Το διήγημα της Πέμπτης: «Συνάντηση με την αγάπη» του Χρήστου Πολυχρονίδη
Η Μαρία ήτανε δεκαοχτώ χρονώ, φίλη της αδερφής μου και γραμματέας της ΕΠΟΝ του χωριού μας. Όταν ερχότανε στο σπίτι μας αισθανόμουνα πως ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι μου, κοκκίνιζα, τραβιόμουνα σε μια γωνιά κι έκανα πως δεν την έβλεπα. Όταν όμως νόμιζα πως δε με πρόσεχε κανείς…
Ο Χρήστος Πολυχρονίδης γεννήθηκε το 1938 στο χωριό Κυριακή Σουφλίου. Ο πατέρας του σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, κι έτσι από μικρός βρέθηκε στις σοσιαλιστικές χώρες.
Έζησε από το 1948 έως το 1950 στη Βουλγαρία και από το 1950 έως το 1979 στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Το 1979 επέστρεψε στην Ελλάδα.
Σπούδασε στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας «Γιοχάνες Ρ. Μπέχερ» στη Λειψία και δημοσίευσε στα γερμανικά τα παρακάτω έργα: «Mein Berg heisst Ai-Lias» («Το βουνό μου ο Αη Λιας», μυθιστόρημα, 1976), «Die verlorenen Soehne» («Άσωτοι γιοι», μυθιστόρημα, 1979), «Olivenhaine ohne Frieden» («Ελαιώνας χωρίς ειρήνη», ταξιδιωτικό, 1979).Έχει τιμηθεί με το Ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της FDJ (Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία) για την πολιτιστική του προσφορά.
Στην Ελλάδα δούλεψε για πολλά χρόνια ως εφαρμοστής μεταλλικών κατασκευών.
Από τις εκδόσεις «ΕΝΤΟΣ» κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Διλήμματα» (συλλογή διηγημάτων, 1998), «Ο εκβιασμός» (νουβέλα, 2003), «Τραντέλλενοι …και Πέρα από το θάνατο» (ιστορικό μυθιστόρημα για τα τραγικά γεγονότα στον Πόντο, 2004), «Το όνειρο της επιστροφής» (2006).
Ο Χρήστος Πολυχρονίδης έχει μεταφράσει στη γερμανική γλώσσα το βιβλίο του Γιώργη Μωραΐτη «Ρεπορτάζ κάτω απ’ τις ερπύστριες», καθώς επίσης και ποίηση της Λείας Καραβίας-Χατζοπούλου.
Το διήγημα «Συνάντηση με την αγάπη» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τυπωμένο το 1993 στην Ανθολογία «Το διήγημα της Αντίστασης» (Β’ Τόμος) των εκδόσεων «Σύγχρονη Εποχή» και αναδημοσιεύτηκε στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη στις 15 του Γενάρη 2006.
Συνάντηση με την αγάπη
του Χρήστου ΠολυχρονίδηΗ πλατεία του χωριού ήταν απέναντι από το σπίτι μας. Εκεί έπαιζα πάντα. Μόνος ή με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς. Ό,τι παιχνίδια. Τις πιότερες φορές παίζαμε πόλεμο: Εδώ οι αντάρτες, εκεί οι φασίστες. Τους λέγαμε και «Μπουραντάδες». Είχαμε φυσικά και ντουφέκια, ξύλινα, σταυρωτά φισεκλίκια και δίκοχα. Χαλούσε ο κόσμος από τα πολυβόλα και το ντουφεκίδι: μπαμπ, μπουμ, κα – κα – κα, τρρρ. Εγώ πάντα κατάφερνα να είμαι αντάρτης και μάλιστα καπετάνιος, γιατί είχα οικονομήσει καμιά εικοσαριά άδεια φυσίγγια από τους αντάρτες.
