Το διήγημα της Πέμπτης: «Το βλέμμα του λύκου» της Λιλής Μαυροκεφάλου

«Δεν ακούει, παιδί μου, ο πατέρας σου! Είναι βλέπεις αριστερός παλαιάς κοπής. Ο κόσμος προχωράει, αλλά αυτός αμετακίνητος!…»

Το διήγημα της Πέμπτης: «Το βλέμμα του λύκου» της Λιλής Μαυροκεφάλου

Η Λιλή Μαυροκεφάλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στα δεκαοκτώ της μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση και στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων.

Στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1977 με το ιστορικό μυθιστόρημα «Άγης».

Το 1981 εκδίδεται ο «Κλεομένης», συνέχεια του προηγούμενου, βραβευμένου από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1986 το «Άλλο».

Ακολουθούν «Μέρες Καυτού Καλοκαιριού», 1990, «Δύο στον Καθρέφτη», το ιστορικό μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Γερακάρη Λιμπεράκη», 1993, «Το πιο όμορφο ταξίδι», 1997, παιδικό μυθιστόρημα βραβευμένο από τη «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά», «Της Φωτιάς και της Ερημιάς», 1997.

Όλα τα ανωτέρω βιβλία βρίσκονται σε κυκλοφορία και τα περισσότερα έχουν εισαχθεί στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.

Η Λιλή Μαυροκεφάλου

Το διήγημα “Το βλέμμα του λύκου” παρουσιάστηκε από τον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη στις 6 Σεπτέμβρη 2009.

Το βλέμμα του λύκου
της Λιλής Μαυροκεφάλου

Μπορεί ένα τυχαίο γεγονός, μια σπίθα στιγμής να σε συγκλονίσει τόσο, ώστε να σ’ αλλάξει; Ο Θανάσης Φύσας, αν άκουγε κάτι τέτοιο μόλις την προηγούμενη μέρα, θα χαμογελούσε ειρωνικά – σκεπτικιστής απ’ τα γεννοφάσκια του και απόφοιτος θετικών επιστημών – όμως αυτή ακριβώς η αιφνίδια μεταμόρφωση τού είχε συμβεί πριν μερικές ώρες! Αποκάλυψη. Φώτιση. Δεν ήταν θρησκευόμενος, αλλά δεν έβρισκε πιο κατάλληλες λέξεις να αποδώσει το βίωμά του.

Δεν είχε καλά καλά προσαρμοστεί στα καθήκοντά του ως δασάρχης στο δασαρχείο Λιδορικίου, κι είχε δεχτεί στο γραφείο του την αιφνιδιαστική επίσκεψη του Περικλή Χύτρα, του πιο πλούσιου κτηνοτρόφου της περιοχής. Χίλια αιγοπρόβατα δεν ήταν μικρή υπόθεση κι ήταν ο κύριος λόγος για το τσαμπουκαλίδικο κόρδωμα του Περικλή. Ο άλλος ήταν οι πολιτικές του διασυνδέσεις στο υπουργείο Γεωργίας. Το ‘παιζε παράγοντας και το χόμπι του ήταν να κερνά τους συντοπίτες του, έστω και με το στανιό. Πάντως χάρη στην ανοιχτοχεριά του ήταν δημοφιλής, αν και σαφέστατα αντιπαθής. Έτσι πάντως φάνηκε στο δασάρχη με την πρώτη ματιά, μια εντύπωση που μάλλον ενισχύθηκε αργότερα.

Είχε έρθει να προτείνει, ή πιο σωστά να απαιτήσει, άδεια από το δασαρχείο για την εξόντωση των λύκων της περιοχής. Την επιχείρηση θα την εκτελούσε ο ίδιος μαζί μ’ άλλους κυνηγούς. Κι αν ο κύριος δασάρχης ήξερε από καραμπίνες και τα ρέστα, τιμή τους να μπει κεφαλή.

Ήξερε από καραμπίνες – νέος κυνηγούσε στο χωριό του – κι ο Περικλής ενθουσιάστηκε. Όμως ο ενθουσιασμός του πάγωσε, ­όταν ο Θανάσης τον πληροφόρησε, σε ψυχρό υπηρεσιακό τόνο, πως, πρώτον, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της υπηρεσίας, η περιοχή δεν ήταν ενδιαίτημα λύκων και δεύτερον, οι λύκοι, σαν είδος υπό εξαφάνιση, προστατευότανε κατά το νόμο.

