριμώχνεται μπροστά στις σκεπασμένες εισόδους απ’ τα εναέρια τρένα. Εκεί, στον ανοιχτόν αέρα τον κόσμο τον καρτερούν πέντε εξπρές, τα δυο που έχουν τις γραμμές τους τη μια πιο πάνω απ’ την άλλη και τ’ άλλα τρία, που οι γραμμές τους φεύγουν στα πλάγια παράλληλα. Τα εξπρές είναι υπερταχείες αμαξοστοιχίες, που δεν κάνουν σχεδόν καθόλου στάση. Τα άλλα, τα τοπικά εναέρια τρένα σταματούν σχεδόν σε κάθε πέντε τετράγωνα.
Οι πέντε αυτές παράλληλες γραμμές, που κυκλοφορούν σε πέντε αβενιού, βρίσκονται σε ύψος τριών ορόφων. Όταν φτάνουν στην οδό 120 ψηλώνουν ακόμα πιο πολύ και φτάνουν ως το όγδοο κι ως το ένατο πάτωμα. Εκεί, τους νέους επιβάτες που έρχονται ίσια απ’ τις διάφορες πλατείες και τους δρόμους, τους ανεβάζουν ως τη γραμμή του τρένου τα ασανσέρ. Εισιτήρια δεν υπάρχουν. Ταξιδεύεις ρίχνοντας ένα κέρμα των πέντε σεντς σ’ ένα μεγάλο κουτί, μηχανικό κουμπαρά. Κι αμέσως ένας φακός το μεγεθύνει και το δείχνει στον υπάλληλο που κάθεται στο κιόσκι του για να επιβλέπει, ώστε να μη γίνονται μπαγαποντιές. Αυτός ο ίδιος υπάλληλος κάνει και ψιλά για όσους δεν έχουν κέρμα των πέντε σεντς.
Με πέντε σεντς πηγαίνεις όσο μακριά θέλεις, αλλά μόνο προς την ίδια κατεύθυνση.
Οι σιδεροδοκοί και τα περιφράγματα από τους εναέριους σιδηρόδρομους είναι τόσο πυκνά ώστε να σχηματίζουν κάτι σαν υπόστεγο σ’ όλο το μήκος του δρόμου. Έτσι δεν βλέπεις ούτε τον ουρανό, ούτε τα σπίτια στα πλάγια. Μονάχα το βουητό που κάνουν τα τρένα πάνω απ’ το κεφάλι σου ακούς και το μουγκρητό απ’ τα φορτηγά αυτοκίνητα ίσια μπροστά στη μύτη σου. Είναι ένα πανδαιμόνιο όπου στ’ αλήθεια δεν ξεχωρίζεις ούτε μια λέξη. Και για να μην ξεμάθεις να κουνάς τα χείλη σου, δεν σου μένει τίποτε άλλο, παρά να αναχαράζεις σιωπηλά με τα δόντια σου την αμερικάνικη τσίχλα.
Η καλύτερη ώρα στη Νέα Υόρκη είναι το βαθύ πρωινό με μπόρα. Τότε δε βρίσκεις στο δρόμο σου ούτ’ έναν χασομέρη, ούτ’ έναν άνθρωπο παραπανίσιο. Μονάχα δουλευτές από τη μεγάλη στρατιά του μόχθου της πολιτείας με τα δέκα εκατομμύρια ψυχές.
Η ανθρώπινη μάζα της δουλειάς σκορπάει μέσα στις φάμπρικες που φκιάνουν αντρικά και γυναικεία ρούχα. Άλλοι τραβούν στις καινούργιες στοές του υπόγειου που σκάβονται τώρα, άλλοι στις κάθε λογής δουλειές του λιμανιού που δεν έχουν μετρημό. Και κατά τις 8 οι δρόμοι πλημμυρίζουν από ένα αναρίθμητο πλήθος αδυνατούλες δεσποινίδες με κοντά μαλλιά, με γυμνά μπράτσα και με κάλτσες που αφήνουν το γόνα τους γυμνό. Όλες αυτές είναι υπάλληλοι σε ιδιωτικά γραφεία, σε δημόσιες υπηρεσίες και σε καταστήματα. Δεκάδες ασανσέρ τις μοιράζουν σ’ όλα τα πατώματα του κάθε ουρανοξύστη στο Νταντάουν και σ’ όλους τους πλάγιους διαδρόμους του κάθε κτιρίου.
