Το διήγημα της Πέμπτης: «Το κάθαρμα» του Θανάση Κωσταβάρα
Ήταν μια κούρσα παράξενη: Μια κηδεία να καλπάζει, όλο και πιο γρήγορα, μέσα στο δρόμο, μ’ έναν κουτσό παπά γέρνοντας απ’ την κουτσαμάρα του μια δώθε, μια κείθε και μ’ έναν ανθρωπάκο πίσω απ’ το φέρετρο να τού κάνει αντίστιξη, ταλαντεύοντας — έτσι όπως προχωρούσε σπασμένος — το σώμα του αντίστροφα…
Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής μας ποίησης, ο Θανάσης Κωσταβάρας υπηρέτησε τη λογοτεχνία με πάθος και με το όραμα ενός καλύτερου κόσμου.
Γεννήθηκε το 1927 στην Ανακασιά Βόλου, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Εκεί πέρασε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια.
Στα 15 του χρόνια εντάχτηκε στην ΕΠΟΝ και μαθητής ακόμα του Γυμνασίου στον ΕΛΑΣ. Το 1944 τραυματίζεται σοβαρά σε μάχη με τους Γερμανούς.
Μετά την απελευθέρωση έρχεται στην Αθήνα και εισάγεται στην Οδοντιατρική Σχολή.
Το 1949, πριν αποφοιτήσει, συλλαμβάνεται, δικάζεται, μεταφέρεται στις φυλακές Βούρλων και στη συνέχεια στη Μακρόνησο, όπου παραμένει έγκλειστος για τέσσερα χρόνια.
Μετά την απελευθέρωσή του τελειώνει τις σπουδές του και εργάζεται ως οδοντίατρος.
Έγραψε συνολικά είκοσι ποιητικές συλλογές, επίσης δοκίμια, διηγήματα και θεατρικά έργα.
Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, πολωνικά.
Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Επιθεώρηση Τέχνης», «Αντί», «Λέξη», «Μανδραγόρας». Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Το 1986, αποποιήθηκε το Βραβείο Ποίησης που αποφάσισε να του απονείμει η επιτροπή των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας έφυγε από τη ζωή στις 19 του Οκτώβρη 2007.
Το διήγημα εμπεριέχεται στη συλλογή «Το ρήγμα» (1966).
Το κάθαρμα
του Θανάση ΚωσταβάραΑυτός που βάδιζε πίσω απ’ το φέρετρο, ήταν ένας κοντός, αδύνατος άντρας, όχι πολύ περασμένος στα χρόνια. Έμοιαζε με εξηντάρης βέβαια, στην πραγματικότητα όμως ήταν κάπου δέκα χρόνια μικρότερος. Φορούσε ένα παλιό, μαύρο κοστούμι, τόσο φαρδύ που έπλεε ολόκληρος, θα μπορούσε να βούλιαζε μέσα του κιόλας, αν δεν κρατιόταν σφιγμένος — ασφυκτικά σφιγμένος — απ’ το μακρύ και στενό του παλτό, ένα παλτό ψαροκόκαλο, τόσο μακρύ που έφτανε σχεδόν μέχρι κάτω.
Θα ισχυριζόταν κανένας πως τα κοράκια — και ξέρουμε όλοι με ποιόν τρόπο ντύνονται τα κοράκια — που πήγαιναν μπρος του με βήμα αργό (καθώς τόχουν σύστημα στη δουλειά τους) βρισκόντουσαν σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ τον ίδιον, το φέρετρο όμως δεν έδειχνε άνθρωπο ξεπεσμένο, αντίθετα μάλιστα: ήταν απ’ το πιο ακριβό ξύλο που υπήρχε — μαόνι — με σκαλίσματα πάνω του κι ασημένια χερούλια στις άκρες — βιδωμένα με παξιμάδια από μέσα — δικά του, όχι ψεύτικα.
