Τζων Ντος Πάσος – Το Κόκκινο Παραλήρημα
Μεγάλη επίδραση άσκησε πάνω του η εκτέλεση των αναρχικών Σάκκο και Βαντσέτι το 1927, καθώς ο ίδιος ο Τζων Ντος Πάσος συμμετείχε ενεργά στην εκστρατεία διάσωσής τους. Το γεγονός αυτό θα επιβεβαιώσει την πεποίθησή του πως οι ΗΠΑ αποτελούνται από “δύο έθνη”-ένα των πλουσίων κι ένα των φτωχών.
O συγγραφέας Τζων ντος Πάσος γεννήθηκε στις 14 Γενάρη 1896 στο Σικάγο, από πατέρα εύπορο δικηγόρο πορτογαλικής καταγωγής. Ο ίδιος αποφοίτησε το 1916 από το Χάρβαρντ και υπηρέτησε εθελοντικά ως οδηγός ασθενοφόρου κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η εμπειρία του τον οδήγησε στη συγγραφή του αντιπολεμικού μυθιστορήματος “Τρεις στρατιώτες”. Στη συνέχεια, καθώς δούλεψε ως ανταποκριτής εφημερίδων, ταξίδεψε σε σειρά χωρών, ενισχύοντας τις ριζοσπαστικές του ιδέες. Μεγάλη επιτυχία γνώρισε το μυθιστόρημα του Manhattan Transfer (1925) το οποίο περιγράφει σε διαρκή φλας-μπακ στιγμές από τη ζωή πάνω από δώδεκα χαρακτήρων.
Μεγάλη επίδραση άσκησε πάνω του η εκτέλεση των αναρχικών Σάκκο και Βαντσέτι το 1927, καθώς ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στην εκστρατεία διάσωσής τους. Το γεγονός αυτό θα επιβεβαιώσει την πεποίθησή του πως οι ΗΠΑ αποτελούνται από “δύο έθνη”-ένα των πλουσίων κι ένα των φτωχών. Η τριλογία “U.S.A” που εκδόθηκε μεταξύ 1930 και 1936 αποτυπώνει ανάγλυφα την κεντρική αυτή ιδέα, αποτελώντας μια τοιχογραφία της Αμερικής την επαύριο της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929. Εκείνα τα χρόνια ο ντος Πάσος ήταν κοντά στο κομμουνιστικό κίνημα, το 1928 είχε περάσει και κάποιους μήνες σπουδών στην ΕΣΣΔ, ενώ το 1935 συμμετείχε στο πρώτο Συνέδριο Αμερικανών Συγγραφέων, υπό την αιγίδα της φίλα προσκείμενης στο ΚΚ ΗΠΑ Ένωσης Αμερικανών Συγγραφέων. Ωστόσο ήδη η επόμενη χρονιά τον βρίσκει να συμμετέχει στην “Επιτροπή Ντιούι”, υπέρ της υπεράσπισης του Τρότσκυ.
Η πλήρης αποστασιοποίησή του από την κομμουνιστική ιδεολογία εν γένει έρχεται στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, μαζί με τον τότε φίλο του Έρνεστ Χέμινγουεη. Η δολοφονία του φίλου του συγγραφέα Χοσέ Ρόμπλες υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες (κατηγορήθηκε από τους Δημοκρατικούς ως κατάσκοπος του Φράνκο, άλλοι αποδίδουν την εκτέλεση του απευθείας στην NKVD) ήταν κι η αιτία της ρήξης μεταξύ των δύο ανδρών, καθώς ο Χέμινγουεη θεωρούσε στρατιωτικά δικαιολογημένη την εκτέλεση.
Η ιδεολογική του μετατόπιση είναι εμφανής και στην επόμενη τριλογία του “District of Columbia” (1939-1949), μετά τον πόλεμο λαμβάνει ξεκάθαρα θέση υπέρ του μακαρθισμού, ενώ κατά τη δεκαετία του ’60 στηρίζει τους ρεπουμπλικανούς υποψηφίους για την προεδρία Μπάρυ Γκόλντγουοτερ και Ρίτσαρντ Νίξον. Ο ολοένα πιο αρτηριοσκληρωτικός συντηρητισμός αντανακλάται και στη φθίνουσα πορεία του έργου του, το οποίο βρίσκει ολοένα και μικρότερη καλλιτεχνική απήχηση, ως το θάνατό του στη Βαλτιμόρη στις 28 Σεπτέμβρη 1970.
