Το διήγημα της Πέμπτης: «Τα κούμαρα» του Ηλία Β. Παπαγεωργίου
Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα ότι θα μπορούσα να μάθω γράμματα και να φύγω από τα κούμαρα, τις παγίδες, την πείνα. Και ήταν η πρώτη φορά που συμπάθησα αυτόν το δάσκαλο που ήταν πολύ αυστηρός και μας κοκκίνιζε τις τρυφερές παλάμες με ραβδιές με κράνινη βέργα που εμείς τη φέρναμε γι’ αυτό το σκοπό!
Ο Ηλίας Β. Παπαγεωργίου γεννήθηκε το 1942 στην Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας και από το 1967 ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη.
Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με κρατική υποτροφία. Με κρατική υποτροφία έκανε επίσης μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και πήρε διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Από το 1969 μέχρι το 2004 δίδαξε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, στην Παιδαγωγική Ακαδημία Μυτιλήνης και στο Περιφερειακό Επιμορφωτικό Κέντρο Μυτιλήνης. Θήτευσε ως Διευθυντής Γυμνασίου, Διευθυντής ΠΕΚ Μυτιλήνης, Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων και Προϊστάμενος Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης στο Β. Αιγαίο.
Έχει συγγράψει βιβλία για τη διοίκηση σχολείων, για θέματα Διδακτικής και Παιδαγωγικής ή για σχολική χρήση, λαογραφικές μελέτες, χρονογράφημα, άρθρα, ποιήματα, διηγήματα. Πραγματοποίησε επιστημονικές έρευνες.
Το αυτοβιογραφικό διήγημα του Ηλία Β. Παπαγεωργίου που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στα «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 16ο, Καλοκαίρι 2015.
Τα κούμαρα
του Ηλία Β. ΠαπαγεωργίουΉμασταν εφτά αδέρφια: τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια, εκτός από τα δύο πρωτότοκα αδέρφια που πέθαναν σε ηλικία οχτώ και τριών χρονών αντίστοιχα, από «μάτι», όπως έλεγαν. Εγώ ήμουν ο πέμπτος στη σειρά των ζωντανών. Μια εποχή, κατά το 1950, πηγαίναμε στο Δημοτικό σχολείο τέσσερα αδέρφια. Το σχολείο απείχε από το σπίτι μας περίπου μια ώρα δρόμο με τα πόδια. Επειδή κάναμε σχολείο πρωί και απόγευμα, δεν προλαβαίναμε να επιστρέφουμε το μεσημέρι στο σπίτι. Άλλωστε, αυτό ήταν άσκοπο, γιατί το μεσημέρι δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι. Ο πατέρας στα χωράφια, η μάνα με τα ζωντανά, ο μεγάλος αδερφός στη δουλειά -μάθαινε τότε μαραγκός-. Φαγητό δεν υπήρχε. Τρώγαμε μόνο το βράδυ, όταν η μάνα είχε καιρό να μαγειρέψει κάτι. Και τι να μαγειρέψει! Καμιά κουρκούτη, τίποτε γουμίδια1, κανένα φασόλι, αγριόχορτα… Και ποιος να πρωτοφάει! Δεν ήταν λίγες οι φορές που κοιμηθήκαμε νηστικά, είτε γιατί δεν υπήρχε τίποτε να φάμε είτε γιατί αργούσε να βράσει το φαΐ είτε γιατί τσακωνόμασταν ποιος θα φάει περισσότερο είτε γιατί μας μάλωναν οι μεγαλύτεροι, ιδίως ο πατέρας και ο μεγάλος αδερφός, για κάποια ζημιά που κάναμε. Όλα πληρώνονταν το βράδυ, την ώρα του φαγητού!
