Το διήγημα της Πέμπτης: «Το άλογο» του Ζήση Σκάρου
Ξαγριωμένοι πια οι οπλοφόροι, χύμησαν πάνω του με τους υποκόπανους και το κυνήγησαν μακριά, πετώντας του ξύλα και πέτρες. Αλλά με νέο κύκλο τ’ άλογο, πιο μεγάλο μέσ’ απ’ τα χωράφια, ξαναβγήκε με νέο μπουλούκι από πιο πολλούς χωριάτες στο δρόμο.
Στις 8 του Μάρτη 1997 έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής λογοτέχνης Ζήσης Σκάρος που ταύτισε τη ζωή και το έργο του με τις αγωνίες και τους πόθους των καταπιεσμένων και με τους σκληρούς αγώνες για τη λευτεριά, την ανεξαρτησία και την προκοπή του λαού.
Ο Απόστολος Χρήστου Ζήσης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1917, χρονιά της μεγάλης Οχτωβριανής Επανάστασης. Όντας μαθητής, το 1933, πρωτοστατεί σε μια μαθητική απεργία, με αποτέλεσμα την αποβολή του από όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Το 1934 οργανώνεται στην ΟΚΝΕ και δημοσιεύει στο περιοδικό «Νέος Λενινιστής» το διήγημά του «Το αέρι του θανάτου». Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του, η προσφορά του στους αγώνες και στα Γράμματα υπήρξε τεράστια.
Τα πιο γνωστά του έργα είναι η τριλογία «Οι ρίζες του ποταμού», «Οι κλούβες», «Το φλογισμένο βουνό», οι συλλογές διηγημάτων «Η χαραυγή», και «Το κορίτσι με το σαντούρι», «Τα γεράκια της Πίνδου», «Ανοιχτοί ουρανοί», το θεατρικό «Ανάψτε τα φώτα», το μυθιστόρημα «Ο κόσμος των ελπίδων», «Το ταξίδι της φιλίας», «Ο σημερινός κόσμος», «Η συμμορία των αθώων», και η συλλογή παιδικών διηγημάτων «Για ένα λουλούδι». Έχει βραβευτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό και πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και περιληφθεί σε ξένες ανθολογίες.
Το διήγημα «Το άλογο» που παρουσιάζουμε σήμερα, είναι από τον τόμο Ζήσης Σκάρος, «Διηγήματα», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1977.
Το άλογο
του Ζήση ΣκάρουΦτου, ούτε σκυλίσια ψυχή! Έφτυσε κι ακούμπησε με τη μασκάλη στην τσάπα του.
– Ναι, μωρέ! Σταμάτησε ο άλλος να στρίψει τσιγάρο. Όλα τα νιώθει ο άνθρωπος, όλα τα μαθαίνει, πώς καταντάει μερικές φορές τέτιο θηρίο!
– Τον φέρνουν!
Πέρα μακριά, πίσω από ένα σπανό λόφο, φάνηκαν να σαλεύουν μέσ’ στο λιοπύρι του κάμπου ανθρώπινες σιλουέτες. Πότε σμίγανε κι αναχωνεύονταν σ’ ένα σώμα, πότε ξεχώριζαν και τότε καταλάβαινες, πως δεν είταν μια, μα δυό και τρεις, ίσως και περισσότερες, που κάτι τις ανάγκαζε να μπλέκουνται έτσι και να έρχονται, σα να σήκωναν κάποιο κοινό φορτίο, που δεν μπορούσαν να τ’ αποχωριστούν.
– Θα πας;
– Πού, δε βλέπεις; Σε γράφουν!
– Το φονιά τον ξέρουν;
– Τι σημασία έχει; Λένε πως την ώρα που περνούσε με τ’ άλογο το γιοφύρι, κάποιος ήταν κρυμμένος στους βάτους και τον πυροβόλησε.
Στο στενό δρομάκι, ανάμεσα στα χωράφια, πιο δω απ’ το σπανό λόφο, οι μπερδεμένες σιλουέτες φάνηκαν καθαρά. Είταν τέσσερις άντρες που βαστούσαν στους ώμους μια σκεπασμένη τάβλα, ακολουθούσε μια μαυροφορεμένη γυναίκα και παραπίσω τούς συνόδευαν βλοσυροί κι αρειμάνιοι πεντέξι ένοπλοι.
Οι χωριάτες που σκάλιζαν γύρω τα καλαμπόκια σταματούσαν, κοίταζαν, μα ν’ ακολουθήσουν δεν αποφάσιζαν.
– Είναι κ’ η μάνα του.
– Δύσκολο να ’σαι μάνα τέτιους καιρούς. Άλλα δυό παιδιά έχει χάσει στον πόλεμο.
– Τι κακό είναι τούτο! Τους απλώνεις το χέρι, σου δίνουν μαχαίρι.
– Πάψε, έφτασαν.
Καφτός ο ήλιος, μεσημέρι, είχε ξεράνει τα χωράφια. Τα νεαρά φύλλα του καλαμποκιού έγερναν στις βραγιές, σα λυγισμένες λόγχες. Χτυπούσαν οι σκαλιστάδες τους πετρωμένους βώλους κ’ η σκόνη τούς έπνιγε σαν από μικρές εκρήξεις. Παντού, απ’ το λόφο πέρα το σπανό, ως την άλλη άκρη, όπου άρχιζαν τα ριζά του βουνού, έβλεπες άντρες και γυναίκες, έναν επίμονο κόσμο να παλεύει σκληρά με το χώμα και το κάμα, για ν’ αναστήσει ένα ισχνό φύτρο ζωής. Δεν ακουγόταν παρά ο απόκοφος γδούπος της θρυμματισμένης μάζας. Το ρυατό της μάνας το είχε καταπιεί η γης. Ένα άλλο θρηνερό σκούξιμο ήρθε να σκίσει την πένθιμη σιωπή που απλωνόταν στον κάμπο.
Απ’ την πλευρά του λόφου έφτασε καλπάζοντας και χλιμιντρώντας σπαραχτικά ένα σελωμένο άλογο, δίχως τον καβαλλάρη του. Μόλις έκοψε το βήμα του να προστεθεί στην πομπή, οι συνοδοί το διώξανε.
– Τ’ άλογο του σκοτωμένου, από πού ξετρύπωσε! απόρησαν οι χωριανοί.
Τ’ αποδιωγμένο ζώο περίμενε λίγο παράμερα με το κεφάλι στραμμένο στους τέσσερους που πήγαιναν το σκοτωμένο στο χωριό κι αφίνοντας ύστερα ένα σιγανό φρούμασμα σα λυγμό, δοκίμασε να πάει πάλι κοντά στην πομπή. Το ξαναδιώξανε. Και πάλι κείνο παρουσιάστηκε.
Όταν οι συνοδοί το σκιάξανε, κουνώντας τα όπλα, με χουγιατά και το πρόγκησαν στα σπαρμένα οργώματα, κάποιος απ’ τους σκαλιστάδες φώναξε.
– Όι, θα μας χαλάσει το καλαμπόκι!
Κίνησαν μερικοί, το ξέβγαλαν ως το δρόμο.
Τ’ αλογο πήδησε το χαντάκι, πέρασε σ’ άλλα χωράφια.
– Όι, θα μας χαλάσει το καλαμπόκι! ακούστηκαν κι από κει φωνές κι’ ένα τσούρμο χωριάτες το μάζεψαν μπροστά.
Στο δρόμο η κουστωδία τ’ αναχαίτισε. Γύρισε πίσω τ’ άλογο στάθηκε κάπου στυλώνοντας τα μπροστινά του πόδια στην άκρη απ’ το χαντάκι κι ανασήκωσε με στυλωμένα αυτιά το κεφάλι του. Αφού έμεινε κάμποσο έτσι, κοιτώντας στοχαστικά πάνω απ’ τον κάμπο, μπήγει ξάφνου ένα δυνατό χρεμέτισμα, τινάζεται, λες είταν λάστιχο και κύκλο μέσ’ απ’ τα χωράφια ξαναβγαίνει στο δρόμο, σέρνοντας πίσω του άλλους χωριάτες, που παραπονούνταν, ότι τους χάλασε το καλαμπόκι.
Ξαγριωμένοι πια οι οπλοφόροι, χύμησαν πάνω του με τους υποκόπανους και το κυνήγησαν μακριά, πετώντας του ξύλα και πέτρες. Αλλά με νέο κύκλο τ’ άλογο, πιο μεγάλο μέσ’ απ’ τα χωράφια, ξαναβγήκε με νέο μπουλούκι από πιο πολλούς χωριάτες στο δρόμο.
Κάθε φορά που το εμπόδιζαν να πάει κοντά στην πομπή, γύριζε, έκανε κύκλους, χλιμιντρώντας ανήσυχο, έτρεχε ανάμεσα στους σκαλιστάδες, πηδούσε χαντάκια κι όσο οι κύκλοι του άνοιγαν, όσα περισσότερα χωράφια περνούσε, τόσους περισσότερους χωριάτες μάζευε κοντά του, τόσοι πιο πολλοί έβγαιναν μαζί του στο δρόμο.
– Όι, θα μας χαλάσει το καλαμπόκι!
Οι συνοδοί, μπροστά στην επιμονή του, άρχισαν να βρίζουν κι’ ένας σήκωσε το ντουφέκι του να πυροβολήσει.
– Σταμάτα! ακούστηκε τότε μια φωνή απ’ τον κόσμο, που είχε πλημμυρίσει το δρόμο. Τι σου έκανε, ρε Κατσάβρα, το ζωντανό και το κυνηγάς; Ούτε ίσα μ’ αυτό δεν έχεις καρδιά; Ποιος είσαι; Απ’ το ίδιο χωριό δεν είμαστε; Τι παραπάνω έχεις εσύ από μας; Για έλα στα συγκαλά σου. Ποιος σου το ’δωσε αυτό το όπλο που το γυρνάς πάνωθέ μας. Τ’ αδέρφια σου, ωρέ, θέλεις να σκοτώσεις; Ντροπή σου!
Σαν ένα βουερό κύμα οι χωριανοί ξεχύθηκαν, προσπέρασαν και σκέπασαν τους οπλοφόρους που αφέθηκαν άβουλοι και ανήμποροι να παρασυρθούν ανάμεσά τους.
Εκεί όπου πριν από λίγο δεν τολμούσε κανένας να πλησιάσει, τώρα βρύαζε ένα πυκνό πλήθος που όλο και δρόγκωνε και μάκραινε, λες και κάποιο θαρρετό μήνυμα περπατούσε από καλύβι σε καλύβι, από χωράφι σε χωράφι και ξεσήκωνε το χωριό.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.