Δεκάδες ασανσέρ ενδιάμεσης κυκλοφορίας με στάση στο κάθε πάτωμα και δεκάδες άλλα ταχείας διαδρομής που δεν κάνουν στάση ίσαμε τον έβδομο, τον εικοστόν ή τον τριακοστόν όροφο. Κάτι ιδιόμορφα ρολόγια σου δείχνουν τον όροφο που βρίσκεται το ασανσέρ αυτή τη στιγμή και κάτι λαμπάκια κόκκινα ή λευκά σημειώνουν την άνοδο ή την κάθοδο του ασανσέρ.
Κι αν έχεις δυο δουλειές, τη μια στο έβδομο πάτωμα και την άλλη στο εικοστό, τότε παίρνεις το τοπικό ασανσέρ ίσαμε το εφτά κι από κει, για να μη χάσεις έξι ολόκληρα λεπτά παίρνεις ως το είκοσι το ασανσέρ ταχείας διαδρομής.
Ως τη μία το μεσημέρι βουίζουν οι μηχανές, ιδρώνουν οι άνθρωποι που δουλεύουν δίχως σακάκι, μακραίνουν στα χαρτιά οι στήλες με τα νούμερα.
Αν έχεις ανάγκη ν’ ανοίξεις κάποιο γραφείο, δε χρειάζεται να σπάζεις το κεφάλι σου για το πώς θα το στήσεις.
Τηλεφωνείς σε κάποιον αριθμό στον όροφο τριάντα:
«Αλό! Θέλω να μου έχετε έτοιμο μέχρι αύριο ένα γραφείο με έξι διαμερίσματα και με δώδεκα δακτυλογράφους. Η φίρμα του να λέει: “Το γνωστό και ευρύ εμπόριο πεπιεσμένου αγέρα για τα υποβρύχια του Ειρηνικού ωκεανού”. Δυο παιδιά με καφετιές στολές ουσάρων, με καπέλα που να ’χουν κορδέλες με άστρα και δώδεκα χιλιάδες κόλλες χαρτί που να ’χουν τυπωμένη την παραπάνω φίρμα της επιχείρησης.»
«Χαίρετε.»
Την άλλη, πρωί-πρωί μπορείς να πας στο γραφείο σου. Οι μικροί τηλεφωνητές σου θα σε χαιρετήσουν όλο χαρά:
«Χάου ντου γιου ντου, μίστερ Μαγιακόφσκι!»
Στη μία το μεσημέρι γίνεται διάλειμμα. Μια ώρα διακοπή για τους υπάλληλους, ένα τεταρτάκι για τους εργάτες.
Κολατσιό.
Ο καθένας κολατσίζει ανάλογα με το βδομαδιάτικο που παίρνει. Όσοι πιάνουν δεκαπέντε δολάρια τη βδομάδα, αυτοί αγοράζουν μ’ ένα νικέλινο κέρμα ένα ξερό κολατσιό σε πακέτο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και το ροκανίζουν με πολύ μεγάλη όρεξη.
Όσοι παίρνουν τριανταπέντε δολάρια πάνε σ’ ένα μεγάλο αυτόματο μπουφέ, ρίχνουν πέντε σεντς, πατάνε το κουμπί και στη στιγμή το μηχάνημα γεμίζει ένα φλυτζάνι με καφέ. Με άλλα δυο-τρία νικέλινα κέρματα ανοίγουν σε κάτι τεράστια ράφια γεμάτα με φαγητά μια μικρή γυάλινη πορτίτσα και παίρνουν ένα σάντουιτς.
Οι άλλοι που πιάνουν εξήντα δολάρια τη βδομάδα τρώνε κάτι γκρίζες τηγανίτες από κουρκούτι και αυγά χτυπημένα σε κάτι κάτασπρα πιατάκια εμαγιέ με τη ρεκλάμα του καφέ Ροκφέλλερ.