Έπρεπε λοιπόν να παίρνουμε μαζί μας το μεσημεριανό φαγητό. Και τι φαγητό! Ένα κομμάτι ψωμί μέσα σε μια πετσέτα δεμένη στις τέσσερις άκριες σταυρωτά. Και ενώ τα βάρη -τα όποια βάρη- τα σήκωναν οι κοπέλες, γιατί απλά ήταν κοπέλες, το «φαγητό» το μετέφερε ο μεγαλύτερος αδερφός, ο οποίος ως μεγαλύτερος πεινούσε περισσότερο, φαίνεται, ενώ εγώ ως μικρότερος πεινούσα λιγότερο, φαίνεται. Σε κάθε διάλειμμα, λοιπόν, ο αδερφός και οι αδερφές έτρωγαν το ψωμί, με αποτέλεσμα το μεσημέρι, την ώρα του φαγητού, όταν όλα τα παιδάκια από τις μακρινές περιοχές έστρωναν τα μαντηλάκια τους κάτω από τα πλατάνια και τις λεύκες που σκίαζαν την αυλή του σχολείου και έτρωγαν, εγώ έπρεπε να εξοικονομήσω τροφή, μιας και πολλές φορές ήμουν νηστικός από το προηγούμενο βράδυ, όταν μάλιστα δεν πρόφταινα να φάω τον πρωινό τραχανά που πολύ μου άρεσε.
Έφευγα λοιπόν από το σχολείο και πήγαινα μέσα σε δάση από κουμαριές, οι οποίες στο χωριό μου είναι και πολλές και καρπερές. Σε ορισμένα σημεία του δάσους είχα εντοπίσει μερικές πολύ καλές κουμαριές. Ανέβαινα πάνω, γέμιζα τις τσέπες μου κόκκινα μεγάλα κούμαρα, στρωνόμουν κάτω από τον ίσκιο τους και το παχύ στρώμα από τα σάπια φύλλα τους και έτρωγα τα κούμαρα με λαιμαργία, χωρίς να φοβάμαι πως κάποιος μεγαλύτερος θα μου τα φάει. Ήταν όλα καταδικά μου και μάλιστα μαζεμένα με τα ίδια μου τα χεράκια, την ώρα που αυτά τα χεράκια έπρεπε να γράφουν γράμματα στον πίνακα του σχολείου ή στην πλάκα. Διάλεγα συνήθως τις ξυλώδεις, ψηλές κουμαριές, ώστε να αγναντεύω μακριά, αλλά και να προφυλάσσομαι από κανένα σκύλο, αλεπού, λύκο, αφού οι τσοπάνηδες εκεί μιλούσαν για τέτοια αγρίμια, ακόμα και για αγριογούρουνα και για φαντάσματα!
Όσα κούμαρα δεν μπορούσα να τα φάω, τα έκανα σουβλάκια! Είχα πάντα μαζί μου σουγιά, από μίμηση προς τη μάνα μου που της άρεσαν οι σουγιάδες, έκοβα ίσιες βέργες από κρανιές ή πουρνάρια ή και κουμαριές και περνούσα τα κούμαρα ένα-ένα με τέχνη, μέχρι που η κάθε σούβλα μάζευε γύρω στα είκοσι μεγάλα κούμαρα. Αυτά τα σουβλάκια τα τοποθετούσα σε σκιερό μέρος και τα χρησιμοποιούσα ως δόλωμα στις παγίδες που έστηνα για τα κοτσύφια την εποχή που δεν υπήρχαν πια κούμαρα.
Όταν είχα καιρό, έφτιαχνα παγίδες. Είχα μάθει από τα μεγαλύτερα αδέρφια μου και από τη μάνα. Πολλές φορές έστηνα παγίδες στις περιοχές που πήγαινα για κούμαρα, πράγμα που ήταν ένα πρόσθετο δέλεαρ να φεύγω τα απογεύματα από το σχολείο, οπότε τα αδέρφια μου έτρωγαν όλο το ψωμί χωρίς το φόβο ότι θα τα μαρτυρήσω στον πατέρα, γιατί και εκείνα τότε θα μαρτυρούσαν ότι έφευγα από το σχολείο. Έτσι, δημιουργήθηκε ανάμεσά μας μια ισορροπία συνενοχής: εκείνοι έτρωγαν το ψωμί και ‘γω καλλιεργούσα άφοβα τα κυνηγετικά μου γούστα.
Το βραδάκι, ανεβασμένος στην πιο ψηλή κουμαριά, αγνάντευα στον απέναντι λόφο να δω τα παιδιά της γειτονιάς να γυρίζουν από το σχολείο. Ξεκινούσα τότε και ‘γω μέσα από λαγκάδια, θάμνους, πυκνά δάση και φρόντιζα να βρίσκομαι στο σπίτι την ώρα ακριβώς που θα γύριζαν και τα αδέρφια μου, έτσι ώστε να μη γίνει αντιληπτό ότι εγώ έρχομαι σε διαφορετική ώρα και από διαφορετική κατεύθυνση. Κι έτσι κυλούσαν όλα μια χαρά!
Η τακτική αυτή συνεχίστηκε για δυο σχεδόν χρόνια, μέχρι τότε δηλαδή που τα μεγαλύτερα αδέρφια μου σταμάτησαν να πηγαίνουν στο σχολείο. Ο μεν μεγάλος αδερφός γιατί τελείωσε, οι δε αδερφάδες γιατί τις σταμάτησε από το σχολείο ο πατέρας, αφού οι κοπέλες δεν χρειάζονταν γράμματα, όπως έλεγαν!
Για μια περίοδο λοιπόν πήγαινα μόνος μου στο σχολείο, οπότε έκανα μόνος μου κουμάντο στο φαγητό μου. Δεν έφευγα πια από το σχολείο, κάτι που το παρατήρησε ο δάσκαλος και με ρώτησε γιατί άλλαξα. Αναγκάστηκα να του πω την αλήθεια, γιατί δεν είναι εύκολο σε ένα μαθητή να κρύψει την αλήθεια από το δάσκαλο. Εκείνος με τη σειρά του το είπε στον πατέρα, ο οποίος κάθε Κυριακή πήγαινε στο χωριό και μας έφερνε νέα.
Μια Κυριακή βράδυ λοιπόν ο πατέρας ήρθε σκεπτικός και προβληματισμένος. Δεν πολυμιλούσε. Έβγαλε τα καλά του ρούχα, τα κρέμασε μόνος του, φόρεσε τα πρόχειρα. Έκατσε σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι, έβγαλε τη δερμάτινη καπνοσακούλα, έβγαλε ένα ροζ τσιγαρόχαρτο, έστριψε ένα τσιγάρο, το άναψε σε ένα κάρβουνο, σήκωσε ερευνητικά τα μάτια, μας κοίταξε ένα γύρο, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, έβγαλε τον καπνό από το στόμα και τη μύτη και είπε:
– Κατσίτι κάτ’ ούλ’2.
Η μάνα, που δεν άκουγε από νηπιακή ηλικία, ασχολούνταν με το μπάλωμα ενός παντελονιού. Τη φώναξε με ένα «Μμμμ…», χοντραίνοντας τη φωνή του, γιατί άκουγε τέτοιους ήχους, όπως π.χ. τον ήχο των αεροπλάνων, και της έκανε νόημα να καθίσει.
– Τι θέλς, μάστα3 γλήγουρα, γιατί νύχτουσι κι έχου δλειά, είπε η μάνα κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στο στόμα, γιατί έτσι μπορούσε να καταλάβει τι λέει ο συνομιλητής.
– Ηύρα του δάσκαλου κι μού ‘πι κακά μαντάτα4 για του πιδί.
– Ποιο πιδί μουλουγάς5, τι έκαμι; Ρώτησε ανήσυχη η μάνα κοιτάζοντάς με λοξά και καχύποπτα.
– Να, του Λία, και κούνησε τα χέρια προς το μέρος μου.
– Τι έκαμις, πιδί μ’, με ρώτησε με αγωνία η μάνα.
Εγώ ήμουν ήδη ξαφνιασμένος, αλλά πιο πολύ ήμουν περίεργος να μάθω τη γνώμη του δασκάλου για μένα, κάτι που για πρώτη φορά συνέβαινε στη ζωή μου!
Και πριν εγώ απαντήσω, ο πατέρας της λέει:
– Δεν έκαμι τίπουτα του πιδί. Ου δάσκαλους μού ‘πι να τρώει του πιδί, γιατί είνι αδύνατου κι δεν τα παίρν’ τα γράμματα. Όπως οι ρουκές6 χρειγιάζουντι κουπριγιά7 να το πάρουν απάν’ τς, έτσι κι του πιδί θέλ’ φαΐ, είπι ου δάσκαλους. Και απευθυνόμενος σε μένα:
– Γιατί, ουρέ, δε μας είπις ότ’ έφυβγις απ’ του σκουλειό κι πάινις στς παΐδις8 κι στα κούμαρα;
– Τι να ‘κανα, είπα εγώ, αφού οι άλλ’ ήταν μιγαλύτιρ’ κι του ψουμί λίγου.
Οι γονείς κοιτάχτηκαν χωρίς να αλλάξουν κουβέντα. Ο πατέρας τράβηξε την τελευταία ρουφηξιά του στριφτού τσιγάρου και, αφού πέταξε τη γόπα στη φωτιά, με κοίταξε κατάματα και με ρώτησε με αποφασιστικότητα:
– Σ’αρέσουν τα γράμματα, ουρέ, Λία;
– Ε… καλά είνι, απάντησα, γιατί κατάλαβα πως η ερώτηση είχε σχέση με κάτι που είπε ο δάσκαλος.
– Ου δάσκαλους μού ‘πι ότ’ ισύ πρέπ’ να μάθς γράμματα, συνέχισε ο πατέρας με κρυφή περηφάνεια. Ισύ είσι αδύνατους κι δεν μπουρείς να δλέψς στα χουράφια ούτι να πας στα βνα μι τα πρόβατα.
Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα ότι θα μπορούσα να μάθω γράμματα και να φύγω από τα κούμαρα, τις παγίδες, την πείνα. Και ήταν η πρώτη φορά που συμπάθησα αυτόν το δάσκαλο που ήταν πολύ αυστηρός και μας κοκκίνιζε τις τρυφερές παλάμες με ραβδιές με κράνινη βέργα που εμείς τη φέρναμε γι’ αυτό το σκοπό!
– Ε… αφού του ’πι ου δάσκαλους…αυτός ξέρ’, απάντησα εγώ, ενώ μέσα μου ένιωθα ήδη διαφορετικός: δυνατός, περήφανος, γεμάτος αυτοπεποίθηση, έτοιμος για πολύ διάβασμα και επιτυχίες. Από την άλλη κιόλας ημέρα θα άρχιζα σκληρό διάβασμα.
Η μάνα που δεν είχε καταλάβει περί τίνος πρόκειται με ρώτησε:
– Τι είπι κι δε γκατάλαβα9;
– Θα πάου στου Γυμνάσιου, μάνα, της είπα.
– Πού θα βριθούν τα λιπτά, πιδάκι μ’; Μουρμούρισε, χωρίς να περιμένει απάντηση, και τράβηξε κατά την κουζίνα.
Έπεσε βουβαμάρα ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα.
«Αύριο θα πάω σχολείο ή στα κούμαρα;», σκέφτηκα, και γεμάτος αμηχανία ανακάτεψα τα ξύλα στο τζάκι με τη μασιά, σαν να ήθελα να κάψω τον πόνο μου.
1.γουμίδια: φαγητό με κρεμμύδια, λάπατα και λίγο ρύζι ή καλαμποκίσιο αλεύρι
2.κατσίτι κάτ’ ούλ’: καθίστε κάτω όλοι
3.μάστα: πες τα περιληπτικά
4.μου ‘πι μαντάτα: μου έδωσε πληροφορίες
5.μουλουγάς: εννοείς
6.ρουκιές: καλαμποκιές
7.κουπριγιά: κοπριά
8.πάινις στα παίδις: πήγαινες στις παγίδες
9.δε γκατάλαβα: δεν κατάλαβα
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.