Το διήγημα της Πέμπτης: «Ταράτσεν πάρτι» του Δημήτρη Ψαθά
Ίσα-ίσα, που η πραγματικότητα σήμερα, 4 Δεκεμβρίου του έτους 1944, τρέχει πολύ γρηγορότερα κι’ εγγίζει περιοχές όπου η φαντασία μου στέκεται μουδιασμένη. Δέκα ντουφέκια, ένα πολυβόλο, μια κάσα πυρομαχικά κι ένα καλάθι με χειροβομβίδες είναι οι επισκέπτες μου που τους καλωσορίζω με παγωμένα μειδιάματα.
Δημοσιογράφος, σπουδαίος ευθυμογράφος και χρονογράφος, πολυγραφότατος και – ίσως ο πιο – πολυπαιγμένος κωμωδιογράφος, με το έργο του να γνωρίζει πολλές εκδόσεις, ο Δημήτρης Ψαθάς γεννήθηκε στις 21 του Οκτώβρη 1907 και έφυγε από τη ζωή στις 13 του Νοέμβρη 1979.
Ως θεατρικός συγγραφέας ασχολήθηκε με την κωμωδία ηθών, ιδεών και με τη φάρσα, και αντλούσε τα θέματά του από τη σύγχρονη αθηναϊκή ζωή. Από τα πιο γνωστά έργα του: «Μαντάμ Σουσού», «Ο εαυτούλης μου», «Φον Δημητράκης», «Το στραβόξυλο», «Ζητείται Ψεύτης», «Μικροί Φαρισαίοι», «Ένας βλάκας και μισός», «Χαρτοπαίχτρα», «Ξύπνα Βασίλη».
Στο κείμενο που ακολουθεί (το βρήκαμε εδώ) αναπτύσσεται από το συγγραφέα με τρόπο μοναδικό μια σκηνή από τη μάχη του λαού της Αθήνας ενάντια στους Άγγλους ιμπεριαλιστές, τον Δεκέμβρη του 1944.
Ταράτσεν πάρτι
του Δημήτρη ΨαθάΗ μέρα είναι λαμπρή. Κάτω απ’ το σπίτι μου συμβαίνουν πράγματα περίεργα. Στέκομαι στο παράθυρο και βλέπω πολλά παιδιά με όπλα κι έναν που φαίνεται να είναι αρχηγός τους να τους λέει:
– Ακούστε συναγωνιστές. Εσείς θα ακροβολιστείτε εδώ. Εσείς οι άλλοι θ’ ακροβολιστείτε εκεί. Εσείς οι δέκα πιάστε αμέσως εκείνη την ταράτσα. Αν οι Εγγλέζοι δεν χτυπήσουν, δεν θα ρίξετε. Αν σας χτυπήσουν, βαράτε στο ψαχνό. Μπρος! Πάρτε πυρομαχικά!
Ένα αυτοκίνητο έφτασε κάτω απ’ το μπαλκόνι μου κι αδειάζει κάσσες πυρομαχικά. Εν τάξει. Ο αρχηγός δείχνει με το δάχτυλό του την δική μου την ταράτσα κι εξηγεί στα παιδιά πώς πρέπει να ταμπουρωθούν. Βλέπω που τον ακούνε και παίρνουν πυρομαχικά. Αρχίζω να μην αισθάνομαι καλά γιατί απ’ όσα αντιλαμβάνομαι πρόκειται να συμβούν τα εξής ευχάριστα: Σε πέντε λεπτά θα έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου μια ομάδα με ντουφέκια, μ’ ένα πολυβόλο και άλλα ανάλογα. Ο Θεός είχε την καλοσύνη να με πλουτίσει με φαντασία που αστραπιαία αρχίζει να καλπάζει στα ωραία γεγονότα που σίγουρα θ’ ακολουθήσουν. Επάνω στην ταράτσα μου το πολυβόλο των ελασιτών. Απέναντι στον δρόμο το τανκ των Εγγλέζων. Θα κελαηδά το πολυβόλο απ’ την ταράτσα και θ’ απαντά το τανκ από τον δρόμο. Ανάμεσα, λοιπόν, σ’ αυτόν τον συναρπαστικό διάλογο θα είμαι εγώ ο ευτυχής ακροατής ν’ απολαμβάνω και να χαίρομαι. Βροντά η πόρτα.