Δεν ήταν η ώρα να σκοτεινιάσει ακόμα, η συννεφιά όμως που επικρατούσε, προωθούσε το απομεσήμερο κατά τέσσερεις ώρες τουλάχιστο. Τα μαγαζιά είχαν ανάψει τα φώτα· ψιλόβρεχε κιόλας. Η κηδεία σταμάτησε στη διάβαση Ιπποκράτους και Ακαδημίας, ώσπου ν’ ανάψει το πράσινο, ύστερα τράβηξε προς τα κάτω — την Ιπποκράτους — τα τέσσερα κοράκια μπροστά κι ο ανθρωπάκος πίσω τους, με το μαύρο καπέλο του χωμένο μέχρι τ’ αυτιά και τα χέρια στις τσέπες τού παλτού του, αμίλητος.
Στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Πεσμαζόγλου, μπροστά στην Τράπεζα Εμπορικής Πίστεως, άνοιξε λίγο το βήμα του κ’ έφτασε πλάι τους. Είπε: «Κατεβάστε το φέρετρο». Εκείνοι δεν άκουσαν. Συνέχισαν με γοργότερο βήμα, ν’ αποφύγουν την κίνηση. Ο κοντός ξανάπε δυνατότερα τώρα: «Κατεβάστε το φέρετρο». Τα κοράκια κοιτάχτηκαν. Άκουσαν τώρα, μα έκαναν πως δεν άκουσαν. Ο κοντός ξανάπε δυνατότερα ακόμα, τόσο που τον άκουσε όλος ο κόσμος που στεκόταν και κοίταζε, με περιέργεια, γύρω τους: «Ο διάολος να σας πάρει, είπα κατεβάστε το φέρετρο».
Αμέσως ξέσπασε φασαρία. Τα κοράκια προσπαθούσαν να προχωρήσουν, κρατώντας το φέρετρο μπρος στα σκέλια τους, σπρώχνοντας τον ανθρωπάκο που χειρονομούσε φωνάζοντας, ενώ το πλήθος πύκνωνε, παρεμποδίζοντας την κυκλοφορία, φέρνοντας σύγχυση. Μερικοί, έτρεξαν να φωνάξουν έναν αστυφύλακα, στάθηκε αδύνατο πάντως, μέσα σε τόση κίνηση, να βρεθεί ένα όργανο να επιβάλει την τάξη.
— Μπινέδες, είπε τότε κάποιος απ’ το ακροατήριο, ένας λιγνός, χλωμός άνθρωπος, την κοπάνισαν.
— Τι την κοπάνισαν κύριε, διαμαρτυρήθηκε ένας εύσωμος — που έμοιαζε με σωματέμπορα — τύπος, έχουν τη δουλειά τους οι άνθρωποι.
— Ποια δουλειά τους, ύψωσε τη φωνή του ο πρώτος, όποτε τους χρειάζεσαι γίνονται άφαντοι.
Άρχισε να μιλάει για τους βάρβαρους τρόπους τους εκεί ακριβώς που θάπρεπε να δείχνονται άνθρωποι, όταν ο άλλος τον άρπαξε — φωνάζοντας δυνατότερα — απ’ το γιακά κι άρχισε να τον κουνάει πάνω – κάτω — ίσως κιόλας τον σήκωσε στον αέρα ολόκληρο — ήταν δύσκολο πάντως να ξεχωρίσεις τι έκαναν και τι έλεγαν σε λίγο εξάλλου παράτησαν τον καυγά κι αφοσιώθηκαν στην κηδεία, φάνηκε μάλιστα να χαμογελάει ο ένας στον άλλον, πρώτα δειλά, ύστερα με περισσότερο θάρρος, σαν παλιοί γνώριμοι που ξανάσμιγαν.
Στο μεταξύ, τα κοράκια είχαν σηκώσει το φέρετρο πάνω στις πλάτες και με τους ελεύθερους ώμους τους έσπρωχναν, όχι τον ανθρωπάκο πια που, μόνος του, χτυπούσε τα πόδια του πάνω στις πλάκες φωνάζοντας, μα τους περίεργους, προσπαθώντας ν’ ανοίξουν δίοδο, πράγμα ακατόρθωτο βέβαια, γι’ αυτό αποφάσισαν να ζητήσουν την αμοιβή τους, ένα μέρος της έστω, και να το στρίβουν μια ώρα αρχύτερα. Κι αυτό ήταν αδύνατο πάντως· δεν υπήρχε πιά τρόπος ν’ ακουμπήσουν κάπου το φέρετρο — ούτε και όρθιο — χώρια που ο ανθρωπάκος δεν ήταν διατεθειμένος να τους δώσει πεντάρα, πριν εφαρμόσουν — με βάση τη συμφωνία τους πάντα — όλο το πρόγραμμα. Έτσι, απόμεναν όρθιοι, στριμωγμένοι, σάμπως υποταγμένοι στη μοίρα τους, με τα κεφάλια τους γερμένα αριστερά και δεξιά και με το φέρετρο ανάμερα.