Ο Περικλής αναψοκοκκίνησε, αλλά κατέβαλε φιλότιμη προσπάθεια να αυτοκυριαρχηθεί. Αντέτεινε πως οι κύριοι των γραφείων δεν ξέρουν πού πάνε τα τέσσερα. Ο ίδιος όμως τον περασμένο χειμώνα είχε χάσει δέκα πρόβατα. Και βέβαια από λύκους! Κι ένας να ήταν, μόνο ένας, θα ‘πρεπε να εξοντωθεί! Αποζημίωση; Πλάκα του ‘κανε ο κύριος δασάρχης; Γελοίο το ποσόν κι από πάνω πού ν’ το;

Ο Θανάσης ξαναεπικαλέστηκε το νόμο με βαριεστημένο ύφος κι έσκυψε στα χαρτιά του υπονοώντας ότι η συνάντηση είχε περατωθεί. Ο Περικλής βέβαια δεν ήταν απ’ αυτούς που βάζουν την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. Χτύπησε τα κοντόχοντρα πόδια του στο δρύινο πάτωμα, βρόντηξε τα χέρια στο γραφείο, πετάχτηκαν έξω οι φλέβες του λαιμού και γούρλωσαν τα μάτια του.

«Αυτοί οι π…. οι οικολόγοι φταίνε για όλα! Σφάξιμο θέλουν!» ξέσπασε. «Έχουν τρυπώσει παντού, τσιρίζουν πως οι λύκοι είναι άγγελοι. Ε, πεινάνε οι καημένοι, να μη φάνε τα πρόβατά μου; Κι αν πεινάσω εγώ, αν καταστραφώ; Α, δεκάρα τσακιστή δε δίνουν. Αν φαγωθώ, ακόμη καλύτερα. Μας παραφυλάνε μπας και σκοτώσουμε κανένα ζουλάπι! Και τότε παίρνουν φωτιά οι τηλεοράσεις, μας κάνουνε σούργελο! Οι χέστηδες οι πολιτικοί τρέμουν. Ποπό! Θα χάσουμε ψήφους, να το παίξουμε κι εμείς οικολόγοι! Και ‑φτιάχνουν τα λαμόγια λυκονόμους! Κι εμάς μας βάζουνε πρόστιμα!..Την έπαθε ο ανιψιός μου!..».

Η σιωπή του δασάρχη φάνηκε να δρα κατευναστικά στον οργίλο κτηνοτρόφο.

«Ε, τι να κάνεις κι εσύ, κυρ-δασάρχη… Μια καρέκλα έχεις, δε σου περνά. Άσε… Θα καθαρίσω εγώ! Έχω άνθρωπο στο υπουργείο… Θα πάρουμε ειδική άδεια!».

Το είπε και το ‘κανε ο Περικλής. Η ειδική άδεια είχε έρθει αρχές Γενάρη κι είκοσι ετοιμοπόλεμοι άντρες περίμεναν το σήμα του δασάρχη για ν’ αρχίσει το σαφάρι.

Ξεκίνησαν ένα βραδάκι με ιδανικές συνθήκες. Το νέο χιόνι ήταν ακόμη αφράτο, οπότε τα ίχνη θα ήταν ευδιάκριτα, και το γεμάτο φεγγάρι έκανε τη νύχτα μέρα.

Ο Θανάσης, κατ’ όνομα μόνο κεφαλή – το πρόσταγμα το είχε ουσιαστικά ο Περικλής – τάχυνε το βήμα του αφήνοντας πίσω τους άλλους. Αν και πενηντάρης διατηρούσε τις αντοχές του. Για αρκετή ώρα άκουγε τα γαυγίσματα των κυνηγόσκυλων, αγριοφωνάρες και χάχανα. Μισομεθυσμένοι είχαν ξεκινήσει από την ταβέρνα οι άντρες κι εξακολουθούσαν να πίνουν. Τσίπουρο οι μεγαλύτεροι. Οι νεότεροι, ουίσκι.

Το χιόνι γύρω του απλωνότανε ατσαλάκωτο κι ο λευκός γίγαντας, τα Βαρδούσια, έμοιαζε με υπερφυσικό καράβι που έπλεε στο φεγγαρόφωτο.

Άναψε τσιγάρο και τράβηξε βαθιά στα πνευμόνια τον καπνό. Στην εξοχή δεν ίσχυε βέβαια ο αντικαπνιστικός νόμος, αλλά ούτε και στο ξεχασμένο δασαρχείο, στην περιφέρεια γενικώς.

*

Τελικά η μετάθεση από την Αθήνα μάλλον σε καλό του ‘χε βγει. Ηταν «graceindisguise», του ‘ρθε στ’ αγγλικά. Κι όχι μόνο γιατί μπορούσε να καπνίζει όσο γούσταρε στο ζεστό του γραφείο, αντί να τρεμουλιάζει έξω, στην παγωνιά…

Κι όμως! Είχε καταστενοχωρηθεί με την προοπτική ν’ αποχωριστεί τη σύζυγο και την κόρη του – να τον ακολουθήσουν αυτές στην επαρχία ούτε λόγος – αλλά και το υπουργείο, τις κοινωνικές συναναστροφές… Η πραγματικότητα αποδείχτηκε διαφορετική! Αναζωογονητική. Του φαινόταν σαν ν’ ανάσαινε πιο ελεύθερα τώρα, σαν οι άνθρωποι στο ίδιο σπίτι να κλέβουνε ο ένας την ανάσα του άλλου, σαν η πολυκοσμία να σου στερεί ενέργεια. Κι είχε επιστρέψει στην παλιά του αγάπη. Στο διάβασμα. Απολάμβανε μάλιστα ό,τι στο σχολείο σκυλοβαριότανε: τις αρχαίες τραγωδίες. Ήταν πια σε ηλικία να εννοεί ότι η δυστυχία είναι καρπός σύγχυσης, πνευματικής τύφλωσης. Της άτης. Σε μετάφραση διάβαζε βέβαια τις τραγωδίες, αλλά έριχνε και καμιά ματιά στο πρωτότυπο.

Έγραφε κιόλας. Ποιήματα! Ανόητα ίσως, αλλά του δίνανε χαρά… Ποτέ δε θα ‘κανε λόγο γι’ αυτά στη σύζυγο και στην κόρη του…

Ξαφνικά θυμήθηκε εκείνη την παρατήρηση της μικρής: «Βρε μπαμπά, για ποιο λόγο σπαταλιέσαι τζάμπα; Εντάξει. Έκτισε ο άνθρωπος στα καμένα. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος… Μόνο εσύ κάνεις φασαρία. Θα την πάθεις, μπαμπά! Καταπατητής ή όχι, του περνάει!».

Η γυναίκα του είχε κουνήσει συμφωνώντας το κατάξανθο κεφάλι της μ’ εκείνη τη συγκαταβατικότητα που επιδείκνυε σ’ ό,τι δε σχετιζότανε με τα χαρτιά.

«Δεν ακούει, παιδί μου, ο πατέρας σου! Είναι βλέπεις αριστερός παλαιάς κοπής. Ο κόσμος προχωράει, αλλά αυτός αμετακίνητος!…».

*

Όταν του ‘ρθε η μετάθεση, δεν του χίμηξαν, δεν τσίριξαν πως εκείνες του τα λέγανε. Σιώπησαν με μια λεπτότητα που τον είχε κατασυγκινήσει. Είχε μπει για μια στιγμούλα στον πειρασμό να τους ανοίξει την καρδιά του, να ξεκαθαρίσει πως η ανάγκη του να υπηρετεί τα πιστεύω του, να νιώθει άνθρωπος, τον κάνανε αριστερό, πως δε θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, ακόμη κι αν ποτέ δεν είχε υπάρξει κόμμα. Όμως η στιγμούλα τού ξεγλίστρησε, γιατί στο μεταξύ εκείνες οι δυο είχαν πιάσει κουβέντα για κάτι δερμάτινες τσάντες σπουδαίας γαλλικής φίρμας, πασίγνωστης, από τα συμφραζόμενά τους, στο πανελλήνιο.

Άκουσε έναν πυροβολισμό κι αναπήδησε. Να τον είχανε πετύχει το λύκο; Κοίταξε την ώρα στο κινητό του. Μία. Να τηλεφωνούσε στον Ηρακλή να μάθει τι είχε γίνει… Δεν το ‘κανε. Αν πράγματι είχε γίνει κάτι, ο Ηρακλής θα του το είχε κιόλας ανακοινώσει. Δε θα το κρατούσε μυστικό.

Έκανε να ξαναβάλει το κινητό στην τσέπη του μπουφάν του και τότε είδε τις κηλίδες. Μικρές και καφετιές. Έσκυψε να τις αγγίξει. Αίμα! Και ίχνη!.. Πατημασιές μεγάλες και το ένα νύχι πίσω. Λύκος! Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Να τον είχαν πληγώσει άλλοι κυνηγοί ή μήπως οι κόκκινες σταλαγματιές ήταν από κάποιο ζώο που είχε σκοτώσει και κουβαλούσε στη φωλιά του ο λύκος;

Γονάτισε, μπουσούλησε στα τέσσερα, ακολούθησε τα ίχνη, μεταμορφωμένος ξαφνικά σε κάποιον που δεν ξέρει από γραφεία και πόλεις, η αδρεναλίνη εκτοξευμένη στα ύψη, η προσοχή σε υπερένταση, οι αισθήσεις ορθάνοιχτες, η στιγμή το παν. Θηρευτής ήταν, αλλά θα μπορούσε να καταλήξει και θήραμα. Το φεγγαρόφωτο δε θα ξεχώριζε τον έναν απ’ τον άλλο και το χιόνι θα συνέχιζε να λαμπυρίζει παγερά αδιάφορο για ρόλους και θεατρίνους.

*

Παρόλα τα στριφογυρίσματα και τους κύκλους – κόλπο των λύκων να μπερδεύουν τους διώκτες τους – τα ίχνη ανηφόριζαν προς το βουνό. Αναμενόμενο. Εκεί ήταν οι κρυψώνες. Εκεί οι πηγές. Το πρώτο καρτέρι είχε συμφωνηθεί να το στήνανε στην πηγή της Χήρας, την πιο κοντινή.

Ανηφόριζε δίχως να χάνει απ’ τα μάτια του τα ίχνη. Είχε ξαναγίνει ο έφηβος κυνηγός. Ένα λαχταρούσε: να βρει πρώτος το λύκο και να τον σκοτώσει, να ξεμπροστιάσει τους ψευτοπαλικαράδες που χρειάζονταν να μεθύσουν, για να βγούνε παγανιά. Στεγνός αυτός κι ολομόναχος. Κι ο λύκος, μια ματωμένη γκριζωπή γούνα στα πόδια του!

Κινιότανε όσο πιο αθόρυβα γινότανε με την καραμπίνα έτοιμη, προτεταμένη. Το δάσος ήταν πολύ πυκνό τώρα. Ένας άλλος κόσμος. Απειλητικός. Όλο σκιές και σκοτάδι… Άκουσε νεροκελάρυσμα. Είχε φτάσει στην πηγή. Έμεινε ακίνητος κρατώντας την ανάσα του. Έστησε αυτί. Απόλυτη σιγή εκτός από τον ήχο του νερού.

Τα μάτια του λίγο λίγο συνήθιζαν το σκοτάδι. Δεν ήταν πια αδιαπέραστο. Είχε μια γαλακτερή απόχρωση και το φεγγάρι, καθώς γλιστρούσε επάνω απ’ τις κορυφές των ελάτων, έριχνε εδώ κι εκεί άπλετο φως. Μια τέτοια στιγμή τον είδε. Ολοκάθαρα. Τον λύκο! Απέναντί του, στο κοίλωμα ενός βράχου. Ήταν ξαπλωμένος και τον κοίταζε. Προφανώς πληγωμένος. Ακίνητος. Τον κοίταζε σαν να ήθελε να τον μαγνητίσει. Ο λύκος.

Με την καρδιά στο στόμα σημάδεψε. Το φεγγάρι γλίστρησε πιο πέρα σαν να ‘θελε να του κρύψει το στόχο. Τράβηξε τη σκανδάλη σχεδόν στα τυφλά. Άκουσε ένα ουρλιαχτό. Τον είχε πετύχει! Άναψε το φακό. Το χιόνι γύρω από το λύκο βαθυκόκκινο. Πρέπει να τον είχε βαρέσει στο ψαχνό…

*

Γρήγορα! Να τον αποτελειώσει. Πλησίασε προσεκτικά για τη χαριστική βολή. Ακίνητος ο λύκος τον κοίταζε με τα πρασινοκίτρινα μάτια του. Αναστατώθηκε. Σαν υπνωτισμένος κατέβασε την καραμπίνα. Ο λύκος τον κοίταζε βαθιά, πολύ βαθιά, εκεί που δεν είχε φτάσει ποτέ βλέμμα ανθρώπου. Ήρεμα, περήφανα και σοφά ήταν εκείνα τα μάτια σαν ο κάτοχός τους να γνώριζε ένα μυστικό που ο ίδιος αγνοούσε.

Μια πρασινοκίτρινη φλογίτσα έκαιγε στα μάτια του. Η φλογίτσα σωνόταν, πέθαινε η φωτιά της ζωής…

Του Θανάση του φάνηκε πως μαζί πέθαινε και κάτι απ’ τον ίδιο… Δεν ήξερε ακόμη τι ήταν αυτό.

Γαυγίσματα σκύλων. Οι δικοί τους θα ήταν. Θα είχαν μυρίσει λύκο, αίμα. Ο αέρας είχε γυρίσει, έφερνε στα σκυλιά τις μυρουδιές…

Ο λύκος γρύλισε. Σπαρτάρησε. Αίμα κύλησε απ’ το στόμα του. Η φλόγα των ματιών έσβησε για τα καλά και το κεφάλι έγειρε προς τα κάτω.

Ο Θανάσης γονάτισε, άγγιξε τον λύκο. Ζεστός ήταν ακόμη μες στην παγωνιά.

Τα γαυγίσματα ζύγωναν. Μαζί κι οι φωνές…

Τους είχαν περιτριγυρίσει. Με τις καραμπίνες, τα πιστόλια, τα μαχαίρια, τα σκουφιά, τις μπότες τους. Κατενθουσιασμένοι. Τον σήκωσαν από κάτω. Αγκαλιές, φιλιά, μπράβο, χνώτα που κρουστάλλιαζαν στην παγωνιά, που μύριζαν οινόπνευμα. Τα σκυλιά γάβγιζαν νευρικά, οσφρίζονταν το λύκο με μανία, γλείφανε λαίμαργα το αίμα του.

Κάποιος τράβηξε φωτογραφία. Δεν πρόλαβε να τον εμποδίσει. Την άλλη μέρα θα φιγουράριζε στον τοπικό Τύπο. «Ήρωας!».

*

Σ’ έναν «ήρωα» συγχωρούνται οι παραξενιές κι έτσι δίχως εξηγήσεις, τους παράτησε στη χαρά τους και πήρε την κατηφόρα σχεδόν τρέχοντας.

Το ξημέρωμα τον βρήκε να περιπλανιέται στην εξοχή. Είχε πιάσει να χιονίζει πάλι, το βουνό ήταν σχεδόν αθέατο κι αυτός τόσο ανάλαφρος όσο δε θυμότανε να είχε ποτέ υπάρξει τις τελευταίες δεκαετίες.

Πήγε κατευθείαν στο γραφείο του αλλόκοτα ξεκούραστος. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της τουαλέτας κι είδε στα μάτια του τα μάτια του λύκου. Η ίδια φλογίτσα ζωής τρεμόφεγγε και στα δικά του.

Παρά τα φαινόμενα, ήταν ένα και με το λύκο… Ένα μ’ όλα.

Αναπόφευκτα η ζωή του θ’ άλλαζε. Δε γινότανε αλλιώς και δε φοβότανε. Ήταν εξόριστος κι είχ’ επιτέλους επιστρέψει στην πατρίδα. Μια ήρεμη δύναμη τον κατέκλυζε, μια αίσθηση αρμονίας και γαλήνης. Στην πραγματικότητα αυτό που είχε συμβεί ήταν πως είχε δει! Στην κυριολεξία…

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: