Το διήγημα της Πέμπτης: «Θαμπή ιστορία για το αντάρτικο» του Κωστή Λουκόπουλου
Έλεγε συχνά: «Γνωρίζω καλά, πως είμαι πολύ γριά για ν’ αλλάξω». Κι έπειτα σφίγγοντας τα μικρά κοκάλινα γυαλάκια της: «Είμαι και πολύ μόνη μου».
Άντεξε το βάρος του πάνω στο κορμί της δυο χιλιάδες χρόνια, όσες και οι άσπρες τρίχες στο κεφάλι της. Άφησε τα μάτια της πάνω στις στάχτες λευκά, να κραδαίνονται σαν το χαλαζία. Κείνο το γαλάζιο που την έδενε με τα φύκια ήταν μια ανάμνηση πίκρας, που μπορούσε ν’ αναστηθεί από τους τάφους σαν τον Λάζαρο ή και χειρότερα. Το ’ξερε αυτό όπως ήξερε και τη ζωή της απ’ όλες τις πλευρές, όπως ενωνόταν με τους συντρόφους για να ξελαρυγγιαστεί στο συλλαλητήριο, όπως έκανε έρωτα μονάχη της με τον γκρίζο εαυτό της κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Είχε μια χαρακιά στο μάγουλο από μαχαιριά ή κάτι τέτοιο, κανείς δε θα μπορούσε να πει με σιγουριά, το σίγουρο ήταν πως την πόναγε πολύ τα χινόπωρα, τόσο που δάγκανε τα χείλη της από τον πόνο και τα μάτωνε. Έλεγε συχνά: «Γνωρίζω καλά, πως είμαι πολύ γριά για ν’ αλλάξω». Κι έπειτα σφίγγοντας τα μικρά κοκάλινα γυαλάκια της:
«Είμαι και πολύ μόνη μου».
Τις μαγιάτικες νύχτες στη βεράντα, με το παμπάλαιο σμυρνέικο πιάνο του πατέρα της, Μπραμς, Σούμπερτ, Λιστ, άλλωστε δε θυμότανε πια τον Μπαχ, «Αυτά είναι για σας», συνήθιζε να λέει, κι ύστερα καθόταν στο γραμμόφωνο κι άκουγε το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, αυτήν τη διάθεση της παθητικότητας στο θάνατο, αυτό ήταν, όλη της η ζωή ήταν ένα ρέκβιεμ.
Ήταν ειδικά εκείνος που την πόναγε, έτσι όπως πονάει ο έρωτας και μόνο, μια ιστορία κλεισμένη στα ερμάρια εβένινων γραφείων με κόκκινη τσόχα, σε κίτρινα γράμματα με λεκέδες από κλάμα, «Δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτόν το βόρβορο, με τις σπασμένες κούκλες, τις ροζ γιρλάντες και τα νεκρά μωρά», ούρλιαζε σαν την έβλεπα στον ύπνο μου.
Τούτο συνέβαινε συχνά. Ερχότανε μέσα από δαιδαλώδεις σήραγγες και τριγμούς ξεχασμένων κάρων, ντυμένη στις αστραφτερές ποπλίνες της όπου χυνόταν το μπαμπάκι των μαλλιών της, εκεί όπου ερωτευόμουνα ξανά τις παλιές μου αγάπες, και χαμογέλαγε. Ήταν σαν μια κακότροπη και ζηλιάρα- μητέρα που φόρτιζε τα παιδιά της με τον πόνο της. Άγγιζε το κορμί μου μ’ έναν παγωμένο αέρα, που θύμιζε κρυστάλλινα νερά, ή το χιόνι απ’ όταν ήτανε στ’ αντάρτικο. Έφερνε μαζί της το θάνατο, έτσι όπως ορίζεται στα καλογερικά βιβλία του μεσαίωνα για τις μάγισσες και τα ξωτικά, ένα θάνατο τόσο μαύρο που δεν ήταν καν το τέλος μιας ζωής, δεν ήταν καν μια λογική συνέχεια, παρά μια κόκκινη χαρακιά στο δεξί της μάγουλο, ένα ξεπαγιασμένο από το κρύο βρέφος στην αγκαλιά ενός βράχου.
Τη λυπόμουνα, μα και τη μισούσα, επειδή σκοτείνιαζε πιότερο τη νύχτα μου, επειδή έπαιρνε την Αγράμπελη, την Ερμίνα, τη συντρόφισσα Λένοτσκα, κι άφηνε στην πολυθρόνα τους την παγωνιά.
Δεν μπορούσα φυσικά να ’μαι κακός μαζί της. Ποτέ δεν την ξύπνησα για να την στείλω σ’ εκείνη την κρεβατοκάμαρα με τα βαριά σκεπάσματα και το μαύρο μεταλλικό σκελετό. Ντρεπόμουνα να της θυμίζω πως ήταν άλλοι που κοιμόνταν τώρα δα σ’ αχυρένια στρώματα ή στο βρεμένο χώμα σε πολλά μέρη της γης, πλάι σε κορμιά ζώων σε αποσύνθεση και σ’ εξοντωτική παγωνιά και υγρασία. Την άφηνα να πλανάται και να περιπλανάται σαν Ερινύα, δεν της μιλούσα για τον Πετράκη της, ούτε για τον πατέρα της και το πιάνο του, και πολύ περισσότερο δεν της μιλούσα για κείνον. Της το χρωστούσα. Όλοι μας της το χρωστούσαμε. Έτσι κυλούσε η ζωή της και ο ύπνος της και πού και πού μια βόλτα στην Πατησίων ή στη Στουρνάρα του πρόσφατου θανάτου, στην προτομή, στην Πύλη, στα λουλουδάδικα με τη μυρωδιά νεκροταφείου, κάθε 17 του ενδέκατου μήνα με τα νιάτα και τις κόκκινες καρδιές του σκληρού ήλιου, εκεί ήταν και το νεκρό της βρέφος, ο Πετράκης της, εκεί ήταν κι εκείνος κι εμείς οι άλλοι.
Σαν την βρήκαμε εκείνη την Τετάρτη ήταν ξαπλωμένη στο χωλ. Τα δυο της χέρια τα φέροντα χαραγιές να σφίγγουν ένα γαλάζιο ζιμπουνάκι του ’47. με ματόκλαδα σφαλιστά σαν βοκαμβίλια αττικού κήπου, με κείνο το φουστάνι με τις πιέτες και την τετράδιπλη νταντέλα να πνίγει το μαραμένο της κορμί, με τον αέρα της ζωντανής νεκρής να κάθεται στα έπιπλα και να τα μουχλιάζει.
Κι ήτανε τότε που όλοι μας, μ’ έναν πικρό κόμπο στο λαιμό, συμφωνήσαμε πως εκείνο το επίθετο, εκείνο το «ζωντανής», εμείς δεν θα το αφήναμε να σβήσει. Και πως το μυστικό της, το βάρος μιας ζωής ολόκληρης θαμμένης σε τέσσερις τοίχους, θα πήγαινε μαζί της στον τάφο. Και κανείς δε θα μάθαινε πως εκείνος δεν πέθανε στη μάχη, αντάρτης, πατέρας, άνθρωπος, αλλά πως πρόδωσε και το παιδί κι εκείνη και τους συντρόφους, και ψόφησε σαν το σκυλί στη Νότια Αφρική φυγαδευμένος από τα τάλαντα του Ιούδα. Και γι’ αυτό ήταν που το σπίτι, ετούτο το βαρύ μαυσωλείο του μεσοπολέμου, πουθενά δεν είχε μια δικιά του εικόνα, παρά μόνο τις πληγές του έρωτα στο παρθενικό κορμί της και μερικά νυχτερινά όνειρα σαν καταιγίδα τροπικών.
**
Ο Κωστής Λουκόπουλος γεννήθηκε το 1965 και είναι φοιτητής στο τρίτο έτος του Φυσικού Τμήματος της ΦΜΣ Ηρακλείου. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στις «Προσεγγίσεις» στο Ηράκλειο. Η Θαμπή ιστορία είναι η δεύτερη μιας ανέκδοτης σειράς με αυτόν τον τίτλο. Η Αγράμπελη, η Ερμίνα και η Λένοτσκα που αναφέρονται στο κείμενο είναι αντίστοιχα: Ηρωίδα στο Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα του Μ. Λουντέμη, Η αγαπημένη του Χάρυ στο Λύκο της στέπας του Χ. Εσε και η Ελένη Καζαντζάκη όπως την έλεγε ο Ν. Καζαντζάκης.
(Δημοσιεύτηκε στην Πολιτιστική «μηνιαία επιθεώρηση τέχνης» τον Οκτώβρη του 1985)
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.