Τότε ο ανθρωπάκος ησύχασε. Έβγαλε, πρώτα το καπέλο του ξεφυσώντας, κ’ ευθύς αμέσως ένα τεράστιο μαντήλι απ’ την τσέπη του κι άρχισε να σκουπίζει το καπέλο από μέσα κ’ ύστερα το πρόσωπό του και το κεφάλι του ολόκληρο. Όταν τέλειωσε, προσπάθησε να τραβήξει ένα μακρύ πράμα που αργότερα αποδείχτηκε πως ήταν βιολί απ’ τον κόρφο του, το πανωφόρι του όμως τον μπόδιζε, κι αφού κοπίασε κάμποση ώρα, αναγκάστηκε να το ξεκουμπώσει και τότε το βιολί, ασυγκράτητο μες στο φαρδύ του κοστούμι, έπεσε κάτω, στο δρόμο, αφήνοντας — ακόμα πάνω κι απ’ τη γενική φασαρία — έναν παράξενο θόρυβο.
Έσκυψε και το σήκωσε. Ύστερα χαμογέλασε — ντροπιασμένα — στο πλήθος κι άρχισε να παίζει μια μελωδία τόσο πονεμένη που κάθε θόρυβος έπαψε απότομα. Έμειναν όλοι σιωπηλοί και ασάλευτοι, κ’ οι πεζοί κ’ οι σοφέρηδες που μόλις πριν λίγο χαλούσαν τον κόσμο κορνάροντας. Μερικοί δάκρυσαν κιόλας. Αυτή η ατμόσφαιρα πάντως δεν κράτησε ώρα. Ένας ψηλός, πελώριος κύριος, ξεχώρισε μέσ’ απ’ το πλήθος, πλησίασε τον ανθρωπάκο και ρώτησε.
— Έχετε άδεια;
Αυτός δεν τούδωσε σημασία. Συνέχισε να παίζει μ’ ένα χαμόγελο απόκοσμο, απλωμένο σ’ όλο το γερασμένο του πρόσωπο.
Ο άλλος ρώτησε πάλι.
— Έχετε άδεια είπα;
Ο γέρος σταμάτησε.
— Ναι, έχω άδεια, απάντησε, φέρνοντας το δεξί του χέρι στο στήθος, πάνω απ’ το πανωφόρι του.
Πίσω απ’ τα ήδη σταματημένα αυτοκίνητα, έφτασε μια καινούρια φουρνιά κι άρχισε πάλι ένα δαιμονισμένο κορνάρισμα. Σύγκαιρα, το πλήθος σάλεψε πάλι κι άρχισε να φωνάζει ανυπόμονα.
— Έχω άδεια σας είπα, φώναξε για να τον ακούσει τώρα, χωρίς να κουνήσει το χέρι του.
— Να τη δω, φώναξε δυνατότερα ο άλλος.
Ο γέρος δεν άκουσε, δεν καθάρισε μάλλον τι είπε. Ίσως νόμισε πως του είπε «εντάξει». Έβγαλε το καπέλο του χαιρετώντας μ’ ευγένεια και το φόρεσε πάλι. Ο πελώριος ακούμπησε τότε το χέρι του στον ώμο τού γέρου.
— Εν ονόματι τού νόμου, τού είπε.
— Τι; προσπάθησε ν’ ακούσει εκείνος.
— Εν ονόματι τού νόμου είπα, ούρλιαξε μέσα στ’ αυτί του τώρα, σκύβοντας πάνω του.
— Ποιου νόμου, απόρησε ο γέρος.