Όσοι παίρνουν από εκατό δολάρια κι απάνω, αυτοί πηγαίνουν στα εστιατόρια κάθε εθνικότητας, κινέζικα, ρούσικα, ασσυριανά, γαλλικά, ινδικά, σε όλα εκτός από τα άνοστα αμερικάνικα που σου σερβίρουν έναν περίδρομο από κονσερβαρισμένο κρέας Αρμόρ, που είναι κλεισμένο στα κουτιά απ ’τον καιρό του πολέμου της απελευθέρωσης σχεδόν.
Αυτοί οι εκατοδολάριοι μασούν αργά, με το πάσο τους. Αυτοί μπορούν και να γυρίσουν αργότερα στη δουλειά. Κι όταν φεύγουν κάτω απ’ τα τραπέζια τους είναι πεταμένα άδεια μπουκάλια από ουίσκι των ογδόντα γράδων (όλα για την παρέα). Κι άλλο μπουκάλι, γυάλινο ή ασημένιο, πλακέ, σ’ ένα σχήμα που να μην εμποδίζει το γοφό, βρίσκεται χωμένο στην κωλότσεπη του παντελονιού, σαν ένα όπλο αγάπης και φιλίας, που θυμίζει το μεξικάνικο κολτ.
Πώς τρώει ο εργάτης;
Ο εργάτης τρώει άσχημα.
Δεν είδα και πολλούς εργάτες. Όσους όμως είδα, μ’ όλο που ήταν από κείνους που πληρώνονται καλά, μόλις και προλαβαίνουν μέσα στο δεκαπεντάλεπτο διάλειμμά τους να καταβροχθίσουν εκεί πλάι στη μηχανή ή έξω στο δρόμο, μπροστά στο μαντρότοιχο του εργοστάσιου το ξερό κολατσιό τους.
Η εργατική νομοθεσία που προβλέπει υποχρεωτικά την ύπαρξη ενός ειδικού χώρου όπου να τρώνε οι εργάτες, δεν έχει βρει πλατιά εφαρμογή στις ΗΠΑ.
Μάταια θα ψάξετε για να βρείτε στη Νέα Υόρκη την οργανωτικότητα, τη μεθοδικότητα, τη σβελτάδα και την ψυχραιμία, που τόσο έχει υμνηθεί και από τη σκιτσογραφία και από τη φιλολογία.
Ίσως να συναντήσετε στο δρόμο σας ένα πλήθος ανθρώπους που να χαζεύουν εδώ κι εκεί δίχως δουλειά. Ο καθένας μπορεί να σταθεί και να πιάσει κουβέντα μαζί σου για οτιδήποτε. Αν σηκώσεις τα μάτια σου στον ουρανό και σταθείς έτσι για ένα λεπτό, τότε θα σε περικυκλώσει ένα μπουλούκι που δύσκολα θα μπορέσει να το κάνει ζάφτι η αστυνομία. Η δυνατότητα να μπορώ να διασκεδάζω με κάτι άλλο, εξόν απ’ το χρηματιστήριο, με συμφιλιώνει πολύ με το νεοϋρκέζικο πλήθος.
Και ξανά δουλειά ίσαμε τις πέντε, τις έξι, τις εφτά το βράδι.
Από τις πέντε ως τις εφτά είναι η ώρα της αιχμής της πιο μεγάλης κίνησης, της πιο μεγάλης στριμούρας.
Όσοι σχολάνε απ’ τη δουλιά τους ανακατώνονται κι αυτοί με όσους και όσες πάνε για ψώνια, αλλά και με τους αργόσχολους.
Στην πέμπτη λεωφόρο που είναι η πιο πολυσύχναστη και που κόβει την πόλη στα δυο, από το ύψος του δεύτερου όροφου των λεωφορείων που κινούνται εδώ ολάκερες εκατοσταριές, θα ιδείτε δεκάδες χιλιάδες αυτοκίνητα που τα ξέπλυνε η βροχή και τώρα λάμπουν, να κινούνται σε έξι-οκτώ γραμμές και να τρέχουν κι από τις δυο μεριές του δρόμου.
Κάθε δυο λεπτά σβήνουν τα πράσινα φώτα στους αμέτρητους σηματοδότες της αστυνομίας κι ανάβουν τα κόκκινα.
Τότε το ποτάμι με τ ’αυτοκίνητα και τον κόσμο σταματάει για δυο λεπτά, για να πάρουν σειρά τα μικρότερα ποτάμια που ξεχύνονται από τους ένα γύρω μικρότερους δρόμους.
Μόλις περάσουν τα δυο λεπτά στους φάρους ξανανάβει το πράσινο φως, ενώ το πέρασμα από τους μικρότερους δρόμους το σταματάει το κόκκινο από τους φάρους που είναι στις γωνιές τους.
Αυτή την ώρα πρέπει να διαθέσεις πενήντα λεπτά για τη διαδρομή, ενώ την ίδια διαδρομή την κάνεις το πρωί σ ’ένα τέταρτο. Ο πεζός είναι αναγκασμένος να σταματάει κάθε δυο λεπτά, δίχως καμιά ελπίδα να διασχίσει το δρόμο αμέσως.
Άμα τύχει ν ’αργοπορήσεις το πέρασμα του δρόμου και ιδείς τη χιονοστιβάδα απ’ τ’ αυτοκίνητα που ήτανε σταματημένα για δυο λεπτά να χύνεται καταπάνω σου, τότε ξέχνα τις πεποιθήσεις σου και κοίταξε να φυλαχτείς κάτω απ’ την προστατευτική φτερούγα του αστυνομικού. Δηλαδή, όταν λέμε φτερούγα, αυτό είναι απλά ένα σχήμα λόγου. Γιατί στην πράξη αυτό είναι το καλό χέρι καποιανού από τους πιο ψηλούς ανθρώπους της Νέας Υόρκης. Ένα χέρι μ’ ένα κάμποσο βαρύ ρόπαλο: το κλομπ.
Αυτό το ρόπαλο δεν ρυθμίζει πάντα την κίνηση των άλλων. Κάποτε-κάποτε (ας πούμε, την ώρα κάποιας διαδήλωσης), το ρόπαλο του αστυνομικού κανονίζει και το σταμάτημά σου. Ένα καλοζυγιασμένο χτύπημα στο σβέρκο και για σένα είναι πια το ίδιο αν αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι η Νέα Υόρκη ή το Μπελοστόκ της τσαρικής εποχής. Έτσι μου το εξήγησαν εδώ οι σύντροφοι.
Στις έξι με εφτά το βράδι κολυμπάει μέσα στο φως το Μπροντγουαίη. Είναι ο δρόμος που μου αρέσει πιο πολύ. Ο μοναδικός δρόμος που μέσα σε τόσες άλλες στρητ και αβενιού ίδιες με κάγκελα φυλακής, αυτός μονάχα τραβάει πεισματικά και λεβέντικα λοξά. Στη Νέα Υόρκη είναι πιο δύσκολο να μπερδευτεί κανένας με τους δρόμους, παρά στην Τούλα. Από το νότο προς τον βοριά τραβάνε οι λεωφόροι, οι αβενιού. Κι απ’ τ’ ανατολικά κατά τη δύση πάνε οι στρητ. Η πέμπτη λεωφόρος χωρίζει την πόλη στα δυο: σε δυτική και ανατολική. Αυτό είναι όλο. Εγώ βρίσκομαι στον όγδοο δρόμο, γωνιά με την πέμπτη λεωφόρο και θέλω να πάω στο δρόμο πενήντα τρία, δεύτερη γωνία. Δηλαδή, πρέπει να περάσω σαράντα πέντε τετράγωνα και μετά να στρίψω δεξιά, ίσαμε τη δεύτερη γωνία.
Βέβαια, δεν κολυμπάει στο φως ολόκληρο το Μπροντγουαίη που ’χει μάκρος τριάντα χιλιόμετρα, (εδώ δε μπορείς να πεις του αλλουνού: «ελάτε, είμαστε γειτόνοι, κι οι δυο μας μένουμε στο Μπροντγουαίη»), Φωτίζεται έτσι πλημμυρικά μονάχα ένα κομμάτι του, απ’ την οδό εικοσιπέντε ως την οδό πενήντα. Και πιο πολύ το Τάιμς Σκουέρ, που οι αμερικάνοι το λένε Γκρετ Ουάιτ Ουέι, και πα να πει μεγάλος λευκός δρόμος.
