Αργύρης Χιόνης: «Κραυγάζω ήσυχα απαλά σχεδόν ψιθυριστά»

Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.

Αργύρης Χιόνης: «Κραυγάζω ήσυχα απαλά σχεδόν ψιθυριστά»

Σήμερα συμπληρώνονται έξι χρόνια από τη μέρα που έφυγε ξαφνικά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (23 του Δεκέμβρη 2011) ο ποιητής Αργύρης Χιόνης.

Εκτός των άλλων ήταν ένας συγγραφέας – αγρότης, άνθρωπος που του άρεσε να ασχολείται με τη γη και έγραφε πάντα «παραμυθίες στα χώματα γι΄ αυτούς που είναι πλέον κάτω απ΄ αυτά και για όσους βαδίζουν ακόμη πάνω τους, ενώνοντας έτσι το θάνατο με τη ζωή, το υποθετικό τέλος με την υποθετική διάρκεια, αυτά τα, φαινομενικά, δυο άκρα αντίθετα που είναι, στην ουσία, το ίδιο ακριβώς πράγμα, δηλαδή ένα όνειρο».

Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε στις 22 του Απρίλη 1943 στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης, δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας.

Ακολουθεί μια πολύ μικρή επιλογή από τη συγκεντρωτική συλλογή του «Η φωνή της σιωπής».

Κραυγάζω ήσυχα απαλά σχεδόν ψιθυριστά
Α.Χ

ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΠΡΩΤΗ

Κρυώνατε
και σας έντυσα τα ρούχα μου·
πεινούσατε
και σας τάισα τις σάρκες μου·
διψούσατε
και σας πότισα το αίμα μου.
Κι όταν ντυθήκατε και χορτάσατε,
ζητήσατε τραγούδι
κι εγώ σας έδωσα τα κόκαλά μου
και τα κάνατε φλογέρες·
μα ήταν αδέξια τα χείλη σας
και το τραγούδι βγήκε
παγερό και πένθιμο
κι αρχίσατε να κλαίτε
και να βρίζετε…
Κι όμως
δεν κράτησα για μένα τίποτα
έξω απ’ την ηδονή
της προσφοράς.
Μη μου την παίρνετε.

ΠΛΗΡΩΜΗ

Στη μέση του μεσημεριού
η δίψα σου·
στης δίψας σου τη μέση
ένα πηγάδι
δίχως νερό,
γιομάτο σαύρες
και ψοφίμια.
Κι έσκυψες
πάνω σαπ’ το πηγάδι
κι έκλαψες
κι εκείνο σου ’πε,
«ευχαριστώ για τη δροσιά».

ΠΟΡΕΙΑ

Πάρτε το λείψανο από δω
κι αλλάξτε γρήγορα
σεντόνια.
Θα’ ρθεί σε λίγο
νιόπαντρο ζευγάρι
και πάνω στο κρεβάτι αυτό
θ’ αγκαλιαστεί.
Μ’ άσπρους λεμονανθούς
διώξτε της αποσύνθεσης την μπόχα
κι ανοίξτε τα παράθυρα
για να σβηστούν τα νεκροκέρια.
Πριν να σαπίσει
ο στερνός ο στεναγμός,
ν’ αναστηθεί καινούργιο γέλιο·
πριν μας κερδίσει
ο καημός
να γεννηθεί καινούργια ελπίδα.

ΚΕΡΔΟΣ

Όταν σου ζήτησα νερό
δεν δίψαγα·
η πεθυμιά μου ήταν
της προσφοράς την προθυμία
ν’ απολαύσω.

ΣΤΙΓΜΗ

Οι καμινάδες
χέρια ικεσίας
στο Θεό της σιωπής·
η πολιτεία
προσεύχεται μες στη νύχτα.

Αργύρης Χιόνης: «Κραυγάζω ήσυχα απαλά σχεδόν ψιθυριστά»

Αργύρης Χιόνης (1943-2011)

ΟΤΑΝ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΜΙΣΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.

ΑΠΟΡΙΕΣ

Τι νιώθει η έρημος
όταν μακρινός άνεμος
αποθέτει πάνω της ένα σπόρο;

Ξεδιψάει ποτέ το γεμάτο ποτήρι;

Ο δρόμος που τελειώνει σ’ αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;

Τρέμουν ποτέ τα γόνατα του πανίσχυρου Χάρου;

Οι μεγάλες ψυχές γνωρίζουν άραγε
ότι υπάρχει μόνον ένα μέγεθος θανάτου;

Τα ψηλά βουνά νιώθουνε τάχα
ότι ο κόκκος άμμου είν’ αδερφός τους;

Η μετάνοια θυμάται αλήθεια
ότι κάποτε λεγόταν τόλμη;

Το χέρι που δίνει και το χέρι που παίρνει
ξέρουν ότ’ είναι δυό γλάροι που ζυγιάζονται
πάνω από το κενό της έλλειψης;

Πώς νιώθει τάχα η νύχτα
μ’ όλα τούτα τ’ άστρα στο κορμί της
ωραία ή σημαδεμένη;

Το φεγγάρι όταν το λεν σελήνη διχάζεται;

Τι κρύβει το κρεβάτι κάτω απ’ το προσκέφαλό του
περίστροφο ή όνειρα;

Τα πούπουλα του μαξιλαριού
ονειρεύονται ακόμα τα ύψη;

Πώς πεθαίνει ο μόνος άνθρωπος
πώς τρίζει η ψυχή του ερημίτη
όταν την αγγίζει ο θάνατος
τι κρότο κάνει ένα δέντρο που πέφτει
όταν κανείς δεν είν’ εκεί για να τ’ ακούσει;

Είναι το σκοτάδι που ’ναι τυφλό
ή το φως που σκοντάφτει πάνω του;

ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΕΡΗΜΟ ΚΙ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ, ζούσε μια χοντρή βαριά σιωπή· τόσο χοντρή που ’χε ξηλώσει όλα τα κουφώματα, τόσο βαριά που ’χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν άκουγε ούτε τη βουή του τρομαγμένου αίματος στις φλέβες του.

Και, ξαφνικά, μια μέρα, η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο· ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και  η σιωπή, για την οποία σας μιλώ, αγάπησε τρελά ένα σαράκι που, λίγο – λίγο, από μέσα τρώγοντάς την, αδιάκοπα αδειάζοντάς την, ανάλαφρο την έκανε του έρωτα δοχείο, του τραγουδιού του ηχείο.

ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΣΥΝΘΕΣΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ στη γραφομηχανή, ανακαλύπτει, ξαφνικά, ότι ματώνουν τ’ ακροδάχτυλά του. Τα πλήκτρα έχουν γίνει αιχμηρά, οι λέξεις έχουν βγάλει αγκάθια, οι φράσεις φράχτες βάτων γίνανε, άβατος τόπος έγινε το ποίημα, μούλιασε το χαρτί στο αίμα.

«Αυτό δεν είναι ποίηση», σκέφτεται, «αυτό είναι σφαγή», κι αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δολοφόνο μηχανή και να επιστρέψει στο μολύβι. Όμως κι αυτό δεν είναι επικίνδυνο; Κι αυτό δεν απειλούσε να τιναχτεί από το χέρι του, τα μάτια να του βγάλει;

Μονάχα με το δάχτυλο θα γράφει, στο εξής, τα ποιήματά του, μονάχα με το δάχτυλο, πάνω στην άμμο ή στο χιόνι ή στη σκόνη. (επιλογές)

 

Αργύρης Χιόνης, Η Φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966 – 2000. Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2006

«Αν και είμαι μόλις 63 ετών και έχω εκτίσει μόνο 40 χρόνια ποίησης, αποφάσισα να προβώ στη συγκεντρωτική αυτή έκδοση των ποιημάτων μου, φοβούμενος ότι, επειδή οι θεοί αγαπούν τους νέους, δεν θα έχω τον απαιτούμενο χρόνο για να δώσω στη δουλειά μου τη μορφή που θα έπρεπε να έχει, πριν παραδοθεί στην αιωνιότητα. Αν δεν το κάνω αυτό εγώ, θα το κάνει, ίσως, κάποιος συμπαθής τυμβωρύχος (βλέπε φιλόλογος), όταν δεν θα ‘μια πια εδώ και δεν θα μπορώ να του τραβήξω το αυτί για τις τυχόν αυθαίρετες (τι άλλο θα μπορούσαν να είναι;) αναπαλαιώσεις….»

Και οι θεοί πράγματι τον αγάπησαν και τον πήραν πέντε χρόνια αργότερα, στις 23 Δεκέμβρη 2011.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: