Αντί να φωνασκώ… (Μανόλης Αναγνωστάκης)
«Αξιώθηκε να μετουσιώσει τις πληγές του σε μια μοναδική και εξαίσια Ποίηση που έγινε φάρος και οδηγός για όσους ακολούθησαν και που είχαν μέσα τους την ψυχική ευγένεια και την πνευματική δύναμη να την εκτιμήσουν».
Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
—Μάντεις κακών και οραματιστές—
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Ήτανε βέβαια μεγάλη η περιπέτεια
Όμως η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα
Ασύλληπτα πυροτεχνήματα ανεβαίνανε
Στον πράο ουρανό με διαφημίσεις
Αιφνίδιων θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων.
Σε λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως
Κάηκαν όλα τα επίσημα αρχεία και βιβλιοθήκες
Οι βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία
Όλες οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων
Και θανάτων —έτσι που πια δεν ήξερε
Κανείς αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα—
Όλα τα δούναι και λαβείν των μεσιτών
Από τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών
Τα πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων.
Εξαίσια νύχτα τελεσίδικη και μόνη
Οριστική (όχι καθόλου όπως οι λύσεις
Στα περιπετειώδη φιλμ).
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους
Βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας
Απ’ τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι
Κάτω απ’ τις αψίδες των κραυγών
Περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες
Χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια.
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Στις 23 του Ιούνη 2005 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.
Ήταν μαθητής Γυμνασίου, το 1942, όταν εμφανίστηκε στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν ΕΑΜίτες και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά, και το 1944 στο ΕΠΟΝίτικο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», του οποίου ήταν αρχισυντάκτης.
Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Για τη δράση του συνελήφθη το 1948, βασανίστηκε, καταδικάστηκε για παράνομη δράση από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο και φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε σαν ακτινολόγος.
Για τον ποιητή με τη «χαμηλή φωνή» ο Μίκης Θεοδωράκης θα πει: «Αξιώθηκε να μετουσιώσει τις πληγές του σε μια μοναδική και εξαίσια Ποίηση που έγινε φάρος και οδηγός για όσους ακολούθησαν και που είχαν μέσα τους την ψυχική ευγένεια και την πνευματική δύναμη να την εκτιμήσουν».