Το διήγημα της Πέμπτης: «Βαθιά ποτάμια» του Χοσέ Μαρία Αργέδας
“Μπροστά μπροστά”, φώναξε η επικεφαλής. “Μπροστά μπροστά”, επανέλαβε το πλήθος των γυναικών. Οι αστυνομικοί που φύλαγαν τη γωνία αναδιπλώθηκαν. Δεν τις χτύπησαν. Πυροβολούσαν στον αέρα. Οι γυναίκες τους αφαίρεσαν τα όπλα…
Ο Χοσέ Μαρία Αργέδας (1911-1969) είναι ένας σημαντικός Περουβιανός συγγραφέας. Ανήκει στη γενιά της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνικής έκρηξης (δεκαετία 1960-1970). Το έργο του αγνοήθηκε και υποτιμήθηκε από τους κριτικούς. Από τους πρώτους που αναγνώρισε την αξία του ήταν ο Κουβανός μελετητής της Λογοτεχνίας Angel Rama. To 1983 έγινε η πρώτη σημαντική έκδοση του έργου του στην Αβάνα.
Ο Αργέδας, εκτός από συγγραφέας, ήταν ανθρωπολόγος και εθνολόγος. Στο συνολικό του έργο ανέδειξε το λαϊκό πολιτισμό του Περού, που στηρίζεται στις αστείρευτες παραδόσεις των Ινδιάνων. Συγχρόνως, συμμετείχε και στήριζε τους αγώνες τους ενάντια στο ζυγό των ντόπιων φεουδαρχών. Επηρεασμένος από τον ουτοπιστικό μαρξισμό των Μαριάτεγι και Βαγιέχο, ονειρευόταν ένα σοσιαλισμό που θα επανέφερε τις δομές του πρωτόγονου κομμουνισμού των Ινκας.
Το απόσπασμα που δημοσιεύουμε είναι από το σημαντικότερο έργο «Βαθιά ποτάμια», που αναφέρεται σε εξέγερση των γυναικών, μια από τις πολλές εξεγέρσεις των Ινδιάνων και των μιγάδων. Οι νεαροί σπουδαστές του Καθολικού Σχολείου παρακολουθούν την εξέγερση και σιγά – σιγά αφυπνίζονται. Ο συγγραφέας ταυτίζεται με τα δρώμενα και ονειρεύεται τη συνολική αφύπνιση και εξέγερση του περουβιανού λαού. Ελπίζει σε μια κοινωνία σοσιαλιστική, ανθρωπιστική και ελεύθερη.
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη (Κυριακή 26 Φλεβάρη 2006). Μετάφραση: Κική Αλεξοπούλου
Βαθιά ποτάμια
του Χοσέ Μαρία Αργέδας
Στις 12, όταν οι εξωτερικοί σπουδαστές έβγαιναν στο δρόμο, ακούστηκαν γυναικείες κραυγές. Εγώ και ο Rondinel βρισκόμαστε κοντά στην πόρτα και μπορούσαμε να δούμε το δρόμο. Πολλές γυναίκες πέρασαν τρέχοντας! Ολες ήταν μιγάδες, ντυμένες όπως οι γυναίκες των μαγαζιών που πουλάνε chicha*. Ο πατήρ – διευθυντής βγήκε από το γραφείο του, κατευθύνθηκε στο προαύλιο και κοίταξε προς το δρόμο. Επέστρεψε γρήγορα και μπήκε εσπευσμένα στο γραφείο του. Ηταν φοβισμένος…
Ο θόρυβος αυξήθηκε στο δρόμο. Περισσότερες γυναίκες περνούσαν τρέχοντας. Ενας αξιωματικός μπήκε στο κολέγιο. Οι πατέρες συγκεντρώθηκαν στο γραφείο του διοικητή, μαζί με τον αξιωματικό. Συζήτησαν λίγα λεπτά και βγήκαν μαζί στο δρόμο. Ο κόσμος συνέχισε να τρέχει στο δρόμο. Ανδρες, γυναίκες και παιδιά πέρναγαν σαν να καταδίωκαν ο ένας τον άλλον. Ολοι οι εσωτερικοί σπουδαστές βγήκαν στο προαύλιο.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησαν οι καμπάνες και ένα πλήθος γυναικών έφτασε από την πλατεία. “Ολοι τις ακολουθήσαμε, ο Flaco, όχι!”, είπε ο Antero. “Η μητέρα σου θα ‘ρθει να σε ψάξει στο κολέγιο και θα τρελαθεί, εάν δε σε βρει…. Τρέχα στο σπίτι σου… Ο δρόμος βράζει από γυναίκες εξαγριωμένες. Μπορεί να σε χτυπήσουν. Μπορεί να σε σκοτώσουν. Πήγαινε! Πάρτε με μαζί σας…. Πάρτε με αδέρφια μου…”.
Φύγαμε και ο Flaco δεν μπόρεσε να με ακολουθήσει. Οταν ξεχυθήκαμε στην πλατεία, ένα πλήθος γυναικών κραύγαζε, καλύπτοντας το χώρο από τον περίβολο της εκκλησίας μέχρι το κέντρο της πλατείας. Με τα πόδια γυμνά, οι γυναίκες τσαλαπατούσαν τα αδύναμα λουλούδια του πάρκου, έκοβαν τα τριαντάφυλλα, τα γεράνια και τους κρίνους. Φώναζαν όλες στη γλώσσα των Ινδιάνων. “Αλάτι, αλάτι! Κάτω οι κλέφτες, κάτω οι κατεργάρηδες!”.
Ο Antero πλησίασε στην κορυφή της συγκέντρωσης. Εγώ τον ακολουθούσα. Η βία των γυναικών με ερέθιζε. Επιθυμούσα να παλέψω, να βαδίσω εναντίον κάποιου.
Οι γυναίκες που είχαν καταλάβει την πλατεία κρατούσαν στο αριστερό τους χέρι πέτρες. Από την άκρη του πάρκου μπορούσαμε να δούμε τη γυναίκα που μιλούσε στην κορυφή της συγκέντρωσης. Τα ασημένια και χρυσά στολίδια που φόραγε έλαμπαν στον ήλιο. Η γυναίκα που μιλούσε ήταν μια φημισμένη chichera. Αστραφτε… Είχε πλατύ πρόσωπο, πειραγμένο από ανεμοβλογιά. Το μπούστο της ήταν φαρδύ, υψωμένο σαν ένα χαράκωμα. Ανέπνεε βαθιά. Μιλούσε στη γλώσσα των Ινδιάνων. “Οχι! Μόνο μέχρι σήμερα μπόρεσαν και έκλεψαν το αλάτι! Σήμερα πάμε να διώξουμε από το Abancay όλους τους κλέφτες! Κραυγάστε, γυναίκες, κραυγάστε δυνατά. Να το ακούσει όλος ο κόσμος! Θα πεθάνουν οι κλέφτες!”. Οι γυναίκες κραύγαζαν. “Σήμερα θα πεθάνουν οι κλέφτες”. Οταν επανέλαβαν τις κραυγές, εγώ επίσης φώναζα μαζί τους. Ο Rondinel με κοίταξε έκπληκτος. “Ακου, Ερνέστο, τι σου συμβαίνει!”, μου είπε. “Ποιον μισείς;”. “Τους κλέφτες του αλατιού, λοιπόν”, του απάντησε μια από τις γυναίκες.
Εκείνη τη στιγμή το πλήθος άρχισε να κινείται. Ο πατήρ – διευθυντής προχώραγε ανάμεσα στις γυναίκες, συνοδευόμενος από 2 ιερείς. Εφτασε στην κορυφή, απέναντι από την Chichera. Δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τις της έλεγε. Ομως, από την έκφρασή της καταλαβαίναμε ότι την παρακαλούσε. Οι γυναίκες εσίγησαν. Λίγο λίγο η σιωπή απλώθηκε σ’ όλη την πλατεία. Τότε ακούσαμε τα λόγια του πατέρα. – “Οχι κόρη μου… Μην προσβάλλεις το θεό. Οι αρχές δε φταίνε. Σου το λέω, στο όνομα του θεού”. – “Τότε ποιος έχει πουλήσει το αλάτι για τις αγελάδες του αγροκτήματος; Οι αγελάδες είναι πάνω από τον κόσμο, πατέρα – Λινάρες;” Η φωνή της Chichera ακούστηκε καθαρά στο πάρκο. – “Μη με προκαλείς κόρη μου! Υπάκουσε στο Θεό!”. – “Ο θεός τιμωρεί τους κλέφτες πατέρα – Λινάρες”, είπε φωνάζοντας η Chichera και γονάτισε μπροστά στον πατέρα. Ο πατήρ είπε κάτι και η γυναίκα εκτόξευσε μια κραυγή. – “Καταραμένη όχι! Κατάρα στους κλέφτες”.
Σήκωσε το δεξί χέρι, σα να χτυπούσε μια χορδή. Ολες οι καμπάνες άρχισαν να κτυπούν. “Αρκετά! Μπροστά, μπροστά!”, φώναξε η Chichera. Κατέβηκε από το βήμα και κατευθύνθηκε στην πιο κοντινή γωνία. Οι γυναίκες την ακολούθησαν.
Ακούστηκαν κάποιοι πυροβολισμοί. Τίποτα τίποτα. “Μπροστά μπροστά”, φώναξε η επικεφαλής. “Μπροστά μπροστά”, επανέλαβε το πλήθος των γυναικών. Οι αστυνομικοί που φύλαγαν τη γωνία αναδιπλώθηκαν. Δεν τις χτύπησαν. Πυροβολούσαν στον αέρα. Οι γυναίκες τους αφαίρεσαν τα όπλα…
Οι περισσότεροι σπουδαστές και περίεργοι έφυγαν μόλις άκουσαν τους πρώτους πυροβολισμούς. Ο Rondinel δεν τρόμαξε, “θα ακολουθήσουμε;”, με ρώτησε. “Φωνάξτε: Μπροστά!”, μας έλεγαν οι γυναίκες. Κραυγάζαμε με όλη τη δύναμη των πνευμονιών μας.
Πλησιάζαμε στο αλατοποιείο. Στις πρώτες γραμμές υπήρχε μεγάλη αναταραχή. Ακούστηκαν κάποιοι πυροβολισμοί. Οι πέτρες άρχισαν να ηχούν πέφτοντας πάνω στους στύλους και στις πόρτες. Εσπαγαν τζάμια. “Αίμα! Αίμα!”, κραύγαζαν οι γυναίκες. Εριξαν αρκετές πόρτες και μπήκαν στην αυλή. Εγώ έφτασα στην πρώτη σειρά. Η επικεφαλής είχε ένα πιστόλι στην πλάτη. Τα μαλλιά της έσταζαν ιδρώτα. Ανεβασμένη σε ένα ύψωμα κοίταξε κοφτερά όλους. “Σιωπή!”, διέταξε. Μια γυναίκα που στεκόταν δίπλα της είχε μια κηλίδα αίματος στα πλευρά. “Τι είναι αυτό!”, τη ρώτησε. “Βόλι από τον φρουρό!” -“Στην αποθήκη! Ελάτε στην αποθήκη!” διέταξε η επικεφαλής. Μια ομάδα μπήκε μέσα. – “Είναι γεμάτη!” Αρχισαν να σέρνουν τους σάκους του αλατιού στην αυλή. -“Πατέρα Λινάρες. Ελα… Εδώ υπάρχει αλάτι! Αυτοί είναι οι κλέφτες! Αυτοί είναι οι καταραμένοι!”.
Μετά έδωσε διάφορες εντολές και άρχισε η μοιρασιά. “Για τους φτωχούς της Patibamba τρεις σάκους”, είπε. Μερικές γυναίκες πήγαν να δουν στη συνέχεια το στάβλο. Βρήκαν 40 μουλάρια φορτωμένα με αλάτι. Τα έσπρωξαν στην αυλή και άρχισαν να ετοιμάζουν φορτώματα για τους Ινδιάνους της Patibamba. Δεν είχαν ξεχάσει τους φτωχούς.
Η μοιρασιά συνεχιζόταν ακόμα στην αυλή. Ομως, εγώ δεν αμφέβαλλα. Βγήκα πίσω από τις γυναίκες που πήγαιναν στα αγροκτήματα. Μια απέραντη χαρά και επιθυμία να παλέψω κόντρα σε όλο τον κόσμο με έκανε να τρέχω στους δρόμους.
Εσπρωξαν τα μουλάρια στους δρόμους. Από μερικά μπαλκόνια έβριζαν τις γυναίκες: “Κλέφτρες, αφορισμένες… Πρόστυχες πόρνες!” Ομως, κοντά στην Huanupata άνδρες και γυναίκες ενώθηκαν με την αποστολή. Ηταν ένα ολόκληρο χωριό αυτό που βάδιζε πίσω από τα μουλάρια, προχωρώντας με χορευτικό βήμα. Οι Chicheras συνέχιζαν να τραγουδούν, με χαμογελαστό πρόσωπο. Η αποστολή πέρασε μπροστά από το σπίτι του γαιοκτήμονα. Πέρασαν μπροστά από τα κάγκελα, χωρίς να κοιτάξουν μέσα. Ηθελαν να φτάσουν γρήγορα στο χώρο των μικρών σπιτιών, στη σκονισμένη περιοχή των Ινδιάνων. Στην άκρη του δρόμου του σπιτιού του αφέντη, δυο μιγάδες, με μπότες και μεγάλα καπέλα, γονάτισαν με τα όπλα στα χέρια. Ενας άνδρας ντυμένος στα λευκά στεκόταν όρθιος στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας. Είδε να περνούν οι Ινδιάνες, χωρίς να κάνει καμιά χειρονομία, με φανερή ηρεμία.
Φτάσαμε στον κάμπο. Οι πόρτες σε όλες τις καλύβες παρέμειναν κλειστές. Δε θα βγουν ίσως; Τι θα συμβεί, θεέ μου, αναρωτιόμουν, παρατηρώντας τις ξεχαρβαλωμένες και μαυρισμένες σκεπές των μικρών σπιτιών. – “Βγείτε έξω, μητερούλες! Σας φέρνουμε αλάτι”. Η σιγή συνεχίστηκε. – “Ποιος σας τρομάζει;”, φώναξε η επικεφαλής. Προχώρησε, βίαια, μέχρι την πόρτα και τη βούλιαξε με τον ώμο. Από το εσωτερικό της καλύβας ακούστηκαν φωνές. – “Αλάτι για σένα!”. Η φωνή της έγινε τρυφερή και γλυκιά. – “Βγείτε να πάρετε…”. Ανοιξαν οι πόρτες. Πλησίασαν οι γυναίκες, αμφιβάλλοντας ακόμη, βαδίζοντας πολύ αργά.
Ενώ μοίραζαν το αλάτι, αισθάνθηκα το κορμί μου ποτισμένο από κρύο ιδρώτα. Η καρδιά μου χόρευε. Κάθισα στο έδαφος και έσφιξα το κεφάλι με τα χέρια μου. Ο θόρυβος λιγόστευε. Ακουσα λίγους πυροβολισμούς. Οι γυναίκες άρχισαν πάλι να τραγουδούν. Η καρδιά μου μάτωνε. Αίμα ευτυχισμένο, που χυνόταν ελεύθερα εκείνη την ευτυχισμένη ημέρα, που αν ερχόταν ο θάνατος, θα μεταμορφωνόταν σε θριαμβευτικό αστέρι….
Κάλπασαν τα μουλάρια, προς τον πετρώδη δρόμο, πολύ κοντά στα πόδια μου. Επέστρεφαν οι γυναίκες στο Abancay. Απομακρύνθηκε γρήγορα το σμήνος, σαν ένας ελαφρύς άνεμος. Δεν μπόρεσα να δω. Ήμουν βυθισμένος σε έναν ύπνο δυνατό και ανίκητο.
*chicha: ποτό των Ινδιάνων
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.