Αλιάκμονας.
Ένα φορτίο αβάσταχτης ζωής κυλά ανέμελα
στον αθέριστο κάμπο αναζητώντας την αιώνια θάλασσα…
Ένα φορτίο αβάσταχτης ζωής κυλά ανέμελα
στον αθέριστο κάμπο αναζητώντας την αιώνια θάλασσα…
Άλς και άκμων,
ο γιος που γέννησαν οι θεοί λίγο πριν ξημερώσει ο κόσμος!
Αυτός που έμελλε να γητεύσει τις κορφές των γαλανών βουνών,
αυτός που επινόησε το πέρασμα του ζωογόνου νερού
μέσα από τα λιβάδια, από τους γήλοφους κι από τα βοσκοτόπια,
για να ξεδιψάσουν τα κοπάδια και τα πετούμενα του ουρανού,
για να ευδοκιμήσουν τα βότανα και οι αγαθοί καρποί της γης,
για ν’ ανοίξει επιτέλους ένα παράθυρο η ελπίδα στο φως,
για να σκοτεινιάσουν οι θολοί καθρέφτες κι ο ήλιος
να λάμψει ολοπόρφυρος μέσα στη διαύγεια της ακύμαντης μέρας…
Κι ήρθαν πολλοί άνθρωποι να σβήσουν τη δίψα τους
εκείνη την ανέκκλητη ώρα.
Τις νύχτες άναβαν φωτιές και υμνούσαν τον Ωκεανό και την Τήθυ,
το θεό Ποσειδώνα, τον Παλαιστίνο και την Περίδα.
Μάντεις, οραματιστές και βασιλιάδες προσπαθούσαν εναγώνια
να διαγνώσουν το τέλος τούτης της αυταπάτης, μα μάταια.
Καμιά προσδοκία δεν πεθαίνει στο χώμα
χωρίς να εκπληρώσει το χρέος της…
Μιλώ για τον Αλιάκμονα που ταξιδεύει ανάμεσα στα κέδρα,
στα σφεντάμια και στις ιτιές, μιλώ για τους στροβίλους του νερού
που τραμπαλίζονται πάνω στα βρεγμένα τα χαλίκια,
για τους φτωχούς οικισμούς με τα γκρίζα σπίτια
και τους λασπωμένους χωματόδρομους,
μιλώ για τους εργάτες της γης που ξυπνούν
στους ασκίαστους ορίζοντες κι εκθειάζουν με ζήλο
την αξεπέραστη ομορφιά της πλάσης…
Τι άλλο θα μπορούσε να οραματιστεί
τούτος ο καθαγιασμένος κόσμος της δημιουργίας;
Σε τούτη την πηγή της ζωής και της χαράς
γονάτισε κι εσύ ταξιδευτή των μεγάλων οραμάτων
για να πραΰνεις τη ζέση και τον πόνο της καρδιάς σου…
Στις ζωντανές σταγόνες που κυλάνε ανέμελα ανάμεσα
στα ροζιασμένα χέρια σου κράτα τον ήχο και το φως,
κράτα τη φιλήδονη φωτιά του ήλιου που καθρεφτίζεται
πάνω στην επίπεδη επιφάνεια των κρυσταλλένιων νερών,
για να στάξει το πάθος της μέσα στην ασμίλευτη ψυχή σου,
για να βιώσεις την ονειρική πραγματικότητα
της άγιας φανέρωσης,
για να οραματιστείς την επώδυνη γένεση σ’ εκείνη
την υπερβατική αναζήτηση του πνεύματός σου
για τη γνωμάτευση του μέλλοντος των αιώνων
που βαδίζουν εσπευσμένα στην ευοίωνη κατεύθυνση…
Οι νύχτες μικραίνουν, το ταξίδι ξαναρχίζει
κι εγώ, θα μείνω ακόμα μια στιγμή στην κάψα του καλοκαιριού,
να στοχαστώ στον πράο ουρανό τις πράξεις των ανθρώπων,
ν’ αντικρύσω ξανά το τελετουργικό βηματισμό των κολλήγων
στις όχθες του ποταμού, τη διάβαση των άγιων προλετάριων
που μοχθούν ακατάπαυστα για το λιγοστό ψωμί, για την ειρήνη
και για τη δικαιοσύνη,
που ματώνουν στο πικρό μεροδούλι και στον καθημερινό κάματο
μα δεν παραδίδονται μήτε αλλαξοπιστούν…
Υποκλίνομαι μπροστά στη φιλοστοργία, στην πρόνοια
και στην άγια φροντίδα σου. Ψελλίζω με δέος το όνομά σου
Αλιάκμονα, γενναιόδωρε γιε της γης,
Άδωνη της πολυμάθειας και της ορθοφροσύνης,
άξιο τέκνο της ανάγκης που μελωδείς με τους αυλούς σου
κάθε σούρουπο για κείνους που πίστεψαν στον οίστρο σου
και για τους άλλους που μέλλει σύντομα να πιστέψουν…
Θα σε υμνώ και θα σ’ ευγνωμονώ για όσο η καρδιά μου
θα ανεμοβροντά στα στήθια μου, γιατί εσύ πασχίζεις αδιάκοπα
να περιορίσεις κάθε συνέπεια, να επουλώσεις τις ανοιχτές μου πληγές
τούτη τη θνητή ώρα που η άβυσσος του χρόνου
χάσκει απειλητικά μπροστά στο βλέμμα μου…
Με τη δόξα, με τη δύναμη και με το μεγαλείο σου ημίθεε
αναπτερώνεις το ηθικό μου, τονώνεις τις ελπίδες μου,
με εμπλουτίζεις με τους απαιτητικούς οραματισμούς σου
για να σταθώ άξιος σε τούτη την άνιση μάχη με το θάνατο!
Τη δίσεκτη ώρα που βουλιάζουν τα μεγάλα ονόματα στη λήθη
η ιστορία μαζεύει ξανά το ξοδεμένο αίμα στον τόπο της θυσίας
και μετρά τα πρόσωπα που γίνονται αριθμοί…
Ωστόσο, κάθε αυγή, ερωτευμένα πουλιά τραγουδούν
πάνω στα λευκά σύννεφα του άσωτου ουρανού,
σε μια πανίερη δέηση που ανοίγει τα ολόλευκα φτερά της
στο αναζωογονημένο φως και στον αετοφόρο άνεμο…
Κι απάνω στη στεριά, αγριεμένα ποτάμια ξεχύνονται με βία
στον κατήφορο και πάντα, στο τέλος του αδιάλειπτου χρόνου
υπάρχει μια γαλήνια θάλασσα που μας προσμένει.
Εκεί που αναγεννιέται η υπερβατική εμπειρία,
Εκεί που απλώνουν πανιά τα καινούρια όνειρα των ανθρώπων,
στα μυριάδες δειλινά χρώματα που ασημώνουν τα κίτρινα στάχια,
στις ολάνθιστες παπαρούνες που καίγονται πέρα-μακριά
ανάβοντας αναίμακτες πυρκαγιές στις όσιες συνειδήσεις
των άστρων, των θεών και των ανθρώπων…