Το Σκλαβοχώρι
Το Σκλαβοχώρι είναι ένα χωριό κάπου στη Λέσβο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά οι Τούρκοι δεν εμφανίζονται πουθενά μέσα στο μυθιστόρημα. Οι κάτοικοί του είναι σκλαβωμένοι όχι μόνο σε αυτούς, αλλά και στους πλούσιους άρχοντες, τους προεστούς. Είναι σκλαβωμένοι στη φτώχεια, στην αμάθεια, στις παραδοσιακές αξίες. Τριπλά σκλαβωμένες είναι οι γυναίκες…
«Πάνοπλο το «Σκλαβοχώρι» της Π.Δ. Η γλώσσα πλούσια και ωραία, ο διάλογος φυσικός. Οι άνθρωποι ολοζώντανοι. Τα ήθη, τα έθιμα πλέκονται φυσικά, αρμονικά, γίνονται ένα με το μύθο, πλάθονται μαζί του. Οι χαρακτήρες διαγράφονται έντονα». Γιάννης Μαγκλής
Το Σκλαβοχώρι είναι ένα χωριό κάπου στη Λέσβο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά οι Τούρκοι δεν εμφανίζονται πουθενά μέσα στο μυθιστόρημα. Οι κάτοικοί του είναι σκλαβωμένοι όχι μόνο σε αυτούς, αλλά και στους πλούσιους άρχοντες, τους προεστούς. Είναι σκλαβωμένοι στη φτώχεια, στην αμάθεια, στις παραδοσιακές αξίες. Τριπλά σκλαβωμένες είναι οι γυναίκες, δέσμιες πανάρχαιων αντιλήψεων που τις θέλουν σκλάβες των γονιών, των αδελφών, της γειτονιάς, της κοινωνίας. Σε αυτό το περιβάλλον διαδραματίζεται η υπόθεση του μυθιστορήματος «Σκλαβοχώρι».
Και όμως σιγά σιγά κάποιος ξεσπαθώνει, κάπου αρχίζει να πνέει ένας άνεμος ανταρσίας και ξεσηκωμού στη σκλαβιά, στο άδικο του άρχοντα, στην καταπίεση της γυναίκας, στη φτώχεια. Ατομική υπόθεση στα πρώτα της βήματα η θέληση για απελευθέρωση που συμπαρασύρει σιγά σιγά και άλλους. Ο νέος που δεν ανέχεται την εκμετάλλευση, η κοπέλα που αρνείται να παντρευτεί τον άντρα που επιλέγουν γι’ αυτή, ο φτωχός που προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι και να διεκδικήσει το δίκιο του.
Το μυθιστόρημα της Πέπης Δαράκη κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1971. Απαγορεύτηκε από τη χούντα και επανακυκλοφόρησε το 1980. Θεωρείται από τα καλύτερα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας και το καλύτερο της συγγραφέα. Διακρίνεται όχι μόνο για την αφηγηματική ικανότητά της αλλά και για τον όμορφο και γνήσιο τρόπο με τον οποίο πλάθει τους ήρωες του έργου, άνδρες και γυναίκες. Η Πέπη Δαράκη ζωντανεύει με τη δυνατή και όμορφη γλώσσα της κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων στο Σκλαβοχώρι. Σχεδόν «ζωγραφίζει» με την πένα της τη φύση, τα σπίτια, τα ζώα, τις εργασίες . Ήρωες ψυχολογικά άρτιοι . Έντονα διακριτή η θέση της γυναίκας με τις καταπιέσεις της αλλά και με τις μικρές ή μεγάλες προσπάθειες ελάχιστων από αυτές να ξεφύγουν από τα ασφυκτικά δεσμά της κοινωνίας και της πατριαρχικής οικογένειας. Ο έρωτας δειλά δειλά αγωνίζεται να βρει το χώρο του στις ζωές των ανθρώπων ως κυριαρχικό δικαίωμα στην ευτυχία τους.
Τίποτα όμως δεν παρουσιάζεται ιδανικά και ρομαντικά. Οι αλλαγές είναι δύσκολες και οι συνέπειες βαριές. Ο δρόμος όμως άνοιξε και καλούνται οι άνθρωποι να τον περπατήσουν ακόμα και αν χρειαστεί να πληγωθούν βαριά τα πόδια τους στη δύσκολη πορεία.
