Ανδρέας Κάλβος – Επαναστάτης, ποιητής, δάσκαλος
Ο Ανδρέας Κάλβος ήταν πατριώτης και δημοκράτης, εμπνεύστηκε από την επανάσταση και εξύμνησε τα στρατιωτικά κατορθώματα των Ελλήνων, προειδοποιούσε για τη διχόνοια, μισούσε τη τους Άγγλους και την πολιτική τους (ξεχώριζε μόνο τον Βύρωνα) και στιγμάτιζε τους προδότες.
«Τι σημαίνει σήμερα για μας η ποίηση του Κάλβου; Πώς ανταποκρίνεται στη σύγχρονη ευαισθησία η φωνή και το όραμα ενός ποιητή που έγραψε και τύπωσε τις είκοσι ωδές του στις αρχές του προ[προ]ηγούμενου αιώνα, απηχώντας τα κηρύγματα του φιλελληνισμού της εποχής του σε μία γλώσσα απομακρυσμένη από τη δική μας, με αφόρμηση και θέμα τον αγώνα και το πνεύμα του ΄21», ρωτά τον αναγνώστη ο Γιάννης Δάλλας στον πρόλογό του στις Ωδές του Ανδρέα Κάλβου, στην εξαιρετική έκδοση της Ωκεανίδας (1997), με εικόνες του Μανώλη Χάρου.
Στις 3 του Νοέμβρη 1869 έφυγε από τη ζωή ο Ζακυνθινός επαναστάτης, ποιητής και δάσκαλος Ανδρέας Κάλβος. Είχε γεννηθεί τον Απρίλη του 1792.
Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου γνωρίστηκε με τον ελληνικής καταγωγής Ιταλό ποιητή Ούγκο Φώσκολο, ο οποίος στάθηκε συμπαραστάτης και πνευματικός καθοδηγητής του, μέχρι να τα χαλάσουν εξαιτίας των πολιτικών τους αντιθέσεων.
«Σε όλες του τις Ωδές η λύρα του είναι ρητορική και πατριωτική, ρομαντική και μεγαλόστομη. Η γλώσσα του αν και χρησιμοποιεί εδώ και εκεί δημοτικές λέξεις, είναι αρχαΐζουσα», σημειώνει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του ο Γιάνης Κορδάτος.
«Ο Κάλβος, παγκοίνως γνωστός σαν ποιητής, λίγο γνωστός σαν επαναστάτης (ευτυχώς έρευνες και μελέτες την τελευταία εικοσαετία ανέδειξαν την επαναστατική του δράση), παρέμενε, μέχρι πριν λίγα χρόνια, ελαχιστότατα γνωστός σαν εκπαιδευτικός» αναφέρει η Αριστούλα Ελληνούδη, και εξηγεί τους λόγους εδώ.
Ο Ανδρέας Κάλβος ήταν πατριώτης και δημοκράτης, εμπνεύστηκε από την επανάσταση και εξύμνησε τα στρατιωτικά κατορθώματα των Ελλήνων, προειδοποιούσε για τη διχόνοια, μισούσε τη τους Άγγλους και την πολιτική τους (ξεχώριζε μόνο τον Βύρωνα) και στιγμάτιζε τους προδότες.
«Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι ο Κάλβος πέρασε απαρατήρητος στον καιρό του μεγάλου μας Εικοσιένα. Ούτε στην Εφτάνησο τιμήθηκε, ούτε στην άλλη Ελλάδα. Αν και ήταν πατριδολάτρης, κανένας τρανός του καιρού του δεν συγκινήθηκε από τη λύρα του. Αντίθετα το Σολωμό τον πρόσεξαν», γράφει ο Κορδάτος, που θεωρεί ότι οι δυο βασικοί λόγοι που αγνοήθηκαν οι Ωδές του ήταν «η αρχαΐζουσα γλώσσα του και η ιδιότυπη μετρική του», καθώς και η αντίθεσή του με την εξωτερική πολιτική των Ελλήνων πολιτικών (Μαυροκορδάτος κ.ά.) που ζητούσαν προστασία από τους Άγγλους.