– Ποιος είναι;
– Άνοιξε, συναγωνιστής.
– Αμέσως.
Τσακίζομαι ν’ ανοίξω και βλέπω μ’ ευχαρίστηση ότι η φαντασία μου και η πραγματικότητα είναι δύο πράματα που δεν υπερβάλλουνε πολύ το ένα τ’ άλλο. Ίσα-ίσα, που η πραγματικότητα σήμερα, 4 Δεκεμβρίου του έτους 1944, τρέχει πολύ γρηγορότερα κι’ εγγίζει περιοχές όπου η φαντασία μου στέκεται μουδιασμένη. Δέκα ντουφέκια, ένα πολυβόλο, μια κάσα πυρομαχικά κι ένα καλάθι με χειροβομβίδες είναι οι επισκέπτες μου που τους καλωσορίζω με παγωμένα μειδιάματα.
– Από πού πάνε στην ταράτσα, συναγωνιστή;
– Από δω, συναγωνιστή.
– Ποιος κάθεται στο σπίτι, συναγωνιστή;
Στο σπίτι κάθομαι εγώ και η ευτυχισμένη οικογένειά μου που εσχημάτισε απορημένο ημικύκλιο από πίσω μου και παρακολουθά με ζωηρό ενδιαφέρον. Οπλίζομαι μ’ όλο το απόθεμα της ευγένειας που ήταν δυνατό να διαθέτω και ρωτώ τα ντουφέκια μήπως τυχόν καμμιά γειτονική ταράτσα θα τους εβόλευε καλύτερα. Γι’ απάντηση ακούγονται γκραγκ και γκρουγκ τα βήματα των συναγωνιστών που ανεβαίνουν την εσωτερική σκάλα του σπιτιού προς την ταράτσα. Σωπαίνω αξιοπρεπώς και παρακολουθώ. Νάτην που ανέβαινε κι η κάσσα με τα πυρομαχικά. Νάτο που ανεβαίνει και το καλάθι με τις χειροβομβίδες. Δεν μένει τίποτε άλλο για να ολοκληρώσει την ευτυχία μου παρά το τανκ ναρθεί απέναντι και να αρχίσει η συναρπαστική στιχομυθία. Ωραία. Πάντως όλα αυτά δεν βοηθούν καθόλου να μου στρώσουν το κέφι που δεν νοιώθω να βρίσκεται σε ανθηρή κατάσταση.
Η λατρευτή μου σύζυγος έχει αποκτήσει μια συμπαθητική χλωμάδα που της δίνει στο πρόσωπο μια απέραντη ευγένεια. Την θαυμάζω. Αλλά κι εκείνη φαίνεται έχει σοβαρούς λόγους να με θαυμάζει περισσότερο.
– Μου φαίνεσαι λίγο χλωμός.
– Περίεργο!
– Τι πρόκειται να γίνει τώρα;
– Τώρα, αγαπητή μου, αν αντιλαμβάνομαι καλά θα γίνουν μέσα στο σπίτι μας πράματα σπουδαία. Κατά πάσαν πιθανότητα, θα έχομε επισκέπτες που μπαίνουν απ’ τους τοίχους.
– Πώς δηλαδή;
– Τους τρυπάνε λιγάκι απρεπώς.
– Τι θέλεις να πεις;
– Θέλω να πω ότι οι επισκέπτες αυτοί στην αντικειμενική γλώσσα λέγονται οβίδες. Στην υποκειμενική όμως γλώσσα των ανθρώπων λέγονται λαχτάρα. Αν μείνομε στα μπροστινά δωμάτια, δεν θα προφτάσουμε να τους δεχτούμε, γιατί θ’ αναληφθούμε κι’ οι δυο μας στους ουρανούς. Αν πάμε στα παραπίσω δωμάτια, δεν είναι καθόλου απίθανο να επιμείνουν να φτάσουν ως εκεί. Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανότητα. Να βάλουν κάτω απ’ την ευτυχισμένη στέγη μας ένα ωραίο πράμα που το λένε δυναμίτιδα. Τότε εγώ και εσύ, λατρευτή μου, δεν θα έχουμε την τύχη να παρακολουθήσουμε αυτό το αναπάντεχο ελληνοαγγλικό ματς που παρακολουθά τούτη τη στιγμή ολόκληρη η οικουμένη.
– Και τι θα γίνει λοιπόν;
– Εσύ τι λες να γίνει;
– Είσαι ο αρχηγός της οικογένειας. Περιμένω τις αποφάσεις σου. Πάντως χωρίς να θέλω το παράπαν να σε θίξω, νομίζω πως δεν είσαι ενθουσιασμένος απ’ την όλη κατάσταση καθώς διαμορφώθηκε. Δύο λύσεις υπάρχουν. Πρώτον, αν θέλεις ν’ ανέβης στην ταράτσα, να πάρεις κι εσύ κανένα όπλο. Αν δεν το προτιμάς αυτό, τότε πρέπει να άρεις τον κράββατόν μας και να φύγουμε απ’ το σπίτι μας το γρηγορότερο.
Η λατρευτή μου σύζυγος μου έθεσε το πρόβλημα πολύ ρεαλιστικά, όπως το απαιτούσε η στιγμή. Το όπλο ή τον κράββατον. Ανασκαλεύω τις αναμνήσεις μου να δω μήπως τυχόν ποτέ το όπλο περιλαμβανόταν στον κύκλο των αδυναμιών μου. Όχι μονάχα δεν το βρίσκω αλλά και νοιώθω ένα ελαφρό ρίγος να διατρέχει το κορμί μου, που προσπαθώ να κρύψω για λόγους ευνόητης αξιοπρέπειας. Άξαφνα απ’ την ταράτσα μου ακούεται τραγούδι:
Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα
το δίκιο και τη λευτεριά!…Τεντώνω το αυτί. Τραγουδάνε! Υπολογίζω ότι ο θάνατος μπορεί να βρίσκεται στον δρόμο και με πιάνει μια ακατάσχετη βιασύνη.
– Τον κράββατον, λατρευτή μου!
– Μπρος, λοιπόν.
– Να σου εξηγήσω το γιατί.
– Περιττό, αγαπητέ μου.
Τόχω παράπονο από την λατρευτήν μου σύζυγο ότι ποτέ δεν μου επέτρεψε να της εξηγήσω γιατί την μεγάλην εκείνη ώρα κατέληξα σ’ αυτές τις αποφάσεις. Το ν’ αρπάω ένα ντουφέκι και να χτυπηθώ με την αγγλική αυτοκρατορία μού φάνηκε τόσο τερατώδες εκείνη τη στιγμή, ώστε θάπρεπε να κάτσω έναν αιώνα να το συζητώ για να το χωνέψω απλώς. Καθώς κατέβαινα τις σκάλες του σπιτιού μου, βλέπω ένα παιδί ξυπόλητο, είκοσι ετών, ν’ ανεβαίνει πηδώντας μ’ ένα κουμπουροντούφεκο στο χέρι.
– Πούθε πάνε στην ταράτσα, συναγωνιστή;
– Από δω, συναγωνιστή.
– Ευχαριστώ πολύ.
Κι’ ανεβαίνει την ανεμόσκαλα σφυρώντας «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα».
Πολλές φορές έκατσα και σκέφτηκα επάνω στον Δεκέμβρη αν ήταν ένα σφάλμα, όμως ποτέ δεν μπόρεσα να καταλήξω σε συμπέρασμα. Κάθε φορά που το επιχειρώ θυμάμαι το ήρεμο χαμόγελο τούτου του παιδιού που ανέβαινε σφυρίζοντας επάνω στην ταράτσα του σπιτιού μου, μ’ ένα κουμπουροντούφεκο να χτυπηθεί με την βρετανική αυτοκρατορία. Κι’ όλες τις λογικές μου σκέψεις τις παρασύρει και τις καταπλημμυρά ο θαυμασμός.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.