Κείνη τη μέρα που ήρθε η Μαρία ήταν η πλατεία ήσυχη και γω έπαιζα το αγαπημένο μου παιχνίδι σαν ήμουν μόνος: Έβαλα στη σειρά τα άδεια φυσίγγια, ξεμάκρυνα καμιά δεκαριά βήματα, τράβηξα από το λουρί μου τα λάστιχα, έβγαλα από τη βαθιά μου τσέπη ένα άσπρο γυαλιστερό βότσαλο, από κείνα που διάλεγα στο ποτάμι του χωριού, το έβαλα στη σκάλα, έκλεισα το αριστερό μάτι και τανύζοντας τα λάστιχα σημάδεψα τα φυσίγγια. Ένα απ’ αυτά έκανε «κλιγκ» και πετάχτηκε από τη θέση του. Χαμογέλασα, ικανοποιημένος, γλείφοντας τα χείλη μου. Όμως δεν πετύχαινα και πάντα. Τότε φταίγανε τα φυσίγγια ή το βότσαλο ή και τα λάστιχα.
Έβαλα πάλι ένα βότσαλο και ξανασημάδεψα… Ήμουν τόσο αφοσιωμένος στο παιχνίδι, που ούτε κατάλαβα ότι ήρθε η Μαρία.
Η Μαρία ήτανε δεκαοχτώ χρονώ, φίλη της αδερφής μου και γραμματέας της ΕΠΟΝ του χωριού μας. Όταν ερχότανε στο σπίτι μας αισθανόμουνα πως ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι μου, κοκκίνιζα, τραβιόμουνα σε μια γωνιά κι έκανα πως δεν την έβλεπα. Όταν όμως νόμιζα πως δε με πρόσεχε κανείς, κάρφωνα τα μάτια μου πάνω της και αποξεχνιόμουνα. Η Μαρία δεν άργησε να καταλάβει και συχνά έλεγε τραγουδιστά:
«Τι λες, Γιωργάκη, παντρευόμαστε; θα σε περιμένω να γίνεις είκοσι χρονώ. Δέκα χρόνια μόνο θα περιμένω, δεν είναι κι τόσα πολλά. Συμφωνάς;»
Συμφωνούσα λέει! Και μου το ‘λεγε με μια φωνή που γέμιζε την ψυχή μου, έτσι που μου τη γέμιζαν κάτι αηδόνια τις χαραυγές. Έσκυβε πάνω μου και με τύλιγε μεμιάς η μοσκοβολιά του κορμιού της. Μια μοσκοβολιά όπως στ’ αγριολούλουδα. Έκλεινα τα μάτια κι ανάσαινα βαθιά. Ένιωθα το στήθος της κάποτε να μου γαργαλάει τ’ αυτί και μου ‘ρχόταν ζάλη. θαρρούσα πως πετούσα, είχα φτερά. Άνοιγα τα ματιά μου κι έβλεπα τα δικά της. Καστανά μάτια κι όλο χάδια.
Έτσι έσκυψε πάνω μου και κει στην πλατεία και με ρώτησε πολύ πιο χαϊδευτικά από τις άλλες φορές, αφού μ’ έπιασε από το πιγούνι:
«Γιωργάκη, μου κάνεις μια χάρη;»
«Κάνω», έκραξα και ντράπηκα για τη φωνή μου – πολύ ψιλή ήτανε και δεν έμοιαζε καθόλου αντρίκεια.
«Πήγες καμιά φορά στην Μπουρούνα;»
«Πήγα».
«Ξέρεις την καλύβα του μπάρμπα-Γιάννη;»
«Και βέβαια», κούνησα σοβαρά το κεφάλι.
Γιατί με πέρασε δηλαδή; Για βυζανιάρικο;
«Μπορείς να μου πας ένα γράμμα ως εκεί;»
«Μπορώ…»
«Λοιπόν, όταν φτάσεις εκεί θα σφυρίξεις τρεις φορές»
«Θα σφυρίξω όσο δυνατά μπορώ», τη βεβαίωσα.
«Θα περιμένεις ώσπου να ‘ρθει ένας αντάρτης και θα του δώσεις το γράμμα».
«Κι αν είναι πολλοί αντάρτες; Πώς να τον γνωρίσω;» ρώτησα και χάρηκα που έκανα αυτή τη σκέψη. Ας έβλεπε η Μαρία τι έξυπνος ήμουνα. Η Μαρία όμως μόνο χαμογέλασε.
«Και ανάμεσα σε χίλιους θα τον γνωρίσεις. Έχει μαύρα σγουρά μαλλιά, μάτια γαλανά σαν τον ουρανό. Το μουστάκι του… τα δόντια του… τα…»
Όσο μιλούσε η Μαρία είχε ασφαλισμένα τα μάτια. Ίσως, επειδή τη χτυπάει ο ήλιος στο πρόσωπο, σκέφτηκα. Τα μαλλιά της τα είχε ριγμένα στις πλάτες. Φορούσε ένα άσπρο φουστάνι, που γυάλιζε στον ήλιο. Πολύ μου άρεσε η Μαρία μ’ αυτό το φουστάνι. Άλλες φορές το φορούσε τις Κυριακές. Σήμερα όμως δεν ήταν Κυριακή. Γιατί το φορούσε τότε;
Όταν τέλειωσε με την περιγραφή, άνοιξε πάλι τα μάτια. Με ρώτησε:
«Θα πας ε; Ή μήπως φοβάσαι;»
Με κοίταξε θαρρείς συλλογισμένα και δισταχτικά.
«Εγώ δε φοβάμαι ποτέ!» απάντησα και τεντώθηκα πειραγμένος.
Πώς μπορούσα να ‘χω φόβο όταν με παρακαλούσε η Μαρία! Γι’ αυτήν θα πάλευα και με λύκο. Και όχι μόνο μ’ έναν μα με δέκα. Και με είκοσι. Ακόμα και με λιοντάρι! Και το λιοντάρι είναι το πιο δυνατό θεριό. Το είπε και ο παππούς: Το πιο δυνατό είναι το λιοντάρι!
«Εγώ το ‘ξερα», είπε με πολύ τρυφερό τόνο.
«Πότε να πάω, τώρα;»
Η Μαρία άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε το σαγόνι. Ύστερα έβαλε το ίδιο χέρι στον κόρφο της κι έβγαλε το γράμμα. Όταν έχωσε το χέρι της για να το βγάλει ξεκουμπώθηκαν δυο κουμπιά και είδα λίγο από το άσπρο στήθος της. Ταράχτηκα και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ως το λαιμό. Γύρισα απότομα το κεφάλι αλλού, αλλά η εικόνα μ’ ακολουθούσε ζωντανή. Μου έδωσε το γράμμα.
Άρχισα να τρέχω. Μια φορά γύρισα το κεφάλι στη στροφή του δρόμου. Η Μαρία στεκόταν ακόμη στη μέση της πλατείας. Όλο το φως του ήλιου έπεφτε πάνω της και μου φαινόταν σα να έλαμπε αυτή.
Αυτή την εικόνα πήρα μαζί μου, όταν έτρεχα για το βουνό.
Από το χωριό ως την Μπουρούνα, μια κορυφή του Αϊ – Λια, ήταν ίσως πέντε χιλιόμετρα. Πολύς δρόμος. Κοίταξα τον ήλιο. Σκέφτηκα πως δε θα προλάβαινα ως το μεσημέρι να φτάσω αν δεν έκοβα από το ποτάμι. Το ποτάμι όμως το φοβόμουνα. Ήταν και κρύο. Απρίλης μήνας ήταν ακόμη. Μα το γράμμα έπρεπε να φτάσει στην ώρα του στα χέρια που το περίμεναν.
Εδώ ήταν ένα γράμμα για το αντάρτικο. Πράγματα σοβαρά κι όχι παίξε γέλασε!
Έτσι, μια και δυο πήρα την απόφαση. Μπήκα στο ποτάμι. Το νερό ήταν κρύο. Ένα σύγκρυο άρχισε από τα πόδια ν’ ανεβαίνει σιγά – σιγά στα ήπατα μου όταν το νερό έφτασε στο στήθος. Έκανα κουράγιο, έγειρα το σώμα μου πάνω στο ρέμα και προσπάθαγα να σέρνω τα πόδια μου πάνω στον πάτο για να μη με πάρει το ρέμα. Με το δεξί χέρι κρατούσα ψηλά το γράμμα για να μη βραχεί.