Παρακάτω αναδημοσιεύουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του “Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα. Η ιστορία των Σάκκο και Βαντσέτι” (μτφρ. Νότης Πάτσαλος, επιμ. Άντα Γαρμπή) εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, πιο συγκεκριμένα το κομμάτι που αναφέρεται στο λεγόμενο Κόκκινο Παραλήρημα (Red Scare) την περίοδο δηλαδή που ο φόβος “μπολσεβικοποίησης” των ΗΠΑ είχε καταλάβει το αμερικανικό κατεστημένο, οδηγώντας σε πρωτοφανείς ως τότε διώξεις ριζοσπαστών διαφόρων αποχρώσεων.
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν όσα συμβαίνουν; Κατ’ αρχάς, γιατί καταδικάσθηκαν οι άνθρωποι αυτοί; Σήμερα που διανύουμε το ήρεμο, σωτήριο έτος 1926, είναι αρκετά δύσκολο να θυμηθούμε την φρενήρη χρονιά του 1920. Στις 3 Ιουνίου 1919, εξερράγη μια βόμβα έξω από το σπίτι του Γενικού Εισαγγελέα Α. Μίτσελ Πάλμερ στην Ουάσινγκτον. Τους προηγούμενους μήνες, διάφορα άτομα είχαν λάβει ταχυ δρομικώς δέματα παγιδευμένα με εκρηκτικά, και μια άτυχη οικια κή βοηθός έχασε και τα δυό της χέρια καθώς άνοιγε ένα τέτοιο δέμα. Κανείς -και πολύ λιγότερο οι ομοσπονδιακοί αστυνομικοί- δεν μπόρεσε ποτέ ν ’ ανακαλύψει ποιός και γιατί διέπραξε αυτά τα εγκλήματα. Όμως αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να κατατρομοκρατήσουν κάθε κρατικό αξιωματούχο στην χώρα και ιδιαίτερα τον Γ ενικό Εισαγγελέα Πάλμερ. Ουδείς γνώριζε πού θα γινόταν το επόμενο χτύπημα. Η υπογραφή της ειρήνης είχε αφήσει ανικανοποίητο το μίσος που είχε καλλιεργηθεί εσκεμμένα στις μάζες κατά την διάρκεια του πολέμου. Ήταν εύκολο για ανθρώπους που ήξεραν τι έκαναν, να μετατρέψουν τον φόβο των κυβερνητικών αξιωματούχων και το μη αναλελυμένο μέχρι τότε αίσθ μα δυσπιστίας τού μέσου ανθρώπου απέναντι στους αλλοδα πούς, σε μια γιγαντιαία σταυροφορία μίσους εναντίον των κόκκινων, των ριζοσπαστών και των κάθε είδους διαφωνούντων. Το Υπ. Δικαιοσύνης, υποστηριζόμενο από τον Τύπο και επικροτούμενο μανιωδώς από τον μέσο άνθρωπο, επινόησε μια πανταχού παρούσα, υπόγεια επανάσταση. Λες κι ήταν έτοιμη όλη η φρίκη του Ρωσικού Μπολσεβικισμού να κάνει απόβαση στις ειρηνικές ακτές μας. Εκείνο το φθινόπωρο, άρχισαν οι ομαδικές συλλήψεις. Κάθε άνθρωπος παρακολουθούσε τον γείτονά του. Η πρώτη αυτή σταυροφορία κορυφώθηκε με τον απόπλου τού γεμάτου με αλλοδαπούς «αναρχικούς» πλοίου Μπάφορντ, της «σοβιετικής κιβωτού», και με την σύνταξη της περίφημης λίστας των 80.000 ριζοσπαστών που έπρεπε να εξουδετερωθούν. Όμως αυτά δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν την δίψα της χώρας για θύματα και την απληστία των αστυνομικών και των κάθε είδους αντεργατικών στοιχείων που απορροφούσαν τεράστια χρηματικά ποσά από το Υπ. Δικαιοσύνης. Έτσι σχεδιάσθηκαν οι επιδρομές του Ιανουαρίου. […]