Ο πελώριος δεν αποκρίθηκε. Έριξε μόνο ένα βλέμμα στους άλλους. Κάμποσοι από δαύτους τον γνώρισν. Χαμογέλασαν ελαφρά, υποχρεωτικά, μερικοί τον χαιρέτησαν κιόλα, βγάζοντας τα καπέλα τους — ένας – δυο-μάλιστα ακούστηκαν να διαμαρτύρονται, επιδεικτικά, μπροστά στον πελώριο για την κυκλοφορία — η πλειοψηφία ωστόσο ήταν με το μέρος τού γέρου, αυτό φάνηκε απ’ τον τρόπο που αντέδρασε. Αναγνώρισε πως εφ’ όσον είχε σχετική άδεια είχε κάθε δικαίωμα να κηδέψει (ποιόν να κηδέψει; μερικοί ανάφεραν τη γυναίκα του, άλλοι — πιο ευαίσθητοι — μίλησαν για τη μάνα του κι άλλοι περισσότερο ακόμα — δακρύζοντας — για τη μονάκριβη κόρη του, τέλοσπαντων).
(Αποσπάσματα από εφημερίδες της επομένης; Χθες περί ώραν 14.30, ένας περίεργος τύπος έκανε την εμφάνισίν του στους κεντρικούς δρόμους. Συνόδευε ένα φέρετρο, μεταφερόμενο επισήμως από τέσσαρες επαγγελματίες νεκροπομπούς. Εκμεταλλευόμενος την απουσία των αστυνομικών οργάνων, τα περισσότερα των οποίων ήσαν απησχολημένα εις την υποδοχήν του βασιλέως της φίλης χώρας, εδημιούργησεν επεισόδια. Κατ’ αρχήν διά της παρακωλύσεως τής κυκλοφορίας (ποιος εμπόδισε την κυκλοφορία, αυτός για οι άλλοι; Κι όταν αυτός είπε πως άλλοι — εννοώντας τους περίεργους — εμποδίζουν την κίνηση, αυτό θεωρήθηκε εξύβριση του βασιλέως. Επανέρχομαι στις εφημερίδες,) εν συνεχεία δε διά της προκλήσεως σκηνής εις βάρος κυβερνητικού οργάνου προς το οποίον επετέθη — αντίστασις κατά της αρχής, άδικος επίθεσις, οπλοφορία και οπλοχρησία — βαναύσως, αρνηθείς να δηλώσει τα στοιχεία του).
Απ’ τις εφημερίδες βέβαια δε μπορεί να βγάλει άκρη κανένας. Το βέβαιο είναι πως σε λίγο, ο θόρυβος — κυρίως απ’ τ’ αυτοκίνητα — φούντωσε. Κάπου ανοίχτηκε ωστόσο ένα πέρασμα. Όρμησαν όλοι μαζί προς τα κει, διαπληκτίσθηκαν, πάντως κάπως βολεύτηκε η κατάσταση.
— Ποιου νόμου; ξαναρώτησε τότε ο ανθρωπάκος. Σας είπα πως έχω άδεια.
Κρατούσε πάντα το χέρι πάνω στο στήθος του, ασάλευτο.
— Πού είναι ο παπάς τότε; ρώτησε ο πελώριος.
— Ο παπάς; έκανε ο άλλος.
— Ακούστε κύριε, συνέχισε αφού σκέφτηκε λίγο ο γέρος. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο κι ο παππούς μου το ίδιο, αυτή είναι η μοίρα μας φαίνεται.
— Και τι με νοιάζει έμενα, τον έκοψε ο πελώριος.
— Άλλο ζήτημα. Το βέβαιο είναι πως τους έθαψαν δίχως παπά και τους δυο, δίχως φέρετρο ακόμα, σ’ ένα κοινό, ρηχό λάκκο.
Το πλήθος συγκινήθηκε φαίνεται. Πήρε πάλι το μέρος τού γέρου, περισσότερο αυτή τη φορά, κινήθηκε μάλιστα απειλητικά κατά του πελώριου. Εκείνος χαμήλωσε λίγο, τότε, τον τόνο του.
— Σας ρώτησα, είπε, αν έχετε άδεια, όχι για την κηδεία.
— Έχω άδεια για την κηδεία, επέμεινε ο γέρος. Έχω δικαίωμα να ξεκινήσω απ’ το σπίτι μου και να πάω στο κοιμητήριο.