Βγήκα κάποτε. Το παντελόνι κολλούσε στο κορμί μου, τα τσαρούχια γλιστρούσαν στις πέτρες, όμως δε με πείραζε. Ήταν για την Μαρία! Και για τους αντάρτες, που τους αγαπούσα, θαύμαζα και ζήλευα.
Έλεγα… ίσως… Όχι, το γράμμα κρύβει οπωσδήποτε μια σοβαρή είδηση για τους αντάρτες, αφού το έγραψε η Μαρία! Αυτή είναι υπεύθυνη της ΕΠΟΝ και η ΕΠΟΝ μόνο σοβαρές ειδήσεις στέλνει στο αντάρτικο. Και γω τώρα δεν είμαι παρά αληθινός σύνδεσμος! Και βέβαια! Τι είχε ένας άλλος σύνδεσμος παραπάνω; Καμάρωνα στη σκέψη, μα ξαφνικά κάτι ήρθε και με δάγκωσε. Ο άλλος έχει όπλο! Και γω τίποτα! Αχ, να είχα ένα αυτόματο ή κανένα πιστόλι, σαν του Παναγιώτη του ξαδέρφου μου: γυαλιστερό με θήκη και με αληθινές σφαίρες…
Κι όλο έτρεχα, έτρεχα. Όσο γρήγορα μπορούσα. Σε λίγο το δάσος με τα κέδρα μ’ έκρυψε. Πήρα το μονοπάτι που σκαρφάλωνε σ’ ένα ανήφορο.
Όταν ο ήλιος ανέβηκε τόσο ψηλά, που χάθηκε ο ίσκιος μου, έφτασα λαχανιασμένος στην καλύβα του μπάρμπα-Γιάννη. Πήρα μερικές ανάσες, έβαλα έπειτα τα δυο μου δάχτυλα στο στόμα και σφύριξα μ’ όλη μου τη δύναμη μακρόσυρτα, δυο – τρεις φορές. Ύστερα έστησα τ’ αυτί και περίμενα, ψάχνοντας με τα μάτια γύρω όλα τα πουρνάρια. Έφερα έπειτα ένα γύρο την καλύβα. Τίποτα, κανένας δε φαινότανε. Περίμενα κάμποση ώρα που μου φάνηκε χρόνος. Άρχισα ν’ ανησυχώ: Κι αν δεν έρθει κανένας; Θα με πιστέψει η Μαρία; Μήπως νομίσει πως φοβήθηκα και δεν ήρθα; Το σκέφτηκα και μου φάνηκε σαν καταστροφή. Σφύριξα πάλι πιο δυνατά και πιο μακρόσυρτα, θυμωμένα, απελπισμένα θα ‘λεγα. Παντού ησυχία… Τι γίνεται τώρα! Και αν έρθουν οι μάυδες και μου βρουν το γράμμα; Όχι, δε θα το βρουν, θα το φάω! Το κοίταξα. Μεγαλούτσικο. Θα το τσαλάκωνα όμως και θα το μασούσα. Έτσι, άκουσα, το έκανε ένα παλικάρι. Και μπροστά στο εκτελεστικό φώναξε: Ζήτω το Αντάρτικο! Αυτό θα ‘κανα και γω.
Κει που τα σκεφτόμουνα αυτά, άκουσα πολύ κοντά μου ξαφνικά πατήματα πίσω από κάτι πουρνάρια και να σπάζουν κλαδάκια. Αναγύρισα απότομα και είδα πίσω από την καλύβα έναν άντρα να προβάλλει με στολή φαντάρου. Τα ‘χασα και ξέχασα μονομιάς όλα τα σχέδιά μου. Έσφιξα σπασμωδικά το γράμμα μέσα στη χούφτα μου κι έκανα μερικά βήματα τρομαγμένος προς τα πίσω. Σαν αστραπή όμως γυάλισε η εικόνα του δίκοχου με το σήμα το δικό μας και είπα: «Μη φοβάσαι Γιωργάκη!» Κι αμέσως όλος ο φόβος μου χάθηκε όπως ήρθε.
