Τζον Στάινμπεκ – Ο Δρόμος με τις φάμπρικες
Κάποιος είπε πως στο δρόμο τούτο κατοικούν «πόρνες, ρουφιάνοι, χαρτοπαίχτες, μπάσταρδοι» -εννοούσε, δηλαδή, πως κατοικούν άνθρωποι λογής λογής. Αν τους κοίταζε όμως από μιαν άλλη χαραμάδα, ίσως τότε να ’χε πει πως κατοικούν «άγγελοι, άγιοι και οσιομάρτυρες» -και πάλι θα εννοούσε το ίδιο.
Ο Αμερικανός πεζογράφος, σεναριογράφος και δραματουργός, Τζον Στάινμπεκ υπήρξε μια μεγάλη – θα λέγαμε, ανάλογη και ομόλογη του Τζακ Λόντον – ελπίδα της προοδευτικής αμερικανικής λογοτεχνικής παράδοσης στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και σ’ όλη τη δεκαετία του 1930, καθώς με το έργο αυτής της περιόδου (λ.χ. «Το ποτήρι του αφέντη», «Η κοιλάδα της Τορτίγια», «Η αμφίβολη μάχη», «Άνθρωποι και ποντίκια» και προπαντός το αριστουργηματικό, επικό μυθιστόρημα «Τα σταφύλια της οργής») κατήγγειλε, με δραματικό, αλλά και σαρκαστικό τρόπο την απάνθρωπη καταπίεση των λαϊκών μαζών από τους παλιούς μεγαλογαιοκτήμονες και τα νέα τζάκια του καπιταλιστικού κεφαλαίου – ανθρωποφαγικών κατακτητών του αμερικανικού νότου, αποκαλύπτοντας πολύ έγκαιρα το κάλπικο «αμερικανικό όνειρο» περί δημοκρατίας, ισονομίας, ίσων ευκαιριών και ευζωίας όλων των κατοίκων στις ΗΠΑ. Το σύνολο του πεζογραφικού και σεναριακού έργου του, αλλά προπάντων «Τα σταφύλια της οργής» και η νουβέλα «Άνθρωποι και ποντίκια» θα στέκουν υπεράνω του συμβιβασμού του, την περίοδο του μακαρθισμού, αλλά και του «Νόμπελ» που έλαβε το 1960. (Αριστούλα Ελληνούδη, Ριζοσπάστης – Τετάρτη 29 Δεκέμβρη 2004).
Ο Τζων Ερνστ Στάινμπεκ γεννήθηκε στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας, στις 27 του Φλεβάρη 1902 και έφυγε από τη ζωή στις 20 του Δεκέμβρη 1968. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, κύριος εκπρόσωπος του νατουραλισμού και της κοινωνικής πεζογραφίας στη χώρα του
Έγινε γνωστός με το μυθιστόρημα «Τορτίλα Φλατ» το 1935, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήλθε το 1937 με το «Άνθρωποι και ποντίκια». Μα τα «Σταφύλια της οργής» καθιερώθηκε μαζί με τον Φώκνερ και τον Χέμινγουεϊ ως ένας από τους τρεις μεγάλους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς. Το 1940 το μυθιστόρημά του τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ. Κατά τη διάρκεια του Β’Παγκοσμίου Πολέμου ο Στάινμπεκ εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής για λογαριασμό της εφημερίδας “New York Herald Tribune”, ενώ το 1948, σε μια εποχή όπου οι ΗΠΑ είχαν καταληφθεί από αντικομμουνιστική υστερία (περίοδος του μακαρθισμού), ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση.
Τα πιο γνωστά και πολυδιαβασμένα του μυθιστορήματα είναι: «Η αμφίβολη μάχη», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Ο δρόμος με τις φάμπρικες», «Τα σταφύλια της οργής», «Ανατολικά της Εδέμ», «Το κόκκινο πουλάρι», «Η πεδιάδα της Τορτίγια», «Ουράνιες βοσκές» και άλλα.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εισαγωγικό του έργου του Στάινμπεκ «Ο δρόμος με τις φάμπρικες». Το αντιγράφουμε από την έκδοση του 1983, των «Γραμμάτων». Η μετάφραση είναι του Κοσμά Πολίτη.
Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες στο Μοντερέυ στην Καλιφόρνια είναι ένα ποίημα, μια βρωμισιά, έχει ένα δικό του φως, ένα έντονο χρώμα, είναι κάτι πολύ συνηθισμένο μα κι ένα όνειρο μαζί, μια νοσταλγία. Κάτι το σκόρπιο και το συγκεντρωμένο, σίδερα, τενεκέδες, σκουριά και πελεκούδια, το στρώσιμο του δρόμου όλο γούβες, παντού κουλούρες τα σκοινιά, κόφες λαχανικά, φάμπρικες για σαρδέλες του κουτιού, καταγώγια, ταβέρνες και μπορντέλα, μικρομάγαζα, εργαστήρια χημικά, παλιοξενοδοχεία. Κάποιος είπε πως στο δρόμο τούτο κατοικούν «πόρνες, ρουφιάνοι, χαρτοπαίχτες, μπάσταρδοι» -εννοούσε, δηλαδή, πως κατοικούν άνθρωποι λογής λογής. Αν τους κοίταζε όμως από μιαν άλλη χαραμάδα, ίσως τότε να ’χε πει πως κατοικούν «άγγελοι, άγιοι και οσιομάρτυρες» -και πάλι θα εννοούσε το ίδιο.
Τα γριγριά, όταν πετύχουν οι καλάδες και πιάσουν πολύ ψάρι, μπαίνουν την αυγή μες στο λιμάνι φορτωμένα με σαρδέλα, βαριά και αργοκίνητα, σφυρίζοντας με τις σειρήνες ολοένα. Οι παραφορτωμένες βάρκες σιμώνουν στην ακρογιαλιά, εκεί που οι φάμπρικες απλώνουν τις αποβάθρες τους, ίδιες ουρές μέσα στη θάλασσα. Το σχέδιο είναι καμωμένο με πολλή σοφία, γιατί αν οι αποβάθρες βρίσκονταν από το μέρος της στεριάς και οι φάμπρικες μες στο νερό για να δεχτούν τις σαρδέλες, τότε τα έτοιμα κουτιά θα βγαίνανε από το μέρος της ουράς και -τουλάχιστον σε όσους έχουν φαντασία- θα προξενούσαν ακόμη περισσότερη αηδία…
Λοιπόν, αφού ξεφορτωθούν οι σαρδέλες, αρχίζουν να μπουρίζουν οι φάμπρικες, και τότε όλοι μέσα στην πολιτεία, άντρες και γυναίκες, ντύνονται βιαστικά και κατεβαίνουν τρέχοντας να πιάσουν δουλειά στις φάμπρικες. Οι ιδιοκτήτες φτάνουν μέσα σε αυτοκίνητα λουστραρισμένα και γυαλιστερά, καθώς και το ανώτερο προσωπικό -λογιστές, επόπτες, επιθεωρητές- και όλοι χάνονται μες στα γραφεία. Ξεχύνονται από την πολιτεία μαυριδεροί ιταλιάνοι, κινέζοι, πολωνοί, άντρες και γυναίκες φορούν παντελόνια, ρούχα από καουτσούκ και μια ποδιά μουσαμαδένια. Πάνε να καθαρίσουν τη σαρδέλα, να την κόψουν, να την ψήσουν και να τη συσκευάσουν μέσα σε κουτιά. Ολόκληρος ο δρόμος βουίζει και αναδεύεται, φωνές, τρεξίματα, ομιλίες, το ψάρι κυλάει έξω από τις βάρκες, ίδιος ασημένιος ποταμός, κι όσο αδειάζουν οι βάρκες, τόσο ψηλώνουν πάνω στο νερό. Κι οι φάμπρικες βουίζουν, τραντάζονται και τρίζουν, ώσπου και η τελευταία σαρδέλα να καθαριστεί, να κοπεί, να ψηθεί, να μπει μες στα κουτιά- τότε ξαναμπουρίζουν οι φάμπρικες και οι κουρασμένοι μαυριδεροί ιταλιάνοι, οι κινέζοι, οι πολωνοί, άντρες και γυναίκες, με τα νερά να στάζουν από πάνω τους και να βρωμούν ψαρίλα, τραβούν και σκορπάνε στην ανηφοριά, χάνονται μες στην πολιτεία, κι ο Δρόμος με τις Φάμπρικες γίνεται πάλι όπως ήταν -ήσυχος, μαγεμένος. Ξαναβρίσκει μονομιάς τα φυσικά του.
Μερικοί αλήτες, που είχαν αποτραβηχτεί κάτω από το μαύρο κυπαρίσσι, ξαναβγήκανε στη φόρα και πήγαν να καθίσουν πάνω στις σκουριασμένες σωλήνες που κείτονταν μες στη μεγάλη μάντρα. Τα κορίτσια ξεπρόβαλαν από της Ντάρας για να χαρούν λίγο ήλιο -αν υπάρχει, βέβαια, τέτοιο πράγμα. Ο Δόκτορας βγήκε από το Βιολογικό Εργαστήριο κι αργοπερνάει το δρόμο για ν’ αγοράσει δυο μπουκάλια μπίρα στου Λη Τσονγκ το μαγαζί. Ο Ανρί, ο ζωγράφος, τριγυρνάει στα χορταριασμένα χέρσα και οσμίζεται σαν κυνηγιάρικο σκυλί μες στα παλιόσκοινα που είναι απορριγμένα εκεί πέρα, να βρει ένα κομμάτι ξύλο ή ένα κομμάτι σίδερο που του χρειάζονται για τη βάρκα που σκαρώνει. Έπειτα πέφτει το βραδάκι, ανάβει το φανάρι μπρος στης Ντόρας -ίδιο κόκκινο φεγγάρι που φωτάει ολονυχτίς το Δρόμο με τις Φάμπρικες. Μερικοί επισκέπτες φτάνουν στο Βιολογικό Εργαστήριο για ν’ ανταμώσουν τον Δόκτορα, κι αυτός ξαναπερνάει το δρόμο για ν’ αγοράσει πέντε μπουκάλια μπίρα στου Λη Τσονγκ το μαγαζί.
Πώς μπορεί κανένας να περιγράφει ολοζώντανα το ποίημα, τη βρώμα και τη δυσωδία, το βουητό, ή το ξεχωριστό εκείνο φως, το έντονο χρώμα, το όνειρο -και κάτι το πολύ συνηθισμένο; Όσοι έτυχε να κάνουν συλλογή από ζούδια του νερού, ξέρουν κάτι μικρά πλατιά σκουλήκια, τόσο λεπτά, που είναι αδύνατο να τα πιάσεις ολάκερα, γιατί μόλις τ’ αγγίξεις συστρέφονται και σπάζουν. Πρέπει να τα αφήσεις να συρθούν και να γλιστρήσουν μονάχα τους ως τη λεπίδα που κρατάς, να τα σηκώσεις τότε με προφύλαξη και να τα ρίξεις μέσα στη γυάλα με το θαλασσινό νερό. Ίσως και τούτο το βιβλίο να πρέπει να γραφτεί μ’ έναν παρόμοιο τρόπο -ν’ αφήσεις τη διήγηση να ξεγλιστρήσει μονάχη της μέσα στις σελίδες του.