Οι επιδρομές του Ιανουαρίου είχαν ως στόχο τους «κομμουνιστές». «Ήταν μόλις αρχές του 1919», αναφέρει ο τέως υπουργός Εργασίας, «όταν το Υπ. Δικαιοσύνης εξαπέλυσε την εκστρατεία εναντίον των κόκκινων, δοκιμή της οποίας υπήρξαν οι επιδρομές του περασμένου Νοεμβρίου. Πολλοί επικουρικοί αστυνομι κοί του Υπ. Δικαιοσύνης, οι οποίοι στρατολογήθηκαν επί τού του από τις σκληροπυρηνικές ομάδες των απεργοσπαστών και υποστηρίζοντο ενεργά από τις τοπικές αστυνομικές αρχές, ολό κληρη την νύχτα της 2ας Ιανουαρίου προέβησαν σε επιδρομές εναντίον νόμιμων συναθροίσεων, σε περισσότερες από 30 μικρές και μεγάλες πόλεις των Η.Π.Α. -ο αριθμός που αναφέρθηκε επι- σήμως ήταν 33. Ο αντικειμενικός σκοπός τους ήταν οι μαζικές συλλήψεις για να προωθηθούν τα ήδη έτοιμα σχέδια μαζικών απελάσεων αλλοδαπών μελών κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων. […]Οι επιδρομές ήταν ιδιαίτερα έντονες και βίαιες στις βιομηχανικές πόλεις γύρω από την Βοστώνη και κορυφώθηκαν με την μεταφορά των συλληφθέντων, αλυσοδεμένων ανά 4, μέσα στους δρόμους της Βοστώνης. […]Οι δύστυχοι αυτοί άνθρωποι, αφού είχαν προηγουμένως ξυλοκο- πηθεί και περάσει από ανάκριση γ ‘ βαθμού, συγκεντρώνονταν στο Ντίαρ Αϊλαντ υπό συνθήκες που έγιναν γνωστές από την απόφαση του προέδρου του Περιφερειακού Δικαστηρίου των Η.Π.Α., Άντερσον, μετά την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών. Αυτός λοιπόν ο δακτύλιος των βιομηχανικών πόλεων πέριξ της Βο- στώνης υπήρξε το φόντο της Υπόθεσης Σάκκο και Βαντσέτι. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι σε γενικές γραμμές το εγχώριο αμερικανικό στοιχείο αυτών των πόλεων, ενέκρινε τις δραστηριότητες των αστυνομικών. Επί σειρά ετών, η περιοχή αυτή υπήρξε ένα από τα πεδία των πλέον έντονων βιομηχανικών συγκρούσεων στην χώρα Οι άνθρωποι μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι με την σκέψη ότι όλοι αυτοί οι ταραξίες, οι βομβιστές, οι Ιταλοί μετανάστες που βρωμού σαν σκόρδο και οι άπλυτοι Ρώσοι, ήταν κλεισμένοι στο Ντίαρ Άϊλαντ. […]
Οι δύο πρώτες κατηγορίες δεν έτρεφαν και τα καλύτερα αισθήματα η μία για την άλλη, όμως ενώθηκαν απέναντι στους Ιταλούς, τους Ισπανόφωνους και τους Σλάβους μετανάστες. Οι επιδρομές του Ιανουαρίου, η στάση του Τύπου και του κλήρου που ούρλιαζαν για τις ωμότητες, για τον πολιτισμό (εν νοώντας συνήθως τους τραπεζικούς λογαριασμούς) που κινδύ νευε, και για την πολιτογράφηση των γυναικών, δημιούργησαν στον μέσο δεξιό πολίτη μια τέτοια νοοτροπία, ώστε κάθε φορά που αυτός συναντούσε κάποιον που μύριζε σκόρδο, απομακρυ νόταν τρέχοντας, φοβούμενος ότι αυτός θα τον μαχαιρώσει. Ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους που μιλούσαν ξένες γλώσσες, δεν αποτελούσε παρά μια εστία προετοιμασίας συνωμοσίας για ανατροπή της κυβέρνησης. Διαβάστε τα άρθρα εκείνης της εποχής της εφημερίδας Boston Transcript περί σοβιετικής συνωμοσίας και θα δείτε τι είδους υλικό σερβιριζόταν, ακόμη και στην μορφωμένη ελίτ της κατεστημένης άρχουσας τάξης. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα μισαλλοδοξίας και καχυποψίας, του φόβου των ένοπλων ληστειών και της κοινωνικής ανατροπής, εμφανίσθηκαν οι τρομακτικοί τίτλοι των εφημερίδων για τις δολοφονίες στο Σάουθ Μπρέϊντρι. Όταν η αστυνομία του Μπρόκτον συνέλαβε τους Σάκκο και Βαντσέττι, Ιταλούς μετανάστες που μιλούσαν σπασμένα αγγλικά, αναρχικούς που δεν πίστευαν ούτε στον Πάπα ούτε στον πουριτανό Θεό, λιποτάκτες και ταραξίες, κατηγορούμενους για ένα ιδιαζόντως ειδεχθές και ιταμό έγκλημα, το συσσωρευμένο μίσος βρήκε διέξοδο. Από εκείνη την στιγμή, οι άνθρωποι αυτοί μπο ρούσαν να εστιάσουν το βαθύ μίσος που έτρεφαν για τις νέες, ζωντανές, σφριγηλές, ανοίκειες δυνάμεις, οι οποίες τους εκτό πιζαν ανενδοίαστα στο περιθώριο. Οι άνθρωποι της κομητείας Νόρφολκ και όλοι οι κάτοικοι της Μασαχουσέτης αποφάσισαν ότι ήθελαν τον θάνατο αυτών των δύο ανθρώπων. Εν τω μεταξύ, το κόκκινο παραλήρημα στην υπόλοιπη χώρα είχε υποχωρήσει. Είχε συμβεί κάτι που οδήγησε πολλούς ανθρώ πους σε σκέψεις. Τα ξημερώματα της 3ης Μαΐου, το πτώμα του Αντρέα Σαλσέντο, ενός αναρχικού τυπογράφου, βρέθηκε τσακι σμένο πάνω στο πεζοδρόμιο της Παρκ Ρόου στην Ν. Υόρκη. Είχε πηδήσει ή τον είχαν εκπαραθυρώσει από τα γραφεία του Υπ. Δικαιοσύνης στον 14ο όροφο του κτηρίου της Παρκ Ρόου, όπου αυτός και ο φίλος του Ελία κρατούντο μυστικά επί 8 εβδο μάδες. Προφανώς τον βασάνιζαν συνεχώς όλο αυτό το διάστημα. Οι αστυνομικοί του κ. Πάλμερ «διερευνούσαν» την δράση των αναρχικών. Είχαν καταφέρει να περάσουν έξω ένα σημείωμα, ενώ, λίγες μέρες πριν, ο Βαντσέττι είχε βρεθεί στην Ν. Υόρκη ως εκπρόσωπος μιάς ομάδας Ιταλών που προσπαθούσαν να επι τύχουν την αποφυλάκιση των δύο ανδρών με εγγύηση. Μετά τον θάνατο του Σαλσέντο, ο Ελία μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην νήσο Έλλις απ’ όπου και απελάθηκε. Πέθανε στην Ιταλία. Ωστόσο, από εκείνη την στιγμή, το ιερό μένος για την καταδίωξη των Κόκκινων υποχώρησε. Εκείνο το βασανισμένο, νεκρό και πνιγμένο στο αίμα σώμα που βρέθηκε σε ένα από τα κεντρικό τερα και πλέον πολυσύχναστα σημεία της Ν. Υόρκης, συντά ραξε τους ανθρώπους, επαναφέροντάς τους στα λογικά τους. Όταν την νύχτα της 5ης Μαΐου, ο Σάκκο και ο Βαντσέττι συνελήφθησαν μέσα στο λεωφορείο στο Μπρόκτον, ο πρώτος είχε στην τσέπη του το προσχέδιο μιάς προκήρυξης που ανακοί νωνε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας εναντίον, όπως εκείνοι πίστευαν, της δολοφονίας του συντρόφου τους. Πήγαιναν να ειδοποιήσουν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας τους να κρύψουν όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία, π.χ «ριζοσπαστικά» βιβλία και έγγραφα, έτσι ώστε κατά την νέα επιδρομή, για την οποία είχαν πληροφορίες ότι θα γίνει, να μην συλληφθούν κι έχουν την τύχη του Σαλσέντο. Μην ξεχνάτε ότι είχαν συλληφθεί και ξυλοκοπηθεί άνθρωποι επειδή μοίραζαν την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.