Ο αντάρτης είχε όλα τα σουσούμια που μου είχε πει η Μαρία: Και τα δόντια του ήταν σα ρύζι κι άστραψαν όταν μου χαμογέλασε. Φορούσε φισεκλίκια σταυρωτά, πιστόλι στη μέση και αγγλικό αυτόματο κρεμασμένο στο λαιμό.
«Έχεις γράμμα;» ρώτησε κι άπλωσε το χέρι του.
«Ναι», του είπα και του άπλωσα περήφανος το γράμμα, τσαλακωμένο όπως ήταν στη ζεστή φούχτα μου.
Μ’ έκανε εντύπωση που μου το άρπαξε σχεδόν από το χέρι. «Πολύ σοβαρό θα ‘ναι», είπα μέσα μου, όταν είδα πόσο ανυπόμονα άνοιγε το γράμμα, θαρρείς και τρέμανε τα μουστάκια του καθώς το διάβαζε με το νου του. Το πρόσωπό του έλαμπε όσο προχωρούσε. Φαίνεται είναι καλή η είδηση, σκέφτηκα και ήμουνα και γω ευχαριστημένος. Όταν το αποδιάβασε, με ρώτησε:
«Είσαι αδερφός της;»
«Όχι», του απάντησα μόνο. Πώς μπορούσα να του πω, πως η Μαρία δεν ήταν αδελφή μου, μα κάτι άλλο. Πολύ κάτι άλλο! Έκλεισα για λίγο τα μάτια και είδα την Μαρία να στέκεται με το άσπρο της φουστάνι στη μέση της πλατείας. Και να με περιμένει, θα πάω κοντά της, θα μου πει: «Μπράβο Γιωργάκη!» Θα με χαϊδέψει και γω θα στέκομαι μπροστά της και θα την κοιτώ στα μάτια.
Γρήγορα ήθελα να γυρίσω στο χωριό. Μα πριν φύγω, θα ήθελα να μάθω και κάτι άλλο.
«Είναι πολύ σοβαρή η είδηση;»
Γέλασε αυτός:
«Πολύ σοβαρή», είπε και τα μάτια του γυάλισαν. Ύστερα πρόσθεσε: «Και γω θα είχα μιαν είδηση για τη Μαρία, μα δεν έχω χαρτί».
«Πες το σε μένα και γω δικός σας είμαι. Ο πατέρας μου αντάρτης είναι».
«Όμως αυτό δεν πρέπει να το ξέρει κανείς στο χωριό».
«Α, μπα! Εγώ δε μαρτυρώ! Ούτε και στη μάνα μου θα πω τίποτα!»
Ο αντάρτης έτριψε το μέτωπό του σα να σκεφτότανε.
«Όχι, μου λέει, αυτή την είδηση δεν μπορώ να σου την πω. Είναι πάρα πολύ σοβαρή. Κι αν την ξεχάσεις, τι θα γίνει τότε;»
Σούφρωσα τα χείλη μου. Εγώ και να ξεχάσω! Δεν ξεχνώ καμιά φορά κάτι. Όπως και τότε όταν με χτύπησε ο Θανασάκος. Ακόμα το θυμάμαι. Κι άμα μεγαλώσω θα του τα γυρίσω όλα πίσω.
Ο αντάρτης όμως συνέχισε:
«Θα πάω μόνος μου στη Μαρία, όμως θα περιμένω να νυχτώσει. Κατάλαβες; Ε, μη θυμώνεις! Άλλη φορά όταν μεγαλώσεις θα το καταλάβεις. Όλα δε λέγονται. Έλα να γίνουμε φίλοι»…
Του έδωσα το χέρι και πάλι έπεσε, όπως όλον τον καιρό, η ματιά μου στο πιστόλι. Αχ, να ήταν δικό μου, σκέφτηκα, και λυπήθηκα τον εαυτό μου, που δεν είχα τέτοιο πιστόλι. Τι εντύπωση θα έκανα στη Μαρία, αν με έβλεπε με πιστόλι!