— Μα παρεμποδίζετε την κυκλοφορία.
— Και οι άλλοι τι κάνουν πιο πάνω, φώναξε ένας απ’ τους περίεργους, εννοώντας τους επίσημους βέβαια.
— Ποιος μίλησε; ρώτησε ο πελώριος.
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Όλοι πάντως είχαν βάλει τα γέλια, φανερό πως συμφωνούσαν μ’ εκείνον που μίλησε.
(Οι εφημερίδες το χαρακτήρισαν αντίσταση κατά της αρχής. Το ότι δεν είχε ανάγκη από παπάδες — δικαίωμά του επιτέλους — εξύβριση των θείων. Κ’ ένα σωρό άλλα. Ας είναι).
Προσπάθησε, όπως και νάναι, να του δείξει την άδεια. Δίχως ν’ αφήσει το βιολί απ’ τ’ αριστερό του χέρι, άρχισε να ψάχνεται, ν’ αδειάζει μάλλον τις τσέπες του. Ένα πλήθος ανόμοια πράματα βγήκαν στη φόρα: Ένα μπουκετάκι πανσέδες, φρέσκο ακόμα. Ένα βιβλίο, ένα μάτσο χειρόγραφα, μια σφεντόνα απ’ τα παιδικά του χρόνια (αυτή πρέπει σίγουρα να χαρακτηρίστηκε για οπλοφορία), ένα γυαλάκι πράσινο, πράσινο ή μπλέ, δύσκολο να ξεχωρίσει κανένας ανάμεσα στις ρεκλάμες που αντανακλούσαν στην άσφαλτο, ένα ρολόι σκαλιστό, από κείνα που παίζουν σαν τα κορδίοει κανένας κι άλλα διάφορα. Τελικά, η άδεια βρέθηκε. Ήταν ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα, με σφραγίδες, με υπογραφές και χαρτόσημα. Ίσως δεν ήταν άδεια κιόλας. (Αν και τι ευκολότερο να βγάλει μια άδεια κηδείας κανένας.) Ο πελώριος πάντως ούτε καταδέχτηκε να την πιάσει στα χέρια του, να της ρίξει ένα βλέμμα τουλάχιστο. Χαμογέλασε ελαφρά, ειρωνικά μόνο, καθώς του την πρότεινε, ύστερα, εντελώς απροσδόκητα, έγειρε πάνω του, του άρπαξε το δεξί του χέρι απ’ τον ώμο κι απ’ τον καρπό και το γύρισε. Ο ανθρωπάκος έσκουξε απ’ τον πόνο, δε μίλησε ωστόσο, δεν είπε τίποτα, ήταν δύσκολο έξαλλου γι’ αυτόν πιά ν’ ανοίξει το στόμα του, οπότε το αποφάσισε, ο άλλος τούδινε κ’ ένα στρίψιμο ακόμα στο χέρι του.
Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά. Το πλήθος είχε μείνει άναυδο, ίσως δεν είχε βρει τον καιρό ν’ αντιδράσει ακόμα. Τότε, ξαφνικά, ένας παπάς, κουτσός κι αδύνατος — ζαρωμένος — ξεχώρισε. Ίσως δεν ήταν παπάς, ίσως ήταν καλόγερος, πάντως ήταν βρωμιάρης, το καλυμμαύχι του ήταν σα στραπατσαρισμένο φέσι και το ράσο του μύριζε λάδι και ίδρωτα. Μπήκε μπροστά, κουταίνοντας, μουρμουρίζοντας — σα να τραγούδαγε ανατολίτικα — κάτι, κ’ η πομπή άρχισε απότομα να κινείται ξανά. Πίσω απ’ τον παπά, πήγαιναν τα κοράκια — με το φέρετρο πάντα στους ώμους τους — ύστερα ο γέρος, κρατώντας το βιολί στο ελεύθερο χέρι, και πιο πίσω ο πελώριος, στραμπουλίζοντάς του το άλλο, αναγκάζοντάς τον να σκύβει όλο και περισσότερο, να δείχνει μικρότερος. Προχώρησαν κάμποσο έτσι, πέρασαν την οδό Σταδίου, τράβηξαν προς το χρηματιστήριο, ώσπου κάποιος απ’ αυτούς που κοίταζαν, φώναξε, βρήκε το θάρρος να διαμαρτυρηθεί επιτέλους. Τρεις – τέσσερεις άλλοι, τον ακολούθησαν η πορεία σταμάτησε.