***
(…)- Άκουσα, Δημητρό, να λένε στους φτωχομαχαλάδες, πως τώρα που βγήκατε εσείς οι καινούριοι Προεστοί, πως θα αναγκάσετε, λέει, τους μπακάληδες να δώσουν πίσω μπρος στους φτωχούς τα χωράφια, που τους πήρανε για χρέητα ή βερεσέδια.
Τα λόγια εκείνα του Θανάση έκαναν την έκφραση του Δημητρού ν’ αλλάξει. Τον κοίταζε κατάματα. Του αποκρίθηκε, ύστερα από λίγο δισταγμό.
– Ώστε τέτοια λένε στους φτωχομαχαλάδες για μας! Μήπως, Θανάση, αυτά τα λένε εκείνοι οι άλλοι, που μας οχτρεύονται, επειδή τους ρίξαμε;
Ο Δημητρός, μόλις εκείνη τη στιγμή, καταλάβαινε τι νόημα δώσανε κάτι απλοϊκοί, σαν το Θανάση, στην αλλαγή, που έγινε στο χωριό.
– Όχι, δεν τα λένε οι οχτροί σου αυτά, Δημητρό. Οι φίλοι σου τα λένε, του είπε ο Θανάσης. Λένε πως οι καινούριοι κοτζαμπάσηδες, ούλα τα στραβά θα τα σιάξουνε. Θα δει πια, λέει, κι ο φτωχός άσπρη μέρα! Αμ πώς! Κοντότο με το Θεό, λέει, κάνανε οι αρχόντοι; Αυτοί να έχουν όλα τα καλά και μεις Θεού πρόσωπο να μη βλέπουμε;
– Άκουσε, Θανάση, οι Προεστοί δεν είναι παντοδύναμοι. Θέλω να πω, πως δεν ψηφίζουν νόμους, για να μπορούν να λύνουν όλα τα ζητήματα. Είμαστε, βλέπεις, και σκλαβωμένοι ακόμα στον Τούρκο! Αν η Κοινότητα είχε τους φυσικούς αφεντάδες της, την ελευθερία και τον νόμο, ε, τότε να έβλεπες τι θαύματα θα μπορούσε να κάνει η Τοπική Εξουσία! Με κατάλαβες, Θανάση, τι θέλω να πω;
Ο Θανάσης αναστέναξε κι είπε με δισταγμό.
– Και μεις που πιστεύαμε πως ύστερα από το κίνημα…
Ο Δημητρός στραβομουτσούνιασε. Προσπάθησε να χαμογελάσει.
– Το κίνημα, Θανάση, είχε άλλο νόημα. Ν’ αναθαρρήσει ο κόσμος! Λίγο το ’χεις αυτό; Οι μεγαλονοικοκυραίοι είδαν τη δύναμή μας και η φόρα που είχαν ν’ αδικούν αβέρτα το φτωχοκοσμάκη, θα τους κοπεί. Τώρα έχετε δικό σας Δημογεροντικό Συμβούλιο. Να έρχεστε λοιπόν, ό,τι και να σας συμβαίνει, να ζητάτε προστασία, συμβουλή, δικαιοσύνη. Β ο θ ή σ τ ε κ α ι σ ε ι ς τ ο ν ε α υ τ ό σ α ς… Αλλά…Θα σου φέρω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις καλύτερα. Τι λογής ζακόνι είναι αυτό, στο χωριό μας, να μην περνά, λέει, ο φτωχός, από το σοκάκι, που είναι ο καφενές των μεγαλονοικοκυραίων! Ε, λοιπόν, και γω σας λέγω, ν’ αρχίσετε, εσείς, οι φτωχοί, να περνάτε μπροστά από τον καφενέ του Δαμολή. Και να κρατάτε ψηλά το κεφάλι, όταν περνάτε. Κι αν λάχει και κανένας από κείνους τους άλλους σας κακομιλήσει, να μην του δώσετε σημασία. Να τραβήξετε το δρόμο σας. Και να ξαναπεράσετε και μια και τρεις φορές τη μέρα. Και έλα σε μια βδομάδα να μου πεις, τι απόγινε το αντέτι!…
– Πρώτη μου φορά ακούγω άνθρωπο να μου τα λέει αυτά. Ν’ αφήσω το παλιό συνήθειο – να έχουμε, εμείς οι φτωχοί, φόβο και σέβας για τους αρχόντους…
– Ναι, Θανάση, σε καταλαβαίνω. Η συνήθεια είναι μεγάλο πράμα. Μα να ξέρεις πως και την κάθε καινούρια συνήθεια και κείνη τη συνηθίζει κανένας. Κι άμα η καινούρια συνήθεια είναι καλύτερη για μας, γιατί να μην την καλοδεχτούμε;
– Εμένα, Δημητρό, το μονοχώραφό μου μού το πήρε ο Κονέζας!…ψιθύρισε ο Θανάσης σκεφτικός.
Ο Πέτρος σηκώθηκε κι έκανε δυό βήματα πιο πέρα για να τινάξει τις πευκοβελόνες από τα ρούχα του.
– Ας πάμε, Θανάση, στον κάλυβο του μπάρμπα σου. Εγώ θ’ αλλάξω τα μεντεσέδια κι εσύ θα πετάξεις έξω την κοπριά, από το πίσω παράθυρο.
– Ώσπου να γυρίσετε θα πάρω έναν ύπνο, εδώ στη δροσιά! είπε ο Δημητρός. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά δεν τελειώνει σήμερα. Πρέπει να ρθούμε κι αύριο.
– Ναι, πρέπει να ρθούμε κι αύριο. Θα πάρω μαζί μου και το Δούκα, για να τελειώνουμε πια με κείνα τα χαντάκια, πρόσθεσε ο Πέτρος φεύγοντας.
Ένα τσοπανόσκυλο γάβγιζε σε μια απόμακρη στάνη.
Ήταν μια όμορφη ζεστή μέρα, η τελευταία του μήνα Μάρτη. Το φως άστραφτε πάνω από τον πράσινο κάμπο. Δυό κίτρινες πεταλούδες κυνηγιούνταν πάνω από τ’ αγριολούλουδα του χαντακιού. Το βλέμμα των βοδιών αγαθό, πράο, σταματούσε κάθε τόσο ακίνητο στα δέντρα, στα χόρτα, στο μικρό δαμαλάκι.
Μια κάργα πετούσε κρούζοντας κι η σαύρα που λιάζονταν ανεβασμένη πάνω στην πέτρα βιάστηκε ν’ αλλάξει χρώμα. Το συνταίριαξε με την πέτρα που καθόταν και δεν την ξεδιάκρινε πια μάτι. Είχε αυτή τον τρόπο της να προφυλαχτεί από τους εχθρούς της.
Ο Δημητρός πλάγιασε κάτω από τον πεύκο. Έβαλε για προσκεφάλι το ταγάρι, και κοίταζε τα παιχνιδίσματα που κάνανε οι ηλιαχτίδες ανάμεσα στα βελονωτά φύλλα του πεύκου. Σε λίγο αφουγκραζόταν, με κλειστά μάτια, το κελάηδημα του κότσυφα, κι αποκοιμήθηκε.
Μέσα στο βύθος του ύπνου, ξαφνικά, σάμπως να γκρεμιζόταν απάνω του το δέντρο. Ξετινάχτηκε. Άνοιξε τα μάτια. Πρόφτασε κι είδε χέρια. Κρατούσαν ραβδιά, που υψώνονταν, που κατέβαιναν, που τον χτυπούσαν ανελέητα, με οργή και λύσσα. Μαύρα μαντίλια σκέπαζαν τα πρόσωπα τριών αντρών με κάτι τρύπες στις θέσεις των ματιών.
Την ίδια στιγμή έξι χέρια τον αχρήστευαν, έξι χέρια δένανε τα χέρια του πιστάγκωνα, φίμωναν το στόμα του. Τα ραβδιά ξαναπέφτανε απάνω του ανελέητα.
Τα μάτια του σκοτείνιασαν κι ο Δημητρός έχασε τον κόσμο.
Ο Πέτρος κι ο Θανάσης που δούλευαν στο παραδιπλανό χωράφι του Παλογού σα να τους φάνηκε πως άκουσαν κραυγές του Δημητρού. Παρατήσανε τη δουλειά και τρέξανε στο ξάγναντο. Πρόφτασαν κι είδανε τρεις άγνωστους άντρες ν’ απομακρύνονται τρέχοντας από το πεύκο που κοιμόταν ο Δημητρός. Τρέξανε κοντά του και τον βρήκανε λιπόθυμο με τα χέρια πισθάγκωνα και πλημμυρισμένο στα αίματα.
Τον ανέβασαν στο άλογό του και ξεκίνησαν για το χωριό.
Το θλιβερό μαντάτο: «Σκοτώσανε το Δημητρό!» καβάλα στη ράχη του αγέρα έφτασε μονοστιγμής στο Σκλαβοχώρι, μπερδεύτηκε στα κλώνια του πλάτανου, ξήλωσε τον ύπνο των πουλιών. Τα πουλιά πετάξανε και το κελάηδησαν λυπητερά στους μαχαλάδες. Οι κλεισμένες πόρτες άνοιγαν κι οι άνθρωποι τρέχανε να μάθουνε, να δούνε με τα ίδια τους τα μάτια που σπίθιζαν παράξενα από απορία και οργή.
Ράγιζαν τα ντουβάρια του σπιτιού του Δημητρού από τις κραυγές και τους θρήνους της γυναίκας του, ράγιζε κι η καρδιά του πλήθους που είχε περιζώσει το σπίτι κι ήθελε να μάθει, να δει.
Ο γιατρός ο Αριστοτέλης κατέφτασε τρέχοντας. Άδειασε την κάμαρα του Δημητρού από τους συναγμένους ανθρώπους, κι έτρεξε κοντά του. Μόνο τον Πέτρο κράτησε δίπλα του. Δεν ήξερε ακόμα τι θα έβλεπε, κάτω από κείνα τα ματωμένα κουρέλια, που την αυγή κείνης της μέρας ήταν τα ρούχα που φορούσε ο Δημητρός. Τη γυναίκα του και την πεθερά του, που επέμεναν να μείνουν σιμά του να τον βοηθήσουν, τις έβγαλε έξω από την κάμαρα, στανικά. Από την πείρα του, την ίδια, ήξερε πολύ καλά, πως οι λιγοθυμιές των γυναικών ήταν μεγάλο εμπόδιο στη δουλειά του, σε τέτοιες δύσκολες ώρες.
– Γιατρέ, ζει; ψιθύριζε ο Πέτρος, την ώρα που τον βοηθούσε και τον κοίταζε με πόσο στοχαστικές κινήσεις έκοβε, πετούσε κουρέλια ματωμένα.
Απόμειναν άλαλοι κι οι δυό μπροστά στο φριχτό εκείνο έργο των εχθρών του.
– Για την ώρα ζει. Μα, να δούμε πώς θ’ αντιπαλαίσει κι οργανισμός του όλες τούτες τις βαθειές πληγές, που βλέπω. Εκείνοι που το έκαναν αυτό δεν ήταν άνθρωποι. Άγρια θεριά ήταν!
Ο γιατρός, σκυμμένος πάνω από τον λαβωμένο, δούλευε με πυρετικές κινήσεις. Ο Δημητρός είχε ησυχάσει από τους πόνους και είχε αποκοιμηθεί, από το ναρκωτικό που του έδωσε.
Όταν ο Πέτρος άνοιξε την πόρτα, όλη η φαμίλια, μαζί κι η Κατερίνα, που ήταν συναγμένη έξω από την πόρτα κι αγωνιούσε, όρμησε μέσα. Όλοι δαγκώνανε τα χείλη τους μη λάχει και τους ξεφύγει καμιά κραυγή. Ωστόσο κανένας δεν είδε το Δημητρό, έτσι που τον είχε φασκιώσει ολάκερο με επιδέσμους ο γιατρός. Όλοι σφίγγανε τις καρδιές τους κι αναμένανε. Ο γιατρός με το δάχτυλο στο στόμα, τους έκανε το σημάδι της σιωπής. Σε λίγο τον ακολούθησαν έξω στο χαγιάτι. Εκεί τους είπε ψιθυριστά:
– Σαν άνθρωπος, σα φίλος του, πονώ, λυπούμαι, ντρέπομαι γι’ αυτά που είδα πάνω στο κορμί του. Πόσο θα πρέπει να τον μισούσαν αυτοί που το κάνανε, αλλά προπαντός αυτοί που τους βάλανε! Μα τη στιγμή αυτή, σα γιατρός, έχω χρέος να σας πω όλη την αλήθεια. Το δεξί χέρι του Δημητρού είναι σπασμένο πέρα πέρα, πάνω από τον αγκώνα. Κι οι σάρκες του, σε κείνο το μέρος είναι στραπατσαρισμένες, μισοκομμένες. Υπάρχει κίνδυνος για γάγγραινα! Το χέρι πρέπει να κοπεί!…
Την ίδια στιγμή η Αμέρισα έβγαλε μια κραυγή κι έπεσε λιπόθυμη. Η Κατερίνα έτρεξε κοντά της, αρπάζοντας από το χέρι του γιατρού ένα μπουκαλάκι.
– Κίνδυνος για γάγγραινα! ξανάπε ο γιατρός, κοιτάζοντας τον κυρ Γιάννη. Πρέπει να φύγουμε αμέσως για τη χώρα. Εκεί έχει χειρούργους, σπιτάλια. Θέλω να ’μαι σίγουρος για τον ακριβό μου φίλο!…
Ο γιατρός γύρισε το πρόσωπό του αλλού, να μη δουν τα δακρυσμένα του μάτια.
– Ό,τι πεις εσύ, γιατρέ, θα γίνει. Είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε το παν, για να σώσουμε τον άνθρωπό μας. Όσο για το άλλο…Θα τους ανακαλύψω τους δολοφόνους. Θα το πλερώσουν οι κακούργοι! Οι άτιμοι!…
Ο κυρ Γιάννης έκρυψε το πρόσωπό του μες στο μαντίλι του κι αποτραβήχτηκε σε μιαν άκρη.
Ο γιατρός ξαναμπήκε στην κάμαρα. Η Αμέρισα, που είχε συνέρθει, έτρεξε από πίσω του. Στάθηκε στο πλάι και κοίταζε το γιατρό στα μάτια. Κάτι περίμενε. Ο γιατρός κρατούσε το σφυγμό του λαβωμένου, κοίταζε το ρολόγι του και μετρούσε τους σφυγμούς του. Η γυναίκα κοίταζε το πρόσωπο του γιατρού και περίμενε.
Είχε κρεμαστεί από το βλέμμα του, από το στόμα του η ίδια η ψυχή της. Ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του γιατρού. Η γυναίκα δεν ήθελε άλλο σημάδι. Της ξέφυγε ένας στεναγμός. Βγήκε έξω ακροπατώντας στα δάχτυλα.
«Ας ήξερα ποιοι φονιάδες μάς τον σακάτεψαν το λεβέντη μας!…» αναρωτιόταν αδιάκοπα ο κυρ Γιάννης.
Ο γιατρός ήταν βαθιά λυπημένος. Τον βασάνιζαν οι ανησυχίες, που είχε για την κατάσταση του φίλου του, τον τυραννούσαν και κάτι υποψίες κι έψαχνε να βρει τον δράστη ανάμεσα στους εχθρούς του Δημητρού. Ξαφνικά φούντωσε πάλι μέσα του η επιθυμία να φύγει από το Σκλαβοχώρι.
Είδε την πεθερά του λαβωμένου να τον πλησιάζει. Η μυρουδιά του ζεστού καφέ τον συνέφερε λίγο. Η γυναίκα τον κοίταζε μ’ ένα βλέμμα όμοιο με κείνο, που έριχνε στους αγίους, όταν προσευχόταν. Τα γκρίζα της μάτια τον κοιτούσαν ικετευτικά, σάμπως να ήθελαν να τον καλοπιάσουν να της πει καλά λόγια για την κατάσταση του γαμπρού της «που τον έφαγε το κακό μάτι κι η ζήλια του κόσμου!» Ήταν σίγουρος πως αυτό έλεγε με το νου της η Μαρίγια Λάμπου. Την είδε ύστερα να ισιώνει την κρεβατοστρώση κι ας μην είχε ανάγκη από ίσιωμα. Άνοιξε την ταμπακιέρα του να κάνει τσιγάρο. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του της είπε:
– Η καρδιά δουλεύει καλά. Δεν ανησυχώ.
Η Μαρίγια ανάσανε. Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια της. Ακούμπησε στην άκρη της κασέλας. Με τους αγκώνες στα γόνατα, το κεφάλι στις παλάμες, βυθίστηκε σε μαύρες σκέψεις.
– Μείνε κοντά του, της είπε ο γιατρός. Θα πεταχτώ ως το σπίτι μου να πάρω κάτι χρειαζούμενα για το ταξίδι.
Έξω από το σπίτι του Δημητρού το συναγμένο πλήθος κάτι πρόσμενε. Οι χωρικοί σταματούσαν το γιατρό, σε κάθε του βήμα, για να μάθουν τα νέα του λαβωμένου.
Στο σοκάκι του σπιτιού του βουβούνιζε το παιδομάνι. Ο γιατρός λοξοδρόμησε, μην τους χαλάσει το παιχνίδι. Τα παιδιά τρέχανε αλαφιασμένα, ξεφώνιζαν χαρούμενα. Παίζανε τον ουρανό και τη γη. Σμίγανε, πλάτη με πλάτη, περνούσε το ένα τα χέρια του λυγισμένα μέσα στα μπράτσα του αλλουνού, το παιδί – γη έσκυβε χαμηλά, χαμηλά, και ρωτούσε τότε το παιδί – ουρανός που σήκωνε πάνω στη ράχη του:
«Τι βλέπεις;»
«Ουρανό!»
«Τι πατείς;»
«Γη!»
«Τι μου δίνεις να σε κατεβάσω;»
«Ένα μήλο κόκκινο!»
Οι χωρικοί, γυρίζοντας από τα χωράφια συναπαντήθηκαν στην μπασιά του χωριού με τον αραμπά, που πήγαινε τον πληγωμένο Δημητρό στη χώρα.
«Πώς γίνεται και βρεθήκανε χέρια να το κάνουν αυτό;…» αναρωτιούνταν κατάπληχτοι, λυπημένοι.
Τ’ ανεμοδαρμένα πρόσωπά τους πέτρωναν. Αυτοί, που ολοχρονίς πάλευαν, αλύγιστοι, με τ’ άγρια στοιχειά της φύσης και με κείνα τ’ άλλα, τα πιο άγρια, της ανάγκης και της στέρησης, ξαφνικά λύγιζαν.
Όλα τα πικρά και λυπημένα της ζήσης τους μαζεύτηκαν, στριμώχτηκαν, μέσα στην μπαϊλντισμένη τους καρδιά, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που είδανε τον αραμπά να κουβαλά δαρμένο, πληγωμένο, αγνώριστο τον Δημητρό. Και να τον πάει!…Για πού;…
«Περαστικά σου, Δημητρό!…» ακούστηκε η φωνή ενός ξοχάρη και το χέρι του υψώθηκε στον αγέρα. Ξαφνικά, εκείνη η φωνή λες και φύσηξε καινούρια πνοή μέσα στα στήθια τους.
«Με το καλό να μας ξανάρθεις!…» φώναξε κάποιος άλλος και δάκρυσε.
Τα πικραμένα στόματα ξανάπαν: «Με το καλό να μας ξανάρθεις!…»
Και μονομιάς όλα τα χέρια υψώθηκαν, σα σε δέηση. Εκείνα τα χέρια, τα πετρωμένα από το μόχτο, βαστούσαν τσάπες, κασμάδες, φτυάρια κι υψώθηκαν ψηλά και κείνα. Κι έπηξε ο αγέρας από κοντάρια – λάβαρα προαιώνια του μόχτου και της ανάγκης. Στις άκρες των κονταριών ανέμιζαν τα φέσια τους τα κόκκινα και τα καλπάκια τους τα μαύρα κι οι ξοχάρικες μαντίλες τους, οι σκονισμένες…(απόσπασμα)
Πέπη Λ. Δαράκη, Σκλαβοχώρι, Κέδρος, Αθήνα 1980, 2η έκδοση ξανακοιταγμένη