Το διήγημα της Πέμπτης: «Το χιλιάρικο» της Ακριβής Παπαλεξανδράτου – Λυμπεροπούλου
Για την εποχή εκείνη μεγάλη υπόθεση το χιλιάρικο, σχεδόν ένας μισθός…
Η Ακριβή Παπαλεξανδράτου – Λυμπεροπούλου πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1978 με τη συλλογή διηγημάτων «Μπουρμπούτσαλα». Το 1982 παρουσιάζεται με το μυθιστόρημα «Γυμνοί με τα χέρια στις τσέπες» που συγκέντρωσε τις θετικές κρίσεις του αναγνωστικού κοινού και της κριτικής.
«Οι “Κραυγές σιωπής” [εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984] είναι μια σειρά διηγήματα που έχουν στο επίκεντρό τους το σημερινό άνθρωπο. Τον άνθρωπο που πολιορκείται στενά από τη μίζερη ζωή που του «χάρισε» η αστική κοινωνία με όλα τα συνακόλουθα συμπλέγματα της αδικίας και του ζόφου. Είναι μια καταλυτική καταγραφή της μοναξιάς του ανθρώπου και μια κραυγή για τη διέξοδο». (Από το οπισθόφυλλο).
Το χιλιάρικο
της Ακριβής Παπαλεξανδράτου – ΛυμπεροπούλουΌ μπαμπάς, η μαμά, η γιαγιά και η Μάρβα. Και πρώτ’ απ’ όλα ο μπαμπάς, ο αρχηγός της οικογένειας, ο κουβαλιάς. Φοράει πάντα γραβάτα και μανικετόκουμπα κι έχει στη δουλειά του ένα μακρύ μανίκι μαύρο, που το έραψε και το πλένει η Μάρβα. Είναι υπάλληλος και μάλιστα της παλιάς σχολής, εκείνης δηλαδή της εποχής της νοσταλγικής της «όμορφης», που ο καθένας είχε τη θέση που του ’πρεπε και δη ο μπαμπάς.
Η μαμά όμορφη, νοικοκυρά, αυστηρή στα παιδιά και γαλίφα στο μπαμπά, αγαναχτισμένη με τη γιαγιά και στις εξαιρετικές περιπτώσεις φοράει καπελάκι και καλά διατηρημένο ταγιέρ. Ξέρει να φκιάνει ένα σωρό νοστιμιές με λίγα λεφτά και σέβεται τα πορτραίτα των προγόνων. Μόνο τα πορτραίτα.
Η γιαγιά μαζεμένη, συρρικνωμένη, με κάτασπρα μαλλιά, και πόνους στα θεόστραβα καλαμένια πόδια της με τις πατημένες παντούφλες. Η γιαγιά βρίσκει πολλά ελαττώματα στη νύφη της, τη μαμά και λίγα στο γιο της μπαμπά και στη Μάρβα. Τη Μάρβα τη σκουντάει με φωνές κάθε πρωί για να ξυπνήσει για το σχολείο της κι επειδή δεν καλοβλέπει και δεν καλοακούει ξεσηκώνει τη γειτονιά απ’ το χάραμα.
Η Μάρβα πάει στο Γυμνάσιο, είναι ένα όμορφο νιάτο — μοιάζει της μαμάς —, νυστάζει το πρωί και νυστάζει και όταν διαβάζει. Δε νυστάζει μόνο μπροστά στον καθρέφτη, ξυπνάει τελείως με τους καυγάδες του μπαμπά και της μαμάς και είναι πάντα ξύπνια όταν περνάει από το δρόμο το αγόρι που σφυρίζει το «έκσταση και πάθος». Η Μάρβα όταν θυμώνει με τη γιαγιά τη λέει κοτσάνι και μούστο. Το μπαμπά μάλλον τον φοβάται και τη μαμά μάλλον τη ζηλεύει. Έχει και λίγα μπιμπίκια που τα τσιμπολογάει συνέχεια.
