«Τον έλεγαν Φιδέλ…» – Η Κουβανική Επανάσταση σαν παραμύθι
«Ήταν ωραίοι αυτοί οι κομαντάντε, γελαστοί και άφοβοι, αφού ήταν οραματιστές – ονειρευτές δηλαδή. Τον έναν τον έλεγαν Ερνέστο και τον άλλον Καμίλο. Ο Ερνέστο φορούσε έναν μαύρο μπερέ κι ο Καμίλο ένα πλατύγυρο καπέλο…»
Ο Ελληνοκουβανικός Σύνδεσμος Φιλίας και Αλληλεγγύης πραγματοποίησε μια όμορφη εκδήλωση για μικρούς και μεγάλους… Με έναν μοναδικό τρόπο μπλέχτηκαν τρία λαϊκά παραμύθια της Κούβας και δύο στιγμιότυπα από την Επανάσταση. Αυτήν την εκδήλωση θα έχουν την ευκαιρία τα παιδιά να παρακολουθήσουν και στις κεντρικές εκδηλώσεις του Φεστιβάλ ΚΝΕ – «Οδηγητή», τον Σεπτέμβρη, στον Παιδότοπο.
Η επιμέλεια των κειμένων είναι της Σαπφούς Διαμαντή. Αφηγούνται η Ανεζούλα Κατσιμπίρη και η Σαπφώ Διαμαντή. Μουσική και τραγούδια από μέλη του συγκροτήματος της ΣΕΑΑΝ.
Στη σελίδα μας δημοσιεύουμε τις ιστορίες – σαν παραμύθια – που αφορούν την Κουβανέζικη Επανάσταση.
Τον έλεγαν Φιδέλ
Θα σας πω μια ιστορία για ένα γιοτ. Ξέρετε τι είναι γιοτ; – θαλαμηγός στα ελληνικά. Είναι ένα μικρό, πολυτελές πλοίο διακοπών. Ε λοιπόν, καμία σχέση με το δικό μας το γιοτ, που είναι παμπάλαιο, ψιλοξεχαρβαλωμένο, ίσα ίσα που πλέει. Μ’ αυτό ξεκίνησαν απ’ το Μεξικό, μια νύχτα, πριν από πολλά χρόνια – ούτε εγώ είχα γεννηθεί, φανταστείτε! – 82 Κουβανοί πατριώτες, για έναν άθλο πιο μεγάλο απ’ το μπόι τους, να ελευθερώσουν την πατρίδα τους απ’ τον τύραννο. Αρχηγός τους ήταν ένας ψηλός, με μεγάλα γυαλιά – τα ‘βγαλε μετά -, με γένια κι ένα στρατιωτικό κασκέτο. Και κάπνιζε ένα μεγάλο πούρο Αβάνας. Σαν Κουβανός δηλαδή. Τον έλεγαν Φιδέλ. Και είχε τέτοια σπίθα στα μάτια, κι όταν μιλούσε όλοι τον άκουγαν μαγεμένοι, για την ελπίδα και την απόφασή του για μια πατρίδα ανεξάρτητη, όπου οι άνθρωποι να ζουν με αξιοπρέπεια. Εφτά μερόνυχτα θαλασσοδερνόταν λοιπόν το γιοτ μας στη Θάλασσα της Καραϊβικής, με τρελή φουρτούνα, κι έμοιαζε Οδύσσεια το ταξίδι, όχι με τραγούδια Σειρήνων, μα με την απειλή του Αμερικάνου Κύκλωπα στα βόρεια και των υπηρετών του στα νότια, στο Νησί. Με τα πολλά, έφτασε στις ακτές της Κούβας, μ’ ένα σωρό βλάβες και χωρίς καύσιμα, και κόλλησε στα ρηχά. Πιο πολύ έμοιαζε με ναυάγιο παρά με αποβίβαση για τους ατρόμητους αντάρτες μας, που χρειάστηκε να τσαλαβουτήσουν ως τη στεριά φορτωμένοι τα λιγοστά όπλα κι εφόδια, μέσα απ’ την πυκνή βλάστηση που φτάνει ως τη θάλασσα, με πιότερη θέληση παρά δύναμη. Τελευταίος κατέβηκε ο Ραούλ, και τότε πρωτοείδε στην πρύμνη το όνομα του πλοίου: «Γκράνμα». Δηλαδή, στα Αγγλικά, Γιαγιάκα! Απίστευτο;! Και βέβαια οι κακοί τούς περίμεναν, σκοτώθηκαν πολλοί, άλλοι τόσοι σύρθηκαν στις φυλακές, κι απόμειναν μια ντουζίνα για ν’ ανέβουν στο βουνό, στη Σιέρα Μαέστρα. Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που μαζεύονταν, βλέπει ο αρχηγός τους – πώς είπαμε τον λέγανε; – ναι, αυτός, οχτώ άντρες με εφτά τουφέκια όλα κι όλα, και λέει: Ε, τώρα, σίγουρα θα νικήσουμε! Και νίκησαν.
Και αυτό δεν είναι παραμύθι, είναι ιστορία, που έγινε φάρος ελπίδας για τους ανθρώπους όλου του κόσμου.
Και νίκησαν
Και νίκησαν, όπως είπαμε. Δυο χρόνια και 13 μέρες αργότερα, εκείνη την αξέχαστη Πρωτοχρονιά, οι Αβανέζοι – όχι Χαβανέζοι! – ξεχύνονται στους δρόμους της κουβανέζικης πρωτεύουσας να γιορτάσουν, στην είδηση πως ο τύραννος το ‘βαλε στα πόδια. Ο Φιδέλ μπαίνει στο Σαντιάγο, 2η πόλη της Κούβας, και πανηγυρίζει τον θρίαμβο της Επανάστασης. Στέλνει διαταγές σε δύο κομαντάντες, καπετάνιους δηλαδή – όχι καπετάνιους βαποριών, καπετάνιους ανταρτών – να προχωρήσουν στην πρωτεύουσα, την Αβάνα. Ηταν ωραίοι αυτοί οι κομαντάντες, γελαστοί και άφοβοι, αφού ήταν οραματιστές – ονειρευτές δηλαδή. Τον έναν τον έλεγαν Ερνέστο και τον άλλον Καμίλο. Ο Ερνέστο φορούσε έναν μαύρο μπερέ κι ο Καμίλο ένα πλατύγυρο καπέλο. Και κάπνιζαν κι αυτοί πούρα Αβάνας, εννοείται. Αφού λοιπόν κατέλαβαν, εκείνη την ίδια Πρωτοχρονιά, τα δύο τελευταία προπύργια του τυράννου, φτάνουν την άλλη μέρα στην πρωτεύουσα, ο Καμίλο στο φρούριο Κολούμπια κι ο Ερνέστο, που πρώτη φορά έβλεπε την Αβάνα, στο φρούριο Λα Καμπάνια – θα το δείτε στην είσοδο του λιμανιού της Αβάνας όταν πάτε. Τα απομεινάρια του στρατού του τυράννου παραδόθηκαν, έτσι που είχαν φοβηθεί, με τον Επαναστατικό Στρατό να νικάει παντού – που είχε ξεκινήσει με τα εφτά τουφέκια που λέγαμε. Ετσι ελευθερώθηκε η Αβάνα κι ετοιμάστηκε να υποδεχτεί τον Επαναστατικό Στρατό – τους μουσάτους, όπως τους λένε οι Κουβανοί, αφού ήταν όλοι τους αξύριστοι – και τον τρομερό αρχηγό του. Ετσι ελευθερώθηκε η Κούβα απ’ τα δεσμά κάθε τυράννου, κι ο λαός της όριζε πια ο ίδιος τις τύχες του. Οσο για τους δύο κομαντάντες μας, αυτοί έμειναν για πάντα νέοι, κι έγιναν αστέρια, όχι στον ουρανό, ο Καμίλο στο πέλαγος, κι ο Ερνέστο στο βουνό.
Και αυτό δεν είναι παραμύθι, είναι ιστορία, που έγινε θρύλος, έμπνευση κι ενθάρρυνση για τους επαναστάτες όλου του κόσμου.
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη, Σάββατο 1 Ιούνη 2024 – Κυριακή 2 Ιούνη 2024