Το διήγημα της Πέμπτης: «Τα γενέθλια της μοναξιάς» του Μάνου Ελευθερίου

– Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά που κάνω, είπε. Ποτέ όμως δεν κατάλαβα, γιατί δεν ενοχλείται κανείς. Ίσως νάναι όλοι τους πεθαμένοι…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Τα γενέθλια της μοναξιάς» του Μάνου Ελευθερίου

Ο ποιητής και συγγραφέας Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στις 12 του Μάρτη 1938, στην Ερμούπολη της Σύρου και έφυγε από τη ζωή στις 22 του Ιούλη 2018.

Σε ηλικία 14 ετών έρχεται με την οικογένειά του από την Σύρο στην Αθήνα.

Το 1956 γράφεται στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, Γιώργο Θεοδοσιάδη και Γρηγόρη Γρηγορίου.

Το 1962 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός». Την ίδια εποχή γράφει τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους και «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που θα μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης.

Το 1964 κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Το διευθυντήριο» και το 1965 η δεύτερη με τίτλο «Η σφαγή», οι οποίες αποσπούν εξαιρετικές κριτικές.

Το 1964 εμφανίζεται στην ελληνική δισκογραφία. Τα ποιήματά του και οι στίχοι του σημάδεψαν την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού για περισσότερα από 50 χρόνια.

Γράφει και εικονογραφεί παραμύθια για παιδιά και επιμελείται την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο: «Ενθύμιον Σύρας», «Θέατρο στην Ερμούπολη» κ.ά.

Το 1994 εκδίδει τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο «Το άγγιγμα του χρόνου».

Το 2004 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Καιρός των Χρυσανθέμων» που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005.

Το 2013 βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.

«Τα γενέθλια της μοναξιάς» προέρχονται από τη συλλογή «Η σφαγή».

Τα γενέθλια της μοναξιάς
του Μάνου Ελευθερίου

Στην αρχή ήθελε να πει τ’ όνομά του. Ύστερα θα μιλούσε για τη βροχή κι ύστερα θα ’λεγε οτιδήποτε.

– Εγώ δεν πήγα ποτέ στην Χαλκίδα, είπε.

– Ε κ ε ί σας είδα εγώ, είπε ο άλλος.

– Ναι, κάποτε πέρασα… Το είχα ξεχάσει – και το είχε ξεχάσει τώρα, σα να τρυπήσανε τη μνήμη του με κρύα σκοτωμένα φώτα κι, όχι μόνο πως πήγε, «πήγα βέβαια», σκεφτότανε, «πήγα κι έφυγα γρήγορα σαν κυνηγημένος. Ίσως να με διώξανε κιόλας. Νομίζω πως το λιμάνι βρωμάει ψαρίλα…».

Ο άλλος τον κοίταζε και δεν τον κοίταζε.

Στα μάγουλά του χαραχτήκανε ξαφνικά δυο πικρές γραμμές, σαν φλέβες δέντρου. Ήτανε σα να κρατούσε έναν ίσκιο που έτρεμε.

– Νομίζω πως το λιμάνι θα μυρίζει ακόμη ψαρίλα, έ;

– Όχι, είπε αυτός. Εκεί το λιμάνι μυρίζει πίσσα και σάπιο αέρα.

– Ναι, συμφώνησε κι έκλεισε τα μάτια του. Ίσως να είναι κι έτσι.

– Τότε θυμήθηκε πως έπρεπε, για τους τύπους τουλάχιστον, να πει τ’ όνομά του. Να μιλήσει για τα χτεσινά επεισόδια της αστυνομίας. Για τον άνθρωπο που σκοτώθηκε στη διαδήλωση. Για την μεγάλη σφαγή που λένε πως έγινε στην επαρχία. Να πει, να πει οτιδήποτε. Μπόρεσε και σηκώθηκε όρθιος κι ύστερα κοίταξε δεξιά τον δρόμο που έβγαζε στο θέατρο. Δεν ήταν κανείς. Περπάτησε τέσσερα βήματα, σα να περπατούσε σε τεντωμένο σκοινί και κάθισε στο χώμα. Η πλάτη του απ’ το μαστίγιο τον πονούσε πολύ. Τα δόντια του το ίδιο. Είχε ακούσει, πως σε άλλες εποχές οι άνθρωποι απ’ το πολύ ξύλο τρελαθήκανε. Ακόμη είχε ακούσει, πως, αν κατόρθωνε η αστυνομία κι έπιανε αυτούς που ξεφύγανε απ’  τα κρατητήρια, τους περνούσαν στρατοδικείο κι ύστερα τους σφάζανε σα μοσχάρια.

