«Αλλά τι ανεχτίμητοι ήχοι βγαίνουν από τους στίχους του!…» – Ιωάννης Γρυπάρης
Ποιητής, σπουδαίος μεταφραστής και από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της δημοτικής γλώσσας, ο Ιωάννης Γρυπάρης γεννήθηκε στις 29 του Ιούλη 1870 και έφυγε από τη ζωή στις 13 του Μάρτη 1942.
Ποιητής, σπουδαίος μεταφραστής και από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της δημοτικής γλώσσας, ο Ιωάννης Γρυπάρης γεννήθηκε στις 29 του Ιούλη 1870 και έφυγε από τη ζωή στις 13 του Μάρτη 1942.
«Σκαραβαίοι και τερακότες» είναι ο τίτλος της γνωστότερης ποιητικής του συλλογής που κυκλοφόρησε το 1919. Αν και μεγάλος τεχνίτης του ποιητικού λόγου, ο Γρυπάρης έμεινε περισσότερο γνωστός για τις μεταφράσεις του των αρχαίων κλασικών, με αυτές των τραγικών ποιητών Αισχύλου και Σοφοκλή να θεωρούνται ως τις μέρες μας αξεπέραστες αισθητικά.
«Τ’ όνομά του ήτανε συνώνυμο με την ευσυνειδησία και την τελειότητα. Ό,τι έγραψε είχε τη σφραγίδα της άψογης τέχνης. Ήτανε τεχνίτης τού στίχου. Η λέξη του διαλεμένη, το επίθετό του πάντα φρέσκο και στή θέση του και το σύνολον άρτιο, φωτεινό και συγκινημένο» σημειώνει ο Κώστας Βάρναλης στα «Αισθητικά-Κριτικά» του, για την ποίηση του Γρυπάρη. Συνεχίζει:
Στα πρώτα του σοννέτα παρνασσιακός- στα «Ιντερμέντια» συμβολικός. Αλλά και στα δεύτερα τούτα δε λείπει η παρνασσιακή λαγαράδα κ’ η σιγουριά της σκέψης και του στίχου. Ο Γρυπάρης συνήθως δεν είναι αισθηματικός και δε χρησιμοποιεί παρά σπάνια το εγώ του για θέμα. Βλέπει τη ζωή σαν όραμα και τα δράματά του αυτά τα δουλεύει σαν ένας επιδέξιος μεταλλοτεχνίτης — κι όλο το ποίημά του έχει τη στερεότητα και τον ήχο του μετάλλου. Τα πρώτα του σοννέτα, που τα δημοσίεψε στα 1895 στην «Εστία» του Ξενόπουλου, νέος ακόμα 24 χρόνων, είχανε την πολυτέλεια του επιθέτου και τη σπάνια δημοτική λέξη, που έφτανε τα όρια της εκζήτησης, και προκαλέσανε τον ενθουσιασμό των τότε λίγων δημοτικιστάδων και την κατακραυγή των καθαρευουσιάνων.
(…) Ο έξω κόσμος, τα ιστορικά πρόσωπα, οι λεζάντες του λαού είναι τα προτιμημένα θέματα της νιότης του. Σαλώμη, Απάμη η Βαρτακοϋ, Σαπφώ, Τσάιλ Χάρολντ κλπ. Αλλά τι ανεχτίμητοι ήχοι βγαίνουν από τους στίχους του!
Και του Λευκάτα η θάλασσα η μακριαντιλαλούσα
στρωτή περίσσια απλώνεται σα σμαραγδένιοι κάμποι·
τρίσβαθ’ αυγή απόκρυψη στην άβυσσό της λάμπει,
όταν τα κύματα στρωθούν και πέσει η αναρούσα.Δίχως τραγούδια η Αλκυών περνά η κελαδούσα,
γιατί στα δάση των φυκιών, που βόσκ’ η Ιπποκάμπη,
μες στα κοράλλια, ανάμεσα σε συντεφένια θάμπη
της μαργαριταρόριζας, κοιμάται η Μούσα… η Μούσα!
Είναι τα δυο πρώτα τετράστιχα του σοννέτου η «Σαπφώ». (…) Οι στίχοι του Γρυπάρη δεν είναι για να τραγουδιούνται παρά για ν’ απαγγέλλονται φωναχτά. (…)
Ο Γρυπάρης στην ώριμή του ηλικία έκανε μια στροφή από τον έξω κόσμο προς τον μέσα κόσμο. Αλλά κι από μέσα του έβγαλε ό,τι έβρισκε κ’ έξω του: φως, αξιοπρέπεια αρχαϊκή, μέτρο κι όλ’ αυτά πραγματοποιημένα «lege artis. Έν’ απ’ τα καλύτερα ποιήματά του αυτής της περιόδου είναι το ακόλουθο κομμάτι από τα «Ιντερμέντια»:
Για να ξοφλήσω παλιό τάμα
ξεκίνησα προσκυνητής·
ξυπόλυτη μαζί μου αντάμα
βουλήθηκες να πορπατείς,
μα απότασες μεσοστρατίς.Κ’ εγώ στα χέρια μου σέ πήρα
και δρόμο παίρνω και περνώ·
βλέπω αντικρύ την Άγια Θύρα κ
και το εξωκλήσι στο βουνό…
να σε κοιτάξω δε γυρνώ.Σταλικοπόδιασα του δρόμου,
σφαλάει το μάτι μου θαμπό·
δίπλα με σένα στο πλευρό μου,
στα σκαλοπάτια σ’ ακουμπώ
της εκκλησιάς,— που δε θα μπω!
Τρεις στροφές, ολάκερη απεραντοσύνη. Αλλά και πόση τελειότητα σ’ αυτόν τον αθάνατο κόσμο!».