«Πες μόνο της Μαρίας», μου είπε ξεπροβοδώντας με «πως απόψε θα έρθω».
«Καλά», του είπα και σκέφτηκα πως ένας αντάρτης δεν κάνει μέρα μεσημέρι να μπαίνει στο χωριό τώρα που κάθε τόσο περνούν από κει αποσπάσματα. Και του είπα φωναχτά, «πως καλά το σκέφτηκε». Εκείνος χαμογέλασε.
«Πήγαινε τώρα… και σ’ ευχαριστώ για τον κόπο…»
«Είμαι τώρα πραγματικός σύνδεσμος;»
«Φυσικά!»
Ευχαριστημένος απ’ αυτή την απάντηση έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω, σήκωσα το χέρι κι άρχισα να τρέχω κατά το χωριό. Να φτάσω γρήγορα, να δω τη Μαρία, τα μάτια της… Τώρα θα με περιμένει…
Δεν έκανα ούτε εκατό βήματα, όταν με ξάφνιασε μια ιδέα. Πώς θα βρει το σπίτι της Μαρίας. Έπρεπε να του το εξηγήσω για να το βρει αμέσως. Γύρισα πάλι πίσω. Όμως τούτη τη φορά δεν έτρεχα. Προχωρούσα σιγά αποφεύγοντας τα ξερά κλαδιά, πατώντας ανάλαφρα σαν αερικό. Αφού είμαι σύνδεσμος έτσι πρέπει να βαδίζω, συλλογιζόμουνα. θα τον ξαφνιάσω και τον αντάρτη ακόμα, να δει με ποιον έχει να κάνει!
Και πραγματικά, δε με πήρε μυρουδιά. Τόνε βρήκα καθισμένο κι ακουμπισμένο με τη ράχη στον τοίχο της καλύβας να διαβάζει πάλι το γράμμα. Α, σκέφτηκα, θέλει να το μάθει απόξω για να μην το ξεχάσει, πριν το κάψει το γράμμα, γιατί στο αντάρτικο τα καίγανε τα σημειώματα που έπαιρναν.
Έκανα ακόμα μερικά προσεχτικά βήματα στ’ ακροδάχτυλά μου και έφτασα τόσο κοντά του, που άμα άπλωνα το χέρι θα του έπαιρνα το χαρτί. Αυτός έμενε με τη μύτη κολλημένη σχεδόν στο χαρτί. Μου ήρθε να του κάνω «μπαμ!» να δω αν τρομάζει, μα πάλι μετάνιωσα. Δεν ήξερα πώς να κάνω για να πάρω τα συχαρίκια του, που τόσο καλά τα κατάφερα, όταν άρχισε να ψιθυρίζει αφηρημένα αυτά που διάβαζε:
«…και σ’ αγαπώ. Σε περιμένω. Έλα απόψε… στο ίδιο…»
Στην αρχή δεν κατάλαβα. Τι είδηση… Ύστερα σα να ‘πεσε αστραπή μπροστά μου. Ένιωσα έναν πόνο που δεν τον γνώριζα. Ένα χτύπημα στο στήθος. Παραπάτησα. Σκόνταψα και άπλωσα τα χέρια… Άρχισα να τρέχω, χωρίς να βλέπω μπροστά μου. Ένιωσα κάτι αλμυρό στα χείλη μου. Όλα τα ‘βλεπα θαμπά. Έπεσα σε κάτι χαντάκια. Σηκώθηκα. Κλαδιά μαστίγωναν το πρόσωπό μου μέσα στα μονοπάτια, μα δεν ένιωθα πόνο. Ούτε το νερό του ποταμού που πέρασα ήταν πια κρύο…
–Στη φωτογραφία (Κώστας Μπαλάφας) αντάρτισσα του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.