Αυτός ο δρόμος είναι στ’ αλήθεια άσπρος κι έχεις την εντύπωση ότι εδώ είναι πιο φωτεινά κι απ’ τη μέρα, επειδή τη μέρα είναι όλα τους φωτεινά, ενώ ετούτος ο δρόμος είναι πιο φωτεινός κι απ’ τη μέρα μέσα στο φόντο της σκοτεινής νύχτας. Φως απ’ τα ηλεκτρικά φανάρια του δρόμου, φως απ’ τις λάμπες της κάθε μιας ρεκλάμας που τρέχουν, φως απ’ την ανταύγεια που ξεχύνουν οι βιτρίνες και τα παράθυρα απ’ τα καταστήματα που δεν κλείνουν ποτέ, φως απ’ τους προβολείς που φωτίζουν τα πελώρια ζωγραφισμένα πλακάτ, φως που ξεχύνεται απ’ τις ανοιχτές πόρτες των θεάτρων και των κινηματογράφων, φως απ’ τα επιβατικά αυτοκίνητα και τα λεωφορεία, φως κάτω απ’ τα πόδια σου που βγαίνει απ’ τα γυάλινα παράθυρα των πεζοδρομίων, φως απ’ τα υπόγεια τρένα, φως απ’ τις φωτεινές επιγραφές που κρέμονται απ’ τον ουρανό.
Φως, φως και ξανά φως.
Μπορείς να διαβάσεις εφημερίδα, ακόμα και την εφημερίδα του διπλανού σου κι ακόμα αν είναι γραμμένη σε ξένη γλώσσα.
Πολύ φωτεινά είναι και στα εστιατόρια και στα θέατρα του κέντρου.
Καθαροί είναι όλοι οι μεγάλοι δρόμοι και τα μέρη όπου μένουν τ’ αφεντικά ή όσοι ετοιμάζονται για να γίνουν αφεντικά.
Εκεί όπου είναι στοιβαγμένο το πιο μεγάλο κομμάτι της εργατιάς ή της υπαλληλίας, στους φτωχούς εβραίικους, νέγρικους, ιταλιάνικους μαχαλάδες, εκεί στη δεύτερη και την τρίτη λεωφόρο, ανάμεσα στους δρόμους ένα και τριάντα, η λάσπη κι η βρωμιά είναι πιο πολλή, ακόμα κι από κείνη του Μίνσκ. Και στο Μινσκ υπάρχει μπόλικη λασπουριά.
Στους δρόμους υπάρχουν μεγάλα κουτιά με κάθε λογής απορρίμματα, απ’ όπου οι φτωχοί διαλέγουν μισοφαγωμένα κόκαλα και άλλα αποφάγια. Στις λακούβες πήζουν οι λάσπες απ’ τα βρωμονέρια κι απ’ την προχτεσινή και τη σημερινή βροχή.
Τα χαρτιά και οι κάθε λογής σαπίλες φτάνουν ίσαμε τον αστράγαλο. Κι όταν λέμε ίσαμε τον αστράγαλο δεν κάνουμε σχήμα λόγου, αλλά το γράφουμε μ’ όλη την πραγματική σημασία της έννοιας.
Κι όλα αυτά σε μια απόσταση δεκαπέντε λεπτών με τα πόδια ή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο από τούτη την πέμπτη λεωφόρο που αστραφτοβολάει και απ’ το Μπροντγουαίη.
Όσο πιο κοντά στο μουράγιο τραβάς, τόσο πιο σκοτεινό, πιο βρώμικο, αλλά και πιο επικίνδυνο γίνεται το μέρος.
Τη μέρα, το μέρος αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Εδώ οπωσδήποτε, υποχρεωτικά όλο και κάτι θα μπουμπουνίζει: ή το βουητό της δουλειάς, ή κάποιες μπιστολιές, ή κάποια ξεφωνητά. Οι γερανοί που ξεφορτώνουν τα καράβια κάνουν να σειστεί η γη. Γατζώνουν σχεδόν ένα ολόκληρο σπίτι απ’ το μπουχαρί του και το βγάζουν απ’ το αμπάρι.
Οι απεργιακές φρουρές περιπολούν συνέχεια και μποδίζουν τους απεργοσπάστες να πιάσουν δουλειά.
Σήμερα, δέκα του Σεπτέμβρη, η Ένωση λιμενεργατών της Νέας Υόρκης κήρυξε απεργία αλληλεγγύης προς τους απεργούς ναυτεργάτες της Αγγλίας, της Αυστραλίας και της Νότιας Αφρικής. Και με την πρώτη κιόλας μέρα σταμάτησε το ξεφόρτωμα σε τριάντα μεγάλα βαπόρια.
Την τρίτη μέρα και μ’ όλο που συνεχίζεται η απεργία, στο πλοίο «Μάζεστικ» που δουλεύει με απεργοσπάστες, ήρθε ένας πλούσιος δικηγόρος, ηγέτης του σοσιαλιστικού κόμματος (δηλαδή, των ντόπιων μενσεβίκων), ο Μορίς Χίλκβιτ. Χιλιάδες κομμουνιστές και μέλη της «Άι ντομπλ, ντομπλ γιου» τον σφύριζαν απ’ το μουράγιο και του πετούσαν κλούβια αυγά.
Λίγες μέρες αργότερα, εδώ στο ίδιο μέρος μπιστόλισαν ένα στρατηγό που είχε καταπνίξει κάποια εξέγερση στην Ιρλανδία και τώρα ερχόταν εδώ για να παραβρεθεί σε κάποιο συνέδριο. Είδαν κι έπαθαν να τον περάσουν κρυφά από κάποια πίσω πόρτα.
Το πρωί ξαναμπαίνουν και ξεφορτώνουν στις αμέτρητες αποβάθρες του λιμανιού τα καράβια αναρίθμητων εταιρειών, όπως το «Λα Φρανς», το «Ακουιτάνια» και άλλοι γίγαντες των πενήντα χιλιάδων τόνων.
Οι δρόμοι που γειτονεύουν με τις αποβάθρες του λιμανιού, απ’ τα τρένα που βγαίνουν φορτωμένα με εμπορεύματα ίσια στο δρόμο που προκαλούν συχνά δυστυχήματα και απ’ τους κλέφτες που βρίσκονται ολόκληρα λεφούσια στις γύρω ταβέρνες, έχουν πάρει το όνομα «Λεωφόροι του θανάτου».
Από δω διοχετεύονται σ’ ολόκληρη τη Νέα Υόρκη οι κλέφτες κι οι μαχαιροβγάλτες: Για να σφάζουν για λίγα δολάρια ολόκληρες οικογένειες, για να κατεβαίνουν στον υπόγειο σιδηρόδρομο και να στριμώχνουν τους εισπράκτορες σε κάποια γωνιά απ’ το κιόσκι που κάνει ψιλά για το τρένο και να τους παίρνουν όλη την είσπραξη της μέρας, καθώς αλλάζουν τα δολάρια με ψιλά στον κόσμο που περνάει από κει και που δεν υποπτεύεται τίποτα.
Άμα τους πιάσουν τους στέλνουν στην ηλεκτρική καρέκλα της φυλακής του Σιγκ Σιγκ. Αλλά μπορεί και να γλιτώσουν, να ξεγλιστρήσουν. Όταν ο κλέφτης ετοιμάζεται για να κάνει ληστεία περνάει πρώτα απ’ τον δικηγόρο του και του λέει:
«Σερ, τηλεφωνήστε μου την τάδε ώρα στο τάδε μέρος. Αν δεν με βρείτε εκεί, αυτό πα να πει ότι πρέπει να καταθέσετε αίτηση εγγύησης για μένα για να με βγάλετε απ’ τη στενή.»
Τα ποσά για εγγύηση είναι μεγάλα. Αλλά κι οι κλέφτες δεν είναι μικροί και είναι και καλά οργανωμένοι.
Αποκαλύφθηκε, λόγου χάρη, ότι ένα σπίτι που είχε εκτιμηθεί για διακόσιες χιλιάδες δολάρια, έχει υποθηκευτεί για δυο εκατομμύρια, που πληρώνονται σαν εγγύηση για ν’ αφεθούν προσωρινά ελεύθεροι κάμποσοι ληστές.
Οι εφημερίδες έγραψαν ότι κάποιος ληστής βγήκε απ’ τη φυλακή σαρανταδυό φορές με εγγύηση. Εδώ, στη Λεωφόρο του θανάτου αλωνίζουν οι ιρλανδοί. Στα άλλα τετράγωνα άλλοι.
Οι νέγροι, οι κινέζοι, οι γερμανοί, οι εβραίοι, οι ρώσοι ζουν στις δικές τους συνοικίες, με τις δικές τους συνήθειες και με τη δική τους γλώσσα, που ολόκληρες δεκαετίες μένει καθαρή και ανόθευτη.
Στη Νέα Υόρκη, δίχως να λογαριάσουμε και τα προάστια υπάρχουν:
1.700.000 εβραίοι (περίπου)
1.000.000 ιταλοί
500.000 γερμανοί
300.000 ιρλανδοί
300.000 ρώσοι
250.000 νέγροι
150.000 πολωνοί
300.000 ισπανοί, κινέζοι, φιλανδοί.
Εικόνα παράξενη στ’ αλήθεια. Και ποιοι είναι, λοιπόν, στην ουσία οι αμερικάνοι. Και πόσοι απ’ αυτούς είναι οι εκατό τα εκατό αμερικάνοι;
Στην αρχή έκανα φοβερές προσπάθειες επί έναν ολόκληρο μήνα για να μιλάω εγγλέζικα. Κι όταν αυτές οι προσπάθειες μου άρχισαν να στέφονται από επιτυχία, τότε οι γύρω μου άνθρωποι (αυτοί που δουλεύουν εδώ κοντά ή που κάθονται εδώ κοντά), και ο μπακάλης και ο γαλατάς και αυτός που έχει το πλυντήριο-καθαριστήριο για τα ρούχα, ακόμα κι ο αστυνομικός της γειτονιάς, όλοι τους άρχισαν να μιλάνε μαζί μου στα ρούσικα.
Καθώς γυρίζεις τη νύχτα με τον εναέριο, βλέπεις αυτές τις εθνότητες και τις παροικίες τους σα να ’ναι κομμένες με το μαχαίρι: στην οδό 125 ανεβαίνουν οι νέγροι, στην 90 οι ρώσοι, στην 50 οι γερμανοί και τράβα κορδέλα. Και πάντα σχεδόν με ακρίβεια.
Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα εκείνοι που βγαίνουν απ’ τα θέατρα πίνουν την τελευταία τους σόδα, τρώνε το τελευταίο τους παγωτό και φτάνουν στο σπίτι τους στη μία ή και κατά τις τρεις άμα μπλέξουν για καναδυό ώρες σε κανένα νυχτερινο κέντρο με το φοξ τροτ ή με την τελευταία λέξη του χορού, το τσάρλεστον.
Μα η ζωή δεν σταματάει. Κάθε λογής μαγαζιά μένουν ανοιχτά όλη τη νύχτα, ο υπόγειος σιδηρόδρομος κι ο εναέριος δεν σταματούν ούτε αυτοί, το ίδιο μπορείς να βρεις και κινηματογράφους ανοιχτούς για όλη τη νύχτα κι αυτοί, έτσι που να μπορείς εκεί να κοιμηθείς όσο θέλεις με τα εικοσπέντε σεντς που πλήρωσες για το εισιτήριο.
Φτάνοντας στο σπίτι σου, αν είναι άνοιξη ή καλοκαίρι, κλείνεις τα παράθυρα για να μη σε αιφνιδιάσουν τα κουνούπια και οι μύγες, ξεπλένεις τ’ αυτιά και τα ρουθούνια σου και βγάζεις βήχοντας την καρβουνόσκονη απ’ το λαρύγγι σου. Και πιο πολύ τώρα, που οι 158 χιλιάδες ανθρακωρύχοι του πετροκάρβουνου με την απεργία τους έκαναν να χαθεί απ’ την πόλη ο ανθρακίτης, αυτόν λοιπόν τον καιρό οι καμινάδες απ’ τις φάμπρικες βγάζουν έναν παχύ καπνό από λιγνίτη. Ενώ συνήθως η χρήση του λιγνίτη απαγορεύεται στις μεγάλες πόλεις.
Αν γρατσουνιστείτε καμιά φορά, κάντε επάλειψη με ιώδιο. Γιατί η ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης είναι γεμάτη από κάθε λογής βρωμιά, απ’ όπου και βγαίνει το κριθαράκι στα μάτια, πρήζονται και γεμίζουν πύο όλες οι μικρές πληγές. Κι όμως μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα ζουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα και που δε μπορούν να βγουν έξω απ’ αυτή την πόλη.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback