Το διήγημα της Πέμπτης: «Τα παπούτσια» της Μαριάννας Τζιαντζή
Ζήτω τα παπούτσια με τα σημάδια του καπνού και της ανταρσίας, με τη βουή του δρόμου και της σειρήνας που καλεί μα ποτέ δε σχολάει, τα παπούτσια των χαλυβουργείων, της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, των τενεκετζίδικων, των λαστιχάδικων, αυτής της χαϊδεμένης, της ακατάδεχτης εργατικής τάξης των ονείρων μας.
Η Μαριάννα Τζιαντζή γεννήθηκε το 1953 στην Πάτρα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ. Χρονογραφήματα και άρθρα της έχουν δημοσιευθεί στο Πριν (1990 έως σήμερα), στην Καθημερινή (2000-2011), καθώς και σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Από το Φεβρουάριο του 2016 γράφει στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει η συλλογή διηγημάτων της «Την άλλη φορά, Μαργαρίτα» (1983), «Το αηδόνι του τρένου και άλλες ιστορίες» (2020) και τα μυθιστορήματα «Παπούτσια για πέταμα» (1990) και «Αντίο στις αυλές των θαυμάτων» (2016).
«Τα παπούτσια» δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Πολιτιστική» τον Ιούνη του 1984.
Τα παπούτσια
της Μαριάννας Τζιαντζή…………………………………………………………………………………………………………………
Γιατί τα παπούτσια είναι στ’ αλήθεια δυο λογιών, αυτά της ζωής που φαίνεται, αλλά και της άλλης που πάντα δε φαίνεται, όμως υπάρχει, αναστενάζει, ξεσηκώνεται. Δεν είναι μόνο το γυάλινο γοβάκι της ορφανής, το σανδάλι που το πήρε το ποτάμι, τα στιβάνια του Τσακιτζή κι εκείνα τα εξαίσια της χήρας παπαδιάς. Είναι και τα παπούτσια των παραμυθιών του καιρού μας, των βρώμικων λεωφορείων, του ποτισμένου νικοτίνη καφενείου, της θάλασσας που δεν παίρνει τα φαρμάκια κάτω. Τα παπούτσια του Τζέιμς Μποντ που ζει και βασιλεύει, τα παπούτσια των γενναίων μονομάχων που βιγλίζουν στα οδοφράγματα, τα παπούτσια που βροντούν στα Χειμερινά Ανάκτορα και σύννεφο σηκώνεται η σκόνη ως εδώ, τα παπούτσια των αμετανόητων παλικαριών, των ποιητών που δεν έγραψαν ποτέ τους ένα στίχο, είναι τα παπούτσια του αγαπημένου μου.
Αυτά πού γράφουν την έξοχη τρίπλα, που αιφνιδιάζουν τον αντίπαλο, που λες ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΕ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ (η ΑΕΚ, ποτέ ο ΟΦΗ) ή τ’ άλλα, που τινάζονται πάνω από τη γερασμένη ήπειρο και σκάνε στις γυάλινες Βρυξέλλες μαζί με κατάρες και δάκρυα.
…………………………………………………………………………………………………………………
Καιρός να τελειώνουμε με τη νοσταλγία. Καιρός να κάψουμε όλα τα τετράδια, τα ημερολόγια, τα νεανικά στιχάκια, τα ενθυμήματα μιας περασμένης δόξας και μιας ψεύτρας αθωότητας. Καιρός να πάρουμε ξανά τους δρόμους.
Στην μπάντα, λοιπόν, το ψωμί με τη ζάχαρη, η υπόγεια ταβέρνα, ο αντάρτης θείος και τα γράμματα από τη Γερμανία.
– Οι αναμνήσεις του (άλλοτε) ξυπόλητου πατέρα.
– Τα μουσκεμένα στη βροχή παπούτσια του αγαπημένου.
– Τα δάκρυα, τα υπερκόσμια νυχτερινά τηλεφωνήματα, οι ονειροκρίτες, και όλα τα νεοκλασικά λείψανα μιας αρχοντιάς που ποτέ δεν ήτανε δική μας.