— Αυτός, φώναξε τότε αφού κοίταξε ένα γύρω ο πελώριος, εννοώντας τον ανθρωπάκο, είναι ένας απαίσιος άνθρωπος.
— Αίσχος, απάντησε μ’ ένα στόμα το πλήθος, αποδοκιμάζοντας, όχι βέβαια το γέρο — τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης.
— Μη βιάζεστε, τούς έκοψε εκείνος.
— Αφήστε τον άνθρωπο, επενέβη ένας ψηλός καλοντυμένος κύριος — απόστρατος στρατηγός, είπε κάποιος — καταλαμβάνετε κάθε τόσο τους δρόμους με τους γάμους και με τις κηδείες και με τις υποδοχές και κανένας δε διαμαρτύρεται — έχει δικαίωμα.
Ο πελώριος τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. Δε μίλησε. Δυο ύποπτοι τύποι μόνο, με καβουράκια, ξεχώρισαν μέσ’ απ’ το πλήθος, πλησίασαν το στρατηγό και τού χαμογέλασαν, όλο προσποίηση· ύστερα, του γαργάλησαν γρήγορα τα πλευρά κ’ εκείνος αναγκάστηκε κ’ έσκυψε. Αμέσως, τού ψιθύρισαν κάτι στ’ αυτί — στο ένα ο καθένας — κι αυτός, απότομα, κέρωσε.
— Μερικοί άνθρωποι, είπε ο πελώριος, χρησιμοποιούν διάφορα κόλπα για να κάνουν αντιπολίτευση, τι αντιπολίτευση — επανάσταση.
Ένα βουητό σηκώθηκε απ’ το πλήθος.
— Αυτοί που φωνάζουν, συνέχισε ο πελώριος, είναι της ίδιας πάστας ή παρασυρμένοι έστω, πάντως ανέντιμοι.
Το βουητό δυνάμωσε περισσότερο.
— Επιμένω, φώναξε πάλι ο πελώριος. Σάς τον χαρίζω εξάλλου. Σε σας ανήκει ένας άνθρωπος που υβρίζει τα θεία. Που καταπατεί τη θρησκεία, που χλευάζει τις ιερές παραδόσεις και τους νεκρούς των πολέμων ακόμα.
Ο μόνος που θάταν ίσως αρμόδιος ν’ απαντήσει ήταν ο στρατηγός· απ’ αυτόν προσδοκούσε το πλήθος. Δεν έγινε τίποτα ωστόσο. Ο στρατηγός είχε κατεβάσει το καπέλο του μέχρι τα μάτια, είχε βάλει τα χέρια στις τσέπες κι είχε φύγει στην ώρα του. Ποιος θα μιλούσε τώρα, υπεύθυνος;
— Ακούστε κύριε, είπε τότε ένας ψηλός, νόστιμος άντρας με χοντρά ματογυάλια — δημοσιογράφος καθώς είπαν κάποιοι — δεν έχουμε ανάγκη από τέτοιους ανθρώπους. Προσπαθείτε πάντα να ρίξετε όλες τις βρώμες απάνω μας.
— Μα είναι δικός σας, επέμεινε πάλι ο πελώριος.
— Όχι, αντέτεινε ο δημοσιογράφος.
—Δικός σας.
—Όχι, φώναξε τότε το πλήθος επηρεασμένο. Έχει δίκιο ο άνθρωπος.
— Έτσι είναι, είπε κάποιος, ρίχνουν κάθε αλήτη στους δρόμους για να δημιουργεί επεισόδια.
— Και να τα ρίχνουν στις πλάτες μας, συμπλήρωσε δεύτερος.
— Αφού δεν είναι δικός τους, είπ’ ένας τρίτος, γιατί δεν τον τραβάει μέσα να δούμε;
— Γιατί τον καλοπιάνει, κατέληξε τέταρτος.
— Είν’ ένας συκοφάντης, ένας χυδαίος προβοκάτορας, συνέχιζε ο πελώριος.
— Αφήστε τ’ αυτά, ψιθύρισε κάποιος κρυμμένος στους άλλους, πέστε πως είναι χαφιές σας, τα ξέρουμε πιά τα κόλπα σας.
— Ένα ανθρωπάκι, φώναξε ο πελώριος.
— Ένα σκουλήκι. (Το πλήθος.)
— Ναι ένα σκουλήκι. (Ο πελώριος.)
— Ένα τομάρι. (Το πλήθος.)
Όλη αυτή την ώρα, ο παπάς είχε βρει τρόπο να παζαρεύει με κάποιον — έναν ύποπτο τύπο — για κάτι που, ο τύπος, προσπαθούσε να τού πασάρει. Ίσως ήταν ρολόι, για δαχτυλίδι — απ’ αυτά που συνήθως πασάρουν — μα όχι, δεν ήταν ούτε το ένα, ούτε το άλλο, ήταν ένα μικρό μπουκαλάκι, με κάποιο χρωματισμένο υγρό «λιξήριο» όπως τόλεγε. Διαφωνούσαν στα χρήματα. Ο τύπος επέμενε πως το υγρό κόστιζε πεντακόσια φράγκα — τουλάχιστο — μα του τάδινε μόνο για τρία κατοστάρικα, ο παπάς ζητούσε να το πληρώσει λιγότερο, το πολύ πολύ δυόμιση.
Στο μεταξύ, ο διάλογος ανάμεσα στο πλήθος και στον πελώριο, είχε φουντώσει.
— Ένας επαναστάτης, ούρλιαζε πάντα ο πελώριος.
— Ένας πουλημένος. (Το πλήθος.)
— Ένας αναρχικός. (Ο πελώριος.)
— Ένα κάθαρμα. (Το πλήθος.)
Το «κάθαρμα» έμενε πάντα σκυμμένο, με το χέρι του γυρισμένο μέσα στη χούφτα τού πελώριου, πονώντας αφάνταστα. Έτσι καθώς αυτός, μιλώντας, τούδωσε ένα στρίψιμο ακόμα, δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο, γονάτισε. Εκείνη την ώρα, ένας σεμνός κύριος που φορούσε γυαλιά, στρογγυλά με συρμάτινο σκελετό, ψηλός κι αδύνατος, με μουστάκι — ιεροκήρυκας γνήσιος — ωρύονταν. Η σύρραξη μόνο στα λόγια, είχε φτάσει στο απροχώρητο. Τότε το πλήθος άρχισε να κινείται απειλητικά, ο πελώριος έκανε λίγο πίσω, να φυλάξει τάχα το γέρο, τα κοράκια φοβήθηκαν. Βρήκαν το μόνο άνοιγμα που είχαν δημιουργήσει τ’ αυτοκίνητα πλάι τους κι άρχισαν — με το φέρετρο πάντα στους ώμους — σπρώχνοντας τον παπά και τον τύπο, να τρέχουν. Πίσω-τους, χύθηκε, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, ο γέρος. Έτσι καθώς ο πελώριος τού κρατούσε το χέρι στραμπουληγμένο, δε γινόταν να τρέξει όρθιος. Έτρεχε, όσο μπορούσε βέβαια, λυγισμένος, με το ’να του πόδι σπασμένο, πατώντας το άλλο στο γόνατο.
Ήταν μια κούρσα παράξενη: Μια κηδεία να καλπάζει, όλο και πιο γρήγορα, μέσα στο δρόμο, μ’ έναν κουτσό παπά γέρνοντας απ’ την κουτσαμάρα του μια δώθε, μια κείθε και μ’ έναν ανθρωπάκο πίσω απ’ το φέρετρο να τού κάνει αντίστιξη, ταλαντεύοντας — έτσι όπως προχωρούσε σπασμένος — το σώμα του αντίστροφα.
Λίγο πριν φτάσουν στην οδόν Αθηνάς, ο τύπος ήρθε σχεδόν στα χέρια με τον παπά. Του βούτηξε ένα πεντακοσάρικο και — δίχως να τού δώσει ρέστα — δοκίμασε να το σκάσει. Ο παπάς έπεσε απάνω του, γαντζώθηκε απ’ το παλτό του κι άρχισε να φωνάζει, όσο εκείνος έφευγε, τραβώντας τον παπά πίσω του, σέρνοντάς τον στις λάσπες, κανένας όμως δεν πρόσεξε το επεισόδιο, δίνοντας προσοχή σ’ ό,τι ακολούθησε: Όπως έτρεχε η πομπή, ένα απ’ τα κοράκια πάτησε σε μια γούρνα, στριφογύρισε κ’ έπεσε. Το φέρετρο κατρακύλησε πάνω στην άσφαλτο μ’ έναν ασυνήθιστο πάταγο. Όλοι τρόμαξαν. Κοίταξαν μέσα στο φέρετρο που τούχε φύγει πιά το καπάκι και κέρωσαν. Δεν είχε τίποτα μέσα. Τότε, αυτός που έμοιαζε με ιεροκήρυκα — παίρνοντάς το για χλεύη — πλησίασε, έκανε το σταυρό του, ψιθύρισε κάτι στον αέρα κ’ ύστερα, ξαφνικά, έσκυψε, σήκωσε το καπάκι και με μια δύναμη που δε θα την περίμενε από δαύτον κανένας, το κατέβασε στο κεφάλι τού γέρου. Το καπέλο του τελευταίου πατικώθηκε πάνω του, ο ίδιος ζαλίστηκε κ’ έσκυψε, μα έτσι καθώς ο πελώριος δεν τούδινε άλλο τράτο να πέσει, έμεινε λίγο μετέωρος κ’ ύστερα ανασηκώθηκε, απ’ τον πόνο, εκεί που στεκόταν πρωτύτερα. Θέλησε κάτι να πει, τι να πει, ίσως είπε, θέλησε πάντως να πει. Για τα νιάτα του — κάποτε — για τη μοναξιά του και την ορφάνια του. Για τη μοίρα που τον περίμενε: σαν το σκυλί πεθαμένος, δίχως κανείς να τον συνοδεύει, μέσα σε μια σανιδένια κάσα, με τη νεκροφόρα του δήμου, μ’ έναν παπά όλο κι όλο να μουρμουρίζει, βαριεστημένος, τροπάρια. Είχε επιτέλους δικαίωμα. Ν’ αγοράζει λαχεία, να οικονομάει τα χρήματα, να προσφέρει στον εαυτό του μια κηδεία όπως θαρρούσε πως τ’ άξιζε· μια τιμή στο κάτω – κάτω που δεν είχε σ’ όλη τη ζωή του αξιωθεί· με συνοδό, τον μόνο άνθρωπο που του στάθηκε φίλος μέχρι το τέλος. Τον εαυτό του τον ίδιο. Μέσ’ απ’ τους δρόμους που αγάπησε. Σταματώντας στα σημεία που κάποτε, όταν ήταν νέος ακόμα, είπε — δεν είπε; — σε μια κοπέλα τα πιο ωραία του λόγια…
Δεν πρόλαβε. Σε ποιόν άλλωστε να μιλήσει; Κάποιος άλλος, όρμησε πάνω του. Τού κοπάνισε μια γονατιά στο πηγούνι· έτσι όπως φορούσε ψεύτικα δόντια, οι μασέλες του έσπασαν κ’ έπεσαν πάνω στις πλάκες. Φάνηκε πιο άσκημος και πιο γέρος ακόμα. Αυτό, δε στάθηκε ικανό πάντως να ημερέψει τον κόσμο. Χύθηκαν όλοι μαζί τώρα πάνω του. Πρόλαβε να ρίξει μια τελευταία ματιά, μόνο, όλο παράπονο. Την ώρα που ο πελώριος, επιτέλους, τον άφηνε.
Αυτό ήταν όλο. Πέρα, μακριά, ακούστηκε η μπάντα. Γύριζε απ’ την υποδοχή και τραβούσε στο δημαρχείο. Ένα μέρος του πλήθους στην αρχή, ύστερα κι άλλοι, όλοι στο τέλος, παράτησαν το αιμόφυρτο πτώμα κ’ έτρεξαν προς τα κει ν’ απολαύσουν ένα πιο ευχάριστο θέαμα.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.