Αγγελική Ραυτοπούλου: Τρία ποιήματα για την Παλαιστίνη
“Άνοιξε το χέρι σου, μυρίζει ξεσηκωμός..
Κι ας μην ήρθε η άνοιξη,
άνοιξε το χέρι σου,
θα φυτέψουμε κόκκινα δένδρα
στην θάλασσα…”
«Τα δένδρα»
Τα δένδρα πια δεν υπάρχουν,
οι δρόμοι τεντωμένα σκοινιά,
η συννεφιά μυρίζει μπαρούτι,
στα χέρσα των ματιών σου χωράφια
ξέμεινε μιά παραγγελιά ονείρου..
Πότε θα χορέψουμε;
Άνοιξε το χέρι σου,
να παλέψουμε το κενό της παλάμης.
Τολμώ να πολεμήσω
με την αγράμματη ημερομηνία της πείνας.
Οι αμυγδαλιές πια δεν υπάρχουν,
οι δρόμοι ναυαγούν στην θλίψη,
ωσάν το τραπέζι που στρώθηκε,
χωρίς ελπίδα γεύματος..
Άνοιξε το χέρι σου, μυρίζει ξεσηκωμός..
Κι ας μην ήρθε η άνοιξη,
άνοιξε το χέρι σου,
θα φυτέψουμε κόκκινα δένδρα
στην θάλασσα..
«Δεμένοι άνθρωποι»
Μάταια έζησα τόσα χρόνια,
μάταια κυνήγησα
τα σύννεφα και έψαξα τον ήλιο.
Το φως που καίει
προσπάθησα να πιάσω
και να το χαρίσω.
Κανείς δεν θέλει να δει την εικόνα φωτισμένη.
Το ημίφως τους αρκεί.
Και ’γω μες στις σκιές
ποτέ μου δεν μπόρεσα να βαδίζω.
Καταραμένη ισορροπία πού να σε βρω;
Ο κόσμος έγειρε.
Τίποτα δεν μπορώ να ισιώσω.
Οι άνθρωποι δεμένοι γέρνουν
το σύμπαν στο σκοτάδι
και έπειτα ψάχνουν τις μαύρες τρύπες
στο διάστημα!
Τι ειρωνεία!
Χωμένοι μες στην άβυσσο
διέξοδο ψάχνουν
προς τα μυστήρια του φωτός..
Βυθισμένη ανθρωπότητα, να θυμάσαι
οι μαύρες τρύπες καταπίνουν.
«Παλαιστίνη»
Δεν είχε βάλει την θλίψη στο χαράκωμα
του παραθυριού,
ολημερίς θαρρούσε πως κόπηκε ο ουρανός
κατά πως ο θεός όριζε..
Κι η λάμψη των ματιών στο αντιφέγγισμα
ένα όνειρο πολύχρωμου παραμυθιού
και την επαύριο συνήθισε στο νέο και φτωχό του
μετερίζι και ξήλωσε την άβυσσο με πείσμα..
Στα δυο τέρμινα απάνω του ξήλωσαν την θύρα,
ανέμοι, όπλα και βροντές δεν έφεραν νερό,
μοναχά το σταμνί που γιόμισε με αίμα..
Το παραθύρι έστεκε ορθάνοιχτο
στον μισογκρεμισμένο τοίχο
κι εκείνος όρμησε στην γης την βλογημένη,
η πέτρα, το βιβλίο κι ένα ξεροκόμματο τραγούδησαν μαζί του..
Στο τέλος η Παλαιστίνη έγειρε πάνω του
κι έκλαψε,
όλα είχαν γίνει αίμα..
Αγγελική Ραυτοπούλου
Γλυπτό: «Μακαριότητα»