– Τα κορίτσια που ερωτεύονται ηθοποιούς, τα τάματα των αγίων και οι καταυλισμοί.
– Κι αυτές οι χτεσινές συνελεύσεις, οι απαρτίες, οι εισηγήσεις, ο συνδικαλιστής με το τριμμένο περιβραχιόνιο, η ντουντούκα που το μυαλό της σάλεψε απ’ τα χρόνια.
– Οι προκηρύξεις στα φυλλοκάρδια του παλτού, η μεθυστική ευωδιά της νωπής μελάνης.
– Οι ανταύγειες της διαδήλωσης στον ουρανό, αυτά που αγαπήσαμε να γίνουν όλα πάχνη.
Πάχνη, επειδή είμαστε πολύ νέοι για να πούμε κάναμε κι εκείνα τα αυτάρεσκα παπούτσια με το χαμόγελο του βετεράνου δεν πάνε μακριά. Μονάχα αυτό που γίνεται μετράει.
Καιρός να τελειώνουμε με τούτη τη φάρσα, αυτή την άθλια παραλλαγή του παλιού παραμυθιού – για το παλικάρι που βρέθηκε στο παλάτι με τις σαράντα πόρτες, η καθεμιά ν’ ανοίγει σ’ άλλη σάλα, σε άλλο κήπο, θόλοι ψηλοί, πατώματα στρωμένα ζαφορά, παντού λαούτα και αρώματα, η κεφαλή γερμένη στα στήθια πανώριων κοριτσιών. «Φάε, πίνε και ευφραίνου», του είπαν, «μόνο εκείνη τη στερνή, τη μοιραία πορτούλα να μην ανοίξεις, γιατί όλα θα τα χάσεις, μονόφθαλμος δερβίσης θα καταντήσεις», όπως και έγινε.
Με τη διαφορά πως το παλάτι σήμερα δεν είναι πια παλάτι (ας γυαλίζει για τέτοιο όταν σκεφτόμαστε τα χρόνια που τα παπούτσια έμπαζαν νερά), και δεν τρώμε και δεν πίνουμε και ας νομίζουμε πως έχουμε χορτάσει. Γύρω μας γιγαντώνεται ένας πελώριος μηχανισμός παραπλάνησης, μια φτώχεια όλο φτιασίδια, πως τάχα λίγα ψίχουλα απ’ τη μεγάλη κληρονομιά της ανθρωπότητας φέρνει ο άνεμος και στη δική μας την αυλή. Γιατί το μόνο που μας έχει απομείνει είναι η κραυγή ΠΟΥΛΗΜΕΝΟΙ, κι αυτή από Κυριακή σε Κυριακή.
Γιατί ο έρωτας δεν είναι πια έρωτας, και το κρασί δεν είναι πια κρασί, όσο για τα ψάρια, έγιναν τώρα άπιαστα και αχειροποίητα και ας πληθαίνουν τα μπισκότα, τ’ αρωματικά σαπούνια κι οι σάλτσες οι πολύχρωμες στα συνοικιακά παντοπωλεία. (Μονάχα η ορφανή Αντιγόνη, σκαστή από τις παιδουπόλεις, αρπάζει ένα αρνίσιο κεφαλάκι απ’ το τσιγκέλι. Ύστερα γίνεται άφαντη· το αίμα του ζώου να στάζει πίσω στο ’50 και ξανά στο ’80).
Όλα, ή περίπου όλα, επιτρέπονται σε τούτο το τσαντήρι, ναι, αγαπηθείτε, κουβεντιάστε με τα γλυκά καλαμπαλίκια σας, χαρίστε τους τρυφερά υποκοριστικά, όμως αυτό το στρατηγό του ΝΑΤΟ να μην τον δείτε στον ύπνο σας ξεβράκωτο. Βεβαίως, με το κράτος μαζί, σύσσωμοι να κλάψουμε τον Τσιτσάνη και, γιατί όχι; «Γειά σου Μάρκο! Γειά σου Βασίλη!», αλλά να ψιθυρίσουμε αυτός και όχι Κώστας Καραμανλής ή Τριανταφυλλίδης. Το βλέμμα μας να μη βασκάνει τα σιδερόφραχτα, ποτέ πια ρόδινα ακρογιάλια. Στο μεταξύ ας αγαπήσουμε με πάθος την ειρήνη, ποτέ δε βλάφτει, και άσε μερικά πτώματα να διεκπεραιωθούν δια της νομίμου οδού. Ξεχάστε την Ελλάδα που τάχα με το δίσκο της επαιτείας γύριζε ξυπόλητη, τώρα η διεθνής κεφαλαιαγορά μάς σέβεται και οι μικρούλες χώρες έχουνε μεγάλο λόγο, λένε οι σοσιαλιστές του Νότου και τα ραδίκια ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Τώρα η νέα γενιά μορφώνεται, γυμνάζεται και παραγωγικά συνεταιρίζεται, τα ποδαράκια της πατάνε σταθερά στα πενταετή προγράμματα, μ’ αντίντας δίχως τρύπες. Μύρισε το άνθος του αγροτοτουρισμού, αγάπη μου, ο φασισμός που λέγαμε είναι τόσο μακριά.
Ωστόσο ο χρόνος είναι λίγος, μας μένει τόσο λίγος καιρός, κι ο νέος όροφος που λέγαμε να σηκώσουμε θα μείνει στα χαρτιά, γιαπί η αγάπη μας, μετέωρα μαδέρια και ξεφούσκωτα σακιά τσιμέντο, ανέστιοι θα καταντήσουμε ή, καλύτερα θα ξεσπιτωθούμε, μια που κάτι τέτοιο μας αξίζει.
Κι όμως τη μοιραία, τη στερνή την πόρτα θα την ανοίξουμε, δε γίνεται αλλιώς, γιατί από καιρό τα ’χουμε χάσει όλα. Γι’ αυτό:
Ζήτω τα παπούτσια με τα σημάδια του καπνού και της ανταρσίας, με τη βουή του δρόμου και της σειρήνας που καλεί μα ποτέ δε σχολάει, τα παπούτσια των χαλυβουργείων, της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, των τενεκετζίδικων, των λαστιχάδικων, αυτής της χαϊδεμένης, της ακατάδεχτης εργατικής τάξης των ονείρων μας. Αυτό το μουντζουρωμένο, όχι γαλανόλευκο, βαρκάκι που παίζει στο κύμα, με λέξεις καταδικές του, ρεκτιφιέ και κατερπίλαρ, μπουλόνια και μοτέρια και έλα όπως είσαι.
Ζήτω τα παιδικά παπουτσάκια με τις δύο μητρικές ψαλιδιές μπροστά, ζήτω τα ίχνη της παραμορφωτικής αρθρίτιδας, ζήτω τα παπούτσια του ντάτσουν που γίνεται αεροπλάνο, ζήτω το μυτερό ναζιάρικο σκαρπίνι του γερασμένου λαϊκού τραγουδιστή.
Όχι στα παπούτσια του Καραμανλή που μυρίζουν ακριβό πετσί ζώου. Όχι στα παπούτσια των πλούσιων, ελάτε, βαδίστε ξυπόλητοι, αν τολμάτε. Μεσαιωνικά παπούτσια βασανιστηρίων, παπούτσια φίδια, παπούτσια ερπετά για τον Ρήγκαν, τον Σμιτ, τον Σοάρες, τον Σαντάτ – ας αγιάσουν τα χεράκια του χριστιανού που πάτησε τη σκανδάλη, γιατί πραγματικά ο Αλλάχ είναι μεγάλος.
Ζήτω τα παπούτσια των εκτελεσμένων, των απαγχονισμένων, των εξόριστων, των εκπαραθυρωθέντων, των Ομάδων Δημοκρατών Ενόπλων Καταδιωκομένων, όλων των αποδεκατισμένων στρατιών με τις κουρελιασμένες τους σημαίες. Ζήτω τα παπούτσια των μυστικών πρακτόρων του Βορά, των σκοτεινών, αδέξιων Βουλγάρων, με τις αθάνατες καταπακτές όπου σωριάζονται τα κρατικά μυστικά, τα στόμια που χύνουν φαρμάκι, τις θήκες που τινάζουν λάμες, στιλέτα και ξιφολόγχες.
Όχι στα παπούτσια του προοδευτικού αστού, του μεγαλόψυχου, του πατριώτη που βλέπει μακριά κι ελπίζει ο κομπλεξικός. Τη γνωστή θηλιά δεν την εξαγοράζει μ’ όλου του κόσμου τα στιχάκια.
Ζήτω τα παπούτσια του εξεγερμένου και της πρώτης μου αγάπης κι ας προδώσουν μετά, αλλά
Κάτω τα παπούτσια του προδότη κι ας ήταν μια ζωή αγωνιστής.
Όχι, χίλιες φορές όχι στα παπούτσια εκείνου που πάτησε πρώτος το φεγγάρι, ακριβώς επειδή ήταν Αμερικάνος.
Ζήτω τα παπούτσια του Τζακ Λόντον και του Θέμου Κορνάρου – το κασελάκι του με τα τσιγάρα πάντα θα φέγγει σαν περνάμε απ’ την πλατεία Βικτωρίας.
Όχι στα παπούτσια του χαμένου ανθυπολοχαγού, του ωραίου λοχαγού ή και του σκέτου φασίστα λοχαγού, αλλά
ζήτω τα παπούτσια του Σεβάχ του Θαλασσινού και ζήτω οι αρβύλες του φαντάρου που βγαίνει στην αναφορά, που τρώει φυλακή και στέρηση εξόδου, που τρέχει για την έκτρωση της άπιστης αρραβωνιαστικιάς, για την εγχείριση κάποιου πατέρα, τρίτη θέση στο Ιπποκράτειο.
Ζήτω τα παπούτσια των ναυτεργατών, της ΠΕΜΕΝ και της Ένωσης Ναυτών, με τη μυρωδιά του γράσου και του ατμού, ποτέ του ανοιχτού πελάγους, τα μόνα που ούρλιαζαν εκείνο το ασάλευτο καλοκαίρι. Αλλά και βέβαια όχι στα παπούτσια των συνομιλητών και των συμβούλων, όχι στα παπούτσια των μπάτσων με τα οπλοπολυβόλα και όχι στα παπούτσια του καλοζωισμένου υπουργού που πληρώνει τους μπάτσους, όχι στα παπούτσια αυτού του λεβέντη που ό,τι χορεύει, ό,τι τραγουδά, ό,τι αγγίζει το εξευτελίζει.
Ζήτω τα παπούτσια των γερασμένων ποδοσφαιριστών της Γ’ Εθνικής. (Κι ας άνοιξαν κάποιο μαγαζάκι, τέτοιους θρύλους όλους τους συγχωράμε).
Όχι στα παπούτσια της Εθνικής Ελλάδας και των Πολωνών προπονητών της. Ζήτω τα παπούτσια του Ψίχου, του Καμπόλη, του Γκαβέτσου κι εκείνα που φορούσαν το λιονταράκι ο Ξανθόπουλος, ο Νεμπίδης, ο Πανάκης, ο Κουλός, ο Θεοφάνης – ο γλυκύτατος Λώρης.
Και ζήτω τα παπούτσια του Ούζου, του Αλανιάρη, του πάνσοφου Γκαβούλη, της Πατάτως, του Ταξίαρχου και του Θεμιστοκλή, της Κούλας της Πλανιδούς.
Ζήτω τα παπούτσια αυτών που ονειροπαίρνονται, που πρωτοπορεύονται, που αναστατώνονται και όλο χάνουν την ψυχραιμία τους, που νομίζουν πως κάτι κάνουν ή κάτι σπουδαίο θα κάνουν. Που όλο λένε «να είμαστε ρεαλιστές, να είμαστε σκληροί» κι ας λιώνουνε για ένα της σημάδι, της ακατάδεχτης!
–Εικόνα: Έργο του Γιώργου Φαρσακίδη
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.