Αυτά.
Η Μάρβα φέρνει τον έλεγχο των βαθμών και τόνε δίνει στο μπαμπά με ιδρωμένα χέρια και τρεμούλα, γιατί οι βαθμοί… ε δεν είναι και βαθμοί αυτοί. Ο μπαμπάς πρέπει να υπογράψει και ίσαμε να γίνει αυτό θα εισπράξει η κόρη μερικές φωνές, απειλές, συμβουλές και σφαλιάρες. Για το καλό της βέβαια. Η μαμά επεμβαίνει με δειλία λέγοντας πως, το παιδί τουλάχιστον έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά οι καθηγητές, τι περιμένεις, το χρυσό μου! Η γιαγιά της λέει να μην ανακατεύεται γιατί δεν ξέρει τι της γίνεται, η Μάρβα κρυφά φεύγει για τον καμπινέ όπου βρίσκει την ησυχία της και στο σαλόνι γίνεται της κακομοίρας.
Η μαμά φέρνει τα ψώνια κάθε μέρα, που τα βάνει στην κουζίνα, τα κοιτάει, όλο και κάτι λείπει, τα λεφτά δε φτάσανε κι έμεινε χρέος στο μανάβη. Παναγία μου αυτός ο άνθρωπος να της δίνει για τα ψώνια του σπιτιού τόσο λίγα που πάντα είναι λειψά και πάντα μένει χρέος. Γλυκέ μου, του λέει, μάτια μου, του κάνει, δε φτάνουνε καρδούλα μου, και προσπαθεί να του πάρει τον αέρα, να τόνε σύρει από τη μύτη. Δώσε μου κάτι παραπάνω να μη γινόμαστε ρεζίλι στους μπακαλόγατους καρδιά μου, υπάλληλος πράμα να σε κουβεντιάζουνε.
Και ο μπαμπάς φέρνει το μισθό του και τόνε βάνει σ’ ένα ντουλάπι που το κλειδώνει και ελέγχει κάθε μέρα την κλειδαριά πρωί βράδυ. Ο μπαμπάς φέρνει και την εφημερίδα, τη χτεσινή συνήθως που κάποιος την άφησε στο γραφείο. Τι σημασία έχει πότε θα μάθεις τα νέα, λέει, αρκεί ναν τα μάθεις, ή μήπως και μπορείς ναν τα αλλάξεις. Κι ύστερα χαρά στα πράματα που λένε, δεν ξέρω κανένανε που να πέθανε χωρίς εφημερίδα. Τη δουλειά τους κάνουνε, να λένε το άσπρο μαύρο για να ζούνε με τα λεφτά μας.
Η γιαγιά φέρνει τις αναμνήσεις της ξεθωριασμένες και στραβωμένες όπως τα πόδια της και φέρνει τα νέα από την εκκλησία και από την πλατεία. Όμως νέα φρέσκα και όχι χτεσινά. Είδα, λέει, στην πλατεία μια γριγιά να κάθεται και τσ’ λέω, θειά τι κάνς’ κάθεσαι; τι να κάνου πιδί μ’, μ’ λέει, με πονούνε τα ποδάρια μ’. Ε ου θιός είνι μιγάλους τσ’ λέου κι δόξασι Κύριε, είπαμι.
Η Μάρβα γελάει και η μαμά μουρμουρίζει πως η γιαγιά λέει ανοησίες και κουτσομπολεύει. Η γιαγιά απτόητη διηγιέται, πως ρώτησε τη γριγιά αν έχει παιδιά και νυφάδες και η γριγιά σφούγγισε τα μάτια της με το κεφαλομάντηλο, άραγε θα ’χε παιδιά και θάχε και νυφάδες που δεν τη θέλουνε οι καλιακούδες, οι θεοσκοτωμένες. Τση κάνουνε μαθές τη ζωή της μαύρη και άραχνη. Έτσι είνι πιδί μ’, άλλονε πόνο έχ’ το πιδί για τ’ μάνα τ’. Η γριγιά θα ’χε κι εγγόνια: εμ πώς, θα να ’χε και θα κάνανε φασαρία και θα κοροϊδεύανε τη γριγιά, κι η μάνα τους η κατακαημένη δεν θαν τα μάλωνε. Άσε που φαινότανε νηστικιά. Όλα κλειδωμένα θα τση τάχουνε οι στρίγγλες.
Μαμά, λέει η μαμά, μη σχολιάζετε σας παρακαλώ τον ξένο κόσμο μπροστά στο παιδί. Τι σας ενδιαφέρουνε οι ξένες υποθέσεις. Αμ πώς δα την ενδιαφέρουνε και πολύ μάλιστα. Και ποιο παιδί δα, τη Μαριοβασίλω; Γιατί το όνομα της Μάρβας βγαίνει από το όνομα της γιαγιάς Μαρία-Βασιλική και η γιαγιά που είναι περήφανη για το όνομά της δεν καταδέχτηκε ποτέ να τηνε πει Μάρβα.
Και αυτά.
Η γιαγιά όταν έρχεται από την εκκλησία, συγχισμένη πάντα, περιλαβαίνει τη μαμά για την αναφορά της. Η μαμά μπαινοβγαίνει στην κουζίνα για δουλειές και βαριέται ν’ ακούει ότι η γειτόνισσα η στραβοκάνα πήρε αράδα τις εικόνες στο τέμπλο ναν τσι προσκυνήσει και να κάνει η φώκια μετάνοιες ίσαμε κάτου τουρλώνοντας έναν κώλαρο σαν αμπάρι και να φαίνεται και το βρακί τσ’. Κι η άλλη η καραμπίνα από πίσω, φορτωμένη βραχιόλια και κομπολόγια να ψάλει φωναχτά τα λόγια τση λειτουργίας και να σπρώχνει την καρέκλα. Αμ ο αριστερός ο ψάλτης να κάνει σα κιρκινέζι και οι μπροστινές να κουβεντιάζουνε στ’ άγια και να μη σταματάνε τα τσαγούλια τους γιομάτα κοκκινάδια. Η μαμά δεν απαντάει, η γιαγιά το χαβά της, ο μπαμπάς παίρνει τον καφέ του στο σαλόνι κι η Μάρβα ξυρίζει κρυφά τα πόδια της στον καμπινέ, με την ξυριστική μηχανή του μπαμπά, ο οποίος πιστεύει ότι οι αισχροί σκαρτέψανε τα ξυραφάκια εδώ και κάμποσο καιρό και δε φτουράνε για πολλά ξυρίσματα. Η Μάρβα κουβέντα.
Η μαμά στεναχωριέται γιατί τέλειωσε η πούδρα της και βάνει φισάν, γιατί αυτός ο καταραχιάς, ο σπάγγος, δεν έχει λέει λεφτά για πομάδες και αηδίες, τα λεφτά βγαίνουνε δύσκολα σήμερα, όμορφη είναι και χωρίς πούδρα. Σωστά λέει η γιαγιά, εμείς δεν είχαμε πούλντρες κι ήμαστε μορφονιές, καλύτερες από λόγου σου που ’σαι σα θε μου σχώρα με. Τι σ’ βρήκε ο γιός μου, μάγια θαν του ’καμες. Βούλωστο μάνα, διακόπτει ο μπαμπάς κι η μαμά προσβλημένη δακρύζει.
Τέλος του μήνα πρέπει να γίνουνε οι λογαριασμοί. Τόσο συν, τόσο, τόσο. Τα έξοδα. Πολλά είναι. Τόσο συν… δεν έχει συν, είναι τα έσοδα, λίγα είναι. Φτου και από την αρχή, τόσο συν τόσο τόσο, πω πω πόσο. Σπατάλη! φωνάζει ο αρχηγός της οικογένειας, σπατάλη με γδύσατε, με αφανίσατε. Όχι στη ζωή σου, κάνω όσο γίνεται οικονομία, κλαίει η μαμά, αφού και τα παπούτσια μου μόνη μου τα μπάλωσα και τσάντα… Ρουφήχτρα, ποιος ξέρει τι κάνεις τα λεφτά όπ’ σ’ δίνει του πιδίμ’ η γιαγιά Μαριω-βασίλω, και «όταν η συνισταμένη των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σ’ ένα σώμα είναι ίση με το μηδέν, τότε αυτό ηρεμεί, ή κινείται με ευθύγραμμη ομαλή κίνηση», διαβάζει φωναχτά η Μάρβα για να καταλάβει τι λέει μέσα στον κυκεώνα του καβγά.
—Ρε Μάρβα πουλάκι μου, πάρε αυτά τα λεφτά και μέτρα τα, πρέπει να’ ναι δέκα χιλιάρικα και τα βγάζω εννιά, γιατί είμαι ταραγμένος. Κάνε μου τη χάρη.
Η Μάρβα του κάνει τη χάρη και κοιτάζοντας τη μαμά με το φισάν, τη γιαγιά χωρίς κονιάκ, την παλιά δική της μπλούζα και το μάτσο τα χιλιάρικα που είναι οπωσδήποτε δέκα, τα μετράει, τα βγάζει εννιά και με παιδική αφέλεια πετάει κάτω το δέκατο χιλιάρικο και το πατάει. Βεβαιώνει βαριεστημένα πως είναι εννιά όλα κι όλα, τα δίνει πίσω και συνεχίζει το διάβασμα «όταν η συνισταμένη των εξωτερικών δυνάμεων…» Η συνισταμένη των εξωτερικών δυνάμεων που επιδράσανε επί του χιλιάρικου αποτελείται από τρεις συνιστώσες, τη γιαγιά, τη μαμά και την ίδια, άραγε τόσο συν τόσο, τόσο.
Η μαμά τρέμει, έχει γουρλώσει τα μάτια της κοιτώντας το πόδι της Μάρβας κι η γιαγιά που δεν της ξεφεύγει τίποτα δεν τολμάει να βγάλει άχνα. Ο μπαμπάς, τέλος πάντων λάθος έκανα, λέει και ξανακλειδώνει τους θησαυρούς. Πάντως σας παρακαλώ οικονομία, γιατί η ζωή είναι δύσκολη κι έχει αρρώστιες. Όσο για πούδρα κάτι θα γίνει, κάτι θα γίνει, θαν το έχω υπ’ όψη μου.
Αυτά.
Το πρωί όλοι τραγουδάνε για διάφορους λόγους ο καθένας κι η γιαγιά λέει ψιθυριστά τις δέκα εντολές και φωνάζει το τίμα τον πατέρα σου και ου κλέψεις. Παρηγοριέται στην ιδέα του κονιάκ, η μαμά τη λέει χαϊδευτά μπέκρω, κι η Μάρβα της δίνει καραμέλες με την απειλή πως αν μιλήσει θαν τη στραγγαλίσει.
Για την εποχή εκείνη μεγάλη υπόθεση το χιλιάρικο, σχεδόν ένας μιστός. Πέρασε ένας μήνας με άνεση στα ψώνια, με λίγα ρούχα, με κονιάκ και με πούδρα. Θυμάμαι ότι και μένα μου ’χανε δώσει λίγο χαρτζιλίκι και τελικά ο πιο ευχαριστημένος ήταν ο μπαμπάς που ησύχασε από τη γκρίνια της ένα μήνα.
Πάντα είχα την υποψία πως αυτός ο άνθρωπος το κάνε επίτηδες για το χιλιάρικο και κράτησε και τον εγωισμό του. Οι μπαμπάδες είναι περίεργα όντα.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.