Βαρδιάνος στα Σπόρκα…
Υπάρχει ελπίδα άραγε, σαν λαός να σκύψουμε σήμερα πάνω σε τούτη την εξαίσια, τη μοναδική γλώσσα; Βεβαίως η ερώτηση είναι ρητορική με τόσα… «κοινωνικά εμπόδια δικτύωσης» στους καιρούς μας.
«Πίσω εις τις πλάκες, επάνω εις ένα βράχον ριζωμένον εις την θάλασσαν, εκεί ήτο το σπιτάκι της θειά-Σκεύως Γιαλινίτσας. Ο βράχος έβλεπε προς μεσημβρίαν, και από το έν μέρος επρόβαλλε το πρωί ο ήλιος, ανάμεσα από τρία νησάκια και από μιαν υψηλήν λευκήν κορυφήν, χρυσώνων με τας ακτίνας του όλα, το πράσινον της θαμνοσκεπούς και σχοινοφύτου ακτής, κλειούσης ανατολικώς τον λιμένα, την θάλασσαν, ρυτιδουμένην και φωσφορίζουσαν εις χιλίας μυριάδας υγρών πτυχών, πλήττουσαν τα Μυρμήκια, υφάλους μόλις ανεχούσας από το κύμα, το Δασκαλειό, μικρόν φαιοπρασινίζον νησίδιον, και το ογκώδες και άκομψον Μπούρτσι, χρυσώνων τα κατάρτια και τας κεραίας και τα εξάρτια των πλοίων, κατά τας ημέρας του Χειμώνος, όταν ολίγα τούτων παρεχείμαζον εις τον λιμένα’ από το άλλο μέρος εβασίλευε το βράδυ, σπεύδων να κρυβεί όπισθεν του βαθυπρασίνου βουνού, της Πευκόρραχης, αφήνων τα δένδρα να σείωνται ελαφρώς από την αύραν, και τα αόρατα εκείνα μυρία έντομα να τρίζωσι μελαγχολικώς εις το βαθύ σκότος» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)
Πόση ομορφιά σε τούτη τη γλώσσα;
«Εκρέμαντο ως εναέρια τα σπιτάκια της φτωχολογιάς, αραδιασμένα, εύρυθμα εν τη αταξία, πάλλευκα από άφθονα ασβεστώματα» μας θυμίζει ο Γιώργος Φρατζολάς για τον “Βαρδιάνο στα Σπόρκα” στο βιβλίο του “Το καμίνι που δροσίζει” στο κεφάλαιο «σε ήχο πλάγιο και εναρμόνιο».
Ο συντοπίτης μας δάσκαλος επικαλείται τις δυο αράδες απ’ το έργο του μεγάλου λογοτέχνη, για να υπογραμμίσει πως η αλληλοδιαδοχή της τάξης με την αταξία είναι κείνη που δημιουργεί το αίσθημα της αρμονίας. Τα λουλούδια με τα χόρτα, τ’ αγριόχορτα με τ’ αγκάθια έχουν πολύ μεγαλύτερη αρμονία, απ’ ό,τι η απόλυτη συμμετρία των απλών γεωμετρικών σχημάτων, γράφει ο Γιώργος Φρατζολάς σ’ αυτό το πολύτιμο -ανάμεσα και σε άλλα παρακαταθήκη αθησαύριστη του λόγου και της μουσικής- έργο του. (Δοκίμια και διαλέξεις για τη μουσική της γλώσσας και τους μυστικούς ρυθμούς του Παπαδιαμάντη και του Πεντζίκη).
O Σκιαθίτης, ο μεγάλος λογοτέχνης γνώριζε το χαρτί μονάχα και την πένα. Και μαζί με τις λογοτεχνικές ανησυχίες και τις ευαισθησίες του, ξεπέρασε τα όρια της γενέθλιας γης και της χώρας και κατέκτησε τη διαχρονικότητα.
Υπάρχει ελπίδα άραγε, σαν λαός να σκύψουμε σήμερα πάνω σε τούτη την εξαίσια, τη μοναδική γλώσσα; Βεβαίως η ερώτηση είναι ρητορική με τόσα… «κοινωνικά εμπόδια δικτύωσης» στους καιρούς μας. Παρ όλ’ αυτά αποθέτουμε τούτη την ελπίδα, σε λίγους η και περισσότερους δασκάλους.
Σε κείνους που γνωρίζουν ν’ αφηγούνται στους νέους τούτη τη γλώσσα και την αρμονία της. Σε κείνους που επενδύουν σ αυτόν τον ιδιαίτερο, τον ξεχωριστό κώδικα επικοινωνίας…
Χρύσα Μπαΐρα