«Το κελλί» – Πασχαλινό διήγημα του Νίκου Παπαπερικλή
– Δεν είναι – του είπαν – πόσο θα ζήσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο εμείς, αλλά πώς θα ζήσουμε τούτη τη ζωή!
Άλλοι την τιμούν φίλε, κι άλλοι τη ντροπιάζουν…
Εξαίρετος συγγραφέας και δημοσιογράφος ο Νίκος Παπαπερικλής γεννήθηκε το 1908, στην Προποντίδα και έφυγε από τη ζωή στις 22 του Γενάρη 1988.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, δουλεύοντας σαν εργάτης έβγαλε το Γυμνάσιο και σπούδασε Νομικά. Το 1928 οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ και ξεκίνησε να δημοσιογραφεί στον Ριζοσπάστη. Το 1930 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά εξορίζεται διαδοχικά στον Αη Στράτη, στην Ακροναυπλία και στο στρατόπεδο της Λάρισας. Ακολουθούν η Κατοχή, η Εθνική Αντίσταση, ξανά διωγμοί και εξορίες στον εμφύλιο, στη Γυάρο και τη Μακρόνησο.
Τη δεκαετία του 1950 ο Νίκος Παπαπερικλής δημοσιογραφεί στις εφημερίδες «Αυγή» και «Προοδευτική Αλλαγή». Ξαναεξορίζεται στον Αη Στράτη. Στα χρόνια της χούντας δούλεψε στο ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ «Η φωνή της Αλήθειας». Μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι το θάνατό του, υπέγραφε καθημερινά το χρονογράφημα του Ριζοσπάστη, ως «Νίκος Φιλικός».
Εκτός από το ψευδώνυμο «Φιλικός», υπέγραφε κείμενά του και με διάφορα ψευδώνυμα: «Νίκος Γλαύκος» στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, «Ειρηνικός» στην προδικτατορική «Αυγή» και «Ορέστης» στη «Φωνή της Αλήθειας» στη διάρκεια της χούντας.
Στο ενεργητικό του είχε αρκετά πεζογραφικά βιβλία.
Το διήγημα «Το κελλί» δημοσιεύτηκε τον Μάη του 1975 στον Ριζοσπάστη. Στην αντιγραφή διατηρήσαμε την ορθογραφία της εποχής.
Το κελλί
Στρώθηκε ο καπετάνιος χάμου στα γόνατα και βάλθηκε να τρίβει με τη βούρτσα το παμπάλαιο ξύλινο πάτωμα του κελλιού.
Οι άλλοι μπαινόβγαιναν ξυπόλυτοι. Καθένας και μια δουλιά. Όποια δουλιά του βολούσε. Μόνο νάβαζε κι εκείνος όσο μπορούσε εδώ την ψυχή του. Κουβαλούσαν νερό. Ετοίμαζαν τον ασβέστη. Ξεσκόνιζαν.
Ο καπετάνιος έτριβε με ποτάσσα το πάτωμα. Τότριβε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Τόβλεπε ολοένα να ξαστράφτει ανάμεσα απ’ τα νερά καθαρό, κατακίτρινο σα φλουρί.
Ακόμα κι οι άρρωστοι στροβιλίστηκαν σ’ εκείνη τη φούρια. Τους ξεσήκωσε η ορμή του καπετάνιου. Ήταν κάτι σα μάχη στη μούχλα. Ένας άγριος πόλεμος με τα βάθη της γης, με τις ώρες που φεύγουν, με τα βαριά μπεντένια του κάστρου ολόγυρα.
Εκείνη την ώρα δεν ήταν πια οι κατάδικοι με τις βαριές τους ποινές. Με μιαν ανάσα παλεύαν. Γέροι και παλληκάρια που πήραν ν’ ασπρίζουν παράκαιρα. Όλοι. Άνθρωποι του βουνού, ντιρέκια κτισμένα ψηλά και βαριά, κι εργάτες της πολιτείας που μεγάλωσαν οι απαλάμες τους και ξέφτισαν από χρόνια οι ρόζοι απ’ το «χα»! της βαρειάς.
Ήτανε κάτι σαν στρατιώτες σε πανστρατιά που πέσαν αιχμάλωτοι. Κάτι πειθαρχικοί μαχητές που δε χάσανε στιγμή τη γραμμή τους, τον αέρα τους, την τάξη της μάχης. Διανοούμενοι της πόλης με χοντρά γυαλιά μυωπίας, άρρωστοι, ανάπηροι, αναιμικοί, ένας κόσμος…
Τότε πρόβαλε πάλι εκείνος ο άνθρωπος. Ήρθε όπως πάντα απόκοσμο φάντασμα. Ένας στεγνός πράσινος άνθρωπος. Τα μάτια του έντρομα. Έτσι έρχονταν πάντα. Έτσι έκλωθε γύρω από τον καπετάνιο νύχτα και μέρα. Οι σιδερένιες πόρτες της φυλακής ανοίγαν στο πέρασμά του ελαφρά-ελαφρά. Ήταν ένας ίσκιος βαρύς. Ένας χάρος. Ήταν κάτι σαν το στοιχειό αυτού του παμπάλαιου κόσμου. Και η φωνή του βραχνή, σαν απ’ αλάργα, από μιαν άβυσσο, έναν κόσμο που χάνεται.
– Ε, καπετάνιο, καπετάνιο – άρχιζε. Πάει… Την έφαγες τη ζωή σου εδώ μέσα… Πότε θα ζήσεις εσύ;
Εκείνος τον άκουγε. Ήταν ένας θεόχτιστος άντρας ο καπετάνιος. Στην ψυχή του κουβαλούσε την άγρια μεραρχία του που σάρωνε άπαρτα γερμανικά κάστρα στην κατοχή. Ανάσαινε ακόμα το ρετσίνι του ελάτου εδώ μέσα. Κι’ ας περνούσαν τα χρόνια. Ώρες-ώρες ταξίδευε με τ’ αράθυμο άλογό του. Κι ας τον κλείναν ολόγυρα κάστρα. Τ’ άλογό του χόρευε στα δυο πισινά του ποδάρια. Ένα άλογο χέλι. Κι ύστερα χάνονταν αστρίτης εμπρός…
– Ε, καπετάνιο – του σταματούσε τον καλπασμό κείνος ο άνθρωπος στις όμορφες ώρες του – καπετάνιο, παλιώνεις, περνάς… Πότε θα ζήσεις; Εδώ είναι τάφος. Ολόγυρα σ’ αγκαλιάζουν τοιχιά. Κι έξω κυλούνε οι ώρες γιομάτες, γλυκές… Πότε θα ζήσεις εσύ!
Σώπαινε κι άκουγε ο καπετάνιος. Τα μάτια του ήρεμες, πλατιές, γαλάζιες θάλασσες, μιλούσαν τη γλώσσα τη δική τους. Έτσι πάντα τον κυττούσε. Ήσυχα ήσυχα. Δεν του μιλούσε. Τον άφηνε να λέει, να λέει, ώσπου τον βούλιαζε μέσα σ’ εκείνο το απέραντο γαλάζιο πέλαγο της ατάραχης ματιάς του.
Σήμερα όμως ήτανε άλλο. Σήμερα αυτό το κελλί άλλαξε όψη. Άστραφτε εκείνο το πάτωμα κάτω απ’ τη βούρτσα του καπετάνιου. Φρέσκοι, κατάλευκοι οι τοίχοι. Το κελλί αγκαλιάζει έναν κόσμο. Δεν βογγούν οι αρρώστοι. Οι βαριές έγνοιες λουφάζουν. Η αναστολή που απορρίφθηκε στα σκονισμένα ντούλαπα. Η ανήκεστος του γέρου δασκάλου που τον πνίγει η αγκούσα, το γράμμα που άργησε απελπιστικά. Τα παιδιά όξω που καρτερούν τον πατέρα. Τα χρόνια που φεύγουν αγύριστα για τα νιάτα π’ ασπρίζουν εδώ, που δε γεύτηκαν το φιλί, για τα νιάτα τ’ ανέραστα του κελλιού…
Και ποιος είναι αυτός ο βρυκόλακας που σιμώνει εδώ; Στο κελλί ζουν οι κατάδικοι με ισόβια κάθειρξη. Είναι οι ξυπόλυτοι που ασπρίζουν τους τοίχους. Οι άρρωστοι που έχουν τον κόσμο τους. Οι αιχμάλωτοι με τα χρυσά όνειρά τους. Αυτός ο καπετάνιος που τρίβει το πάτωμα σα να δίνει μια μάχη.
Τότε ακούστηκε πάλι η φωνή εκείνου τ’ ανθρώπου σα σφύριγμα οχιάς:
– Ε, καπετάνιο!…Λαμπρή κι η δική σου!… Να τρίβεις πατώματα μέσα στο κάτεργο… Να μετράς βαριά τα χρόνια που φεύγουν αγύριστα… Να τα βλέπεις που φεύγουν ένα, δυο, πέντε, έντεκα στη γραμμή… Να παλιώνεις, να φεύγεις χωρίς να χαρείς… Πότε θα ζήσεις εσύ καπετάνιο!…
– Υπάρχουν και απελπισμένοι που δε τη σηκώνουν…
– Υπάρχουν και οι άχρηστοι που δε ξέρουν τι να την κάνουν.
– Εμείς είμαστε άλλο. Μας την αρπάζουν αλλά τη φέρνουμε στο κελλί μας. Εδώ χωράει το σύμπαν! Όλοι οι άνθρωποι της γης. Όλα τα πλάτη και τα μήκη. Όλα τα χαμόγελα και οι αγάπες… Εμείς δώσαμε χέρι στους καινούργιους κόσμους π’ ανασταίνονται.
Κάθεται ο καπετάνιος στο κελλί του ώρα μεσάνυχτα, κι ακούει τις μακρινές καμπάνες της ανάστασης και συλλογιέται, κι απλώνεται η σκέψη του στην οικουμένη και είναι σα να σκορπίσαν ξαφνικά απ’ τον ανοιξιάτικο ουρανό μια αρμαθιά αστέρια στην ψυχή του, στο έρμο το κελλί στη μαύρη κι άραχλη ζωή της φυλακής, σα νάγινε ένα φως, ένα φως!
Τότε ακούστηκε ένας ψίθυρος σιγανός έξω από το παραθυράκι του κελλιού. Ήταν εκείνος ο άνθρωπος. Δεν έμοιαζε πια με άνθρωπο. Ήταν μια άθλια σκιά.
Δεν μπορούσε, λέει, να κοιμηθεί. Δεν άντεχε και στις καμπάνες. Δεν είναι λέει, ζωή η έρμη.
– Τι λες εσύ καπετάνιο για το θάνατο;
– Τίποτα… Δεν τον συλλογίστηκα ποτές…
– Κι όμως εγώ… έκανε ο άνθρωπος. Εγώ…
Ύστερα ξέσπασε σ’ ένα λυγμό. Τον αηδίασε. Ύστερα τον λυπήθηκε. Άφησε τη γελαστή ματιά του να τον αγκαλιάσει μαλακά. Κάτι ν’ αφήσει μέσα στην άδεια του ψυχή. Τι είναι ο άνθρωπος!
Κι έξω αντιλαλούσαν οι καμπάνες…
Τότε γυρίσαν οι άλλοι κατάδικοι του κελλιού. Τον κύτταξαν μια. Κυττάξαν και το σύντροφό τους να τρίβει το πάτωμα. Κυττάξαν αυτό το κελλί που θα κλείσει τη νύχτα η βαρειά σιδερένια του πόρτα. Κι ύστερα μίλησε κάποιος. Και μείναν για λίγο αργές οι βούρτσες π’ ασπρίζουν. Ύστερα μίλησαν άλλοι και άλλοι, κι ο άνθρωπος πέτρωσε εκεί.
– Εμείς – λέει – δεν είμαστε μόνοι…
– Εμείς, χέρι χέρι, από κάστρο σε κάστρο, αγκαλιάζουμε όλη τη γης…
– Εδώ που βλέπεις εσύ, δεν είναι κελλί.
– Είναι ένα σύμπαν…
– Οι καρδιές μας ακούγονται στην άκρη της γης.
– Ποιος σούπε πως φεύγουν οι ώρες μας;
– Εμείς ζούμε χίλιες ζωές. Χίλιες ζωές…
Σώπασαν. Ο άνθρωπος έμεινε να κυττάει χάμου στο πάτωμα. Το κελλί σα να γιόμιζε φως. Κι οι κατάδικοι πάλευαν. Δεν άκουγε άλλο απ’ τις βαρειές τους ανάσες. Κι ανάμεσα ο αντίλαλος της τελευταίας φωνής. Χίλιες ζωές… Χίλιες ζωές…
Σαν έφυγε ο άλλος γύρισε ο καπετάνιος.
– Δεν έπρεπε – λέει – δεν έπρεπε…
– Μα έγινε η σκιά του κελλιού μας, καπετάνιε…
– Ό,τι και νάναι… Να τον αφήνατε…
– Να τον αφήναμε; Να ξανάρθει; Να ξαναρχίσει;
– Και ποιος σας είπε τώρα πως δε θα ξανάρθει; Σάμπως το θέλει;
Τότε ο καπετάνιος, αλλά και δεν το περίμενε αμέσως απόψε. Αυτός δεν ήταν δεσμώτης. Έμπαινε κι έβγαινε ελεύθερα τις βαρειές πόρτες της φυλακής. Κι απόψε είναι Λαμπρή. Μπορούσε ν’ αγκαλιάσει χαρούμενη τη ζωή έξω από τις πύλες. Να χορτάσει χαρά. Να χαμογελάσει σ’ ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Να ζήσει…
Κάθεται στο κρεβάτι του ο καπετάνιος και συλλογιέται. Απόψε περνάει χρόνο σα χαρούμενο μελίσσι ο κόσμος απέραντος, πλατύς απ’ αυτά τα έρμα τα βάθη της γης. Εδώ μέσα φτάσαν τρελλές οι καμπάνες. Αναστάσιμοι αντίλαλοι μιας πολιτείας. Τα περασμένα και τα μελλούμενα. Βόγγοι κι’ αλαλαγμοί. Οι άνθρωποι. Οι ανασεμιές των ανθρώπων απ’ τα πέρατα της γης.
– Εμείς δεν είμαστε μόνοι… συλλογιέται ο καπετάνιος.
Εμείς πλάθουμε κόσμους, τ’ ακούς; Συλλογιέται εκείνη της αράθυμη ώρα των συντρόφων του το πρωί. Τα έντρομα μάτια του αλλουνού. Τον ξαφνικό τρόπο που έφυγε κάπως σκυφτός σέρνοντας τα πόδια σα να ζαλίστηκε. Τι είναι ο άνθρωπος!
Έτσι όπως κοιμούνται αράδα στα κρεβάτια τους αυτοί οι κουρεμένοι συντρόφοι του κελλιού, του δίνουν την εντύπωση στρατού π’ αναπαύεται. Κι ύστερα πάλι ξυπνούν, αλαφιάζονται στήνουν τ’ αυτί στους αλαργινούς αντίλαλους που μόλις αγγίζουν τον τάφο τους. Μια πλημμύρα, κύματα κύματα, ορμάει η ζωή εδώ μέσα στους θολωτούς διαδρόμους, στους πανάρχαιους τοίχους, στα γρανιτένια ντουβάρια.
– Ε, καλή ανάσταση καπετάνιο.
– Αμήν!
Στα χέρια που σφίγγονται υπάρχει μια θέρμη. Το κελλί χωράει ό,τι διψάει η ψυχή τους. Εδώ μέσα όρμησε η άνοιξη ανάλαφρη κι απαλή. Ο Απρίλης ολόδροσος με τα πουλιά του και τα λουλούδια του. Ο ζέφυρος που χαϊδεύει τα πυρετικά μέτωπά τους. Ένα κελλί, χίλιες ζωές! Η ζωή, λέει, δε μετριέται με τα χρόνια, μα με τα έργα της. Έτσι του σφήνωσαν εκείνου του πράσινου ανθρώπου τη σκέψη και τ’ ατσάλι της ψυχής τους το πρωί.
– Δεν είναι – του είπαν – πόσο θα ζήσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο εμείς, αλλά πώς θα ζήσουμε τούτη τη ζωή!
Άλλοι την τιμούν φίλε, κι άλλοι τη ντροπιάζουν…