Ο Γιάννης Δάλλας γράφει: «Ένας ποιητής κλασικιστής λοιπόν που συνδυάζει την ανάταση του πνεύματος με τη λυρική του φαντασία. Από όπου θα προκύψει μία ποίηση προσωπική και ιδιόμορφη. Θα προκύψει η ωδή του, κεντρομόλα στη δομή και μεταφορική στην έκφρασή της. Τα τεκτονικά της μέλη είναι ο ύμνος και εσωτερικά ο μύθος και η γνωμολογία. Ύμνος είναι βασικά ο χαρακτήρας και του είδους και του τόνου της. Ύμνοι σε ήρωες, σκηνές και τόπους των ηρωικών επεισοδίων είναι οι ωδές του: «ύμνοι» και «θρήνοι». Και πλουτίζονται από μια σειρά υμνητικών αποστροφών και επικλήσεων. Έτσι ο ύμνος γίνεται το όχημα του μύθου του ποιήματος. Μύθος, με την έννοια του θέματος που εξαίρεται ως τη σφαίρα του ιδεώδους και του θρύλου. Παρακολουθούμε, με άλλα λόγια, πρόσωπα και γεγονότα να υπερυψώνονται και να μυθοποιούνται».
Από την έκδοση Ανδρέα Κάλβου Ωδαί (Ωκεανίδα, 1997) ακολουθεί η
Ωδή ενάτη – ΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ
στροφή α΄
Δυστυχισμένα πλάσματα
της πλέον δυστυχησμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ένα θρήνον και εις άλλον
πέφτομεν πάλιν.
β΄
Ημείς κατεδικάσθημεν
άθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα ‘να κατατρέχωμεν,
αλλά ποτέ δεν φθάνομεν
την ευτυχίαν.
γ΄
Ίσως(αν δεν με τρέφη
ματαία ελπίς) ευρίσκεται
μετά τον θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωή
και με προσμένει.
δ΄
Όμως, διατί έαν έσπειρε
παντού εις την οικουμένην
την χαράν με την θλίψην
του επουρανίου πατρός
το δίκαιον χέρι·
ε΄
Διατί κ’ εδώ όπου μ’ έρριψεν
εις την αέριον σφαίραν
μίαν να μην εύρω τρέχουσαν
δια με, μόνην μίας βρύσιν
παρηγορίας;
ς΄
Βρύσιν! – Και τα θαυμάσια
της Αρετής αέναα
νερά δεν βλέπω; Χύνονται
ποταμηδόν τριγύρω μου,
την γην σκεπάζουν.
ζ΄
Ω θνητοί, ποτισθήτε.
Έαν το θείον πίετε
ρεύμα, ο πόνος με δάκρυα
την τράπεζαν, το στρώμα σας
ας βρέξη τότε.
η΄
Ας έλθη τότε, ας έλθη
να σας περικυκλώση
με σκοτεινά, βρονταία,
πεπυκνωμένα σύννεφα
η δυστυχία.
θ΄
Μία δύναμις ουράνιος
εις την ψυχήν σας δίδει
πτερά ελαφρά, και υψώνεται
λαμπρόν το μέτωπόν σας
υπέρ την νύκτα.
ι΄
Από τα ολύμπια δώματα
δροσερόν καταβαίνει
χαράς, ελαίου φύσημα,
και στεγνώνει τα δάκρυα,
τον ίδρωτά σας.
ια΄
Εκεί όπου επατήσατε
ιδού οι καρποί φυτρώνουν,
και τ’ άνθη ιδού σκορπίζουσι
τα κύματα ευτυχή
της μυρωδίας.
ιβ΄
Της Φιλίας ή Χάριτες,
και του Υμεναίου, συμπλέκουσι
χορών πλουσίους στεφάνους·
βωμόν έχουν τον θρόνον σας
και τον δοξάζουν.
ιγ΄
Αν εις δικαίους έλθητε
πολέμους, ή ένα μνήμα,
μνήμα τίμιον ευρίσκετε,
ή των θριάμβων τ’ άσματα,
και τα κλωνάρια.
ιδ΄
Τα πολύχρυσα πέπλα,
και τ’ αρώματα ο Πλούτος,
γλυκύ η Σοφία το φίλημα
σας χαρίζει, έαν ήναι
με σας η ειρήνη.
ιε΄
Ω Αρετή! πολύτιμος
θεά, συ ηγάπας πάλαι
τον Κιθαιρώνα, σήμερον
την γην μξ παραιτήσης,
την πατρικήν μου.