– Εμάς τους δυο δεν θα μας πιάσουνε ποτέ, ψιθύρισε. Εμάς όχι. Ξεφύγαμε πιά.

Η τρέλα ζωγράφισε στα μάτια του ένα πράσινο πουλί με κόκκινα και μαύρα νύχια κι ήτανε σα να τρυπούσανε πάλι τη μνήμη του με κρύα σκοτωμένα φώτα κι ήτανε σα να παίρνανε πάλι τη ζωή του σε μιαν άλλη ζωή, σε δρόμους από βροχή και θάνατο. Έτσι, έμεινε ασάλευτος, σαν όρθια φλόγα και πάλι σηκώθηκε και ξανακάθισε στον πάγκο.

– Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά που κάνω, είπε. Ποτέ όμως δεν κατάλαβα, γιατί δεν ενοχλείται κανείς. Ίσως νάναι όλοι τους πεθαμένοι. Ίσως θάπρεπε καμμιά φορά να το ξεχάσω κι αυτό. Ω ς  κι  α υ τ ό, θεέ μου – και ψιθύριζε τώρα σα να μιλούσε στ’ αυτί του θεού.

Ύστερα μέτρησε τα δάχτυλά του και τα βρήκε δέκα. Μέτρησε και τα δάχτυλα των ποδιών του, βρήκε τον ίδιο αριθμό και δεν είπε τίποτα. Ψηλαφούσε στα τυφλά. Νόμισε πως βρέθηκε ξαφνικά πίσω από έναν πανύψηλο τοίχο με λειχήνες κι αγριόχορτα.

– Το πηγάδι είναι βαθύ, είπε. Προσέξτε εκεί. Ε κ ε ί γλιστράει κανείς.

Ο άλλος είχε γυρίσει την πλάτη του, μια πλάτη γδαρμένη κι όλο κόκκαλα κατά το μέρος του δρόμου κι έβλεπε την κίνηση. Ψηλά στον ουρανό, οι ποιητές ταξιδεύανε με τους αγγέλους σαν πεθαμένα πουλιά.

Τότε άρχισε να ξαναμετράει τα δάχτυλά του.

Τα βρήκε εννιά.

Αυτή η ξαφνική σύγχυση τόνε μπέρδεψε. Σκέφτηκε πως δεν θα τα μέτρησε σωστά κι ήθελε να σηκωθεί και να φύγει. Πρώτα όμως ήθελε να βεβαιωθεί και να ησυχάσει. Άρχισε να ξαναμετράει. Πάλι εννιά τα βρήκε. Γούρλωσε τα μάτια του και δεν έβγαζε άχνα. Κοίταζε τα δάχτυλά του και δεν έβγαζε άχνα. Τα μάτια του σκοτεινιάσανε. Τότε θυμήθηκε και τον άλλο. Τον άγγιξε στην πλάτη, μόνο και μόνο για να τού μιλήσει, αλλά εκείνος έμενε ακίνητος με τα μάτια του καρφωμένα στο σταματημένο ρολόι της εκκλησίας.

– Ίσως να βλέπει την ώρα, ψιθύρισε. Ίσως να συλλογίζεται πως είναι άξιος να με σκοτώσει για να με ξεφορτωθεί. Δεν πρέπει να τον ενοχλώ λοιπόν. Και θα με σκοτώσει χωρίς να μου μιλήσει; Και λοιπόν εγώ τι θα κάνω; Σε τι έφταιξα εγώ;

Βάλθηκε να κοιτάζει κι αυτός το ρολόι, τόσο που τον πόνεσε ο λαιμός του, λες και προσπαθούσε μέσα εκεί να βρει την αιτία της λύπης του, την αδιαφορία του διπλανού του, τον πόνο που ένοιωθε σ’ όλο του το σώμα.

– Το σκοτάδι έχει το χρώμα της σκουριάς, είπε. Μυρίζει φάρμακο, όπως μυρίζουν οι διάδρομοι στα νοσοκομεία. Το αίμα του είναι πράσινο. Το δέρμα του μοιάζει με τις φλούδες των δέντρων, θεέ μου, πού είναι απόψε;

Σ’ όλο του το σώμα ένοιωθε να φυτρώνουνε ξαφνικά μικρά γυαλιστερά αγκάθια και να γίνεται όπως τα δέντρα κι όπως τα ψάρια σ’ ένα μεγάλο σκοτεινό βυθό.

 

Όταν ανέβηκε τα σκαλιά του καμπαναριού, δεν έβλεπε τίποτα. Ανέβηκε γρήγορα, σφίγγοντας την κοιλιά του, ξαφνικά ένοιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος, «μ’ αυτό θα πεθάνω» είπε σιγά, φοβήθηκε κιόλας μέσα στις σκόνες και στις αράχνες, φοβήθηκε περισσότερο που άκουσε την φωνή του, «ίσως να πεθάνω κι απ’ το ξενύχτι κι απ’ το πιοτό», ο πόνος ολοένα και γινότανε πιο αλαφρύς, αλλά η καρδιά του έτρεμε ακόμη σαν φύλλο. Άρχισε να γυρίζει τους ωροδείχτες και να βιδώνει και να ξεβιδώνει όποια βίδα έβρισκε.

– Δουλειά που την κάνουν κι οι ρολογάδες, είπε. Τέτοια δουλειά δεν θα την ήθελα καθόλου. Καλύτερα έτσι που είμαι.

Στερέωσε μια βίδα στο στόμα του και τού φάνηκε πως μασούσε γυαλί. Την έφτυσε γρήγορα και περίμενε. Το ρολόι ξανάρχισε να χτυπάει ρυθμικά, όπως πρώτα.

– Κι όμως έχει ενδιαφέρον αυτή η δουλειά, είπε πάλι. Ίσως θα ήταν καλύτερα να την μάθαινα και να γυρίζω στις συνοικίες. Κι όχι έτσι, να κάθομαι και να μην έχω τίποτα.

Κατέβηκε μούσκεμα στον ιδρώτα κι έτρεξε κοντά του, σα να γυρνούσε από μια μάχη που δεν ήξερε ποιον πολεμούσε και ποιος ενίκησε. Τον άγγιξε πάλι στην πλάτη κι αφουγκράστηκε.

– Ίσως να σ’ ενοχλώ, τού είπε, αλλά θέλω πάρα πολύ να ξαναπάω στη Χαλκίδα. Αν θέλεις τώρα μπορείς να ξαναγυρίσεις. Το ρολόι δουλεύει. Και το ’βαλα δε μιαν ώρα που όλοι εκτός από μας τους δυο, θα μπερδεύονται.

Κι όσο τον άγγιζε και τα δάχτυλά του περνούσανε τρεμουλιαστά απ’ το ένα κόκκαλο στο άλλο, τόσο απ’ το σώμα τού ανθρώπου έβγαινε μια μακρινή μουσική με τύμπανα και φλάουτα.

– Π ε ρ ί ε ρ γ ο, είπε σιγά. Εγώ δεν έμαθα ποτέ μουσική και τώρα παίζω με τον ευκολότερο τρόπο.

Άρχισε πάλι να παίζει κι η μουσική, όσες φορές τραβούσε το χέρι του, σταματούσε και πάλι ξανάρχιζε μαγεμένος.

– Α υ τ ό ς  ε ί ν α ι  η  μ ο ν α ξ  ι ά  μ ο υ, είπε.

Ύστερα η φωνή του καρφώθηκε στον τοίχο, σαν το μαχαίρι στο σκοτεινό νερό.

– Και βέβαια, είπε θα πάω. Καληνύχτα.

Σηκώθηκε και ήταν έτοιμος να φύγει. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε μακριά κατά κει που θα πήγαινε. Δεν έκανε βήμα. Είπε να καθίσει πάλι, αλλά θυμήθηκε πως είχε πει «καληνύχτα» κι ίσως ο άλλος, τον έπαιρνε για τρελό. Έμεινε εκεί, κοιτάζοντας μακριά, τους δρόμους που θάθελε να πάρει και δεν έκανε βήμα.

– Τώρα η μοναξιά είναι δικιά μου, είπε. Κι ο θάνατός μου μού ανήκει  π ι α. Εμπρός λοιπόν, θα γίνω  ά γ γ ε λ ο ς…

Κι επειδή ποτέ δεν ξανακούστηκε οι άνθρωποι να γίνονται άγγελοι, πάλι γύρισε και πάλι τον κοίταξε, αλλά δεν έκανε βήμα.

Ολοένα και χανότανε και διαλυότανε κάτω απ’ το χώμα, σαν τον καπνό που σκορπίζεται μέσ’ στα ερείπια, μέσα σε μια σιωπηλή ρημαγμένη πολιτεία.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: