Βασίλης Κολοβός, Η αυλή με τα σπασμένα όνειρα
Για μας στο χωριό η γέννηση ήταν πιο μεγάλη γιορτή από τη σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού. Τη γέννηση την ήθελαν και την έκαναν οι άνθρωποι, το θάνατο τον ήθελε και τον έφερνε μοναχά ο Θεός. Κι εμείς πιστεύαμε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο δίκαιοι απ’ το Θεό.
Για μας στο χωριό η γέννηση ήταν πιο μεγάλη γιορτή από τη σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού. Τη γέννηση την ήθελαν και την έκαναν οι άνθρωποι, το θάνατο τον ήθελε και τον έφερνε μοναχά ο Θεός. Κι εμείς πιστεύαμε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο δίκαιοι απ’ το Θεό. Γι’ αυτό κι όταν γονιός μοίραζε περιουσία στα παιδιά του, αν μοίραζε δίκαια, λέγαμε «Αυτός μοίρασε σαν άνθρωπος», αν μοίραζε άδικα, λέγαμε «Αυτός μοίρασε σαν Θεός». Αλλά και γι’ άλλους λόγους την είχαμε καλύτερη γιορτή. Πρώτο είχαμε πολλές γιορτές στη σειρά και μετά το γουρούνι, σε αντίθεση με το αρνί που σε μια δυο μέρες το τελειώναμε, μας έδινε πολλά αγαθά και πορεύαμε μέχρι τις Αποκριές. Ύστερα ήταν κι η τελετουργία της σφαγής. Αυτή η φοβερή ιεροτελεστία αποτελούσε μέσο εκβιασμού για πολλά από μας ολόκληρο το χρόνο, αν δεν πηγαίναμε για βοσκή ή πότισμα το γουρούνι άμα ήτανε κακός ο καιρός ή θέλαμε να παίξουμε. «Θα σε κλείσω μέσα, δεν έχει φούσκα». Από την άνοιξη αρχινάγαμε να θρέφουμε κείνο το γουρούνι που ’χε διαλέξει ο πατέρας για τα Χριστούγεννα.
Η σφαγή ήταν γιορτινή διαδικασία αλλά και επικίνδυνη. Καθώς μολόγαγαν οι παλιότεροι, μια φορά ένα θεόρατο, πάνω από εκατόν είκοσι εκατόν τριάντα οκάδες, αφού του έκοψαν το μισό λαιμό, απ’ το τίναγμα που ’καμε, λάκισε πέρα και πήρε τους δρόμους. Η πρώτη γριά που βρέθηκε μπροστά του την κομμάτιασε και αν κάνα δυο άντρες δεν είχαν το κουράγιο να το στριμώξουνε σ’ ένα φράχτη και να το σκοτώσουν με λοστούς χτυπώντας το στο κεφάλι, ίσως να ’χαμε κι άλλα θύματα.
Φέτος εμείς είχαμε καλό γουρούνι, απ’ ό,τι μου είπε ο πατέρας, ίσως και να ξεπέρναγε τις ογδόντα οκάδες. Το βόσκησαν καλά τα κούτσ’κα και κοντά δυο μήνες που ’χε χαλάσει ο καιρός, κλεισμένο στο πίσω μικρό χαγιάτι, το τάιζαν νύχτα μέρα. Δεν πρόφταινε να του κάνει κουρκούτι η βαβά, καλαμπόκι και κριθάρι αλεσμένα και ζυμωμένα με πίτουρα, χόρτα και ό,τι άλλο περίσσευε.
Ξημέρωσε η μέρα για τη σφαγή. Ήταν πένθιμη, αν και παραμονή της γέννας του Χριστού. Με το που έφεξε ο Θεός στο χωριό, άρχισε ένα ατέλειωτο μοιρολόι απ’ όλα τα ζωντανά που θα τα πέρναγαν από μαχαίρι, ή θα τα σκότωναν με λοστό στο κεφάλι αν είχαν αγριέψει. Ανεξήγητο πράμα, αλλά όσο πλησίαζε η ώρα της σφαγής, πολλά ζωντανά γίνονταν ανήσυχα, νευρικά. Δεν έτρωγαν κι όλο μούγκριζαν λες και ’τοίμαζαν επίθεση σε εχθρούς ορκισμένους. Εμείς βγήκαμε έξω για να ζήσουμε την τελετή. Ο πατέρας έδεσε το δικό μας με τριχιά απ’ τη μέση και το τράβηξε στον πάτο της αυλής. Το ’δεσε λάσκα απ’ την αμυγδαλιά και μας διέταξε να ανεβούμε στο μπαλκόνι του σπιτιού. Κόντευε μεσημέρι, οι τέσσερις άντρες έσφαζαν απ’ το πρωί με τη σειρά σε σόγια και φίλους. 0 πατέρας ακόνισε καλά το μαυρομάνικο και το δάγκωσε. Με προσοχή και αλαφροπατήματα το έφερε μια δυο γυροβολιές κι αφού ζυγιάστηκε καλά, ξαφνικά το άρπαξε από τα πίσω πόδια. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι, το ζωντανό καθηλώθηκε ανάσκελα στη γη μουγκρίζοντας. Ο πατέρας λευτερώθηκε απ’ τα πισινά του πόδια και ήρθε μπροστά, το έπιασε απ’ τ’ αυτιά και του γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω. Με το μαχαίρι στο στόμα έκανε το σταυρό του, πήρε το δεξί κι ευχήθηκε «Καλοφάγωτο και με υγεία». Το αίμα αχνιστό ξεχύθηκε στον κατήφορο κι έβαψε τη γη με σπαραγμό και ουρλιαχτό. Σκληρούς που κάνει τους ανθρώπους η ανάγκη για την επιβίωση. Οι άλλοι του ’κοψαν τα ποδάρια. Και το αίμα γίνηκε ποτάμι, το σπαρτάρισμα λιγόστεψε και το ουρλιαχτό έγινε ρόγχος θανάτου. Πολλές γυναίκες και κορίτσια αλλά και μικρά παιδιά λιποθύμαγαν μπροστά σ’ αυτή τη σκληράδα. Μπροστά στο ζωντανό αίμα και στο σπαραγμό. Με την τριχιά διπλή το ’δεσαν απ’ τα πίσω ποδάρια με φούρκα ανάμεσά τους και το κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω απ’ την αμυγδαλιά να στραγγίσει λίγο. Οι άντρες έκατσαν στα πεζούλια γύρω γύρω να ξαποστάσουν, να πιουν κάνα τσίπουρο, να φουμάρουν.
Η αμυγδαλιά μας ήταν θεοκαμένη από τα πρώιμα χιόνια και την παγωνιά. Είχαν ζήσει μονάχα χοντρά κλωνάρια ερημωμένα, σαν ανάκατα ανάποδα κορμιά δεμένα με αόρατες τριχιές απ’ τον ουρανό. Το κορμί του γουρουνιού κρεμασμένο στο γερτό κλωνάρι ερχόταν και ζυγιάζονταν σαν σειόμενος κορμός, ήτανε σαν το σώμα του Χριστού σταυρωμένο κι όχι νεογέννητο, έτσι μπερδεύτηκα κι εγώ το πρωί, όταν πήγαμε με τα κούτσ’κα να τραγουδήσουμε, κι αντί να πω για τη γέννα είπα «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα».
Οι γυναίκες είχαν ανάψει φωτιά στο μαγειρείο κι απάνω στα μαυρισμένα λιθάρια έβαλαν το μεγάλο καζάνι που ’χαμε πάρει απ’ τους Φουκαίους, με λίγο νερό μέσα, για να ζεστάνει και να λιώσουν το λίπος. Οι άντρες έγδαραν το γουρούνι και κρέμασαν το τομάρι παραπάνω στη μουριά να στεγνώσει. Πιο πολύ με τα χέρια και λιγότερο με τα μαχαίρια ξεκόλλαγαν το λίπος απ’ το κρέας και το έδιναν στις γυναίκες, που περίμεναν δίπλα με τα ταψιά, να το ρίξουν στο καζάνι να κοχλάσει, πατώντας το με τη μεγάλη ξύλινη κουτάλα μέχρι να γίνει σαν νερό, για να γεμίσουν τους χαλκωματένιους τεντζερέδες που ήταν αραδιασμένοι και αφού κρυώσει λίγο, να τους αδειάσουν στους ντενεκέδες, να τους κλείσουν και να τους βάλουν στο κατώι. Ό,τι ψαχνά ή γλυκάδια έμεναν στο καζάνι, μαζί με τα κατακάθια απ’ τους τεντζερέδες και, κάτι άλλα κομμάτια που λιάνιζαν, τα ξαναζέσταιναν και τα έβαζαν σε άλλο ντενεκέ. Ήταν οι τσιγαρίδες, που άρεσαν πολύ σ’ εμάς τα κούτσ’κα όταν τις έφκιαναν με τυρί και αυγά.
Οι άντρες, αφού του έβγαλαν το λίπος, το άνοιξαν στα δυο, έβγαλαν όλα τα μέσα, έκοψαν την τραχηλιά και άλλα κομμάτια, πέντ’ έξι οκάδες, για πρώτη ανάγκη. Το ξάπλωσαν πάνω σε τσόλια κι άρχισαν να το λιανίζουν σε μερίδια. Οι γυναίκες το τακτοποιούσαν σε κάδους μεγάλους ξύλινους μαζί με λίπος και χοντρό αλάτι, προσεχτικά στρώμα στρώμα, τα σκέπαζαν, τα πλάκωναν με πέτρα, κι έτσι είχαμε κρέας μέχρι την άνοιξη που ζεσταίνει ο καιρός.
Όσο οι άντρες και οι γυναίκες έφκιαναν το κρέας, η βαβά και η Λένη είχαν βάλει όλα τα μέσα στη μεγάλη σκαφίδα. Τα έπλεναν πολύ και καλά και με το αδράχτι γύριζαν τα ψιλά έντερα μέσα έξω. Η μάνα και η θεία Κατσιαμάγγαινα λιάνιζαν ψαχνό και πράσα. Έριχναν αλάτι, πιπέρι, τα ζύμωναν και μ’ ένα μικρό χωνί άρχιζαν να τα γεμίζουν. Ο πατέρας απ’ άκρη σ’ άκρη έδεσε με σύρμα μακρύ ξύλο πάνω απ’ το τζάκι και κρεμάσαμε τα λουκάνικα.
Αφού τελειώσαν με τα λουκάνικα, έπιασαν τα παχιά έντερα. Ήταν γεμάτα ξίγκια, τα έπλυναν, με το αδράχτι τα γύρισαν, λιάνισαν πλεμόνια, σκώτια κι άλλα κομμάτια κρέας, πράσο και ρύζι, τα έριξαν στο ταψί, έβαλαν αλάτι και πιπέρι, τα ζύμωσαν, έδεσαν με σπάγκο τη μια άκρη, τα γέμισαν και όταν τέλειωσαν, έβαλαν λίγο λίπος και τα έριξαν στο φούρνο. Αυτά ήταν τα μπουμπάρια. Ίσαμε δέκα μέρες φαγητό της φαμελιάς μας. Τίποτε απ’ το γουρούνι δεν πήγαινε χαμένο. Τα χρόνια της πείνας ήταν χρόνια ανάγκης. Το τομάρι ήταν τα καινούρια μας γουρ’νοτσάρουχα και η φούσκα η μεγάλη μας χαρά. Τη φουσκώναμε και παίζαμε μπάλα μέχρι να σπάσει.
*Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Βασίλη Κολοβού “Η αυλή με τα σπασμένα όνειρα”, εκδ. Καστανιώτη (2η), Αθήνα 1998